Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ραντεβού με την ιστορία

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Μια προ­ε­κλο­γι­κή δια­φή­μι­ση της Νέας Δημο­κρα­τί­ας έλε­γε πως η ιστο­ρία μπο­ρεί να γρα­φτεί με δυο τρό­πους και ήταν στο χέρι του Έλλη­να ψηφο­φό­ρου να απο­φα­σί­σει ποιον από τους δύο προ­τι­μού­σε. Και για να θέσει πιο καθα­ρά κι επι­τα­κτι­κά το δίλημ­μα στο θεα­τή, οπτι­κο­ποί­η­σε σε πρω­το­σέ­λι­δους τίτλους εφη­με­ρί­δων τους δύο δρό­μους (της ευρω­παϊ­κής Αρε­τής και της Κακί­ας), που ανοί­γο­νται μπρο­στά του: α. λιμοί, σει­σμοί, κατα­πο­ντι­σμοί (έπε­σε και το γεφύ­ρι της Πλά­κας, μην ξεχνά­τε) και οι επτά πλη­γές του Φαραώ σε σύγ­χρο­νη, οικο­νο­μι­κή συσκευα­σία: bankrun, χρε­ω­κο­πία, έξο­δος από το ευρώ, στά­ση πλη­ρω­μών για τους μισθούς και τις συντά­ξεις, και πάει λέγο­ντας ή μάλ­λον κιν­δυ­λο­γώ­ντας… ή β. η συνέ­χεια του ελλη­νι­κού success story που παρα­κο­λου­θού­σα­με μέχρι τώρα.

Λογι­κό κι επό­με­νο, ο θεα­τής να δια­λέ­ξει το πρώ­το τρέι­λερ-σπο­τά­κι, ως εικό­να από τα «προ­σε­χώς» που παί­ζουν στο σινε­μά, το οποίο υπο­σχό­ταν του­λά­χι­στον λίγο σασπένς και αγω­νία, καθώς πόντα­ρε στο εμπό­ριο του φόβου –γι’ αυτό και προ­βλή­θη­κε περισ­σό­τε­ρες φορές εξάλ­λου, σαν μπλοκ-μπά­στερ θρί­λερ. Σε πλή­ρη αντί­θε­ση δηλα­δή με τη δεύ­τε­ρη νερό­βρα­στη εκδο­χή, όπου το πιο συναρ­πα­στι­κό γεγο­νός ήταν… ο εορ­τα­σμός του Πάσχα των Ελλή­νων –που προ­φα­νώς τώρα χωρίς τη ΝΔ, τίθε­ται εν αμφι­βό­λω, μαζί με το ευρώ και τις κατα­θέ­σεις που δεν έχουμε.

Στον αντί­πο­δα, γινό­ταν λόγος για ιστο­ρι­κές στιγ­μές, μια ιστο­ρι­κή νίκη της (πρώ­τη φορά) Αρι­στε­ράς και προ­ε­κλο­γι­κά για «ραντε­βού με την ιστο­ρία», καθώς (ξανα)ζούσαμε μέρες 81’: μου ξανάρ­χο­νται ένα-ένα, χρό­νια δοξα­σμέ­να, να ‘τανε το 81’… Προ­σω­πι­κά δια­τη­ρώ ισχυ­ρές αμφι­βο­λί­ες κατά πόσο είναι συγκρί­σι­μες οι επο­χές, τα μεγέ­θη τους κι η εμβέ­λεια των γεγο­νό­των, αλλά πέραν αυτού, δε μου είναι πολύ σαφές για­τί δεχό­μα­στε τις όποιες ομοιό­τη­τες ως κάτι θετι­κό, εφό­σον ξέρου­με το θλι­βε­ρό κι άδο­ξο τέλος της Αλλα­γής Νο1. Και συνή­θως καμία συνέ­χεια-sequel δεν είναι αντά­ξια της πρώ­της αυθε­ντι­κής ται­νί­ας. Ή όπως το έθε­σε στην επο­χή του ο Μαρξ (λίγο πριν την εφεύ­ρε­ση του κινη­μα­το­γρά­φου), η ιστο­ρία τεί­νει να επα­να­λαμ­βά­νε­ται είτε ως τρα­γω­δία, είτε ως φάρ­σα. Και κανέ­να από αυτά τα δύο ενδε­χό­με­να δεν προ­σφέ­ρε­ται για πανη­γυ­ρι­σμούς κι αισιοδοξία.

Η βασι­κό­τε­ρη ένστα­ση όμως αφο­ρά άλλο σημείο. Το πρό­βλη­μα δεν είναι ποιο σπο­τά­κι θα επέ­λε­γε ο θεα­τής αλλά ότι σε κάθε περί­πτω­ση θα εξα­κο­λου­θού­σε να είναι παθη­τι­κός θεα­τής των εξε­λί­ξε­ων κι όχι ενερ­γός πρω­τα­γω­νι­στής που θα τις καθο­ρί­σει. Ο δρό­μος της Αρε­τής δεν ταυ­τί­ζε­ται με μια απλή κυβερ­νη­τι­κή εναλ­λα­γή και την επι­λο­γή του ενός ή του άλλου ψηφο­δελ­τί­ου, όπως το πάτη­μα ενός κου­μπιού και το ζάπινγκ στην τηλε­ό­ρα­ση. Αντι­θέ­τως, απαι­τεί θυσί­ες, ξεβό­λε­μα και συλ­λο­γι­κούς αγώ­νες, που θα εξα­σφα­λί­ζουν ακρι­βώς ότι οι θυσί­ες αυτές θα πιά­σουν τόπο και δε θα έχουν εμάς ως σφα­χτά στο βωμό του καπι­τα­λι­στι­κού κέρδους.

Η ιστο­ρία έχει πράγ­μα­τι δύο τρό­πους για να γρα­φτεί, αλλά πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς από αυτούς που περι­γρά­φο­νταν στα προ­ε­κλο­γι­κά σπο­τά­κια της ΝΔ –οι οποί­οι στην τελι­κή οδη­γού­σαν από άλλη δια­δρο­μή στο ίδιο ακρι­βώς σημείο. Για­τί αν καεί ένα χαρ­τί του πολι­τι­κού συστή­μα­τος και μπλο­κά­ρει ο ένας δρό­μος, πρέ­πει να προ­βλη­θεί ο άλλος ως εναλ­λα­κτι­κή. Στην αστι­κή δημο­κρα­τία εξάλ­λου δεν υπάρ­χουν αδιέ­ξο­δα. Το καλό το μονο­πώ­λιο ξέρει κι άλλο μονοπάτι…

Η ιστο­ρία δε γρά­φε­ται στις κάλ­πες, αλλά στο δρό­μο του μαζι­κού αγώ­να, από συλ­λο­γι­κά υπο­κεί­με­να (τις κοι­νω­νι­κές τάξεις και την πολι­τι­κή τους έκφρα­ση) κι όχι από μεμο­νω­μέ­νους πελά­τες-πολί­τες. Η ιστο­ρία δε γρά­φε­ται από τους νικη­τές που επι­χει­ρούν να την ξανα­γρά­ψουν για να τη φέρουν στα μέτρα τους, αλλά με λαϊ­κούς αγώ­νες ενα­ντί­ον τους. Και δε θα περι­λαμ­βά­νει κανέ­να ουσια­στι­κό κι ενδια­φέ­ρον κεφά­λαιο, χωρίς την πάλη ενά­ντια στο κεφά­λαιο και τη ληστρι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση που επι­βάλ­λει η (οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή) εξου­σία του. Αλλιώς θα βαυ­κα­λι­ζό­μα­στε ότι γυρί­σα­με σελί­δα σε ένα βιβλίο με άγρα­φες λευ­κές κόλ­λες, που δε δια­φέ­ρουν μετα­ξύ τους, αφή­νο­ντας την ιστο­ρία να μας περι­μέ­νει στη­μέ­νη, για άλλη μια φορά, στο ραντε­βού μας…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο