Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΟΥ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ, του Θέμου Κορνάρου

To εξώφυλλο της δεύτερης έκδοσης (1945) του έργου του Θέμου Κορνάρου που περιγράφει τις φρικαλεότητες των Γερμανών στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου (Πηγή: ιστοσελίδα Δήμου Χαϊδαρίου)

To εξώ­φυλ­λο της δεύ­τε­ρης έκδο­σης (1945) του έργου του Θέμου Κορ­νά­ρου που περι­γρά­φει τις φρι­κα­λε­ό­τη­τες των Γερ­μα­νών στο στρα­τό­πε­δο Χαϊ­δα­ρί­ου (Πηγή: ιστο­σε­λί­δα Δήμου Χαϊδαρίου)

Η ομι­λία της Άννε­κε Ιωαν­νά­του στην εκδή­λω­ση για τον ΘΕΜΟ ΚΟΡΝΑΡΟ στις 6 Μαϊ­ου 2015 στο Πολι­τι­στι­κό Κέντρο Αγί­ων Αναργύρων-Καματερού

Το να έχεις ζήσει τις πιο φρι­κτές κατα­στά­σεις δεν σημαί­νει ότι μπο­ρείς να τις δόσεις με τρό­πο που να συγκλο­νί­σει τον πιο άσχε­το. Άλλω­στε, υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που οποια­δή­πο­τε λόγια θα τα αδι­κού­σαν. Μεγά­λη τέχνη λοι­πόν να βρει ο συγ­γρα­φέ­ας εκεί­νη τη μαγι­κή απλό­τη­τα γεμά­τη έκφρα­ση που μπο­ρεί να δώσει με λόγια αυτά που δεν λέγο­νται. Πιστεύω ότι ο Θέμος Κορ­νά­ρος το πέτυ­χε στο «Στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου» δίνο­ντας με άμε­ση παρα­στα­τι­κό­τη­τα και γλώσ­σα «προ­φο­ρι­κή» το ανεί­πω­το. Ούτε ίχνος δρα­μα­το­ποί­η­σης πόσο μάλ­λον μελο­δρά­μα­τος. Σε κάποιες σκη­νές η περι­γρα­φή είναι σχε­δόν από­κο­σμη και σου δημιουρ­γεί­ται η εντύ­πω­ση ότι δεν ζεις στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σε άλλες σου περ­νά­ει το ρίγος μιας ντα­ντι­κής κόλα­σης. Οι ίδιοι οι τίτλοι των 6 κεφα­λαί­ων είναι υπο­βλη­τι­κοί και προ­δια­θέ­τουν τον ανα­γνώ­στη για μια τιτά­νια πάλη της ζωής με το θάνα­το, του φωτός με το σκό­τος: Οι Δήμιοι, Συνα­πά­ντη­μα της ψυχής με το Χάρο, Σκλά­βοι Ελεύ­θε­ροι, Νική­θη­κε ο Φόβος και ο Θάνα­τος, Εφιάλ­τες και Έξο­δος. Μέσα σ’ όλα αυτά όλα τα ανθρώ­πι­να συμ­βαί­νουν και βγαί­νουν στη φόρα οι καμιά φορά ακα­τα­νό­η­τες αντι­φά­σεις της ανθρώ­πι­νης ψυχής. Στο πρώ­το κεφά­λαιο ο «πρω­τα­γω­νι­στής» που μιλά­ει στο πρώ­το πρό­σω­πο, περι­γρά­φει τα βασα­νι­στή­ρια που υπέ­στη στα μπου­ντρού­μια της οδού Μέρ­λιν στην ανά­κρι­ση. Έπει­τα τον μετα­φέ­ρουν στο Χαϊ­δά­ρι όπου μαζί με τους συντρό­φους του θα μοι­ρα­στεί τις «αγω­νί­ες και τις παρά­ξε­νες χαρές του Στρα­το­πέ­δου» (σελ. 43) με τα λόγια του συγ­γρα­φέα. Μπαί­νο­ντας στο στρα­τό­πε­δο, μας προει­δο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας: «Στο Χαϊ­δά­ρι σε περί­με­νε μια και­νούρ­για τρο­μο­κρα­τία. Μια συνε­χής ψυχο­λο­γι­κή επί­θε­ση, μελε­τη­μέ­νη σ’ όλες τις λεπτο­μέ­ρειες. Είχε σκο­πό να σου παρα­λύ­σει κάθε δύνα­μη, κάθε αντο­χή» (σελ. 54), αλλά η κάθε προ­σπά­θεια της διοί­κη­σης σκό­ντα­φτε σε οργα­νω­μέ­νη αντί­δρα­ση και δεν πρέ­πει να ξαφ­νια­στεί ο ανα­γνώ­στης, λέει ο συγ­γρα­φέ­ας, βλέ­πο­ντας την ψυχή του κατά­δι­κου φρού­ριο και τον κατά­δι­κο με ακέ­ραιες τις αγω­νι­στι­κές του ικα­νό­τη­τες. «Αυτή την ατμό­σφαι­ρα μυρί­ζε­σαι μπαί­νο­ντας στο Χαϊ­δά­ρι. Οι αγω­νι­στι­κές σου ιδιό­τη­τες θεριεύ­ου­νε. Κάθε στιγ­μή είσαι έτοι­μος. Αισθά­νε­σαι πως παίρ­νεις μέρος στη μεγα­λύ­τε­ρη μάχη της ιστο­ρί­ας του κόσμου. Της ιστο­ρί­ας της ζωής, για­τί εδώ θ’ αντι­με­τω­πί­σεις και το θάνα­το, όχι σα δού­λος του, αλλά σαν περι­φρο­νη­τής αντί­πα­λός του» (σελ. 55). Σε κάποια σημεία μας έρχο­νται στο νου τα λόγια του Γιάν­νη Ρίτσου στο «Καπνι­σμέ­νο τσου­κά­λι»: «..εμείς δια­βά­ζα­με την ιστο­ρία του κόσμου σε μικρά σημειώ­μα­τα, σε κάτι παι­διά­στι­κα σχέ­δια των μελλοθανάτων».

Στον άντρο της κόλασης

Στο στρα­τό­πε­δο υπάρ­χουν τρα­γι­κές περι­πτώ­σεις ατο­μι­κές. Μαθαί­νου­με κάποιες ιστο­ρί­ες. Υπάρ­χουν και τα ανθρω­πά­κια, πάντα ασή­μα­ντα και περι­φρο­νη­μέ­να από τη ζωή έξω από το στρα­τό­πε­δο που τυχαία συλ­λή­φθη­καν. Στην ύστα­τη στιγ­μή, όμως, κι αυτοί ακό­μα σηκώ­νουν ένα παρά­στη­μα απροσ­δό­κη­το. Το τσι­γά­ρο που με διά­φο­ρους τρό­πους μπαί­νει μέσα στο στρα­τό­πε­δο παίρ­νει δια­στά­σεις στην «ιστο­ρία του κόσμου» που δεν θα μπο­ρού­σες έξω, στην κανο­νι­κή ζωή, να φαντα­στείς. Κόβε­ται στα τρία, στα δύο, όλα κρυ­φά. Καμιά εφη­με­ρί­δα, κι αυτή λαθραία, κομ­μέ­νη σε κομ­μά­τια για να περά­σει μέσα απα­ρα­τή­ρη­τα, αντι­με­τω­πί­ζει στο ελά­χι­στο τη δίψα για νέα. Κάποια αγγα­ρεία την έφε­ρε απ’ έξω, από κάποια κατα­να­γκα­στι­κά έργα. Η περι­γρα­φή του Κορ­νά­ρου συν­δυά­ζει παρα­στα­τι­κό­τη­τα με γλα­φυ­ρό­τη­τα, πιστεύω ότι είναι σελί­δες ιδιαί­τε­ρης μετα­δο­τι­κής δύνα­μης για όσους δεν έζη­σαν τις ίδιες κατα­στά­σεις. Προ­σέξ­τε ατμό­σφαι­ρα: η φλό­γα παί­ζει με τις σκιές όταν «το ειδι­κό συνερ­γείο των ανα­γνω­στών συναρ­μο­λό­γη­σε (την εφη­με­ρί­δα) στα σκο­τά­δια». […] «Στο σκο­τά­δι του θαλά­μου που το ξέσκι­ζαν κάποιες τσι­γκού­νι­κες αχτί­δες, κάποια υπο­λείμ­μα­τα του εξω­τε­ρι­κού φωτι­σμού, έβλε­πες την αγω­νία που δεν τη ζωγρά­φι­σε ποτέ κανέ­νας ζωγρά­φος: Στα στρω­σί­δια κάθο­νταν οι κατά­δι­κοι και περι­μέ­να­νε. Αν έπε­φτε κλω­στή, θα την άκου­γες. Αν έζη­σες σε φυλα­κή, θα μπο­ρού­σε το προ­σαρ­μο­σμέ­νο μάτι σου να δια­κρί­νει γδυ­μνά κορ­μιά με τεντω­μέ­νους λαι­μούς που έστρι­βαν τα κεφά­λια ανή­συ­χα, νευ­ρι­κά, οσμί­ζο­νταν τον αγέ­ρα, κρυ­φά­κου­γαν για να κατα­λά­βουν τι πάνω-κάτω έλε­γε ο επι­σκέ­πτης που γονά­τι­ζε δύο-τρία λεπτά σε κάθε παρέα. Κάθε δέκα στρώ­μα­τα ήτα­νε και μια παρέα. Κάθε παρέα κι ένας τρα­γι­κός πίνα­κας. Κι όλος ο θάλα­μος μαζί με τους δια­κό­σους μελ­λο­θα­νά­τους ήταν η μεγά­λη σύν­θε­ση που στην πρώ­τη σει­ρά ξεχώ­ρι­ζες κου­ρε­μέ­να κεφά­λια, λιγνούς, μακριούς λαι­μούς που τους τέντω­νε τρα­γι­κά ο φοβε­ρός ζωγρά­φος που μετα­χει­ρί­στη­κε τόσο σαδι­στι­κά το φωτι­σμό της αυλής και τον έρρι­ξε τάχα σ’ ακα­τά­στα­τες δέσμες, άτα­χτα εδώ κι εκεί. Στη δεύ­τε­ρη σει­ρά φαί­νο­νταν μόνο οι μαύ­ροι όγκοι των κεφα­λιών και περισ­σό­τε­ρο φωτι­σμέ­να τα γδυ­μνά στή­θια των κατα­δί­κων, που πάνω τους σέρ­νο­νταν περί­λυ­πα, θλιμ­μέ­να, κάτι χέρια με μακριά δάχτυ­λα σαν παρά­ξε­να κεριά, που αντίς για φλό­γα είχα­νε κίνη­ση. Κίνη­ση που μιλά τόσο χαρα­κτη­ρι­στι­κά και τόσο τέλεια στην ξεχω­ρι­στή ευαί­σθη­τη ψυχο­σύν­θε­ση του Χαϊ­δα­ριώ­τη. Το φόντο του πίνα­κα ήτα­νε κινού­με­να φαντά­σμα­τα, ακα­θό­ρι­στου σχή­μα­τος, που λες κι ήτα­νε χρι­σμέ­νο με φώσφο­ρο και κάθε τόσο περ­νού­σαν από το βαθύ σκο­τά­δι στο σύθα­μπο κι από­το­μα στο κάτα­σπρο ή στο σκο­τω­μέ­νο κόκ­κι­νο χρώ­μα. Ξυνι­σμέ­νος ιδρώ­τας από παρα­δου­λε­μέ­νο ανθρώ­πι­νο πηλό. Ένας ψίθυ­ρος σαν και κεί­νον π’ ακού­ει ο κυνη­γός από τα ρου­θού­νια του λαγού που πίνει νερό στα βαθιά κάποιου δάσους μια νύχτα πίσ­σα, ακου­γό­τα­νε κι εδώ από τη μεριά που γονά­τι­ζε ο μαντα­το­φό­ρος. Σαν άκου­γες αυτό τον ψίθυ­ρο, ένοιω­θες πως τα νέα δεν ήταν καλά. Ισο­δυ­να­μού­σε αυτό το ανε­παί­σθη­το σισί­ρι­σμα με θύελ­λες, οχλα­γω­γί­ες, ουρ­λια­χτά στον ελεύ­τε­ρο κόσμο» (σελ. 56/57).

«Ξαφ­νι­κά έβλε­πες να ξεκολ­λά από τα φαντά­σμα­τα του βάθους κάποιος ίσκιος. Να μεγα­λώ­νει, να τεντώ­νε­ται, και δρα­σκε­λί­ζο­ντας – με το έτσι θέλω – όλο το χώρο, να κινιέ­ται μπρο­στά, να γίνε­ται σαν ίσκιος ανθρώ­που, σα σατα­νάς έπει­τα που τσα­λα­πα­τά τους άλλους κολα­σμέ­νους κι έρχε­ται στο φως, κι όλο και πιο μπρος, στην πρώ­τη σει­ρά, ώσπου φωτί­ζε­ται πελώ­ριος, κου­ρε­μέ­νος, μισό­γδυ­τος, με χέρια που κρέ­μο­νται σαν απελ­πι­σμέ­να. Δεν είναι ο Κώστας αυτός που βλέ­πεις. Αυτό το ξέρει όλος ο θάλα­μος, πως δεν είναι ο λατό­μος ο Κώστας, που όταν πιά­σει την αξί­να ανα­γκά­ζει τη Γης κι ανα­στε­νά­ζει. Είναι η αγω­νία του Βάθους. Της μακρι­νής, της τελευ­ταί­ας παρέ­ας η αγω­νία. Γι αυτό δεν του μιλεί κανέ­νας. Δεν ακού­γε­ται καμ­μιά δια­μαρ­τυ­ρία για τού­τη την απει­θαρ­χία. Έρχε­ται να μάθει το γλη­γο­ρό­τε­ρο από το μαντα­το­φό­ρο: Γρά­φει η εφη­με­ρί­δα αν έχο­με κανέ­να Γερ­μα­νό σκο­τω­μέ­νο; Παίρ­νει την απά­ντη­ση και παει μόνος του πίσω να ξανα­πέ­σει στο μαύ­ρο στό­μα του σκο­τα­διού που τον εξέ­ρα­σε» (σελ. 57/58).

Η εφη­με­ρί­δα γρά­φει για δύο Γερ­μα­νούς σκο­τω­μέ­νους, που σημαί­νει ότι 100 θα εκτε­λε­στούν από το στρα­τό­πε­δο, 50 για κάθε Γερ­μα­νό σκο­τω­μέ­νο: «…ο Χάρος πλα­νιέ­ται πάλι από­ψε από θάλα­μο σε θάλα­μο και σημα­δεύ­ει», γρά­φει ο Κορ­νά­ρος. «Βάζει σημά­δι στο κού­τε­λο 100 ανθρώ­πων, και την έγνοια μιας χαϊ­δα­ριώ­τι­κης νύχτας σε 2750 κατά­δι­κους» (σελ. 58).

Η δια­λε­κτι­κή του συγ­γρα­φέα

Tο συναρ­πα­στι­κό της συγ­γρα­φι­κής τέχνης του Θέμου Κορ­νά­ρου είναι η εναλ­λα­γή των παρα­στά­σε­ων, παρ’ όλο που παί­ζε­ται όλο το βιβλίο, εκτός από το πρώ­το κεφά­λαιο στη Μέρ­λιν, σ’ ένα χώρο. Αλλά σ’ αυτό το χώρο δια­δρα­μα­τί­ζε­ται ουσια­στι­κά μια κοσμο­γο­νία, μια τιτά­νια πάλη στην οποία τελι­κά ο κατα­κτη­τής, η Γερ­μα­νία, χάνει. Οι δια­κό­σιοι της Πρω­το­μα­γιάς του 1944 φέρ­νουν με τον τρό­πο που απο­χαι­ρε­τί­ζουν τους άλλους νευ­ρι­κή κρί­ση και απελ­πι­σία στον Γερ­μα­νό διοι­κη­τή που δια­βά­ζει τα ονό­μα­τα και δίνει τον κατά­λο­γο στον υπο­διοι­κη­τή για να πάρει ανά­σα κραυ­γά­ζο­ντας «Τού­τοι εξευ­τε­λί­σα­νε και το Θάνα­το!» (σελ. 182). «Ήθε­λε να δει –τόσους μήνες πολε­μά­ει γι αυτό – μπρο­στά του, την κρί­σι­μη στιγ­μή, τους δια­λε­χτούς αγω­νι­στές του Έθνους να τρέ­μου­νε του­λά­χι­στο μπρο­στά στην από­λυ­τη βεβαιό­τη­τα του θανά­του. Και βρί­σκει μιαν Ελλά­δα να παρα­τάσ­σε­ται, να ετοι­μά­ζε­ται για να πολε­μή­σει με τον ανί­κη­το, με το θάνα­το, κι ας είναι σίγου­ρη πως θα πέσει. Είναι ο τελευ­ταί­ος αντί­πα­λος, αφού ενί­κη­σε όλους τους άλλους. Αυτή τη στιγ­μή, ο σκλη­ρο­τρά­χυ­λος εκβια­στής, ο κορ­δω­μέ­νος Πρώσ­σος, ο πιο γνή­σιος εκπρό­σω­πος των θλι­βε­ρών κοσμο­κρα­τό­ρων εβε­βαιώ­θη­κε για ένα πρά­μα: Πως η Γερ­μα­νία νική­θη­κε. Πως η Γερ­μα­νία ποτέ δεν ενί­κη­σε. Πως η πατρί­δα του καταρ­ρέ­ει» (σελ. 183).

Το κεφά­λαιο στο οποίο περι­γρά­φο­νται όλα αυτά με τίτλο «Νική­θη­κε ο φόβος και ο θάνα­τος» δια­θέ­τει αρι­στουρ­γη­μα­τι­κές σελί­δες λογο­τε­χνι­κές, ακό­μα και ποι­η­τι­κές στην αρχή, όταν περι­γρά­φει το χάρα­μα της Πρω­το­μα­γιάς του 1944: «Ποτέ δεν είχα­με δει την Αθή­να πιο όμορ­φη», είναι η πρώ­τη φρά­ση του κεφα­λαί­ου για να κλεί­σει με ένα «Σε γνω­ρί­ζω από την κόψη!», σαν «από­κρι­σή τους (των μελ­λο­θα­νά­των) στη στερ­νή παρά­κλη­ση της πατρί­δας» (σελ. 195) με τα λόγια του Κορ­νά­ρου. Στην Αθή­να λοι­πόν «Τίπο­τα δε μένει κοι­μι­σμέ­νο κι αδιά­φο­ρο την ώρα εκεί­νη που αγκα­λιά­ζε­ται η Αθή­να με την Άνοι­ξη, κι η ομορ­φιά ξεχει­λά και πλημ­μυ­ρά­ει τον κόσμο από τον άνυ­δρο βρά­χο ως τις πλα­γιές με τις άγριες βιό­λες κι ως τις καρ­διές των ανθρώ­πων με τις ανθι­σμέ­νες πεθυ­μιές. Μέσα σε κεί­νο το μικρό δευ­τε­ρό­λε­πτο του απέ­ρα­ντου χρό­νου, που λέγε­ται πρω­ι­νό Αττι­κής πρω­το­μα­γιάς, μπο­ρείς να ζητή­σεις ό, τι θέλεις, ό, τι πεθυ­μάς πιο πολύ σαν δώρο από το Θεό του Ωραί­ου. Φτά­νει να είσαι έτοι­μος να προ­λά­βεις και θα το ‘χεις» (σελ. 167). Η ποι­η­τι­κή ευφο­ρία του συγ­γρα­φέα ζωγρα­φί­ζει τη χαραυ­γή αυτή του Μάη, ζωγρα­φί­ζει τη χαρά και την αισιο­δο­ξία των κατά­δι­κων. Ξυρί­ζο­νται, ετοι­μά­ζο­νται, στο­λί­ζο­νται στο βαθ­μό που γίνε­ται, διό­τι δεν περι­μέ­νουν καθό­λου εκτε­λέ­σεις εκεί­νη την ημέ­ρα. Δεν μπο­ρού­σαν να φαντα­στούν ότι η κτη­νω­δία, ο κυνι­σμός του φασί­στα κατα­κτη­τή θα μπο­ρού­σε να φτά­σει σ’ αυτό το σημείο. Ακό­μα και ο Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης, στον οποί­ον άλλω­στε αφιε­ρώ­νε­ται το βιβλίο, πίστευε ότι τέτοια μέρα οι Γερ­μα­νοί θα σεβα­στούν. Ο μήνας ξεκί­νη­σε καλά με από­λυ­ση 150 κατα­δί­κων και η ατμό­σφαι­ρα είχε γεμί­σει αισιο­δο­ξία. Όμως, έρχο­νται τα περί­ερ­γα σημά­δια. Η φρου­ρά παίρ­νει άλλες θέσεις από τις συνη­θι­σμέ­νες, γονα­τί­ζουν σε στά­ση βολής. Τ’ αυτό­μα­τά τους στρέ­φο­νται πάνω στους κατά­δι­κους, σηκώ­θη­καν τα μεγά­λα πολυ­βό­λα στις σκο­πιές. Οι φρου­ροί είναι διπλοί και με κρά­νη. Έπει­τα έρχο­νται τα αυτο­κί­νη­τα της οδού Μέρ­λιν κι είναι πολ­λά. Το πιο ανη­συ­χη­τι­κό ήταν, ότι ήρθε και η μαύ­ρη κούρ­σα του διοι­κη­τή της Μέρ­λιν. Και δύο φορ­τη­γά αυτο­κί­νη­τα. Η ανη­συ­χία και η αγω­νία κορυ­φώ­νο­νται, η εικό­να είναι σε από­λυ­τη αντί­θε­ση με την αρχή του κεφα­λαί­ου και ο Κορ­νά­ρος με μαστο­ριά κλι­μα­κώ­νει, απο­κλι­μα­κώ­νει και ξανα­κλι­μα­κώ­νει, από τη χαρά στον τρό­μο, από τη ζωή στο θάνα­το. Γρή­γο­ρα γίνε­ται αντι­λη­πτή η σκο­πι­μό­τη­τα των ασυ­νή­θι­στων κινή­σε­ων στο στρατόπεδο.

Η από­λυ­τη αρετή

Οι Γερ­μα­νοί θέλουν να εξαι­ρέ­σουν τον Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη, το χρειά­ζο­νται ως διερ­μη­νέα. Απα­ντά «Δέχο­μαι, κύριε διοι­κη­τά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρό­κει­ται να την πάρω από άλλον κρα­τού­με­νο. Μόνο όταν η θέση μου μεί­νει κενή!…» (σελ. 188). Ο διοι­κη­τής τον φωνά­ζει χωρι­στά για να τον πεί­σει, ανα­πτύσ­σε­ται ένας διά­λο­γος στον οποίο ο Σου­κα­τζί­δης ρωτά­ει το διοι­κη­τή «Δέχε­στε να βάλε­τε στη θέση μου τον πιο σκάρ­το Γερ­μα­νό στρα­τιώ­τη; Όχι όμως Έλλη­να. Τότες δέχο­μαι τη ζωή και σας ανα­γνω­ρί­ζω την καλή πρό­θε­ση και την ιππο­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά πολε­μι­στή προς πολε­μι­στή» (σελ. 191/192). Οι κατά­δι­κοι σαν απο­χαι­ρε­τι­σμό από τους άλλους συντρό­φους και από τη ζωή, χορεύ­ουν. Οι περι­γρα­φές του Κορ­νά­ρου συγκλο­νι­στι­κές στην αφαι­ρε­τι­κή τους απλό­τη­τα και γεμά­τες δια­χρο­νι­κούς ιστο­ρι­κούς συμ­βο­λι­σμούς: “O Πέμ­πτος αιώ­νας ακέ­ραιος, στέ­κε­ται, βλέ­πει και κρα­τά την ανα­πνοή του, για να μην ενο­χλή­σει τους καλ­λι­τέ­χνες του στη σύλ­λη­ψη της ανώ­τα­της δημιουρ­γί­ας τους. 

Οι Θερ­μο­πύ­λες παρου­σιά­ζου­νε όπλα κι ένας τρα­νός Βασι­λέ­ας μιλεί σε τρα­κό­σους δια­λε­χτούς: «Προ­σκυ­νή­σε­τε, τους λέει, και παρα­δώ­σε­τε σε τού­τους τους 200 των στε­νών τη φρού­ρη­ση!» (σελ. 195). «Η σκλα­βω­μέ­νη Πατρί­δα τρέ­χει με λυμέ­να πια τα χέρια, ξεσκι­σμέ­νο χιτώ­να και μαλ­λιά στον άνε­μο, για να προ­λά­βει». Και τους ευχα­ρι­στεί που στέ­γα­σαν τη χαμέ­νη της ψυχή. Αυτό είναι το σημείο που οι 200 της απο­κρί­νο­νται το «Σε γνω­ρί­ζω από την κόψη!…», με το οποίο κλεί­νει το κεφά­λαιο. Ανά­με­σα στην αρχή και το τέλος οι σελί­δες περι­κλεί­ουν αντι­θέ­σεις από­λυ­τες: τον από­λυ­το ηρω­ϊ­σμό και την από­λυ­τη κτη­νω­δία, την από­λυ­τη αρε­τή και τόλ­μη και την από­λυ­τη θρα­συ­δει­λία, τον από­λυ­το πολι­τι­σμό και την από­λυ­τη βαρ­βα­ρό­τη­τα, και το πιο από­λυ­το απ’ όλα: τη ζωή και το θάνα­το. Ο Κορ­νά­ρος φτά­νει σ’ ένα από­γειο δια­χρο­νι­κού συμ­βο­λι­σμού αγώ­νων μέχρι την υπέρ­τα­τη θυσία για την Πατρί­δα. Οι κατα­στά­σεις ακραί­ας φρί­κης σπρώ­χνουν στα άκρα το καλό, αλλά και το κακό. Στις συν­θή­κες αυτές δεν χωρά­νε μέτρια πράγ­μα­τα, όλα απο­κρυ­σταλ­λώ­νο­νται και απο­κτούν μια ακραία σαφήνεια!

Η ταυ­τό­τη­τα των διακοσίων

Αργό­τε­ρα ένας από του Γερ­μα­νούς μάρ­τυ­ρες πάνω στο μεθύ­σι του απα­ντά­ει στις ερω­τή­σεις αυτών που έμει­ναν και περι­γρά­φει όλο το σκη­νι­κό της εκτέ­λε­σης λέγο­ντας ανά­με­σα σ’ άλλα: «Αλλά πριν αρχί­σου­νε, ο Ναπο­λέ­ων μίλη­σε σ’ όλους. Και στους αξιω­μα­τι­κούς και σε μας. Και είπε, πως είναι κομ­μου­νι­στές. Και ύστε­ρα μας είπε να…γίνουμε κι εμείς. Για­τί δε γίνε­ται αλλιώς, κάπο­τε θα πλη­ρώ­σου­με, λέει, το αίμα που χύνου­με! Ναι, όμορ­φα, λεβέ­ντι­κα, μας μίλη­σε ο Ναπο­λέ­ων! Κι όλοι μας δακρύ­σαμ­με. Κι οι αξιω­μα­τι­κοί! Ναι, σας λέω, κανέ­νας δεν έμει­νε που να μη δακρύσει…Έπειτα ξανα­χο­ρέ­ψα­νε. Πιο λεβέ­ντι­κα, πιο όμορ­φα χορέ­ψα­νε εκεί, παρά εδώ…» (σελ. 214).

Προς το τέλος του βιβλί­ου λοι­πόν ο Κορ­νά­ρος απο­κα­λύ­πτει στον ανα­γνώ­στη την ταυ­τό­τη­τα των 200. Δεν ήταν όλοι στο στρα­τό­πε­δο όλοι κομ­μου­νι­στές, οι 200 ήταν και οι Γερ­μα­νοί ήξε­ραν τι έκα­ναν. Το θέμα ξανάρ­χε­ται σε άλλη μορ­φή, όταν ο Κώστας ο λατό­μος ρωτά­ει τον Κορ­νά­ρο «Λένε πως τα παι­διά ήσαν όξω κομ­μου­νι­στά­δες! Είναι αλή­θεια;» «Ναι, αλή­θεια είναι, Κώστα». Ανα­πτύσ­σε­ται μια συζή­τη­ση και ο Κώστας έκπλη­κτος μαθαί­νει αυτά που δεν ήξε­ρε ακό­μα. Ο Κορ­νά­ρος τον βοη­θά­ει να κατα­λά­βει ότι κι αυτός στην ουσία είναι κομμουνιστής.

Με μια υπο­ση­μεί­ω­ση του συγ­γρα­φέα στο τέλος του τελευ­ταί­ου κεφα­λαί­ου μας ενη­με­ρώ­νει, ότι το τελευ­ταίο κεφά­λαιο με τον τίτλο «Η Δια­θή­κη των Ηρώ­ων» χάθη­κε σε μια έρευ­να και ότι σκό­πι­μα δεν ξανα­γρά­φτη­κε «για καμ­μιά από τις εκδό­σεις που έκα­νε ή που θα κάνει το βιβλίο τού­το. Για αιώ­νιο αίσχος του κρά­τους των δοσί­λο­γων που δια­δέ­χθη­κε τους Γερ­μα­νούς. Και τους ξεπέ­ρα­σε» (σελ. 239).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο