Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μ. Θεοδωράκης μιλά για τις δύο μελοποιημένες εκδοχές του «Επιτάφιου»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

biblio_MIkis

 

Από το λεύ­κω­μα «Μίκης Θεο­δω­ρά­κης Κινη­μα­το­γρα­φι­κή αυτο­βιο­γρα­φία: Ντο­κου­μέ­ντα της ζωής και του έργου του», του Γιώρ­γου και της Ηρώς Σγου­ρά­κη, που εξέ­δω­σε το 2005 το «Αρχείο Κρή­της» επι­λέ­ξα­με ένα από­σπα­σμα από την εξι­στό­ρη­ση του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, που ανα­φέ­ρε­ται στις δύο εκδο­χές της μελο­ποί­η­σης του «Επι­τά­φιου» του Γιάν­νη Ρίτσου.

 

 

Επι­τά­φιος

Στα 1958 πήρα το βιβλίο του Ρίτσου με μια αφιέ­ρω­ση. Ξαφ­νι­κά, για­τί ο Ρίτσος, πώς με σκε­φτη­κε; Δεν ξέρω, και μια μέρα, θυμά­μαι είχα­με πάει με την γυναί­κα μου να αγο­ρά­σου­με κάτι σ’ ένα μπα­κά­λι­κο και τότε έγρα­ψα τον Επι­τά­φιο. Κι αυτό ήταν η μεγάλη,τελευταία στρο­φή όχι μόνο στη μου­σι­κή μου ζωή αλλά σ’ ολό­κλη­ρη τη ζωή μου.

Και μιας και φτά­σα­με στον Επι­τά­φιο, πρέ­πει να σημειώ­σου­με την ομοιό­τη­τα που υπάρ­χει ανά­με­σα στο βασι­κό μοτί­βο του Επι­τα­φί­ου και στο μοτί­βο από την Τρε­λή μάνα του Σολω­μού, που όπως είπα, το ‘γρα­ψα το 1940 περί­που στην Τρί­πο­λη και που κυριαρ­χεί στην Τρί­τη Συμ­φω­νία μου, δηλα­δή ένα μοτί­βο που είναι μανιά­τι­κο μοι­ρο­λόι, δημο­τι­κό μοτί­βο, και πρέ­πει να πω ότι και ο Επι­τά­φιος κυριαρ­χεί­ται από τέτοιου είδους μοτί­βα, παρ’ ότι βέβαια μετά με το Χιώ­τη με τα μπου­ζού­κια δώσα­με έναν χαρα­κτή­ρα πιο λαϊ­κό. Αλλά άμα κάνει κανείς την ανά­λυ­ση των μοτί­βων, είναι όλα τα ακού­σμα­τα δειγ­μα­το­λη­πτι­κά, θα έλε­γα αυτής της δια­δρο­μής μου από το Αιγαίο, στη Μυτι­λή­νη, στη Σύρο μετά, στην Ικα­ρία, μετά στην Κρή­τη. Η Κρή­τη λέει τελεί­ως ριζί­τι­κο. Ή τα Επτά­νη­σα και τα ρεμπέ­τι­κα. Γι’ αυτό ο Επι­τά­φιος νομί­ζω ότι έχει αυτή την απή­χη­ση, για­τί είναι όλα τα νεο­ελ­λη­νι­κά ακού­σμα­τα μέσα εκεί. Και φυσι­κά για εμέ­να ήταν ένα ξέσπα­σμα πια. Για­τί σαν να είχα μέσα μυο ένα από­στη­μα, συμπυ­κνω­μέ­νη μου­σι­κή, που έπρε­πε να βγει. Δεν μπο­ρού­σε να βγει μόνο με τους δυτι­κούς ήχους που έγρα­φα την επο­χή εκεί­νη. Πήγαι­να στο Ωδείο των Παρι­σί­ων, στην τάξη του Μεσιάν. Έβλε­πα τους μοντέρ­νους, τον Πιέρ Μπου­λέζ, με το Γιάν­νη τον Ξενά­κη κάνα­με πολύ παρέα. Όλοι οι νέοι πήγαι­ναν προς το δεκα­φω­νι­σμό, προς το «σεριέλ», για­τί είχε μια τρο­με­ρή ιδε­ο­λο­γι­κό-αισθη­τι­κή τρο­μο­κρα­τία. Αν δεν έγρα­φες τη μου­σι­κή αυτή, σήμαι­νε ότι είσαι ένας απαρ­χαιω­μέ­νος μου­σι­κός. Κι ένας νέος συν­θέ­της δεν μπο­ρού­σε να είναι απαρ­χαιω­μέ­νος. Ήθε­λε να είναι μοντέρ­νος, ήθε­λε να πάει προς το μέλ­λον. Αλλά ‘βρί­σκαν αυτή την εύκο­λη λύση, τα ετοι­μο­πα­ρά­δο­τα. Εγώ αντι­στε­κό­μου­να σ’ αυτά τα πράγματα.

Και μέσα στη μου­σι­κή μου τη συμ­φω­νι­κή γλι­στρού­σα προς αυτή την κατεύ­θυν­ση. Σκε­φτό­μουν μάλι­στα να κάνω και ‘γω μαθη­μα­τι­κά. Διό­τι κάπου έγρα­ψα ότι ο μελ­λο­ντι­κός συν­θέ­της θα βγαί­νει από τα Πολυ­τε­χνεία πια και όχι από τα Ωδεία. Τόσο πολύ ήταν τα μαθη­μα­τι­κά μέσα στη μου­σι­κή. Αλλά όλη αυτή η ευαι­σθη­σία που είχα μέσα μου από πού να βγει; Και ξαφ­νι­κά βγή­κε. Σαν ένας χεί­μαρ­ρος μέσα από τον Επιτάφιο.

Βέβαια τον έγρα­ψα το ’58 τον Επι­τά­φιο και έστει­λα στo Ρίτσο ένα αντί­γρα­φο. Ένα άλλο έστει­λα στο Χατζι&άκι, ένα άλλο στον για­τρό το Σάμιο που το είχα αφιε­ρώ­σει, για­τί ήμα­σταν στη Μακρό­νη­σο μαζί. Και τελι­κά ο Ρίτσος το παί­ζε στo πιά­νο ευγε­νι­κά, δεν υπήρ­χε τίπο­τα ακό­μα από αυτα τα πρά­μα­τα. Ξαφ­νι­κά το ‘59, όταν ήμου­να εδώ, μεσου­ρα­νού­σε τότε ο Χατζι­δά­κις με τη Μού­σχου­ρη και οι εται­ρί­ες θέλα­νε κάποιον να συνε­χι­στεί και σ’ αυτόν το δρό­μο η μου­σι­κή. Με κάλε­σαν οι εταιρεί­ες και έτσι το ‘59 είχα την τύχη να γίνει σε δύο βερ­σιόν. Σε δύο εκδό­σεις. Η πρώ­τη ήταν με τη Νανά τη Μού­σχου­ρη και το Χατζι­δά­κι και η δεύ­τε­ρη ήταν με το Μπι­θι­κώ­τση. Αλλά εδώ είχε μία ιστο­ρία, που νομί­ζω μπο­ρεί να ενδια­φέ­ρει τον κόσμο, μιας και ο Επι­τά­φιος νομί­ζω εξα­κο­λου­θεί να συγκι­νεί τον κόσμο και η ιστο­ρία του.

Με κάλε­σε ο Πατσι­φάς της «Λύρα» κι άκου­σε τον Επι­τά­φιο και λέει: «Μ’ αρέ­σει, να τον κάνεις. Να τον κάνου­με με την Άννα τη Χρυ­σά­φη». Και νομί­ζω, δεν ξέρω αν έκα­να μία πρό­βα με τη Χρυ­σά­φη, εκεί στο Μετο­χι­κό Μέγα­ρο που ήταν η «FIDELITY» η εται­ρεία. Μετά όμως μου λέει ο Πατσι­φάς την άλλη μέρα ότι τα’ άκου­σε η Μού­σχου­ρη και της άρε­σε και θέλει να το πει αυτή. Κι έκα­να πρό­βες με τη Μού­σχου­ρη. Μετά η Μού­σχου­ρη λέει: «Πρέ­πει να το πού­με του Χατζι­δά­κι, για­τί είμαι τρα­γου­δί­στριά του». Το λέω του Χατζι­δά­κι, ενθου­σιά­στη­κε ο Χατζι­δά­κις, λέει: «θα παί­ξω κι εγώ πιά­νο».

Και έτσι πήγα­με όλοι μαζί στο στού­ντιο κάτω, χωρίς μπου­ζού­κια βέβαια, με μαντο­λί­να, πιά­νο, κιθά­ρες κλπ., η Μού­σχου­ρη, ο Χατζι­δά­κις κι εγώ. Κάθι­σε ο Χατζι­δά­κις στο πιά­νο, εγώ να διευ­θύ­νω. Πρώ­τη φορά έμπαι­να σε στού­ντιο, δεν είχα ιδέα. Μου λέει ο Χατζι­δά­κις, αφού παί­ξα­με δυο-τρεις ώρες: «κάτσε στο πιά­νο εσύ, να διευ­θύ­νω εγώ». Ενθου­σιά­στη­κα με την ιδέα αυτή.

Κι έτσι βγη­κε αυτό. Αλλά κάπου δεν μ’ άρε­σε. Για­τί εγώ από το Παρί­σι ήθε­λα λαϊ­κή βερ­σιόν, ήθε­λα μπου­ζού­κια, ήθε­λα λαϊ­κό τρα­γου­δι­στή και τον Μπι­θι­κώ­τση. Τον Μπι­θι­κώ­τση, πώς τώρα τον Μπι­θι­κώ­τση; Τον Μπι­θι­κώ­τση τον άκου­γα στη Μακρό­νη­σο, για­τί παί­ζα­νε τα τρα­γού­δια του τα μεγά­φω­να, ήτα­νε συν­θέ­της πολύ γνω­στός την επο­χή εκεί­νη ο Μπι­θι­κώ­τσης και μ’ άρε­σε και η μου­σι­κή του και η φωνή του. Και μια μέρα που μας μετα­φέ­ρα­νε από το διερ­χο­μέ­νων, μας πηγαί­να­νε στο Λαύ­ριο και μας είχα­νε επά­νω στα καμιό­νια εμάς φορ­τω­μέ­νους, μες τον ήλιο, οι αλφα­μί­τες κάθι­σαν στην Κερα­τέα να φάνε σ’ ένα εστια­τό­ριο και κάποιος φαντά­ρος ήρθε, λέει: «Παι­διά, διψά­τε;». Και μας έφε­ρε νερό. «Είμαι ο Μπι­θι­κώ­τσης» λέει. Και μα έδω­σε ένα ποτή­ρι νερό. Με το Μπι­θι­κώ­τση πήγα­με στο κέντρο αυτό πολ­λές φορές γα να τιμή­σου­με τη συνάντηση.

epitafios1

Είχα ακού­σει όμως και το Γαρύ­φαλ­λο στ’ αυτί. Και μ’ άρε­σε τρο­με­ρά. Όταν με κάλε­σε λοι­πόν η «Κολού­μπια» να κάνω την άλλη έκδο­ση, λέω τον Μπι­θι­κώ­τση. Λέει: «Μα αυτός έχει φύγει ή είναι άγνω­στος, πάρε τον Καζαν­τζί­δη ή πάρε την Πόλυ Πάνου, πάρε, όποιους είχα­νε την επο­χή εκεί­νη, τη Μαί­ρη Λίντα. Οχι τον Μπιθικώτση!».

Τελι­κά τον βρή­κα­νε τον Μπι­θι­κώ­τση, κλει­στή­κα­με μέσα στο στού­ντιο περί­που ένα μήνα. Μετά πήγα­με στο στού­ντιο στην οδό Λυκούρ­γου, πήγα­με με το Χιώ­τη, ο οποί­ος Χιώ­της άκου­γε αυτά, μου λέει, «Αυτό είναι ζεμπέ­κι­κο, αυτό είναι εκείνο…».

Δεν είναι, βέβαια, αυτό που είπε ο Καζαν­τζί­δης, ότι μου έγρα­ψε την μου­σι­κή ο Χιώ­της. Που είναι η προ­σφο­ρά του Χιώ­τη; Τερά­στια προ­σφο­ρά ότι τα χασά­πι­κα τα έκα­νε ζεμπέ­κι­κα, ότι έκα­νε τις πενιές ανά­με­σα, ότι έδω­σε πάρα πολ­λά, ας πού­με, σε μένα. Μου έδω­σε δε κυρί­ως σαν αντί­λη­ψη μου­σι­κή ο ίδιος. ¨όπως μου έδω­σε πολ­λά ο Μπι­θι­κώ­τσης, όπως μου έδω­σαν όλοι οι λαϊ­κοί. Και ο Καζαν­τζί­δης ο ίδιος μου έδω­σε πάρα πολ­λά. Διό­τι εγώ πλέ­ον ήμου­να σε μια νέα σχο­λή και τα ρου­φού­σα πλέ­ον όλα αυτά τα πράγ­μα­τα, τα ‘παιρ­να κι όπως είπα, νομί­ζω με από­λυ­τη ειλι­κρί­νεια και το λέω και τώρα, εγώ γύρι­σα στην Ελλά­δα σαν ένας απλός μαθη­τής του Βαμ­βα­κά­ρη, του Τσι­τσά­νη, του Παπαϊ­ω­άν­νου, του Μητσά­κη. Αυτοί την επο­χή εκεί­νη ήταν οι δάσκα­λοι στο είδος αυτό κι εγώ έμπαι­να σαν μαθη­τής. Και αυτό δεν το ‘χω ξεχά­σει ακό­μα μέχρι τώρα. Και τώρα ακό­μη δηλώ­νω ότι παρα­μέ­νω ένας μαθη­τής του Τσι­τσά­νη, του Βαμ­βα­κά­ρη κλπ. που τους θεω­ρώ ότι είναι μεγα­λο­φυ­ΐ­ες στο είδος αυτό. Εγώ δεν ήθε­λα α κάνω ακρι­βώς το ίδιο. Προ­χώ­ρη­σα μέσα απ’ αυτά, αλλά όπως είχα ήδη άλλα ακού­σμα­τα, άλλη αγω­γή, θα πήγαι­να φυσι­κά σ’ έναν άλλο δρό­μο. Και πραγ­μα­τι­κά προ­σπά­θη­σα να κάνω έναν δικό μου δρό­μο, που είναι αυτός που λέμε ο δρό­μος της έντε­χνης λαϊ­κής μουσικής.

Και έτσι μπή­κα­με στον Επι­τά­φιο. Βγή­κα­νε οι δύο εκδό­σεις μαζί αυτήν τη φορά. Θυμά­μαι τώρα ότι, όταν παρου­σί­α­σα σε μια ομά­δα φίλων μου, δεν λέω τώρα τα ονό­μα­τά τους, τα δείγ­μα­τα από τη φωνο­λη­ψία με τον Μπι­θι­κώ­τση, έβα­λαν τα γέλια. Λένε: «Κάνεις καλα­μπού­ρι. Δεν είναι δυνα­τόν αυτό να είναι μου­σι­κή. Ούτε αυτός που παί­ζει μπου­ζού­κι να είναι αυτό το πράγ­μα, όπως το είχα­με ακού­σει με τη Μού­σχου­ρη. Ούτε αυτή η φωνή. Τι φωνή είναι αυτή;», Τον λέγα­νε μάλι­στα «ο απί­θα­νος» ο Μπι­θι­κώ­τσης. Αλλά ωστό­σο αυτός ο δίσκος έπια­νε ιδιαί­τε­ρα στη νεο­λαία. Πρέ­πει να πω, αν σώθη­κε το κίνη­μα αυτό, σώθη­κε μόνο χάρη στη νεο­λαία. Διό­τι οι άλλοι ήταν ενα­ντί­ον μου. Και τότε οι φοι­τη­τές, οι νεο­λαία πάλι, οργά­νω­σαν μια βρα­διά στη Λέσχη Ελευ­θε­ρί­ου Βενι­ζέ­λου στη Χρή­στου λαδά, όπου ήρθε ο Χατζι­δά­κις, ήρθε κι η Μού­σχου­ρη. Ο Μπι­θι­κώ­τσης ήρθε, αλλά δεν τον γνώ­ρι­σε κανέ­νας κι έφυ­γε. Και τότε παρου­σιά­στη­καν με δίσκους και οι δύο εκδό­σεις και από τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα των παι­διών κατα­λα­βαί­να­με ποιος αγα­πά­ει πιο πολύ ποιον κλπ. Μην ξεχνά­με, όπως είπα, ότι ήταν πολύ γνω­στή τότε η Μού­σχου­ρη και ο Χατζι­δά­κις κι είχε οπωσ­δή­πο­τε ένα μεγά­λο ρεύ­μα. Αλλά όμως κι η άλλη εκδο­χή προχωρούσε.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο