Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πόλεμος, παιδί μου. Πόλεμος!

Επι­μέ­λεια: ofisofi  //

Η κήρυ­ξη του πολέ­μου στις 28 Οκτω­βρί­ου 1940 μέσα από τα μάτια ενός παι­διού στο από­σπα­σμα από το μυθι­στό­ρη­μα του Βασί­λη Λιό­γκα­ρη, Συνοι­κι­σμός Χαροκόπου.

Κάτι  παρά­ξε­νοι ήχοι, πρω­το­φα­νέ­ρω­τοι. Δια­πε­ρα­στι­κοί κι από­κο­σμοι, άγριοι και συγκλο­νι­στι­κοί δια­σπά­θι­ζαν την ατμό­σφαι­ρα απ’ άκρη σ’ άκρη, ηλε­κτρί­ζο­ντάς την και προ­κα­λώ­ντας ρίγη τρό­μου, αβε­βαιό­τη­τας και ανασφάλειας…

Πριν από το χάρα­μα, μέσα στον ύπνο το βαθύ και τ’ όνει­ρο το γλυ­κό το τελευταίο.

Ήταν αλλιώ­τι­κο το ξύπνη­μα κεί­νο το πρωί, δίχως τρα­γού­δι και φιλί γλυ­κό από τη μάνα, δίχως καντή­λι στο κόνι­σμα της Πανα­γιάς, δίχως την αχτί­να του ήλιου να ξεγλι­στρά από τη χαρα­μά­δα στο σκέ­πα­σμα του ντιβανιού.

Ήταν αλλιώ­τι­κο το ξύπνη­μα κεί­νο το πρωί, δίχως στη φου­φού το τσα­γε­ρό, δίχως τη γαλή­νη της νιο­γέν­νη­της μέρας. Με τα κρε­βά­τια ξέστρω­τα και πεταγ­μέ­να κατα­γής τα προ­σκε­φά­λια. Άδεια να σου παγώ­νει η καρ­διά. Οι πόρ­τες ανοι­χτές κι ασφά­λι­στες και κεί­νος ο τρο­μα­χτι­κός ήχος της σει­ρή­νας να περ­νά μέσα απ’ την ψυχή και να σε καρ­φώ­νει. Φώνα­ξα τη μάνα κι απά­ντη­ση δεν πήρα, κι ύστε­ρα, ακό­μα πιο δυνα­τά κι απά­ντη­ση δεν πήρα. Κανείς μέσα στο σπίτι.

Η Αλε­ξάν­δρα μόνο, κου­λου­ρια­σμέ­νη στα πόδια μου, να κοι­μά­ται του καλού καιρού.

Ένιω­σα ένα αίσθη­μα περί­ερ­γο κι έναν κόμπο να δένει στο λαι­μό μου. Βγή­κα ξυπό­λη­τος με το βρα­κί στο δρό­μο. Οι καμπά­νες απ’ τη «Βαγ­γε­λί­στρα» δυνα­τές και γρή­γο­ρες, συμπλή­ρω­ναν τον παρά­ξε­νο ήχο την ώρα που’ παιρ­νε να σβή­σει και να ξανα­δυ­να­μώ­νει πάλι σε μια στιγμή.

Μαύ­ρη συν­νε­φιά. Ετοι­μόρ­ρο­πη η στέ­γη τ’ ουρα­νού να βρέ­ξει. Στην πλα­τεία μπου­λού­κια – μπου­λού­κια οι άνθρω­ποι να κου­βε­ντιά­ζουν. Χει­ρο­νο­μί­ες αδέ­ξιες και βρι­σιές και τρό­μος κι ανη­συ­χία και μου­λω­χτά καμώ­μα­τα απελ­πι­σί­ας. Κοι­τά­ζω να βρω τη μάνα ή κάποιον απ’ τους δικούς μου. Τρέ­χω στην πορ­τά­ρα. Εκεί είναι μαζε­μέ­νος όλος σχε­δόν ο συνοι­κι­σμός. Ξεκρί­νω τη μάνα που δεν έχει προ­λά­βει να δέσει σε κότσο τα μαλ­λιά κι η πλε­ξί­δα να κρέ­με­ται στη μέση. Της αρπώ το χέρι και χώνο­μαι στη φού­στα της. Μπο­ρώ από ’κει να παρα­κο­λου­θώ χωρίς να πολυ­τρο­μά­ζω. Φωνά­ζουν όλοι δυνα­τά, που να μην ξεχω­ρί­ζεις. Οι γυναί­κες σφιγ­μέ­νες σταυ­ρω­τά τις παλά­μες στο λαι­μό κι άλλες με χέρια ανοι­χτά στην Πανα­γιά να βάλει το χέρι της για το κακό.

«Εγώ το ’λεγα, δε θα τ’ απο­φεύ­γα­με», έκα­νε τσε­βδά ο Αντω­νά­κης. «Θα τους πάρου­με φαλάγ­γι!» φώνα­ξε ο άλλος. «Θα τους φάμε.»

- Τι είναι, μωρέ μάνα, της λέω. Τι γίνεται;

Δε μου ’δωκε απά­ντη­ση, μόνο έσφι­ξε το χέρι της γύρω στο λαι­μό μου.

Είδα και τους Για­κου­με­λαί­ους πιο κάτω και το Μανώ­λη τον Ανα­γνώ­στου μαζί με τον Κώστα τον Κατουρ­λά να τρα­γου­δά­νε τον Εθνι­κό Ύμνο και να βάζου­νε επ’ ώμου τα ξύλι­να όπλα τους.

- Τι είναι, μωρέ μάνα, της ξανα­λέω με πεί­σμα έτοι­μος να κλάψω.

Σκύ­βει χαμη­λά και μου λέει με πίκρα:

- Πόλε­μος, παι­δί μου. Πόλεμος!

Δεν ένιω­σα ακό­μα την τρα­γι­κό­τη­τα αυτής της μυθι­στο­ρη­μα­τι­κής λέξης. Της λέξης της σφε­ντό­νας και της πετριάς, της λέξης του τενε­κε­δέ­νιου τανκς με τους ψεύ­τι­κους σπιν­θή­ρες και το σιδε­ρέ­νιο στρα­τιω­τά­κι εφ’ όπλου λόγ­χη και πρηνηδόν.

Αμέ­σως ανα­θάρ­ρη­σα. «Χαρά στο πρά­μα», είπα. «Θα πολε­μή­σου­με. Έλλη­νες είμα­στε και θα νική­σου­με. Οι Έλλη­νες πάντα νικάνε!»

Ο πατέ­ρας κι οι μεγά­λοι μαζεύ­τη­καν στης κυρα – Παρ­θέ­νας ν’ ακού­σουν το «ανα­κοι­νω­θέν». Ήταν το μονα­δι­κό σπί­τι στο συνοι­κι­σμό που είχε ραδιό­φω­νο. Ο κυρ – Τάσος ήταν ταξι­τζής και τα οικο­νο­μού­σε. Καμιά φορά, θυμά­μαι, στις καλές του μας φόρ­τω­νε όλους τους πιτσι­ρι­κά­δες, μας έκα­νε μια βόλ­τα γύρω απ’ το συνοι­κι­σμό και μας ξεφόρ­τω­νε στην πιά­τσα. Γωνία Θησέ­ως και Χαρο­κό­που προς το ποτά­μι. Εμείς ξεφα­ντώ­να­με απ’ τη χαρά μας και λυσ­σά­γα­με μεσ’ στ’ αμά­ξι. Δεν ήταν και μικρό πρά­μα να κάνεις μια βόλ­τα με ταξί.

Το ραδιό­φω­νο έπαι­ζε εμβα­τή­ρια: «Περ­νά­ει ο στρα­τός της Ελλά­δος φρου­ρός», και «Αερο­πό­ρος θα γινώ, στη γη να μην πατή­σω». Ύστε­ρα ακού­στη­κε το σήμα: «Τσο­πα­νά­κος ήμου­να, προ­βα­τά­κια φύλαγα.»

Έλε­γε λόγια σπου­δαία που δεν μπο­ρού­σα να καταλάβω.

Οι μεγά­λοι, με ύφος σοβα­ρό, κου­νού­σα­νε το κεφά­λι μελαγ­χο­λι­κά και μουρ­μου­ρί­ζα­νε. Άκου­σα μόνο τον πατέ­ρα να λέει: «Ασι­χτίρ, τους παλιορουφιάνους.»

Έτρε­ξα αμέ­σως να συγκε­ντρώ­σω την παλιο­πα­ρέα μου: το Γιάν­νη της Ροδής, τον Αλέ­κο της Μορ­φί­ας, τον Άγγε­λο, τον Τάκη, να ετοι­μά­σου­με τα όπλα, να κινή­σου­με στον πόλε­μο. Ήρθε μαζί μας και η Παρή για νοσο­κό­μα. Η  Σου­λά­ρα­γκα, η Κική η Κεφα­λού κι η Στέλ­λα, η Πιπι­λού. Φτιαγ­μέ­νος στρα­τός με ξύλι­να ντου­φέ­κια και σπά­θα πλα­για­στή μέσ’ στο ζου­νά­ρι, χάρ­τι­νο δίκω­χο από εφη­με­ρί­δα. Σημαία ελλη­νι­κή και ποδά­ρια ξυπό­λη­τα. Εχθροί μας τα παι­διά της πάνω γει­το­νιάς. Ο Στέ­φα­νος, ο Μανώ­λης, ο Αρά­πης κι άλλοι. Πρώ­το ευχά­ρι­στο: Σχο­λείο δεν είχε. Διά­βα­σμα δεν είχε. Όλος ο και­ρός δικός μας. Ο δρό­μος με τα γκρε­μι­σμέ­να σπί­τια ήταν στη διά­θε­σή μας. Είχε χαλά­σμα­τα ένα σωρό, βου­να­λά­κια από χωμα­τε­ρές κι έναν ευκά­λυ­πτο τερά­στιο να χτί­σου­με στα ριζά το στρα­τη­γείο μας.

Με ξέκο­ψε η μάνα από το παι­χνί­δι να πάμε να δού­με για ψωμί. Άκου­σε τις αντιρ­ρή­σεις μου, μα δε γινό­τα­νε αλλιώς. Η Ευγε­νία πρό­σφε­ρε πάντα τις υπη­ρε­σί­ες της στην κυρα Έλλη και η Φιλί­τσα στο κου­ρείο. Σε μένα έπε­σε ο κλήρος.

Στο φούρ­νο του Καψά­λη στη Θησέ­ως γινό­τα­νε της κακο­μοί­ρας. Κόσμος πολύς να προ­σπα­θεί ν’ ανε­βά­σει τα κατε­βα­σμέ­να ρολά, να μπει μέσα ν’ αρπά­ξει το ψωμί. Φασα­ρία, κακό, βρι­σί­δι και σπρω­ξιά. Η Καψά­λαι­να, πάνω απ’ το μπαλ­κό­νι, με το σκύ­λο αγκα­λιά να φωνά­ζει και να «οδύ­ρε­ται» πως δεν είναι κατά­στα­ση αυτή. «Κάνου­με σαν κάφροι, το ψωμί τελείωσε.»

Λυσ­σο­μα­νού­σε το πλή­θος απέ­ξω κι όλο μεγάλωνε.

«Προ­λά­βα­τε κιό­λας και κρύ­ψα­τε τ’ αλεύ­ρια», φώνα­ζε ο κόσμος.

Κι άλλοι: «Θα μπού­με μέσα…Θα τα σπάσουμε.»

Ήρθε η αστυ­νο­μία να καλ­μά­ρει τα πρά­μα­τα. Έβα­λε τον κόσμο στην ουρά να μοι­ρα­στεί το λίγο ψωμί που είχε απομείνει.

Έτσι, από κεί­νη τη στιγ­μή γνω­ρί­σα­με το και­νούρ­γιο φρού­το που θα γίνει βίω­μά μας και θα μας ακο­λου­θεί σ’ ολά­κε­ρη τη διάρ­κεια του πολέ­μου: την ουρά.

Τα ίδια και στα μπα­κά­λι­κα της Χαρο­κό­που. Στο «Ερμεί­ον» και στου «Καρα­τζό­που­λου». Να χαλά­ει ο κόσμος, παν­ζουρ­λι­σμός και να’ ναι κερ­δι­σμέ­νοι οι πιο καπά­τσοι κι οι πιο νταήδες.

Δε στρώ­θη­κε το τρα­πέ­ζι κεί­νη τη μέρα, απ’ το σού­σου­ρο και την ανα­μπου­μπού­λα. Τις νοι­κο­κυ­ρά­δες δεν τις έβλε­πε το σπί­τι, απ’ το μέσα – έξω, τη φού­ρια και τα χιλιά­δες ερωτήματα.

Πηγαι­νέ­λα στο συνοι­κι­σμό και του Χαρο­κό­που από άντρες που τρα­βού­σαν για το μέτω­πο. Οι γυναί­κες από κοντά, κι οι μανά­δες κι οι αδελ­φές και τα κου­τσού­βε­λα από κοντά. Αγκα­λιές, φιλιά και απο­χαι­ρε­τι­σμοί. Κλά­μα­τα, συμ­βου­λές και υποσχέσεις.

Την έστη­σε και η Μερό­πη, νιό­νυ­φη ακό­μα, στο πεζού­λι του κήπου με το μαντί­λι στο χέρι να περά­σει ο Μίχος με το τραμ, για το στερ­νό αντίο. Φιλώ­ντας την της φώνα­ξε: «Να ’χεις το νου σου στο τραμ με τα δυο βαγό­νια.» Περ­νού­σα­νε κατά­με­στα, ολού­θε φασα­ρία. Σκαρ­φα­λω­μέ­νοι στις πόρ­τες, στα πρε­βά­ζια, στους προ­φυ­λα­χτή­ρες. Τρα­γού­δια και φωνές και το λεύ­τε­ρο χέρι ψηλά να χαιρετάει.

Φάνη­κε το τραμ με τα διπλά βαγό­νια. Κρα­τιέ­ται ο Μίχος σκαρ­φα­λω­μέ­νος απ’ τα πλά­για. Με το’ να χέρι πιά­νει το πρε­βά­ζι του παρα­θύ­ρου και τ’ άλλο να σηκώ­νει το δίκω­χο. Ξοπί­σω η Μερό­πη μπας και προ­λά­βει, με κλά­μα­τα στα μάτια και το μαντί­λι ν’ ανε­μί­ζει. Προ­λα­βαί­νει να του φωνά­ξει: «Καλό γυρι­σμό και με τη νίκη.»

liogarisΣου­ρού­πω­σε στο συνοι­κι­σμό. Ήρθε η νύχτα ακό­μα πιο γρή­γο­ρα. Θεο­σκό­τει­να. Μήτε ένα φως να την εμπο­δί­σει να κατα­πιεί λαί­μαρ­γα δρό­μους και δέντρα κι υψώ­μα­τα. Μήτε ένα φως να τη γλυ­κά­νει! Έκα­να σκα­στά μια τσάρ­κα στη Χαρο­κό­που. Ησυ­χία και σκο­τει­νιά. Εκεί που άλλο­τε έσφι­ζε από ζωή. Ο δρό­μος με τα χιλιά­δες φώτα των μαγα­ζιών. Τη φωτει­νή κόκ­κι­νη ρεκλά­μα του «Κρυ­στάλ». Τα φώτα απ’ τις κολό­νες του δήμου. Ο δρό­μος της κίνη­σης. Ο δρό­μος της βόλ­τας και του σερ­για­νιού. Τώρα νέκρα και παγω­νιά. Να μη φαί­νε­ται ψυχή, να μην κινεί­ται φύλ­λο. Ένιω­σα την καρ­διά μου να ματώ­νει. Εκεί­νη τη στιγ­μή κατά­λα­βα πως πρέ­πει να συμ­βαί­νει κάτι πολύ σοβα­ρό. Έτρε­ξα στο σπί­τι φοβι­σμέ­νος. Οι σει­ρή­νες ακό­μα ταλα­νί­ζου­νε τ’ αυτιά μου και το γκε­λά­ρι­σμα απ’ την καμπά­να να μη λέει να καλ­μά­ρει. Από τότε θα’ ταν η συντρο­φιά μας. Θα ζού­σα­με μ’ αυτά. Θα μεγα­λώ­να­με μ’ αυτά. Μέσ’ στ’ άγρια μεσά­νυ­χτα, μεσ’ στο λιο­πύ­ρι, μέσ’ στην κατα­χνιά, μέσ’ στη θαμπού­ρα του πρω­ι­νού. Μέσα στο χει­μώ­να και μέσα στην καλο­και­ριά, μέσ’ στη βρο­χή και τον άνε­μο, το κρύο και τη ζέστη. Ο τρο­με­ρός εκεί­νος ήχος της σει­ρή­νας θα ξεστρά­τι­ζε μαζί μας, θα πλά­για­ζε μαζί μας, θα πάγω­νε μαζί μας, θα πεί­να­γε μαζί μας. Θα φίλιω­νε μαζί μας. Μεσά­νυ­χτα πια. Στρι­μω­χτή­κα­με στο κανα­πε­δά­κι της κου­ζί­νας  κι απ’ το στε­νό κι απ’ το στε­νό το παρα­θύ­ρι π’ αγνά­ντευε στην Οικο­κυ­ρι­κή Σχο­λή κοι­τού­σα­με κατά τον Πει­ραιά. Φεγ­γο­βο­λού­σε ο τόπος. Το πατιρ­ντί απ’ το βομ­βαρ­δι­σμό μόλις κι έφτα­νε στ’ αυτιά μας. Τερά­στιοι προ­βο­λείς παι­χνί­δι­ζαν στον ουρα­νό στην προ­σπά­θειά τους να εντο­πί­σουν το εχθρι­κό αεροπλάνο.

Άσπρα συν­νε­φά­κια απ’ τα αντια­ε­ρο­πο­ρι­κά που σκά­γα­νε στον ουρα­νό. Και­γό­ταν το λιμά­νι του Πει­ραιά, και­γό­ταν κι η ψυχή μας. Πού κου­ρά­γιο για ύπνο εκεί­νη τη βρα­διά. Το κερί σβη­στό. Στα παρά­θυ­ρα σκού­ρες κουρ­τί­νες για να μην ξετρυ­πώ­σει και χαθεί στη σκο­τει­νιά κομ­μά­τι απ’ τη φλό­γα. Αργό­τε­ρα ντύ­σα­με τα τζά­μια με κόλ­λες μπλε κι η μέρα χάθη­κε για πάντα.

Νιώ­θα­με όλοι πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Ήρθαν κι οι γει­τό­νισ­σες που μέναν μόνες να νιώ­σου­νε σιγουριά.

Λόγια πολ­λά θυμή­θη­καν και λέγα­νε από τα περα­σμέ­να και κάθε στιγ­μή το βλέμ­μα στο ρολό­γι και στον αγώ­να του να κατα­πιεί τη νύχτα. Την πρώ­τη εκεί­νη νύχτα του πολέ­μου στις 28 του Οκτώ­βρη 1940.

Βασί­λης Λιό­γκα­ρης, Συνοι­κι­σμός Χαρο­κό­που, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1998,  2η έκδοση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο