Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πασχαλιάτικες και γιορταστικές κάρτες από γυναικείες φυλακές και τόπους εξορίας (1944–1961)

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Λένε πως τα δια­μά­ντια ακό­μα και στη λάσπη να παρα­πέ­σουν δεν χάνουν τη λάμ­ψη τους. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με κάποια βιβλία, που δεν χάνουν τη «λάμ­ψη» τους όσα χρό­νια και αν περά­σουν, ας βρί­σκο­νται παρα­χω­μέ­να σε στοί­βες στους πάγκους των παλαιο­πω­λεί­ων. Αργά ή γρή­γο­ρα θα βρουν τον απο­δέ­κτη τους και θα του χαρί­σουν τον πλού­το και το μεγα­λείο που κλεί­νουν στις σελί­δες τους.

Έναν ανε­κτί­μη­το θησαυ­ρό καρ­τε­ρι­κό­τη­τας, πόνου, αντο­χής, αλλά και ελπί­δας, πίστης, μαχη­τι­κό­τη­τας και αισιο­δο­ξί­ας για την επι­κρά­τη­ση του δίκιου, απο­τυ­πω­μέ­νο σε δεκά­δες γράμ­μα­τα, σημειώ­μα­τα ημε­ρο­λο­γί­ου και χει­ρο­ποί­η­τες ευχε­τή­ριες κάρ­τες, μαχη­τριών του ΔΣΕ, φυλα­κι­σμέ­νων και εξό­ρι­στων αγω­νι­στών, αντρών και γυναι­κών και συγ­γε­νών τους, στί­χους, ποι­ή­μα­τα και τρα­γού­δια γραμ­μέ­να σε φυλα­κές και τόπους εξο­ρί­ας, φωτο­γρα­φί­ες και ιστο­ρι­κά στοι­χεία από απο­κόμ­μα­τα του τύπου της επο­χής, έκλει­ναν μέσα τους οι σελί­δες ενός τέτοιου «δια­μα­ντιού» που ανα­κά­λυ­ψα πριν από και­ρό στον πάγκο κάποιου «παζα­ριού βιβλί­ου» (πόσο άσχη­μη λέξη, ειδι­κά όταν αφο­ρά βιβλία).

Η μαχή­τρια του ΔΣΕ που δεν παρα­λεί­πει να ενη­με­ρώ­σει το ημε­ρο­λό­γιό της στην ανά­παυ­λα της μάχης ή ανά­με­σα στις συνε­χείς πορεί­ες, η φυλα­κι­σμέ­νη που εμψυ­χώ­νει τη μάνα που έμει­νε πίσω μονά­χη, η μαθη­τριού­λα που στέλ­νει στον εξό­ρι­στο μπα­μπά της, μαζί με πολ­λά φιλιά, τους άρι­στους βαθ­μούς της στο σχο­λείο, το χωρι­σμέ­νο από τις συν­θή­κες ζευ­γά­ρι που αντλεί δύνα­μη από τη φωτιά του έρω­τά του και των πιο αγνών ιδα­νι­κών που τους ένω­σαν στη ζωή και στον αγώ­να, οι ευχές της κρα­τού­με­νης που τέλειω­σε η ποι­νή της στις συντρό­φισ­σες που έμει­ναν πίσω από τα κάγκε­λα… Και δίπλα στις λέξεις, τις γραμ­μέ­νες τις περισ­σό­τε­ρες φορές με το αίμα της καρ­διάς, οι ζωγρα­φιές των εξό­ρι­στων και κρα­τού­με­νων γυναι­κών πάνω σε κομ­μά­τια χαρ­τί γεμά­τα ευχές ― πετρά­δια πολύ­τι­μα του λαϊ­κού μας πολιτισμού.

«ΜΝΗΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Σύν­θε­ση-μοντάζ πάνω σε ντο­κου­μέ­ντα του λαϊ­κού κινή­μα­τος, 1944–61», εκδ. Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 1986. Πρό­κει­ται για ένα βιβλίο-προ­σπά­θεια για «να περά­σει στην κυο­φο­ρία ο καρ­πός της Μνή­μης. Ιδιαί­τε­ρα τώρα που ο ιμπε­ρια­λι­σμός δεν αρκεί­ται μόνο στη στρα­τιω­τι­κή παρου­σία του στη χώρα, αλλά πολε­μά­ει με κάθε μέσο (όπως την τηλε­ό­ρα­ση, τον κινη­μα­το­γρά­φο, το βιβλίο, τη μου­σι­κή, τις εφη­με­ρί­δες κλπ.) να ενσω­μα­τώ­σει στη συνεί­δη­σή μας σαν απο­λαυ­στι­κή συνή­θεια τη θηριω­δία του και σαν ανα­γκαιό­τη­τα την πολι­τι­κή της Ξένης Εξάρ­τη­σης, αυτή η από­πει­ρα για την καρ­πο­φο­ρία της Μνή­μης, δεν παύ­ει να γυρεύ­ει ενα­γώ­νια τη συνέ­χειά της μέσα στην πρά­ξη του λαϊ­κού κινή­μα­τος και της πρω­το­πο­ρί­ας του», όπως ανα­φέ­ρει στον πρό­λο­γο ο ερευ­νη­τής, συλ­λέ­κτης του υλι­κού και επι­με­λη­τής της έκδο­σης Θόδω­ρος Πανάγος.

Αξί­ζει να ανα­ζη­τή­σε­τε αυτό το βιβλίο, να το δια­βά­σε­τε ή/και να το χαρί­σε­τε μαζί με τις δικές σας ευχές…

Όμως τα πολ­λά λόγια είναι φτώ­χεια. Στις εικό­νες που ακο­λου­θούν θα δού­με γιορ­τα­στι­κές και πασχα­λιά­τι­κες κάρ­τες (ένα μέρος από αυτές που περιέ­χει το βιβλίο) που φιλο­τέ­χνη­σαν φυλα­κι­σμέ­νοι και εξό­ρι­στοι (στην πλειο­ψη­φία τους γυναί­κες), από δια­φο­ρε­τι­κά σημεία της Ελλάδας.

Οι λεζά­ντες μετα­φέρ­θη­καν από την έκδο­ση. Όπου δεν υπάρ­χει λεζά­ντα, δεν υπήρ­χε και στο βιβλίο. Ανά­με­σα στις εικό­νες παρεμ­βάλ­λο­νται (χωρίς κάποια σει­ρά) απο­σπά­σμα­τα επι­στο­λών απλών ανώ­νυ­μων αγω­νι­στών, αντρών και γυναι­κών, παι­διών και συγ­γε­νών τους, των πρω­τα­γω­νι­στών δηλα­δή αυτού που ακο­λού­θη­σε τα χρό­νια μετά από μια από τις πιο ένδο­ξες επο­ποι­ί­ες του λαού μας, την Εθνι­κή Αντίσταση.

Ο ανα­γνώ­στης θα πρέ­πει να έχει στο μυα­λό του πως τα κεί­με­να που ακο­λου­θούν έχουν περά­σει από την «κρη­σά­ρα» της πολύ αυστη­ρής έως σκλη­ρής και συχνά απάν­θρω­πης λογο­κρι­σί­ας των δεσμο­φυ­λά­κων. Στα κεί­με­να κρα­τή­θη­κε η ορθο­γρα­φία της έκδοσης.

Άη Στράτης

Άη Στρά­της

«Σας αφή­νω γεια αγα­πη­μέ­νες μου. Μην λυπη­θεί­τε. Χωρίς θυσία, τίπο­τα μεγά­λο δεν γίνε­ται, και στην Ελλά­δα τώρα γίνε­ται κάτι πολύ-πολύ μεγά­λο… Είμαι βεβαία πως πολύ γρή­γο­ρα η πατρί­δα μας θα ηρε­μή­σει και θα βαδί­σει τον δρό­μο που αξί­ζει στον υπε­ρή­φα­νο Ελλ. Λαό. Να είσθε αγα­πη­μέ­νες κι ενω­μέ­νες. Είμα­στε δυνα­τοί και θα νική­σου­με. Νάστε περή­φα­νες για μένα.

Γεια σας αγα­πη­μέ­νες μου.
Ισμήνη
Γυναι­κεί­ες Φυλα­κές Αβέρωφ
25–8‑48»

Άη Στράτης, Μάης 1952

Άη Στρά­της, Μάης 1952

«Αγα­πη­μέ­νη μου Κού­λα. Γεια σου.
Πόσο περι­μέ­νω γράμ­μα σου με τόσο καλά νέα για την κορού­λα μας. Από μένα τον άντρα σου έχεις πολ­λά εύγε και ευχα­ρι­στί­ες, για­τί σ’ όλον αυτόν τον και­ρό με την αρρώ­στεια της Ευγε­νού­λας μας, την κού­ρα­ση, τις πίκρες και ανέ­χεια στά­θη­κες σωστό παλι­κά­ρι και γερή στην υγεία. Αυτό βλέ­πω στα γράμ­μα­τά σου και στο πρό­σω­πό σου.

Άγιος Ευστρά­τιος, 22–11-48»

Τι τραβάμε κι εμείς οι νιόπαντροι!!! Γυνακείες φυλακές Αβέρωφ 1949

Τι τρα­βά­με κι εμείς οι νιό­πα­ντροι!!! Γυνα­κεί­ες φυλα­κές Αβέ­ρωφ 1949

«(…) γρά­φε μου για την κορού­λα μας και μάθε­τέ την να μη στε­να­χω­ριέ­ται, και αν χρεια­στεί να μη σε έχει κοντά της. Θάναι καλό να της πλέ­ξεις ένα παντε­λο­νά­κι (αν δεν της έπλε­ξες) ως τα πόδια της για να μη μένει εκτε­θει­μέ­νο στην υγρα­σία και στο κρύο το ποδα­ρά­κι της που έιναι εγχειρισμένο.

Σε φιλώ με αγά­πη. Θανάσης.
Άγιος Ευστρά­τιος, 10–1‑49»

Αγαπημένη μου κορούλα, για τα γενέθλιά σου σου στέλνω πολλές πολλές-ευχές. Ο πατερούλης σου Θανάσης. Αη Στράτης 22-9-54

Αγα­πη­μέ­νη μου κορού­λα, για τα γενέ­θλιά σου σου στέλ­νω πολ­λές πολ­λές-ευχές. Ο πατε­ρού­λης σου Θανά­σης. Αη Στρά­της 22–9‑54

«Αγα­πη­μέ­νη μου Ευγε­νού­λα. Σε φιλώ.
Πήρα το τετρά­διό σου. Χάρη­κα πολύ που γρά­φεις τόσο ωραία και καθα­ρά και που παίρ­νεις όλο δέκα. Και η δασκά­λα σου θα σε αγα­πά­ει για­τί γρά­φεις έτσι καλά, όπως και η μαμά, ο θεί­ος, η για­γιά, η νονά. Ο Σέρ­γιος, ο Λάμπρος, ο Αντώ­νης, ο Τζα­νής σου στέλ­νουν το μπρά­βο τους και σε χαιρετούν.
Το άλλο σου τετρά­διο, το βλέ­πω νάναι ακό­μα καλύτερο.

Σε φιλώ. Ο Μπα­μπάς σου Θανάσης
Άγιος Ευστρά­τιος, 16–11-52»

Γυνακείες φυλακές Αβέρωφ, 12-8-55

Γυνα­κεί­ες φυλα­κές Αβέ­ρωφ, 12–8‑55

«Μάνα
Θα σου γρά­ψω ένα αυστη­ρό γράμ­μα. 1) μου φάνη­κες λίγο βρα­χνια­σμέ­νη. Φαί­νε­ται πως ακό­μα δεν είσαι καλά εντε­λώς. Δεν κατα­λα­βαί­νεις πόσο στε­να­χω­ριέ­μαι όταν δω και αντι­λη­φθώ πως δεν είσαι καλά; 2) Μου φαί­νε­ται ότι εσύ μερι­κά πραγ­μα­τά­κια της Λού­λης, εσύ τάχεις πάρει πολύ βαριά. Κάνεις άσχη­μα. Πρέ­πει νάσαι ψύχραι­μη, υπο­μο­νε­τι­κή και όχι τόσο βια­στι­κή και στε­νά­χω­ρη. Εσύ μανού­λα έχεις δεί­ξει στο παρελ­θόν πως αξί­ζεις πολύ σε κάτι τέτοια. Δεί­ξε λοι­πόν όλη την παλι­κα­ριά που έχεις μέσα σου και που τόσες φορές τον παλιό και­ρό την έδει­ξες. Εσύ δεν είσαι «πρω­τά­ρα» σ’ ορι­σμέ­να ζητή­μα­τα της ζωής. Κάνε λίγο υπο­μο­νή έως ότου βγω και εγώ. Τώρα στο τέλος πάτε να μου τα χαλά­σε­τε; Έχω κι εγώ μια επι­θυ­μία. Θέλω μόλις έρθω να σας βρω χαρού­με­νους ―όσο γίνε­ται βέβαια αυτό― αλλά προ­πα­ντός υγιείς. Για­τί να μην έχεις το κου­ρά­γιο να σηκώ­σεις το χέρι σου; Νέα γυναί­κα σαν και σένα που θα μπο­ρού­σε να στί­βει σίδε­ρο και να λέει πως δεν μπο­ρεί να σηκώ­σει το χέρι της; Αυτά όλα δεν τα παρα­δέ­χο­μαι. Νομί­ζω πως είσαι σε θέση να στε­να­χω­ριέ­σαι λιγό­τε­ρο και να επβάλ­λε­σαι στον εαυ­τό σου. Κακο­μοί­ρα μου, αν πάθεις τίπο­τα καμιά φορά κι αρρω­στή­σεις, να ξέρεις πως δεν θα σου το συγ­χω­ρή­σω ποτέ. Ποτέ. Επι­τέ­λους εσύ πρέ­πει νάχεις αρκε­τό μυα­λό. «Υπο­μο­νή κι υπο­μο­νή, καρ­τέ­ρει και καρ­τέ­ρει και τού­τος ο ανή­φο­ρος κατή­φο­ρο θα φέρει».

Μ’ αγά­πη και φιλιά
Αννούλα
Φυλα­κές «Κάστο­ρος», 17–2‑55»

6

«Σεβα­στέ μου Μπαμπούλη.
Τη μανού­λα όσο μπο­ρώ τη βοη­θάω για­τί στη μία το βρά­δυ κοι­μά­ται και στις 4 το πρωί σηκώ­νε­ται. Όλος ο κόσμος τη θαυ­μά­ζει πώς τα βγά­ζει πέρα.
Προ­χθές τρό­μα­ξα να βγά­λω τη μαμά να με πάει στο Σινε­άκ να ξεσκά­σω κι εγώ και η μαμά.Μπαμπά, στο σχο­λείο που πηγαί­νω παίρ­νω πάντα δεκά­ρια, μην βλέ­πεις τώρα που δεν τα έχω καθό­λου καλά, για­τί βιά­ζο­μαι να πάω στην κυρία Γεωργούλια.

Σε φιλώ η Φιλί­τσα σου»

Άη Στράτης, 26-4-59

Άη Στρά­της, 26–4‑59

«Θέλουν να μας εξα­θλιώ­σουν, να μας τρο­μο­κρα­τή­σουν, να μας εξα­να­γκά­σουν ν’ αφή­σου­με αβο­ή­θη­τους τους γιους, τους άντρες, τ’ αδέλ­φια μας. Εμείς όμως έχου­με βαθιά χαραγ­μέ­νες μέσα μας τις πατρο­πα­ρά­δο­τες αρχές της αγά­πης και της αφο­σί­ω­σης ανά­με­σα στα μέλη της Ελλη­νι­κής οικο­γέ­νειας. Ο ηθι­κός νόμος και η ηθι­κή μας υπό­στα­σις, μας επι­βάλ­λουν να στα­θού­με πλάι στους φυλα­κι­σμέ­νους συγ­γε­νείς μας.

Το Διοι­κη­τι­κό Συμβούλιο
της Πανελ­λή­νιας Ενώσεως
Οικο­γε­νειών Πολι­τι­κών Εξορίστων
και Φυλα­κι­σμέ­νων (ΠΕΟΠΕΦ)
«Αυγή», 4–1‑53»

Άη Στράτης, 19-4-53

Άη Στρά­της, 19–4‑53

«Είχα μια φωτο­γρα­φία του Θανά­ση στον τοί­χο κι η Ευγε­νού­λα κάθε πρωί μόλις ξυπνού­σε, πήγαι­νε κι έλε­γε μια καλη­μέ­ρα στον πατέ­ρα της, στη φωτο­γρα­φία. Έτσι την είχα μάθει, για να την «δέσω» μαζί του, έστω κι αν της έλει­πε. Της έδι­να να κατα­λά­βει ότι κάπου είναι ο μπα­μπάς, είναι πολύ καλός… και κάθε­ται για σένα εκεί πέρα…

Κού­λα»

Άη Στράτης, 28-12-54

Άη Στρά­της, 28–12-54

«Κορού­λα μου Ευγε­νού­λα. Σε φιλώ.
Την κού­κλα θα σου την στεί­λω την Πρω­το­χρο­νιά. Το δοντά­κι σου, σε πονά­ει ακόμα;
Πόσα δοντά­κια άλλαξες;
Πρό­σε­χε τώρα το χει­μώ­να να μην κρυώ­σεις. Να ντύ­νε­σαι καλά.
Οι θεί­οι και οι θεί­ες σε φιλούν.

Άγιος Ευστρά­τιος, 23–11-53»

Γυνακείες φυλακές Αβέρωφ, 1-4-54

Γυνα­κεί­ες φυλα­κές Αβέ­ρωφ, 1–4‑54

«Ευγε­νού­λα κορού­λα μου. Σε φιλώ.

Ανοί­γω μια και­νούρ­για σελί­δα στο τετρά­διο της ζωής μου, που το είχα κλεί­σει την ημέ­ρα που βρέ­θη­κα κοντά σας. Στην και­νούρ­για αυτή σελί­δα, κατα­χω­ρώ το πρώ­το γράμ­μα μου για σένα από το νησί της εξο­ρί­ας μου, πού­ναι τόσο μακριά, μα ο πατε­ρού­λης σου είναι τόσο κοντά σου.
Σου γρά­φω ύστε­ρα από δέκα εφτά μέρες από τον ερχο­μό μου εδώ. Ομο­λο­γώ πως είναι πολύς ο χρό­νος με τον απρό­ο­πτο τρό­πο που με χώρι­σαν από κοντά σας. Είχες ανά­γκη και τα χάδια μου τα πατρι­κά και την βοή­θειά μου στα γράμ­μα­τά σου. Τα είχες στε­ρη­θεί ολό­κλη­ρα δεκα­τρία χρό­νια. Τα γνώ­ρι­σες εννιά μόνο μήνες για να τα ξανα­στε­ρη­θείς. Μην πικραί­νε­σαι όμως. Να με νοιώ­θεις κοντά σου. Σ’ αυτούς τους εννιά μήνες κατά­λα­βες πόσο μεγά­λη είναι η αγά­πη του πατε­ρού­λη σου για σένα. Πόσο σε λάτρευε. Αυτό να σου είναι αρκε­τό για να είσαι ήρεμη.
Η μανού­λα μου έγρα­ψε με πόσο πεί­σμα ρίχτη­κες στο διά­βα­σμα. Και επαί­νους πήρες και θα παίρ­νεις και στο μέλ­λον. Η μανού­λα θα είναι κοντά σου όταν θα ετοι­μά­ζεις τα μαθή­μα­τά σου, ώστε πάντα να πηγαί­νεις έτσι που πρέ­πει στο σχο­λειό σου. Το μήνα όμως που μας έρχε­ται, τον Δεκέμ­βρη, πρέ­πει ιδιαί­τε­ρα να προ­σέ­χεις, για­τί είναι μήνας που κλεί­νει το πρώ­το τρί­μη­νο και κατό­πιν αρχί­ζουν οι δια­γω­νι­σμοί. Εγώ έχω εμπι­στο­σύ­νη σε σένα και συ να έχεις εμπι­στο­σύ­νη στον εαυ­τό σου, για­τί και αρε­τές έχεις και θέλη­ση για μάθη­ση έχεις.
Τη μανού­λα να τη λατρεύ­εις, να της δίνεις θάρ­ρος, να μην την αφή­νεις να πικραί­νε­ται. Με τα χάδια σου και τα φιλιά σου να την ξεκουράζεις.

Στη μανού­λα σου πολ­λά φιλιά.
Σε φιλώ πολ­λές φορές.
Ο πατερούλης
Άγιος Ευστράτιος.
27–11-59»

Στην Τασία μας ευχόμαστε γρήγορα να γιορτάσει με τον Ντίνο της. Με αγάπη. Η χορωδία. Φυλακές Κάστορος, 25-4-54

Στην Τασία μας ευχό­μα­στε γρή­γο­ρα να γιορ­τά­σει με τον Ντί­νο της. Με αγά­πη. Η χορω­δία. Φυλα­κές Κάστο­ρος, 25–4‑54

«Η Ευγε­νού­λα στην απαγ­γε­λία της (στη φωτο­γρα­φία) είναι μια χαρά. Τη θαυ­μά­σα­με όλοι. Το να είναι προ­σε­χτι­κή και τακτι­κή στο ημε­ρο­λό­γιό της είναι σημα­ντι­κό, για­τί έτσι μαθαί­νει να σκέ­πτε­ται και να μετα­φέ­ρει στη γνώ­μη της στο χαρ­τί. Στα ερω­τή­μα­τά της για­τί της πήραν το μπα­μπά από κοντά της, θα κατά­λα­βε πολύ καλά ―απ’ όσα της είπε η μαμά της― το γιατί.

Άγιος Ευστρά­τιος, 26–4‑54»

Απρίλης 1961. Μαργαρίτα. Γυνακείες φυλακές Αβέρωφ

Απρί­λης 1961. Μαρ­γα­ρί­τα. Γυνα­κεί­ες φυλα­κές Αβέρωφ

«Σε φαντά­ζο­μαι Κού­λα μου σαν θηριο­δα­μα­στή, ανά­με­σα στα δυο πελώ­ρια αργα­λειά. Όμως τα φιλιά της κορού­λας μας και η απέ­ρα­ντη αγά­πη μου, θα σου δίνουν το κου­ρά­γιο που χρειά­ζε­ται για να εργά­ζε­σαι, να νοιώ­θεις λιγό­τε­ρο την κού­ρα­ση και τελι­κά να νικη­θούν από σένα κι όχι αυτά να σε βλά­ψουν στην υγεία.
Τα πόδια σου πρέ­πει να τα προ­σέ­ξεις. Δεν μου γρά­φεις τι σου είπε ο για­τρός. Η θερα­πεία που είχες αρχί­σει τελεί­ω­σε με επι­τυ­χία; Κοντά στα καρ­πού­ζια, πολύ θρε­πτι­κά είναι και τα ροδά­κι­να. Φαντά­ζο­μαι το φυγείο σας, να σας εξυ­πη­ρε­τή­σει στον και­ρό αυτό με τις ζέστες.

