Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σπύρος Ζαχαράτος: “Ερήμην, Ερημία”, εκδ. Οδός Πανός (προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Στη σημε­ρι­νή παρου­σί­α­ση το Ατέ­χνως έχει τη χαρά να δημο­σιεύ­σει πέντε ποι­ή­μα­τα του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του και από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή “Ερή­μην, Ερη­μία”, που ανα­μέ­νε­ται από τις “Οδός Πανός” του Γιώρ­γου Χρονά.

Ο Σπύ­ρος Ζαχα­ρά­τος γεν­νή­θη­κε το 1951 στην Κεφαλ­λη­νία. Απο­φοί­τη­σε από το λύκειο Κορ­για­λέ­νειο, Αργο­στο­λί­ου. Από το 1973 ζει στην Αθή­να. Παρα­σκευα­στής φαρ­μά­κων στον «Ηρά­κλει­το» του Κώστα Μανωλ­κί­δη. Για βιο­πο­ρι­σμό στα­διο­δρό­μη­σε στα πετρε­λαιοει­δή. Έχει βρα­βευ­θεί σε ποι­η­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς και ιδιαί­τε­ρα σε δια­γω­νι­σμούς στί­χου για τρα­γού­δι. Έχει επαι­νε­θεί από δια­λε­κτούς κρι­τι­κούς και άλλους λογο­τέ­χνες. Θήτευ­σε δίπλα σε λόγιους. Έχει συνερ­γα­σθεί με σημα­ντι­κούς συν­θέ­τες και τρα­γου­δι­στές. Είναι μέλος της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών και της Ένω­σης Μου­σι­κών Στι­χουρ­γών Ελλά­δος (ΕΕΑ, ΕΜΣΕ).

Τα ποι­ή­μα­τα αυτά ιστο­ρούν πάθη ανθρώ­πων και πάθη ψυχών, ιστο­ρί­ες της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, των ανέρ­γων, των φτω­χών αλλά και του παρα­μυ­θιού. Φέρ­νουν δίπλα μας, στην αγκα­λιά μας, την αγά­πη του ποι­η­τή για τη ζωή, για να μεθύ­σου­με κι εμείς με απο­στάγ­μα­τα ψυχής αλη­θι­νής. Δεν υπο­κρί­νο­νται τίπο­τα άλλο από αυτό που είναι. Απο­κρυ­πτο­γρα­φούν τα σημά­δια μέσα στη μελαγ­χο­λία των γκρί­ζων τοί­χων,  συνο­μι­λούν με μισά συν­θή­μα­τα και επί των ερει­πί­ων. Ανα­ζη­τούν την αιτία πίσω από κάθε ενέρ­γεια, πίσω από κάθε πρά­ξη και φιλι­κή ή εχθρι­κή προ­σέγ­γι­ση και σαν φίλος καρ­δια­κός δίνουν συμ­βου­λές, καθη­με­ρι­νά απο­στάγ­μα­τα εμπει­ρί­ας, για να προ­χω­ρή­σου­με λίγο πιο μπρο­στά, λίγο πιο ελεύ­θε­ρα. Ξέρουν, πως ο δρό­μος είναι ο πόνος των ανθρώ­πων, όχι αναί­μα­κτος, με δημα­γω­γούς πίσω απ’ τον καθέ­να μας και με προ­κλή­σεις που χρειά­ζε­ται να είσαι, να είμα­στε τολ­μη­ροί για να τις αντι­με­τω­πί­σου­με. Ανη­φο­ρι­κός δρό­μος το δίχως άλλο, με σκο­πό να αιχ­μα­λω­τί­σουν το φόβο των ματιών και της ύπαρ­ξης μας και για να είναι όλα τα άσχη­μα μια παλιά, μακρι­νή θλι­βε­ρή ανάμνηση.

Οι ανα­μνή­σεις, δεν ξεχνά τους παλιούς ποι­η­τές, αλλά και οι εμπει­ρί­ες του σήμε­ρα καθο­ρί­ζουν τον ποι­η­τή και το έργο του, οι πρά­ξεις του δίνουν ταυ­τό­τη­τα και ζωή. Φωνά­ζει μόνος μέσα στην ερη­μιά κι όμως δίπλα του χιλιά­δες τρα­γου­δούν για να φυτρώ­σει στην καρ­διά όλων μας το τελευ­ταίο λου­λού­δι. Η ελπί­δα, ο αγώ­νας, η ελευθερία.

Ποι­ή­μα­τα του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του είχα­με παρου­σιά­σει στο ΑΤΕΧΝΩΣ και τον Απρίλιο.

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Φωτο­γρα­φία: Κώστας Μπαλάφας

Ποι­ή­μα­τα
ΠΑΡΑΜΥΘΊΑ ΖΩΗΣ

Ιστο­ρού­με πάθια Ελλήνων.
Τρα­γου­δά­με χορι­κά τραγωδιών
στε­ναγ­μούς ανθρώ­πων και πόλεων.
Των δρόμων
των κτι­ρί­ων, των ερειπίων
της προκυμαίας
των σταθ­μών, των ρυθ­μών ̇
Των εφήβων
των ψαγ­μέ­νων, των λυπημένων
των πουλιών
των χρω­μά­των, των ασμά­των ̇
Των ανέμων
της βρο­χής, της προσευχής
της καμπύλης
της πλα­τεί­ας, της αιτί­ας ̇
Των αστέγων
των ανέρ­γων, των έργων.
Παρα­μύ­θια ζωής.
Εκεί που ανθί­ζει ένα δάκρυ
δε φυτρώ­νουν όλα;

 

ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΦΩΣ ΓΙΝΟΜΑΙ ΑΣΤΡΟ

Μεθύ­στε με απο­στάγ­μα­τα της ψυχής
Και της αμπέλου ˙
Που φύτρω­σε στις παρυ­φές του χρόνου.
Στα ορει­νά ανά­γλυ­φα με το ελά­χι­στο χώμα
συνο­μι­λώ­ντας με το ανί­κη­το φως.
Να φοβά­στε στη ζωή σας τις κατηφόρες
και στις απο­φά­σεις σας τα εύκο­λα ναι.
Προ­χω­ρή­στε αγνοί και ταπεινοί
προς τον κήπο του εμείς
αφή­νο­ντας πίσω την έρη­μο του εγώ.
Να προ­σπερ­νά­τε όσους αλυ­χτούν τις νύχτες
τις σκέ­ψεις των μετρίων
και των δει­λών τις υπεκφυγές.
Στου πόνου το σχο­λείο πάντα φοι­τούν οι δυνατοί.
Οι αιχ­μά­λω­τοι στα πάθη είναι νικημένοι.
Να ασπά­ζε­σθε τα δάκρυα των υπερηλίκων.
Να μετα­λά­βε­τε τη γνώ­ση των προγόνων
με φυλα­χτό σας του Λόγου το αντίδωρο.
Φυτρώ­νο­ντας στο παρελ­θόν κερ­δί­ζου­με το μέλλον.
Πίνο­ντας φως γίνο­μαι άστρο ˙ πάντα να μ’ έχε­τε οδηγό.

 

ΕΙΧΑΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

Ανια­ρά που κυλού­σαν τα χρόνια…
Ανια­ρά ̇ που πέρα­σε η ζωή.
Λευ­κή ισοπαλία
υπνω­τι­σμέ­να σώματα
και πετρω­μέ­να λόγια.
Επί των ερειπίων
κάτι συν­θή­μα­τα μισά.
Στέ­ρε­ψε η βρύ­ση της πλατείας.
Ο Ποι­η­τής χωρίς κεφάλι
όπως και ο αρχαί­ος ήρωας.
Απο­κρυ­πτο­γρα­φώ τα σημάδια
μέσα στη μελαγ­χο­λία των γκρί­ζων τοίχων.
Ποτέ τα πράγ­μα­τα δεν ήταν μαγικά.
Απλώς είχα­με χρώ­μα­τα στα μάτια
στον ορίζοντα
και κυρί­ως στην ψυχή.
Κι αισθή­σεις έξι.
Ήταν τα νιά­τα μας
κι ο δρό­μος ανοιχτός.
Τώρα αμφι­βάλ­λω για τα πάντα
για τους πάντες
και για πάντα.
Θα κλεί­σω χωρίς επίθετα
με ρήμα­τα της συμφοράς.
Πνί­γο­μαι, σκύ­βω, χάνω.

 

ΑΝΑΠΝΕΩ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Μνή­μη Θωμά Γκόρπα

Πάνα­γνος σα μάρ­μα­ρο αρχαίο
ή χιό­νι απ’ τον Όλυμπο.
Λησμο­νη­μέ­νε Ποιητή
ο αυλός σου ακού­γε­ται ̇
απ’ τον ουρα­νό της λύπης
στά­ζουν οι ήχοι ̇ βάλσαμο
στα αυτιά των λυπημένων
και των ποι­η­τών του μέλλοντος.
Νυχθημερόν
είσαι παρών ̇ λάμπεις.
Ποι­η­τή μου κράτησα
τα λόγια σου φυλαχτά.
Ανα­πνέω Μεσολόγγι
αλά­τι και ιώδιο.
Το φως κιτρίνισε
σαν τα φύλ­λα των βιβλίων
στο παλαιο­πω­λείο του καιρού
Τοσί­τσα ̇ Άνοι­ξη καμένη.

 

ΠΑΛΙΑΣ ΚΟΠΗΣ ΟΝΕΙΡΑ

Την ουσία της ζωής ψάχνεις
στα μάτια και στα φτε­ρά των διαβατάρικων
στους γερ­μέ­νους ώμους των μαραθωνοδρόμων.
Ηδο­νές στους ίσκιους σκο­τει­νών σωμάτων
σε ήρω­ες και σε προ­δό­τες μαζί.
Παλαιάς κοπής όνει­ρα στο κομπολόι.
Στην είσο­δο της καρ­διάς σου
στέ­κια ανέρ­γων ̇
ψευ­δαί­σθη­ση στέγης
η εσο­χή των πολυκατοικιών.
Ψευ­δαί­σθη­ση αγάπης
το χτύ­πη­μα στον ώμο των περαστικών.
Περα­στι­κά μου είπες.
Μα τα μεγά­λα ποτέ δεν είναι εύκολα.
Ιανός πολ­λών προ­σώ­πων ο παλιός
σε φόντο μαύρο.
Το μαύ­ρο είναι χρώμα
ή απου­σία χρώματος;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο