Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παραμυθιάζομαι

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Ήταν ένα από τα χιλιά­δες παι­διά που κάνουν όνει­ρα για τη ζωή και βάζουν στό­χους, έχο­ντας να παλέ­ψουν με τερά­στιες δυσκο­λί­ες και ανι­σό­τη­τες. Κατά­φε­ρε να κάνει αυτό που αγα­πού­σε, από μικρός, αυτό που –όπως έλε­γε ο ίδιος- ήταν γεν­νη­μέ­νος να κάνει και τίπο­τα δεν μπο­ρού­σε να τον εμπο­δί­σει. Τον χαρα­κτή­ρι­σαν φαι­νό­με­νο. Έφτια­χνε ασυ­νή­θι­στα τρα­γού­δια σκα­ρώ­νο­ντας συνη­θι­σμέ­να στι­χά­κια με πια­σά­ρι­κες ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ες, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας λέξεις και φρά­σεις τριμ­μέ­νες από τη χρή­ση, ντυ­μέ­να με μου­σι­κές – παραλ­λα­γές στο ίδιο μοτί­βο, δοσμέ­να με έναν δικό του τρόπο.

Από το δωμά­τιό του, με μια κιθά­ρα, βγή­κε στον ωκε­α­νό του δια­δι­κτύ­ου, όπως πολ­λά νέα παι­διά και δημιουρ­γοί που προ­σπα­θούν για την ανα­γνώ­ρι­ση, που θα τους εξα­σφα­λί­σει την επι­βί­ω­ση και ‑αν είναι και τυχε­ροί, εκτός από ταλα­ντού­χοι- θα φέρει την κατα­ξί­ω­ση και την επι­τυ­χία. Δεν έγρα­ψε και δεν τρα­γού­δη­σε μεγά­λα νοή­μα­τα. Όπως ο ίδιος έλε­γε ήταν τρα­γου­δι­στής της καψού­ρας· δεν είχε πρό­βλη­μα να το λέει στις ‑μετρη­μέ­νες στα δάχτυ­λα- συνε­ντεύ­ξεις του, με μια πηγαία αμε­σό­τη­τα και γνη­σιό­τη­τα που είτε την έχεις είτε δεν γίνε­σαι πιστευ­τός. Και για να την έχεις πρέ­πει κάτι να κου­βα­λάς στη βαλί­τσα σου, από το σπί­τι σου, την οικο­γέ­νειά σου, τα βιώ­μα­τά σου.

Δεν προ­σπά­θη­σε να που­λή­σει τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο ή δια­φο­ρε­τι­κό από αυτό που είχε. Ήταν μια ασυ­νή­θι­στη (εκτός από σύντο­μη) παρου­σία στο χώρο του λεγό­με­νου σταρ-σίστεμ. Δεν ταί­ρια­ζαν τα χνώ­τα του με των περισ­σό­τε­ρων σελέ­μπρι­τις, δεν πλή­ρω­νε παπα­ρα­τσαί­ους για δήθεν τυχαί­ες συνα­ντή­σεις-φωτο­γρα­φί­σεις, δεν προ­κα­λού­σε με επι­δεί­ξεις πλου­τι­σμού. Ακό­μα και όταν έγι­νε ο βασι­λιάς της νύχτας συνέ­χι­σε να μένει στο ίδιο –πατρι­κό- σπί­τι, στην ίδια λαϊ­κή γει­το­νιά. Να εμπι­στεύ­ε­ται το πορ­το­φό­λι του στο κου­μά­ντο της μάνας, να βοη­θά­ει καθη­με­ρι­νά στο οικο­γε­νεια­κό μαγα­ζί, να συχνά­ζει στην ίδια λαϊ­κή καφε­τέ­ρια και να βάζει το χέρι στην τσέ­πη για κάθε γεί­το­να ή περα­στι­κό που είχε ανά­γκη. Είχε και κάτι ακό­μα ασυ­νή­θι­στο για ανθρώ­πους του χώρου του: χαμή­λω­νε πάντα τα μάτια όταν οι άλλοι μιλού­σαν γι’ αυτόν.

Με τον άδι­κο και τρα­γι­κό χαμό του εξέ­πεμ­ψε σ’ εκα­τομ­μύ­ρια κεραί­ες κύμα­τα ανθρω­πιάς και συγκί­νη­σης και κατά­φε­ρε να μπει στη ζωή και αυτών ακό­μα που δεν άκου­γαν τα τρα­γού­δια του. Ήταν ένας από τους χιλιά­δες νέους ανθρώ­πους που χάνο­νται στην άσφαλ­το, αν και δεν έχουν, αυτοί, το προ­νό­μιο ‑ή την ατυ­χία- να προ­βάλ­λε­ται ο θάνα­τός τους σε εθνι­κό δίκτυο. Έχουν –είχαν- όμως την ίδια αξε­δί­ψα­στη αψη­φι­σιά της νιό­της που, συχνά, σβή­νει στρι­μωγ­μέ­νη ανά­με­σα στις ραφές ενός επώ­νυ­μου ρού­χου, σ’ ένα ποτή­ρι μπρο­στά από μια μπά­ρα, στο τιμό­νι ενός αυτο­κι­νή­του ή μηχα­νής, σπά­ζο­ντας όρια εκεί που οι άλλοι δεν μπο­ρούν. Αντι­γρά­φο­ντας πρό­τυ­πα που, αν δεν προ­σέ­ξεις, γίνο­νται μέγ­γε­νες και μπο­ρούν να σε πνίξουν.

(Θα μπο­ρού­σε, κάποιες από τις λέξεις που γρά­φτη­καν μέχρι εδώ να κλει­στούν μέσα σε εισα­γω­γι­κά, αν δεν εξέ­φρα­ζαν όλο αυτό το οικο­δό­μη­μα που εκα­τομ­μύ­ρια συνάν­θρω­ποί μας στη­ρί­ζουν και δια της συμ­με­το­χής –ή αδια­φο­ρί­ας- τους συντη­ρούν και διαιω­νί­ζουν. Η μου­σι­κή ‑και η αισθη­τι­κή- είναι θέμα γού­στου, όχι η ανθρωπιά.)

Ο τρό­πος που έφυ­γε από τη ζωή ο Παντε­λής Παντε­λί­δης σόκα­ρε μια κοι­νω­νία που δεν δυσκο­λεύ­ε­ται να συγκι­νη­θεί στο σαλό­νι της, μπρο­στά στη θεά τηλε­ό­ρα­ση· που αρέ­σκε­ται να την παρα­μυ­θιά­ζουν τα δηθε­να­ριά και διαρ­κώς ανα­με­ρί­ζει, ανα­βά­λει ή ανα­θέ­τει τις ευθύ­νες της· που το φιλό­τι­μό της θίγε­ται από ρίμες τύπου «γκό­με­να-κατε­χό­με­να»· που νομί­ζει ότι «είναι» ενώ ποτέ δεν ήταν· που συνή­θι­σε να αυτοϊ­κα­νο­ποιεί­ται αντί να διεκ­δι­κεί την ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών της, μπερ­δεύ­ει το επί­πε­δο με την ψευ­το­κουλ­τού­ρα και βολεύ­ε­ται με δανει­κή ταυ­τό­τη­τα. Και που, όταν τα φώτα στο στού­ντιο θα σβή­σουν και τα νεκρο­λού­λου­δα μαρα­θούν, θα συνε­χί­σει να βυθί­ζε­ται στη νιρ­βά­να της μιζέ­ριας και της υπο­κρι­σί­ας της, απο­φεύ­γο­ντας, ως συνή­θως, να κοι­τα­χτεί στον καθρέφτη.

Η ζωή είναι μια μικρή κλω­στή που μπο­ρεί να μας ενώ­σει με τα μεγα­λύ­τε­ρα ή με το τίπο­τα. Ένα δώρο πολύ­τι­μο, το πιο ακρι­βό, που κρα­τά­ει λίγο. Ο καθέ­νας έχει την επι­λο­γή να την ξοδέ­ψει ή να της προσ­δώ­σει νόη­μα και να προ­σπα­θή­σει να την κάνει καλύτερη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο