Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Ο Γιάννης, χαρούμενος ποιητής και διαχειριστής του λογοτεχνικού ιστολογίου «Ρωγμές στο Σκοτάδι» είναι ο δημιουργός που φιλοξενεί και παρουσιάζει σήμερα το Ατέχνως. Όπως δηλώνει κι ο ίδιος, αν υπάρχει κάτι να ειπωθεί για αυτόν, τότε ο αναγνώστης και όποιος ενδιαφέρεται θα το βρει στο ιστολόγιο του, το οποίο ξεκίνησε ως προσωπική επιθυμία, για επικοινωνία με ανθρώπους που αισθάνονται την τέχνη ως βασικό μέσο έκφρασής των αναγκών και των προβλημάτων τους και παράλληλα έχουν απηυδήσει με τον τρόπο που κατά κανόνα αυτή παρουσιάζεται σήμερα.
Στο εισαγωγικό σημείωμα των Ρωγμών, με τον τίτλο Αρχίζοντας, παρατηρεί ότι …: «Η τέχνη σήμερα πρέπει να πορεύεται πλάι με την αγωνιστική δράση ενάντια στην βαρβαρότητα που ζούμε και όχι να προσπαθεί να υποκαταστήσει αυτή τη δράση. Να εμπνέει και να πεισμώνει, ώστε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Στο παρελθόν μεγάλοι καλλιτέχνες υλοποίησαν τα παραπάνω και κέρδισαν μια θέση στην καρδιά των λαών. Ο καλύτερος φόρος τιμής σε αυτούς και η ουσιαστικότερη κατανόηση του έργου τους είναι να συνεχίσουμε στο δρόμο που χαράξανε, έχοντας σεβασμό στα όσα δημιούργησαν, χωρίς ταυτόχρονα να μένουμε προσκολλημένοι σε αυτά.»
Το ιστολόγιο του είναι ένας χώρος όπου μοιράζεται ποιήματα και κείμενα για όσους παλεύουν για ένα άλλο, διαφορετικό κόσμο. Υποστηρίζει πως η τέχνη για τις αγωνίες και τις ανάγκες του λαού πρέπει να γίνεται στήριγμα στην ψυχή κάθε αγωνιζόμενου ανθρώπου. Σε ένα κόσμο αδράνειας, είναι καιρός να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσανε οι μεγάλοι καλλιτέχνες του παρελθόντος, τονίζει. Οι «Ρωγμές στο Σκοτάδι» από αυτή την πλευρά δεν φιλοδοξούν να είναι κάτι περισσότερο από αυτό ενώ έχει ο δημιουργός ορίζει ως στόχο του να προσελκύσει κι άλλους δημιουργούς να δημοσιεύσουν έργα τους στις Ρωγμές αλλά και να συνδιαχειριστούν αυτή την προσπάθεια.
~Ποιήματα~
Αρνούμενοι ακόμα να πεθάνουν
Σαν ζώο νεκρό, διαμελισμένο
από τις βόμβες που απ’ τα σύννεφα ορμήσανε
στον πάγο κειτόταν
ένα εργοστάσιο ήταν
του Οκτώβρη γνήσιο τέκνο.
Στο τσακισμένο του κορμί
καπνίζαν ακόμη οι πληγές του
το χιόνι ανήμπορο ήταν να τις σβήσει.
Όμως αυτό συνέχιζε
αργά και πένθιμα να πέφτει
σε ένα τάφο παγωμένο
το κουφάρι του να κλείσει
προσπαθούσε.
Παραιτημένο από τη ζωή φαινόταν
μα μπορούσε κανείς να ακούσει
ένα σβησμένο βρυχηθμό
μηχανών που δουλεύανε ακόμη
σαν θηρίο που αργοσβήνει πληγωμένο
αρνούμενο ακόμα να πεθάνει.
Και από μία
μόνο μία καμινάδα
πυκνός, μαύρος καπνός υψωνόταν
‑η στερνή του αναπνοή.
Άψυχο φάνταζε στο χιόνι
όμως μέσα απ’ το σώμα του ξάφνου φάνηκαν
άνθρωποι
ένας, δύο, τρεις ‚δεκαοχτώ
μόνο δεκαοχτώ.
Και με φωνές
όχι θλιμμένες ή εύθυμες
μα κενές, μηχανικές
άρχισαν να μιλάνε
με τα παγωμένα χνώτα τους να
διαλύονται στο αέρα
σαν να αφήνανε κομμάτια της ψυχής
τους.
Στα μαγειρεία πήγανε
όπου σκεπή από τις βόμβες δεν υπήρχε.
Αρχίσανε να μαγειρεύουν
με φωτιά από βιβλία, έγγραφα
και ένα ημερολόγιο φετινό
‑του 1942.
Ήσυχοι
σαν άνθρωποι που από την κόλαση
γύρισαν
δύο μπουκιές έτρωγε ο καθένας
από την ζεστή σούπα
πριν γυρίσουν στη δουλειά
αρνούμενοι ακόμη να πεθάνουν
να εργάζονται για να επιβιώσει
το πιο μεγάλο ιδανικό.
Και οι ατμοί της σούπας
με τον καπνό από τη φωτιά πλεκόταν
αγκαλιαζόταν με τα χνώτα των εργατών
συναντούσαν του εργοστασίου τα
καυσαέρια
και όλα μαζί
στον ουρανό ευθεία υψωνόταν
σαν την αναπνοή όλης της Πλάσης.
Και αν…
Και αν μας δείτε να πονάμε μην ανακουφιστείτε όλοι μαζί το πόνο μοιραζόμαστε. Και σαν μας δείτε για τους νεκρούς μας να δακρύζουμε πως θα παραιτηθούμε μην ελπίζετε Τα δάκρυα είναι μπαρούτι στις κάννες της ψυχής μας. Και αν μας δείτε να ταλαντευόμαστε στα όσα πιστεύουμε για ασταθείς μην μας περάσετε θέλουμε να είμαστε πεισμένοι και όχι πιστοί. Και αν ποτέ για λίγο λυγίσουμε δεν τελειώσαμε θα βρεθούν και άλλοι να μας βοηθήσουν να σηκωθούμε. Το ότι καλύπτουμε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου αυτή είναι η δύναμή μας. Μα σαν ακούσετε τις φωνές μας όλες μαζί να ηχούν να φοβηθείτε και οι πιο μικρές φωνές σαν ενωθούν πρωτόγνωρα θεριεύουν.
Οι ρίζες
Είμαστε οι ρίζες που στηρίζουμε το δέντρο με τα κόκκινα
φύλλα αυτό που ψηλώνει συνεχώς προς του ουρανού τα αστέρια εκεί που κατοικούν τα πρώτα τα μικρά τα όνειρά μας. Και σε όσους με περίσσια υποκρισία ανησυχούν το βάρος του αν μας πλακώνει απαντάμε πως πόνο δεν νιώθει αυτός που τα όνειρά του στην πλάτη σηκώνει. Και όσοι με χλεύη μας ρωτούν και απορούν γιατί στο χώμα μακριά από τη δόξα να κατοικούμε δεν νοούν σε όλο το δέντρο ότι ζούμε και ότι υπάρχουμε σε κάθε φύλλο και κλαρί το ελαφρύ αεράκι καθώς απολαμβάνουμε ακόμα και εμείς που η μοίρα το έφερε στο χώμα να βρεθούμε αιώνια το όνειρό μας για να σταθεί.
Γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.