Άγιος Ευστρά­τιος, 26–7‑54»

Αννουλάκι μου χρυσό. Σ’ αγαπώ πολύ και σε θυμούμαι πάντα. Μ’ όλη μου την αγάπη. Σούλα–Φανή. Γυνακείες φυλακές Αβέρωφ, 25-12-58

Αννου­λά­κι μου χρυ­σό. Σ’ αγα­πώ πολύ και σε θυμού­μαι πάντα. Μ’ όλη μου την αγά­πη. Σούλα–Φανή. Γυνα­κεί­ες φυλα­κές Αβέ­ρωφ, 25–12-58

«Στους Αγα­πη­τούς μου φίλους
Κού­λα – Θανά­ση – Ευγε­νού­λα – και Γιώργο.
Εύχο­μαι οι καμπά­νες της Ανά­στα­σης να σημά­νουν και τους ήχους της Ειρή­νης για όλους τους ανθρώπους.
Καλή Αντά­μω­ση σε μια Χαρού­με­νη Πασχαλιά.

Με αγά­πη
Θόδωρος
Αη-Στρά­της, 26–4‑59»

Αγαπημένη μου Τασία. Σε φιλώ με πολλή αγάπη. Μαργαρίτα. Γυνακείες φυλακές Αβέρωφ

Αγα­πη­μέ­νη μου Τασία. Σε φιλώ με πολ­λή αγά­πη. Μαρ­γα­ρί­τα. Γυνα­κεί­ες φυλα­κές Αβέρωφ

«Μάνα μου.
Σου στέλ­νω τις ευχές μου, τον πόθο, τη λαχτά­ρα της καρ­διάς μου, να γίνεις γρή­γο­ρα καλά. Από δω και πέρα δεν πρό­κει­ται να μου κάνεις «κου­τσου­κέ­λες» και να μην τρως και να στεναχωριέσαι.

Γεια και χαρά σου μάνα μου.
Μ’ ένα τσου­βά­λι φιλιά
Η κόρη σου Τασία
Φυλα­κές «Αβέ­ρωφ», 12–8‑55»

Άη Στράτης, 25-12-57

Άη Στρά­της, 25–12-57

«Το καλο­καί­ρι του ’61, παίρ­νω για πρώ­τη φορά τη πρώ­τη μου «άδεια» από τη φυλα­κή. Για έξη μήνες. Μόλις έφτα­σε το καρά­βι στον Πει­ραιά, βγαί­νω με το σακ­κί στον ώμο στην παρα­λία και κάθο­μαι. Πού να πάω τώρα; Στον πατέ­ρα μου που εκτέ­λε­σαν οι Γερ­μα­νοί το ’44; Στην μάνα μου που πέθα­νε τον ίδιο χρό­νο στο Ιτα­λι­κό Στρα­τό­πε­δο της Λάρι­σας; Στο παι­δί μου; Ή στη γυναί­κα μου; Πού να πάω… Έβγαι­νες απ’ τη φυλα­κή μετά από τόσα χρό­νια και τάβρι­σκες όλα ερεί­πια… υγεία ερει­πω­μέ­νη… οικο­γέ­νεια ερει­πω­μέ­νη… οικο­νο­μι­κά… Ερεί­πια… Και το μέλ­λον αβέ­βαιο. Μάλ­λον σκο­τει­νό. Δεν είχα και χρή­μα­τα να μεί­νω σε κανά ξενο­δο­χείο. Έτσι ανα­γκά­στη­κα να πάω εκεί σε μιαν άκρη, στην αμμου­διά και πέρα­σα το βρά­δυ. Χωρίς να κοι­μη­θώ. Όχι εκεί­νο το βρά­δυ, αλλά πολ­λά βρά­δυα. Έπει­τα ήσουν φορ­τω­μέ­νος με μια κατα­δί­κη ισό­βια. Θα τελειώ­σουν και οι έξη μήνες, θα ξανα­γί­νει δικα­στή­ριο… Κι ύστε­ρα; Θα σου δώσουν άλλη «άδεια» ή θα ξανα­πάς στη φυλακή;
Γιάννης»

Γυνακείες φυλακές Αβέρωφ, 8-12-49

Γυνα­κεί­ες φυλα­κές Αβέ­ρωφ, 8–12-49

«Αννου­λά­κι μας γλυκό,
Τώρα βέβαια έξω, θα… μεγα­λώ­σεις λίγο.
Μα για μας θα είσαι ένα τόσο δα ανοι­χτο­μά­τι­κο, γυρι­στο­μά­τι­κο Αννου­λά­κι. Που θα το αγα­πά­με πάντα πολύ-πολύ.
Οι φίλες σου.
Θα θέλα­με να σου πού­με κι ένα τρα­γου­δά­κι. Μα πώς; Γι’ αυτό στο γρά­φου­με, για­τί κάτι τέτοιο θα θέλα­με να σου πούμε.
Περί­με­νέ με και θα γυρίσω
μόνο περί­με­νε πολύ…
Περί­με­νέ με και θα γυρίσω
σε πεί­σμα όλων των θανάτων.
Πώς γλί­τωσ’ απ’ το θάνατο
θα ξέρου­με μόνον εγώ κι εσύ.
Για­τί να περι­μέ­νεις ήξερες
όσο άλλος κανείς.

Φυλα­κές «Αβέ­ρωφ», 4–12-55»

18

«Εδώ σ’ αυτό το σπι­τά­κι, σ’ αυτή τη νεκρι­κή σχε­δόν γαλή­νη που το τυλί­γει, θάθε­λα να βρε­θού­με. Σ’ αυτόν τον ίσκιο της μυγδα­λιάς θάθε­λα να σου σερ­βί­ρω τον καφέ σου. Θα ήθε­λα να σου τρα­βή­ξω τα μαλ­λιά, να παί­ξω μαζί σου. Μέσα σ’ αυτό το σπί­τι θα ήθε­λα να ζήσω, να γνω­ρί­σω την πραγ­μα­τι­κή ευτυ­χία. Χαμέ­νοι απ’ τον κόσμο για και­ρό, εδώ θάθε­λα να κρύ­ψου­με τη χαρά μας για να μην την δού­νε οι κακοί και τη φθονήσουν…

Φυλα­κές «Αβέ­ρωφ»

Κορούλα μου Ευγενούλα. Για την γιορτή σου και για τον καινούργιο χρόνο σου εύχομαι χρόνια πολλά και καλή πρόοδο στα μαθήματά σου. Ο μπαμπάς σου Θανάσης. Αη Στράτης, 23-12-52

Κορού­λα μου Ευγε­νού­λα. Για την γιορ­τή σου και για τον και­νούρ­γιο χρό­νο σου εύχο­μαι χρό­νια πολ­λά και καλή πρό­ο­δο στα μαθή­μα­τά σου. Ο μπα­μπάς σου Θανά­σης. Αη Στρά­της, 23–12-52

«Τασία μου
Σου εύχο­μαι γρή­γο­ρη λευτεριά.
Αχ! Πότε κορι­τσά­κι μου θα σε δω στην αγκα­λιά του αγα­πη­μέ­νου σου; Έστω και στα γερά­μα­τά μας, ας νοιώ­σου­με και μεις λίγη χαρά, ευτυ­χία. Θα σε θυμά­μαι και θα σ’ αγα­πώ πάντα.

Με χίλια φιλιά.
Ασημίνα
Φυλα­κές Αβέ­ρωφ, 7–1‑58»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο