Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Πού να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι κακοί…»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

«Να μην ξανα­κοι­μη­θεί κανέ­να όνει­ρο στον κόσμο
καμιά ελπί­δα πια να μην πεθάνει»
(Τ. Λει­βα­δί­της)

Μα πάνω απ’ όλα η ελπί­δα να γίνουν οι λαοί αφέ­ντες στον τόπο τους, να ζουν ειρη­νι­κά και αδελ­φω­μέ­να. Να μην ανα­γκά­ζο­νται να παίρ­νουν το δρό­μο της προ­σφυ­γιάς, διωγ­μέ­νοι από τη φτώ­χεια και τους πολέ­μους.  Χιλιά­δες οι νεκροί στα καρα­βά­νια της μεγά­λης φυγής, σπαρ­μέ­νοι στις πεδιά­δες και στα βου­νά, στις θάλασ­σες και στα ποτά­μια, στα ερη­μο­τό­πια και στις ακτές. Ανα­τρι­χια­στι­κά τα νού­με­ρα των νεκρών, μα ποτές μας δε θα μάθου­με πόσοι πραγ­μα­τι­κά χάθη­καν (και χάνο­νται) σε αυτό το ταξί­δι της προ­σφυ­γιάς. Εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες οι διωγ­μέ­νοι από τον τόπο τους που προ­σπα­θούν να περά­σουν τις πύλες μιας άλλης εκμε­ταλ­λευ­τι­κής χώρας. Εκα­τομ­μύ­ρια οι εξα­θλιω­μέ­νοι μετα­νά­στες στοι­βαγ­μέ­νοι σε στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης, απο­θή­κες, πάρ­κα, πλα­τεί­ες… Και οι πιο τυχε­ροί, εύκο­λα θύμα­τα εκμε­τάλ­λευ­σης  στη νέα πατρί­δα. Φθη­νό και ανα­λώ­σι­μο εργα­τι­κό δυναμικό.

Παρό­τι προ­σπα­θούν να μας ψεκά­σουν με αναι­σθη­τι­κό έτσι που απο­ξε­νω­θού­με ακό­μη και από αυτές τις αρχές του ανθρω­πι­σμού, εμείς επι­μέ­νου­με. Τους συμπα­ρα­στε­κό­μα­στε, και θα μοι­ρα­στού­με και το λίγο φαγη­τό που έχου­με, θα κάνου­με χώρο να χωρέ­σου­νε, θα κάνου­με αλυ­σί­δα να τους προ­στα­τέ­ψου­με, θα απαι­τή­σου­με τη λήψη κάθε μέτρου που θα τους προ­στα­τεύ­ει και την κατάρ­γη­ση κάθε αντι­με­τα­να­στευ­τι­κής πρό­βλε­ψης. Μα δε θα μεί­νου­με σε αυτά. Ετσι τιμού­με την ανθρω­πιά μας και τον πολι­τι­σμό μας, μα δε δικαιώ­νου­με την ύπαρ­ξή μας. Δεν αντα­πο­κρι­νό­μα­στε  στην ευθύ­νη να φτιά­ξου­με έναν κόσμο καλύ­τε­ρο για τα παι­διά μας και τα παι­διά όλου του κόσμου.

Πρέ­πει να απα­λεί­ψου­με την αίτια. Εκεί είναι η ελπί­δα. Αυτή η ελπί­δα έχει τις πηγές για να ζήσει. Εμάς που είμα­στε στο πλευ­ρό εκεί­νων που χρειά­ζο­νται πατρί­δα. Και τότε μόνο θα γίνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όταν θα γίνει υπό­θε­ση δική μας. Όχι για­τί φοβού­μα­στε (δικαί­ως) μη βρε­θού­με και εμείς στη θέση τους. Μα για­τί , πρέ­πει να το πιστέ­ψου­με, παρό­τι προ­σπα­θούν να μας πεί­σουν για το αντί­θε­το, ένας άλλος κόσμος είναι εφι­κτός. Ένας κόσμος όπου οι λαοί θα ζουν λεύ­τε­ροι, και αδελ­φω­μέ­νοι, ειρη­νι­κά. Δίχως πόλε­μο και χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο.

Ελπί­δα

Υπάρ­χουν οι πηγές που γεν­νούν τόσ’ αεράκια
υπάρ­χουν δάση όπου τ’ αθώα πρω­ι­νά ανα­σαί­νουν φίλοι∙
οι πνο­ές τους φθά­νουν ως εμάς και μας γλιτώνουν
φέρ­νουν μηνύ­μα­τα της χλό­ης και του νερού
φέρ­νουν την ακοή των δέν­δρων που τα κρα­τούν απ’ τη μασχάλη
παρα­μύ­θια, τα βαριά παπού­τσια τους τα λιώνουν
αέρας μπαι­νο­βγαί­νει στα ριζά τους
τα κλα­διά τους γέμι­σαν πανιά,
οι βυθοί της θάλασ­σας ξυπνού­νε μες στα δάση
αλλά­ζει τάξη ο κόσμος, αγκα­λιά­ζε­ται σφικτά
χαί­ρε­ται η φωνή μας, φίλοι
δικό της το φάρ­δος τής ημέρας
θάβρει πίστη και θα ζήσει∙
υπάρ­χουν παντού ο ουρα­νός και τα παιδιά.
(Πάνος Θασί­της, Από τη συλ­λο­γή Πράγ­μα­τα — 1957)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο