Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Καζαντζάκης της «Ιλιάδας»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα, 18 Φλε­βά­ρη 1883 γεν­νή­θη­κε ο μεγά­λος λογο­τέ­χνης Νίκος Καζαν­τζά­κης. Ο πιο πολύ μετα­φρα­σμέ­νος Ελλη­νας λογο­τέ­χνης. Ασχο­λή­θη­κε με όλα τα είδη του λόγου. Δοκί­μιο, Ποί­η­ση, Μυθι­στό­ρη­μα, Θεα­τρι­κά, Ταξι­διω­τι­κά, Φιλο­σο­φία, Δια­σκευ­ές και μετα­φρά­σεις. Μαζί με τον Ι.Θ. Κακρι­δή μετέ­φρα­σαν  την «Ιλιά­δα». Μετά­φρα­ση ποι­η­τι­κή, έμμε­τρη, σε δημο­τι­κή γλώσ­σα, που συνο­δεύ­ε­ται από εισα­γω­γή του Ι.Θ. Κακρι­δή. Αυτή την μετά­φρα­ση διδα­χτή­κα­με στο σχολείο.

Το εγχεί­ρη­μα έχει αφε­τη­ρία το 1942 όταν έρχε­ται για λίγο στην Αθή­να, όπου συνα­ντά τον καθη­γη­τή Ι. Θ. Κακρι­δή και θέτουν τη βάση της συνερ­γα­σί­ας τους για τη μετά­φρα­ση της Ιλιά­δας και της Οδύσ­σειας του Ομή­ρου. Επι­στρέ­φει στην Αίγι­να και τελειώ­νει μόνος την πρώ­τη γρα­φή της μετά­φρα­σης της Ιλιά­δας. Στα 1952 τον επι­σκέ­πτε­ται στην Αντίμπ, όπου ζει πλέ­ον,  Ι. Θ. Κακρι­δής και εργά­ζο­νται μαζί για την ορι­στι­κή μορ­φή της μετά­φρα­σης της Ιλιά­δας, η οποία στα­δια­κά ολο­κλη­ρώ­νε­ται και εκδί­δε­ται το 1955. 

Με αφορ­μή την επέ­τειο γέν­νη­σης του Νίκου Καζαν­τζά­κη επι­λέ­ξα­με ένα δια­φο­ρε­τι­κό αφιέ­ρω­μα. Από αυτή τη μετά­φρα­ση της «Ιλιά­δας» επι­λέ­ξα­με κάποια απο­σπά­σμα­τα και τα «παντρέ­ψα­με» με λιθο­γρα­φί­ες του Γάλ­λου ζωγρά­φου Henri Motte (1846–1922).  Είναι τα σημεία της «Ιλιά­δας» που ενέ­πνευ­σαν τον Γάλ­λο καλλιτέχνη.

10

Ότι είχε η Αυγή η θεά στον Όλυ­μπο το μέγα ανέ­βη απάνω, .
το φως στο Δία και στους αθά­να­τους τους άλλους να μηνύσει
(Ραψω­δία Β’)

11

Ωστό­σο πλάι στο Δία σε σύνα­ξη μαζί οι θεοί εκαθόνταν
μες στο χρυ­σό­στρω­το παλά­τι του, κι η Ήβη η σεβά­σμια γύρω
σε όλους κρα­σί κερ­νού­σε αθά­να­το᾿ κι αυτοί την Τροία θωρώντας
ο ένας τον άλλο αντι­χαι­ρέ­τι­ζε με τη χρυ­σή του κούπα.
(Ραψω­δία Δ’)

12

Πήρε η Αθη­νά, του βρο­ντο­σκού­τα­ρου του Δία η κόρη, ωστόσο
και το αγα­νό μαντί της έβγα­λε στο πατρι­κό παλάτι,
το πλου­μι­στό, που ατή της ύφα­νε με τα δικά της χέρια.
Του Δία μετά φορά­ει το θώρα­κα του νεφελοστοιβάχτη
για τον πολύ­δα­κρο τον πόλε­μο, και τ᾿ άρμα­τα του βάζει.
Κι απά στο αμά­ξι τότε ανέ­βη­κε το λιό­φω­το, κι αδράχνει
το δυνα­τό, βαρύ, θεό­ρα­το κοντά­ρι, που σκοτώνει
όσους ηρώ­ους του Τρα­νο­δύ­να­μου την κόρη έχουν θυμώσει.
Κι η Ήρα με βιά­ση τότε τ᾿ άλο­γα χτυ­πά με το μαστίγι,
κι οι πύλες τ᾿ ουρα­νού από μόνες τους βρό­ντη­ξαν, πού απ᾿ τις Ώρες
φυλά­γου­νται· τι αυτές τον Όλυ­μπο και τα πλα­τιά τα ουράνια
πήραν χρέη με σύγνε­φο πυκνό να τ᾿ ανοιγοσφαλνούνε.
Μέσα απ᾿ αυτές τα μαστι­γό­λα­μνα πέρα­σαν άτια τώρα.
(Ραψω­δία Θ’)

14

Κι η Ήρα η σεβά­σμια της απά­ντη­σε με δόλο και της είπε:
«Τον πόθο δωσ᾿ μου και τον έρω­τα, που εσύ μ᾿ αυτά, σα θέλεις,
όλους δαμά­ζεις τους αθά­να­τους και τους θνη­τούς ανθρώπους.
(…)
Τότε η Αφρο­δί­τη η αχνο­γε­λό­χα­ρη της απο­κρί­θη κι είπε:
«Ουτε μπο­ρώ κι ουδέ και πρέ­πει μου να σου αρνη­θώ τη χάρη,
τι εσύ στου πρώ­του απ᾿ τους αθά­να­τους την αγκα­λιά κοιμάσαι.»
Είπε, και λύνει από τον κόρ­φο της το στη­θο­πά­νι, που ‘χε
λογιώ λογιώ πλου­μιά, κι απά­νω του τα μάγια έσμι­γαν όλα,
κι η απο­θυ­μιά και τα γλυ­κό­λο­γα της ερω­τιάς κι η αγάπη
και το ξελό­για­σμα, που πλά­νε­ψε και μυα­λω­μέ­νο ακόμα.
Κι ως μες στα χέρια της το απί­θω­σε, τού­τα της λέει τα λόγια:
«Να, πάρε χώσε αυτό στον κόρ­φο σου το στη­θο­πά­νι τώρα.
το πλου­μι­στό, που είναι όλα μέσα του, και δίχως άλλο ξέρε
πως δε θα γύρεις με ακα­τά­φερ­το το που ‘χεις μες στο νου σου»

(Ραψω­δία Ξ’)

15

Θυμό γεμά­τη η πολυ­σέ­βα­στη του Δία γυναί­κα τότε
γυρ­νά­ει στη Σαϊ­το­ρί­χτρα με άσκη­μα μαλώ­νο­ντας τη λόγια:
«Πώς ξεθαρ­ρεύ­της, σκύ­λα αδιά­ντρο­πη, κι αντί­κρα μου ήρθες τώρα
ν᾿ ασκώ­σεις κεφα­λή; Σα δύσκο­λο μαζί μου να τα βάλεις,
κι ας είσαι με δοξά­ρι• λιό­ντισ­σα για τις θνη­τές μονάχα
λέω σ᾿ έχει κάμει ο Δίας, και σου ‘δωκε να ρίχνεις όποια θέλεις.
Πιο κέρ­δος θα ‘χες λέω να σκό­τω­νες αγρί­μια στα ρουμάνια
κι άγρια ζαρ­κά­δια, αντί να μάχε­σαι με πιο τρα­νούς σου τώρα.
Μ᾿ αν θες να δοκι­μά­σεις πόλε­μο, να μάθεις πόσο εγώ είμαι
τρα­νό­τε­ρη, που απο­δυ­νά­στη­κες να μετρη­θείς μαζί μου…»
Αυτά είπε, και τα δυο της άρπα­ξε τα χέρια στο ζερ­βί της,
με το άλλο επή­ρε από τους ώμους της σαγί­τες και δοξάρι,
κι όπως εκεί­νη εστρι­φο­γύ­ρι­ζε, στ᾿ αφτιά με τού­τα αρχίζει
γελώ­ντας να τη δέρ­νει᾿ κι έπε­φταν κάτω οι γορ­γές σαγίτες
(Ραψω­δία Φ’)

 

Και οι 24 λιθο­γρα­φί­ες του Henri Motte κυκλο­φό­ρη­σαν σε λεύ­κω­μα το 2008 («Τυπο­εκ­δο­τι­κή») με φιλο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια δική μου και καλ­λι­τε­χνι­κή επι­μέ­λεια του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη. Σε εκεί­νη την έκδο­ση επέ­λε­ξα τα απο­σπά­σμα­τα από τις μετα­φρά­σεις του Αλέ­ξαν­δρου Πάλ­λη και του Ιάκω­βου Πολυ­λά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο