Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Κώστας Βάρναλης για τον Δον Κιχώτη

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ένα κεί­με­νο του Κώστα Βάρ­να­λη (Πρω­ΐα 3/2/1943) για τον «Δον Κιχώ­τη» του Θερ­βά­ντες, με αφορ­μή την κυκλο­φο­ρία της μετά­φρα­σης του Κλ. Καρ­θαί­ου. Ο ίδιος ο Κώστας Βάρ­να­λης που θεω­ρεί τον «Δον Κιχώ­τη ένα από τα πιο αθά­να­τα έργα της ευρω­παϊ­κής λογο­τε­χνί­ας το 1933 κυκλο­φό­ρη­σε μια δια­σκευή με τις εκδό­σεις «Ελευ­θε­ρου­δά­κη». Ανα­λυ­τι­κά γι’ αυτήν την έκδο­ση έχω γρά­ψει στο περιο­δι­κό «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», τεύ­χος 51–52, σελ. 123–129).

Ο Μιγκέλ ντε Θερ­βά­ντες γεν­νή­θη­κε, κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα, στις 29 Σεπτέμ­βρη 1547 και πέθα­νε στις 22 Απρί­λη 1616. Το πρώ­το μέρος του «Δον Κιχώ­τη» το δημο­σί­ευ­σε το 1605 στη Μαδρί­τη και το δεύ­τε­ρο μέρος το 1615.

Δον Κιχώ­της

Ένα από τα μεγα­λύ­τε­ρα πνευ­μα­τι­κά κατορ­θώ­μα­τα του νεώ­τε­ρου πολι­τι­σμού, από κεί­να που δε γνω­ρί­ζου­νε σύνο­ρα τοπι­κά και χρο­νι­κά ο Δον Κιχώ­της του Θερ­βά­ντες (του Μιχα­ήλ ντε Θερ­βά­ντες Σαα­βέρ­δα). από­χτη­σε την κλα­σι­κή του μετά­φρα­ση, στη γλώσ­σα μας. Έως τώρα έχου­νε γίνει κι άλλες μετα­φρά­σεις αυτού του αθά­να­του έργου, είτε κου­τσου­ρε­μέ­νες στην καθα­ρεύ­ου­σα, είτε δια­σκευ­ές για παι­διά στη δημο­τι­κή,  άλλα πρώ­τη φορά μας δίνε­ται το έργο ολο­κλη­ρω­μέ­νο σε γλώσ­σα πλέ­ρια δημο­τι­κή και με τόση ευσυ­νει­δη­σία κι αγά­πη και τέχνη, ώστε η μετά­φρα­ση τού­τη> ν’ απο­τε­λεί μνη­μείο του νεο­ελ­λη­νι­κού λόγου. Στέ­κε­ται μ’ αξιω­σύ­νη δίπλα στη μετά­φρα­ση της «Ιλιά­δας» από τον Αλ. Πάλ­λη και των «Γεωρ­γι­κών» του Βιρ­γι­λί­ου από τον Κώστα Θεοτόκη.

Μετα­φρα­στής ο κ. Κλ. Καρ­θαί­ος. Το όνο­μα του πιστού μου φίλου απο­τε­λεί την πιο πει­στι­κή εγγύ­η­ση για τη σοβα­ρό­τη­τα της δου­λειάς του.

Είπα πως για πρώ­τη φορά το έργο του Θερ­βά­ντες μετα­φρά­στη­κε όπως το απαι­τού­σε η αξία του έργου. Μα δε δημο­σιεύ­τη­κε και για πρώ­τη φορά. Είχε πρω­το­δη­μο­σιευ­τεί εδώ και πολ­λά χρό­νια στο «Νου­μά» του Ταγκό­που­λου  και κατό­πι βγή­κε σε τόμο. Τώρα το έργο εξα­ντλη­μέ­νο από και­ρό, ξανα­τυ­πώ­θη­κε από τον εκδο­τι­κό οίκο «Αετός».

Το ότι ο «Δον Κιχώ­της» του Καρ­θαί­ου πρω­το­εί­δε το φως στο «Νου­μά» που ήτα­νε το όργα­νο της γλωσ­σι­κής ορθο­δο­ξί­ας, δεί­χνει πως η μετά­φρα­ση εκπλη­ροί τον πρώ­τον όρο κάθε καλού έργου: τη γλωσ­σι­κή ενό­τη­τα. Δεν κάνει υπο­χω­ρή­σεις στη μισή γλώσ­σα όπως το συνη­θί­ζει στα τελευ­ταία χρό­νια κι αυτή η δημιουρ­γι­κή μας λογο­τε­χνία. Η μετά­φρα­ση του είναι ένας πραγ­μα­τι­κός θρί­αμ­βος της γλώσ­σας του λαού. Κι’ όσα ποι­ή­μα­τα του συγ­γρα­φέα μετα­φρά­ζει ο κ. Καρ­θαί­ος μέσα στο έργο είναι όλα με αρι­στο­τε­χνι­κόν τρό­πο δοσμέ­να στη γλώσ­σα μας όπως το περί­με­νε κανείς από ένα δόκι­μο δου­λευ­τή του νεο­ελ­λη­νι­κού στίχου.

Ποια είναι τα στοι­χεία που κάνου­νε τον «Δον Κιχώ­τη» ένα από τα πιο αθά­να­τα έργα της ευρω­παϊ­κής λογο­τε­χνί­ας; Η απλό­τη­τα του μύθου, η απλό­τη­τα των μέσων, οι έξυ­πνες ευρέ­σεις κ’ η καλο­σύ­νη του συγ­γρα­φέα. Μολο­νό­τι σατι­ρί­ζει μιαν ολό­κλη­ρη επο­χή αυτόν τον εξημ­μέ­νο περι­πλα­νώ­με­νον ιππο­τι­σμό που είχε πια ξεφτί­σει στα χρό­νια της Ανα­γέν­νη­σης, όλοι οι ήρω­ες είναι συμπα­θη­τι­κοί. Θα έλε­γε κανείς πως ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας σατι­ρί­ζει και τον εαυ­τό του για­τί και τού­τος άκρες μέσες υπήρ­ξε ένας περι­πλα­νώ­με­νος ιππό­της με μιαν αφά­ντα­στα περι­πε­τειώ­δη ζωή από την οποία τίπο­τες άλλο δεν εκέρ­δι­σε παρά σωμα­τι­κά και ηθι­κά τραύματα.

Ο Θερ­βά­ντες σαν αρι­στο­κρά­της. Φτω­χός όμως, αλλά τίμιος άνθρω­πος κι αλη­θι­νό παλ­λη­κά­ρι μπο­ρεί να λογα­ρια­στεί σαν ένας από τους δυνα­μι­κούς τύπους της Ανα­γέν­νη­σης, χωρίς όμως τη μακια­βε­λι­κήν ανη­θι­κό­τη­τα των περισ­σο­τέ­ρων. Ήτα­νε πραγ­μα­τι­κά γεν­ναί­ος κ’ ευθύς. Όλη του τη ζωή την πέρα­σε αλλά­ζο­ντας τόπους. χωρίς να μπο­ρέ­σει κάπου να ριζώ­σει και να στα­θεί. Τα πρώ­τα χρό­νια της νιό­της του ήτα­νε πολε­μι­στής. Έλα­βε μέρος στη μάχη της Ναυ­πά­κτου όπου τραυ­μα­τί­στη­κε στο αρι­στε­ρό χέρι κ’ έμει­νε σακά­της για πάντα. Κατό­πι έκα­νε αιχ­μά­λω­τος των Αλγε­ρι­νών κουρ­σά­ρων πέντε ολό­κλη­ρα χρό­νια στα σίδε­ρα. Κι όταν γλί­τω­σε απ’ αυτήν την Κόλα­ση, που του έγι­νε «μάθη­μα υπο­μο­νής στη δυστυ­χία», όπως λέγει ο ίδιος, οι δυστυ­χί­ες του δε λιγο­στέ­ψα­νε. Ο,τι δου­λειά και να έκα­νε, η δυστυ­χία τον ακλου­θού­σε. Πώς να μπο­ρέ­σει ν’ αφο­σιω­θεί σε ό,τι ελά­τρευε περισ­σό­τε­ρο: στην τέχνη; Μόλις πενη­ντα­ε­φτά χρο­νών, στα 1604, εδώ και 340 χρό­νια, κατόρ­θω­σε να δημο­σιέ­ψει το πρώ­το μέρος του «Δον Κιχώτη».

Αλλά μήπως γι’ αυτό η ζωή του καλυ­τέ­ρε­ψε; Κάθε άλλο. Πέθα­νε φτω­χός από υδρω­πι­κία σ’ ένα μονα­στή­ρι.; Πού τον θάψα­νε; άγνω­στο. Κι όμως αυτός ο συγ­γρα­φέ­ας στά­θη­κε ένας από τους μεγα­λύ­τε­ρους του κόσμου, μετά το Δάντη και το Σαίξπηρ.

Ο τύπος του Δον Κιχώ­τη είναι ένας αιώ­νιος ανθρώ­πι­νος τύπος. Αυτή του η καθο­λι­κό­τη­τα είναι η κυριό­τε­ρη αίτια που τον έκα­νε παναν­θρώ­πι­νο σύμ­βο­λο. Είναι ο τύπος που ζητά­ει να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει στη ζωή ένα μεγά­λο ιδα­νι­κό, αλλά που η ζωή δεν το δέχε­ται. Η αντί­θε­ση αυτή μετα­ξύ των ευγε­νι­κών προ­θέ­σε­ων και της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας δεν τον απο­γοη­τεύ­ει. Ο Δον Κιχώ­της δεν την βλέ­πει. Του­να­ντί­ον, βλέ­πει ό,τι θέλει η φαντα­σία του και κανείς δεν θα έχει αντίρ­ρη­ση πως όλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, έχουν κ’ έναν Δον Κιχώ­τη μέσα τους.

Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ

 

(Το από­σπα­σμα στη φωτο­γρα­φία είναι από τη δια­σκευή του Κώστα Βάρναλη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο