Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λέων Τολστόι: «Περί πείνας»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο μεγά­λος ρώσος συγ­γρα­φέ­ας  Λέων Τολ­στόι, όταν ο ρωσι­κός λαός μαστι­ζό­ταν από την πεί­να – φαι­νό­με­νο όχι σπά­νιο – στα 1891 ‑1893, έγρα­ψε το άρθρο «Περί πεί­νας», το οποίο προ­κά­λε­σε θύελ­λα αντι­δρά­σε­ων και απα­γο­ρεύ­τη­κε η δημο­σί­ευ­σή του στις ρωσι­κές εφη­με­ρί­δες μετά από ειδι­κή εντο­λή της Γενι­κής Διεύ­θυν­σης Τύπου.

Στις 13 Σεπτεμ­βρί­ου 1891 έχει γρά­ψει στο Ημε­ρο­λό­γιο: “ Άρα­γε αυτοί που ζού­νε εις βάρος των άλλων ποτέ τους δε θα κατα­λά­βουν πως αυτό δεν πρέ­πει να γίνε­ται, να το κατα­λά­βουν μόνοι τους και να κατε­βού­νε από κει που κάθο­νται προ­τού οι άλλοι σηκω­θούν και τους πνίξουν;”
«Ο λαός πει­νά­ει κι εμείς, οι ανώ­τε­ρες τάξεις, έχου­με πολύ συγκι­νη­θεί και θέλου­με να τεί­νου­με χεί­ρα βοη­θεί­ας. Συνε­δριά­ζου­με, σχη­μα­τί­ζου­με επι­τρο­πές, συγκε­ντρώ­νου­με χρή­μα­τα, αγο­ρά­ζου­με ψωμί, το μοι­ρά­ζου­με στο λαό.

Για­τί όμως πει­νά­ει; Είναι άρα­γε τόσο δύσκο­λο να το κατα­λά­βου­με; Είναι απα­ραί­τη­το ν’ αρχί­σου­με να τον συκο­φα­ντού­με, όπως το κάνουν μερι­κοί ασυ­νεί­δη­τοι λέγο­ντας πως ο λαός πει­νά­ει επει­δή οι άνθρω­ποι του λαού είναι τεμπέ­λη­δες και μεθύ­στα­κες ή, όπως κάνουν άλλοι, να ξεγε­λά­με τον εαυ­τό μας ισχυ­ρι­ζό­με­νοι πως ο λαός πει­νά­ει επει­δή εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με ακό­μα να του μετα­δώ­σου­με όλη τη σοφία του πολι­τι­σμού μας, μα να τώρα αρχί­ζου­με, αύριο κιό­λας, και χωρίς τίπο­τα να του κρύ­ψου­με, να τον κάνου­με κοι­νω­νό όλης μας της σοφί­ας κι έτσι να πάψει να είναι φτω­χός‘ κι ας μην ντρε­πό­μα­στε που ζού­με εις βάρος του, όλα θα γίνουν όσα πρέ­πει για το καλό του.

Εμείς ιδιαί­τε­ρα, οι ρώσοι, οφεί­λου­με να αντι­λη­φθού­με κάποια πράγ­μα­τα που οι βιο­μη­χα­νι­κοί και εμπο­ρι­κοί λαοί μπο­ρούν να μην τα βλέ­πουν για­τί εκεί­νοι τρέ­φο­νται από τις αποι­κί­ες, όπως οι άγγλοι. Η ευη­με­ρία των πλού­σιων τάξε­ων στις χώρες αυτές δεν είναι σε άμε­ση εξάρ­τη­ση από την κατά­στα­ση των εργα­τών. Η δική μας απευ­θεί­ας επα­φή με το λαό είναι τόσο εξό­φθαλ­μη που ο καθέ­νας κατα­λα­βαί­νει ότι τα πλού­τη τα δικά μας οφεί­λο­νται στη φτώ­χεια τη δική του, η φτώ­χεια του είναι τα πλού­τη μας, επο­μέ­νως δεν μπο­ρού­με να μη βλέ­που­με ποια η αιτία της φτώ­χειας και της πεί­νας του. Γνω­ρί­ζο­ντας λοι­πόν για ποιο λόγο πει­νά­ει , μας είναι πάρα πολύ εύκο­λο να βρού­με και τον τρό­πο ώστε να μην πεινάει.

Ένας τρό­πος: να μην του τρώ­με το ψωμί.

Μπο­ρεί να μην πει­νά­ει ένας λαός, όταν οι όροι υπό τους οποί­ους ζει με τέτοια δοσί­μα­τα, με αυτόν τον ελά­χι­στο κλή­ρο, αυτή την εγκα­τά­λει­ψη και την αγριό­τη­τα όπου φρο­ντί­ζουν να τον κρα­τούν, υπο­χρε­ώ­νε­ται να κάνει όλη εκεί­νη τη φοβε­ρή δου­λειά που τους καρ­πούς της κατα­βρο­χθί­ζουν οι πρω­τεύ­ου­σες μας, οι πόλεις μας και τα περι­φε­ρεια­κά κέντρα όπου κυλά­ει η ζωή των πλού­σιων ανθρώπων;

Όλα αυτά τα μέγα­ρα, τα θέα­τρα, τα μου­σεία, τα αγα­θά αυτά και τα πλού­τη, όλα έχουν βγει μέσα από τον ίδιο τον πει­να­σμέ­νο λαό που υπο­χρε­ώ­νε­ται να κάνει κι αυτές τις αχρεί­α­στες γι’ αυτόν δου­λειές για να συντη­ρεί τη ζωή του πάντα ανα­γκα­σμέ­νος να σώζει τον εαυ­τό του από τον κίν­δυ­νο της πεί­νας που κρέ­με­ται πάνω από το κεφά­λι του. Παντο­τι­νή του μοίρα.

Η φετι­νή χρο­νιά μάς έδει­ξε με τη σιτο­δεία πως η χορ­δή έχει τεντω­θεί όσο δεν παίρ­νει άλλο. Πάντα το λαό φρο­ντί­ζου­με να τον κρα­τά­με μισο­πει­να­σμέ­νο. Είναι ο τρό­πος μας να τον ανα­γκά­ζου­με να μας δου­λεύ­ει. Αυτή τη χρο­νιά το κακό παρά­γι­νε. Τίπο­τα και­νούρ­γιο, τίπο­τα το απροσ­δό­κη­το δε συνέ­βη. Φαί­νε­ται όμως ότι τώρα πια μπο­ρού­με να το ξέρου­με για­τί ο λαός πεινάει.

Οι φρο­ντί­δες τώρα της κοι­νω­νί­ας να βοη­θή­σει τον πει­να­σμέ­νο λαό θυμί­ζουν εκεί­νους που ίδρυ­σαν τον Ερυ­θρό Σταυ­ρό για τις ανά­γκες του πολέ­μου. Στον πόλε­μο άλλοι φρο­ντί­ζουν να σακα­τεύ­ουν και να σκο­τώ­νουν ανθρώ­πους κι άλλοι να βοη­θούν τους σακά­τη­δες και αυτούς τους νεκρούς. Και καλά είναι αυτά όσο ο πόλε­μος, όπως και η πεί­να, θεω­ρού­νται κατα­στά­σεις ομα­λές. Αλλά από τη στιγ­μή που αρχί­ζου­με να λέμε πως λυπό­μα­στε όσους σκο­τώ­νο­νται στους πολέ­μους και τους άλλους που μαστί­ζο­νται από την πεί­να, δεν είναι καλύ­τε­ρο να μη σκο­τώ­νου­με τους ανθρώ­πους και να μη χρειά­ζε­ται καν να φτιά­χνου­με ιδρύ­μα­τα για να θερα­πεύ­ουν τα θύμα­τα; Δεν είναι καλύ­τε­ρο να πάψου­με να κακο­ποιού­με τη ζωή των ανθρώ­πων, παρά, αφού κάνου­με το κακό, να προ­φα­σι­ζό­μα­στε ότι φρο­ντί­ζου­με για το καλό του;

…Μετα­ξύ της κοι­νω­νί­ας μας και του λαού καμία αγά­πη δεν υπάρ­χει, δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει. Μετα­ξύ των ανθρώ­πων της κοι­νω­νί­ας μας, τους καλο­ντυ­μέ­νους κυρί­ους με τα κολ­λα­ρι­στά που­κά­μι­σα, τους γρα­φειο­κρά­τες, εμπό­ρους, αξιω­μα­τι­κούς , επι­στή­μο­νες, καλ­λι­τέ­χνες, μετα­ξύ όλων αυτών και των χωρι­κών σχέ­ση άλλη δεν υπάρ­χει από εκεί­νη που λέει πως οι μου­ζί­κοι, οι εργά­τες, hands, όπως εκφρά­ζο­νται οι άγγλοι, μας χρειά­ζο­νται , τους θέλου­με να δου­λεύ­ουν για μας.

Για ποιο λόγο να κρα­τά­με κρυ­φό ό,τι τόσο καλά το ξέρου­με όλοι: μετα­ξύ αφε­ντι­κών και μου­ζί­κων είναι ολό­κλη­ρη άβυσσος…γιατί κοροϊ­δεύ­ου­με και τον ίδιο τον εαυ­τό μας; Το λαό τον έχου­με μόνο για εργα­λείο. Τα συμ­φέ­ρο­ντά μας( όσο και να ισχυ­ρι­ζό­μα­στε το αντί­θε­το) είναι πάντα δια­με­τρι­κά αντί­θε­τα με το συμ­φέ­ρον του λαού. Όσο περισ­σό­τε­ρο μισθό και σύντα­ξη μου δώσουν, σκέ­φτε­ται ο δημό­σιος υπάλ­λη­λος, δηλα­δή όσα περισ­σό­τε­ρα πάρουν από το λαό, τόσο καλύ­τε­ρα για μένα. Όσο ακρι­βό­τε­ρο που­λή­σω το ψωμί κι ό,τι άλλο έχει ανά­γκη ο λαός κι όσο δυσκο­λό­τε­ρη γίνει απ’ αυτό η θέση του , τόσο το καλύ­τε­ρο για μένα – αυτά ο έμπο­ρος και ο γαιο­κτή­μο­νας. Όσο λιγό­τε­ρη δου­λειά δώσω του εργά­τη, βάζο­ντας στη θέση του τη μηχα­νή κι όσο ακρι­βό­τε­ρα που­λή­σω το προ­ϊ­όν, τόσο το καλύ­τε­ρο για τη ζωή τη δική μου – ο εργο­στα­σιάρ­χης. Όσο φτη­νό­τε­ρη η δου­λειά του κι όσο φτω­χό­τε­ρος ο λαός, τόσο το καλύ­τε­ρο για μας – όλοι μαζί οι άνθρω­ποι των πλού­σιων τάξε­ων. Για ποια συμπά­θεια στο λαό μάς μιλάς; Εμάς με το λαό δε μας συν­δέ­ει παρά η βέρ­γα που τρα­βά­με ο καθέ­νας προς το μέρος του. Το καλύ­τε­ρο για μένα, χει­ρό­τε­ρο για κεί­νον, χει­ρό­τε­ρα για κεί­νον καλύ­τε­ρα για μένα. Για ποια λοι­πόν βοή­θεια του λαού μάς μιλάς!

Για όλους αυτούς τους λόγους, αν ο άνθρω­πος της κοι­νω­νί­ας μας πράγ­μα­τι θέλει να προ­σφέ­ρει στο λαό, το πρώ­το που έχει να κάνει είναι να κατα­λά­βει καλά τη σχέ­ση μαζί του…Αν πράγ­μα­τι λυπό­μα­στε το άλο­γο που καβα­λά­με, πριν απ’ όλα πρέ­πει να κατε­βού­με κάτω και να πάμε με τα ποδα­ρά­κια μας. Αν έτσι κατα­λά­βου­με τη σχέ­ση μας με το λαό και θέλου­με να τον βοη­θή­σου­με, ας προ­σπα­θή­σου­με, πρώ­το, rendre gorge, πίσω τα κλεμ­μέ­να, δεύ­τε­ρο, να πάψου­με να του παίρ­νου­με ό,τι του παίρ­νου­με και, τρί­το, ν’ αλλά­ξου­με τη ζωή μας γκρε­μί­ζο­ντας το τεί­χος της κάστας που μας χωρί­ζει από το λαό…»

tolstoi2

Σε ένα άλλο άρθρο του με τίτλο « Έχου­με ή δεν έχου­με πείνα»(1898) ο Τολ­στόι υπο­στη­ρί­ζει  τα εξής:

«Αν μου λέγα­νε: θέλεις το καλό του λαού, ορί­στε, διά­λε­ξε ένα από τα δύο: να δώσου­με σε όσους έπλη­ξε το κακό από 3 άλο­γα στο σπί­τι, 2 αγε­λά­δες και τρία εκτά­ρια καλής γης ή ελευ­θε­ρία πίστης, μόρ­φω­σης, μετα­κί­νη­σης και κατάρ­γη­ση όλων των περιο­ρι­στι­κών νόμων για τους αγρό­τες, θα διά­λε­γα, δίχως τον παρα­μι­κρό δισταγ­μό, το δεύ­τε­ρο, και τού­το για­τί πιστεύω πως ό,τι υλι­κά αγα­θά να προ­σφέ­ρου­με στους αγρό­τες, αν θα μεί­νουν με τους ίδιους παπά­δες και δεσπο­τά­δες, τα ίδια ενο­ρια­κά σχο­λεία, τα ίδια δημό­σια καπη­λειά, την ίδια στρα­τιά υπαλ­λή­λων που δήθεν νοιά­ζο­νται για την ευη­με­ρία τους, σε είκο­σι χρό­νια θα τα έχουν φάει όλα και θα μεί­νουν φτω­χοί, όπως ήταν και πριν. Αν όμως τους ελευ­θε­ρώ­σου­με απ’ όλους τους περιο­ρι­σμούς και τις ταπει­νώ­σεις που τους δένουν τα χέρια σε είκο­σι χρό­νια θα έχουν όλα τα αγα­θά, που θα τους χαρί­ζα­με εμείς κι ακό­μα περισσότερα.»
tolstoiΑπό το βιβλίο του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου, Ο Τολ­στόι, Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2007

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο