Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα λουλούδια της Χιροσίμα

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

«Εκεί­νο το πρωΐ, ήταν 6 Αυγού­στου του 1945, — ο κόσμος, πρέ­πει να το ειπού­με, ξανα­γεν­νιό­ταν μέσα στην αγαλ­λί­α­ση της νίκης, το τσα­λα­πα­τη­μέ­νο, ετοι­μο­θά­να­το χτή­νος, ξεψυ­χού­σε πια από το Βερο­λί­νο ως το Τόκιο – όταν ένα πιλό­τος, νέος, μόλις εικο­σι­πέ­ντε χρο­νών, ο Κλώντ Έθερ­λυ, πετού­σε πάνω από την Ιαπω­νία, μέσα σ’ ένα ανα­γνω­ρι­στι­κό αερο­πλά­νο. Τον ακο­λου­θού­σε ένα βομ­βαρ­δι­στι­κό που έφερ­νε στα πλευ­ρά του μια βόμ­βα νέου τύπου. Μια βόμ­βα που είχε μάκρος τριών μέτρων, ζύγι­ζε τέσ­σε­ρις τόν­νους κ’ ήταν βαφτι­σμέ­νη από τον αμε­ρι­κα­νι­κό στρα­τό: « μικρό αγό­ρι». Αυτή τη βόμ­βα, όσοι από τους κατοί­κους της Χιρο­σί­μα θα επι­ζού­σαν, θα την ονο­μά­τι­ζαν αργό­τε­ρα: πίκα –ντον, δηλα­δή φως και θόρυ­βο. Στις οχτώ και δεκα­έ­ξι λεπτά η Χιρο­σί­μα έσβη­νε από την επι­φά­νεια της γης(…)

ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΧΙΡΟΣΙΜΑ, δια­λα­λεί­στε το με μαύ­ρες και κόκ­κι­νες λέξεις, σεις οι χιλιά­δες με τις πινα­κί­δες, που βαδί­ζα­τε κάτω από τους δέκα χιλιά­δες βρό­χι­νους ήλιους των αγγλι­κών δρό­μων. Πέστε το με τα λάβα­ρα των γοη­τευ­τι­κών σας Μπου­μπού, σεις νέοι αφρι­κά­νοι, που σας είδα­με πολ­λές φορές να χτυ­πά­τε, σχη­μα­τί­ζο­ντας κύκλο, την άσφαλ­το της Νέας Υόρ­κης και να εξορ­κί­ζε­τε τη μιση­τή γαλ­λι­κή βόμ­βα. Πέστο με τις μαύ­ρες κι άσπρες εικό­νες των ακα­τά­λυ­των σου φιλμ , Αλαίν Ρεναί, τιμή μας. Ποτέ πια Χιρο­σί­μα. Η Εντί­τα Μόρ­ρις το λέει με το δικό της τρό­πο, το λέει μ’ αυτά τα λευ­κά μπου­κέ­τα των λευ­κών παν­σέ­δων που όσοι επι­ζή­σα­νε από τη βόμ­βα τα βάζουν να κυμα­τί­ζουν πάνω στα μαύ­ρα νερά του ποτα­μού Όθα… ( από τον πρό­λο­γο του Μωρίς Πον στο βιβλίο της Εντί­τα Μόρ­ρις , Τα λου­λού­δια της Χιρο­σί­μα).

Η Εντί­τα Μόρ­ρις γεν­νή­θη­κε στη Σου­η­δία. Στο έργο της «Τα λου­λού­δια της Χιρο­σί­μα» παρου­σιά­ζει το δρά­μα εκεί­νων που επέ­ζη­σαν στη Χιρο­σί­μα δεκε­πέ­ντε χρό­νια μετά . Το μυθι­στό­ρη­μα της απο­τε­λεί δια­χρο­νι­κά ένα αδυ­σώ­πη­το κατη­γο­ρη­τή­ριο για τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του ατο­μι­κού πολέ­μου. Ο ατο­μι­κός πόλε­μος στη Χιρο­σί­μα δεν στα­μά­τη­σε ποτέ. Συνε­χί­ζε­ται για­τί οι άνθρω­ποι που επέ­ζη­σαν ήταν ραδιε­νερ­γοί και κανείς δεν μπο­ρεί να ξέρει ακό­μη και σήμε­ρα τι άνθρω­ποι και με ποια χαρα­κτη­ρι­στι­κά θα γεν­νιού­νται στο μέλλον.

Hirosima 6

Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί είναι από αυτό το βιβλίο :

Νάτα που γεν­νή­θη­καν και τα μικρά σκιου­ρά­κια! Βγά­ζουν τη μύτη τους από την τρύ­πα του δέντρου, ακρι­βώς ίδια με τον ευτυ­χι­σμέ­νο πατέ­ρα τους. Η Οχά­τσου κι εγώ τους φέρα­με ένα σακου­λά­κι φου­ντού­κια. Τώρα δε θα χρεια­στεί να πάνε στον μπα­κά­λη! Θα μπο­ρούν να μένουν ολη­μέ­ρα καθι­σμέ­να στην άκρη του παρα­θυ­ριού του νοσο­κο­μεί­ου, θυμί­ζο­ντας στο Φού­μιο και τους συντρό­φους του πως υπάρ­χει ακό­μη ευτυ­χία πάνω στη γη. Δεν είναι παρά­ξε­νο το ότι οι άνθρω­ποι και οι σκί­ου­ροι έχουν στο βάθος τις ίδιες επι­θυ­μί­ες, την αγά­πη, την υγεία και την ειρή­νη; Πώς γίνε­ται όμως στις μέρες μας τα ουσια­στι­κά αυτά αγα­θά να μπο­ρούν να τα χαί­ρο­νται πιο εύκο­λα οι σκί­ου­ροι παρά οι άνθρωποι;
— Δεν έγι­νε όμορ­φος ο σκί­ου­ρός μας;, με ρωτά­ει χωμέ­νος στο κρε­βά­τι του ο Μαντό­κα, το αγό­ρι που δεν έχει βλέφαρα.
Και το είπε αυτό με τρε­μου­λια­στή φωνή. Φαί­νε­ται αδύ­να­τος σαν ένα φύλ­λο χαρ­τιού. Είμαι σίγου­ρη πως οι έξι αυτοί νέοι άνθρω­ποι, δε ζυγί­ζουν όλοι μαζί περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο τρεις φυσιο­λο­γι­κοί άντρες. Ωστό­σο κάτω από την πίε­ση των επα­να­στα­τη­μέ­νων αδέ­νων τους, τα σώμα­τα σε ορι­σμέ­να σημεία, φου­σκώ­νουν μ’ έναν τρό­πο τερα­τώ­δη. Με δυσκο­λία τολ­μώ να κοι­τά­ξω το Φού­μιο. Σε μια βδο­μά­δα και λιγό­τε­ρο, τα χέρια του αδυ­νά­τι­σαν τρο­με­ρά, ενώ το κεφά­λι του έγι­νε διπλά­σιο σε όγκο. Με τα πρη­σμέ­να και σχι­σμέ­να του χεί­λη, με τα κατε­στραμ­μέ­να του μάτια, το πρό­σω­πο του άντρα μου έγι­νε σαν μια τρο­μα­χτι­κή μάσκα. Όλο του το πρό­σω­πο μοιά­ζει σα να φωνά­ζει: «πονάω», «πονάω»!
— Κοι­μη­θή­κα­τε καλύ­τε­ρα χτες τη νύχτα, Φού­μιο;, ρωτά­ει η Οχάτσου.
Έχου­με έρθει κι οι δυο κι ο Σαμ-σαν μαζί και στε­κό­μα­στε στα πόδια του κρε­βα­τιού του. Νομί­ζω πως ο Φού­μιο θέλει να μας έχει έτσι κοντά του. Τι παρά­ξε­νο που γίνε­ται το βλέμ­μα του, ακού­γο­ντας την ερώ­τη­ση της Οχά­τσου! Σα να ‘βλε­πε μακρύ­τε­ρα απ’ όλους και να ‘ξερε περισ­σό­τε­ρα. Τι μπο­ρεί να ξέρει λοι­πόν; Ακό­μη κι αν μπο­ρού­σε να μας το πει, ίσως εμείς δε θα μπο­ρού­σα­με να το κατα­λά­βου­με. Η θεία Ματσούι έλε­γε πως, για να κατα­λά­βεις τι σημαί­νει πόνος, πρέ­πει να τον δοκι­μά­σεις ο ίδιος.
Ο Σαμ-σαν δεν μπο­ρεί να ξεκολ­λή­σει τα μάτια του από τον άντρα μου. Εδώ και μια βδο­μά­δα που έρχε­ται και βλέ­πει το Φού­μιο στο νοσο­κο­μείο, παρα­κο­λου­θεί τις κατα­στρε­πτι­κές εξε­λί­ξεις της αρρώ­στιας. Και κάθε φορά στέ­κε­ται ακί­νη­τος μπρος στο κρε­βά­τι, με τα μάτια καρ­φω­μέ­να πάνω σ’ αυτό το αδια­πέ­ρα­στο πρό­σω­πο. Ίσως τον μπερ­δεύ­ει αυτή η ήρε­μη καρ­τε­ρία του άντρα μου. Με τον ταπει­νό του τρό­πο ο Φού­μιο προ­σέγ­γι­σε μιαν υψη­λή ανω­τε­ρό­τη­τα. Ανυ­ψώ­θη­κε ως την κορυ­φή εκεί­νη όπου δεν υπάρ­χει θέση για μικρό­τη­τα και ευτέλεια.
— Γιού­κα, μπο­ρώ να πω μερι­κές λέξεις στο Φού­μιο;, μου ψιθυ­ρί­ζει ο Σαμ-σαν. Θέλετε;
Ο Σαμ-σαν πλη­σιά­ζει στο κρε­βά­τι. Το πρό­σω­πό του δεί­χνει έντα­ση. Περ­νά­ει το χέρι του νευ­ρι­κά στα μαλ­λιά του.
— Ακού­στε, Φού­μιο, δεν ξέρω πολύ καλά πώς να σας το πω, θα ήθε­λα όμως να σας ευχα­ρι­στή­σω για όλα όσα μού μάθα­τε. Χάρη σε σας κατά­λα­βα τι σημαί­νει Χιρο­σί­μα και δεν υπάρ­χουν πολ­λοί άνθρω­ποι που να το ξέρουν αυτό. Αυτό όμως που είδα θα το πω. Αυτό είναι το μόνο που μπο­ρώ να κάνω: να το δια­λα­λή­σω ολό­γυ­ρά μου.
Μετα­φρά­ζω προ­σε­χτι­κά. Όταν τελειώ­νω, ο Φού­μιο σηκώ­νει αργά τα μάτια και ζητά­ει το βλέμ­μα του Σαμ-σαν. Οι δυο άντρες κοι­τά­ζουν ο ένας τον άλλο για ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο. Καη­μέ­νε μου μικρέ σύζυ­γε, ποια ξαφ­νι­κή δύνα­μη λάμπει στο βλέμ­μα σου; Να που χαμο­γε­λά­ει, ναι, χαμο­γε­λά­ει. Το πρό­σω­πο του Σαμ-σαν γίνε­ται πορ­φυ­ρό. Για πολ­λή ώρα συνε­χί­ζουν να κοι­τά­ζο­νται και τότε μου φαί­νε­ται πως ο κόσμος ολό­κλη­ρος μένει ακί­νη­τος και κάνει σιω­πή, για ν’ απο­δώ­σει φόρο τιμής σ’ αυτούς τους δυο άντρες. Περ­νά­ει ένα λεπτό της ώρας φορ­τω­μέ­νο αιω­νιό­τη­τα, σφρα­γί­ζο­ντας το χρό­νο με το ανε­ξί­τη­λο απο­τύ­πω­μά του.
— Νομί­ζω, Γιού­κα, πως ο Φού­μιο κοι­μή­θη­κε, ψιθυ­ρί­ζει η Οχά­τσου στ’ αυτί μου.
Χαι­ρε­τά­με τους άλλους συντρό­φους του Φού­μιο κι αφή­νου­με σιω­πη­λοί το δωμά­τιο, βγαί­νο­ντας έξω στις μύτες των ποδιών. Πέφτου­με όμως πάνω στο για­τρό Ντο­μό­το που έρχε­ται κατά πάνω μας με πολύ γρή­γο­ρα βήμα­τα. Τον συνο­δεύ­ει ένας ψηλός δυτι­κός με μαλ­λιά τρε­λού και μαύ­ρη γενειάδα.
— Α, πολύ άσχη­μα, φωνά­ζει δια­κρί­νο­ντας τον Σαμ-σαν. Μήπως μιλά­τε γαλλικά;
— Όχι, ο Σαμ-σαν δεν ξέρει γαλ­λι­κά. Κου­νά­ει αρνη­τι­κά το κεφά­λι με ύφος αφη­ρη­μέ­νο. Οι σκέ­ψεις του είναι ακό­μη κοντά στο Φούμιο.
— Α, πολύ άσχη­μα. Εσείς όλοι ερχό­μα­στε πιει το τσάι στο γρα­φείο μου, λέει ο για­τρός Ντο­μό­το με τα φρι­χτά αγγλι­κά του.
Προ­πο­ρεύ­ε­ται και μπαί­νου­με στο γρα­φείο του, ο Γάλ­λος με τη θαμνώ­δη γενειά­δα, ο Σαμ-σαν, η Οχά­τσου κι εγώ.
— Ο για­τρός Μπο­νάρ είναι μια παγκό­σμια αυθε­ντία στα θέμα­τα της γενε­τι­κής και των μεταλ­λα­γών, μου εξη­γεί ο για­τρός Ντο­μό­το. Δυστυ­χώς ξέχα­σα όλα τα γαλ­λι­κά μου σχε­δόν. Κι όμως πριν από είκο­σι πέντε χρό­νια τα είχα καλά μάθει στο Παρί­σι. Ο για­τρός Μπο­νάρ ήρθε στην Ιαπω­νία, για να γνω­ρί­σει τους πιο ονο­μα­στούς για­τρούς της χώρας μας, τον καθη­γη­τή Τομά­κι, το για­τρό Φου­ζι­μό­το, καθώς και το για­τρό Κικόν­σι. Θέλε­τε όλοι τσάι; Ναι; Πολύ καλά.
Μας σερ­βί­ρει το τσάι μια μικρή στρα­βο­πό­δα χωρι­κή, που χαμο­γε­λά­ει πίσω απ’ το χέρι της βλέ­πο­ντας τη γενειά­δα του Γάλ­λου. Ο για­τρός Μπο­νάρ όμως, ούτε το κατα­λα­βαί­νει. Είναι βυθι­σμέ­νος σε στοι­χεία και φωτο­γρα­φί­ες, που, απλώ­νο­ντάς τα πάνω στο τρα­πέ­ζι, του παρου­σιά­ζει ο για­τρός Ντο­μό­το. Κοι­τά­ζο­ντας με τρό­πο πάνω από τον ώμο του, δια­κρί­νω μια παρά­ξε­νη φωτο­γρα­φία: ένα ψάρι. Τι τρο­με­ρό ψάρι που είναι όμως!
— Πρό­κει­ται για ένα ενδια­φέ­ρον πεί­ρα­μα του καθη­γη­τή Τομά­κι, μας εξη­γεί ο για­τρός Ντο­μό­το. Ένα ψάρι τέρας με δυο κεφά­λια και τέσ­σε­ρα μάτια.
Μου ζήτη­σε να εξη­γή­σω ότι αυτό το ψάρι, εκτε­θει­μέ­νο στο εργα­στή­ριο κάτω από αχτί­νες κοβαλ­τί­ου, έγι­νε ραδιε­νερ­γό και δεν άργη­σε να παρου­σιά­σει σημεία δυσμορφίας.
— Ναι, ναι, λέει ο για­τρός Ντο­μό­το, μην αφή­νο­ντάς μου χρό­νο να το μετα­φρά­σω. Κ’ η αλή­θεια είναι πως όσο υπο­βάλ­λε­ται σε περισ­σό­τε­ρες αχτί­νες κοβαλ­τί­ου, τόσο η δυσμορ­φία εμφα­νί­ζε­ται μεγα­λύ­τε­ρη. Ύστε­ρα από μια εβδο­μά­δα το ψάρι βγά­ζει δυο κεφά­λια, τέσ­σε­ρα μάτια. Το ίδιο πράγ­μα μπο­ρεί να συμ­βεί και στα ανθρώ­πι­να βρέ­φη ή ακό­μη και στα βρέ­φη που θα γεν­νή­σουν τα βρέ­φη αυτά, αν η μητέ­ρα έχει υπο­στεί ραδιε­νερ­γό επί­δρα­ση. Οι μεταλ­λα­γές μπο­ρούν, αφή­νο­ντας ανέ­πα­φη μια γενιά, να εμφα­νι­στούν στην επό­με­νη. Τα πρό­σω­πα που έχουν υπο­στεί ραδιε­νερ­γό επί­δρα­ση δεν μπο­ρούν να ‘ναι σίγου­ρα ότι τα τρι­σέγ­γο­νά τους δε θα γεν­νη­θούν σαν αυτά τα φοβε­ρά ψάρια.

Flattened neighborhood blgs. reduced to complete rubble by atomic bomb blast a few mos. after the US attack that ushered in an end to WWII.

Πλη­σιά­ζου­με το τρα­πέ­ζι με καρ­φω­μέ­να τα μάτια πάνω στο ψάρι του για­τρού Τομά­κι. Ο Γάλ­λος κοι­τά­ζει για πολ­λή ώρα μέσα από ένα φακό που κρα­τά­ει στο χέρι και που τον δίνει έπει­τα στην Οχά­τσου μ’ ένα χαμό­γε­λο (ακό­μη κι ο γενά­τος αυτός για­τρός φαί­νε­ται να ‘χει αγγι­χτεί από την ομορ­φιά της). Η μικρή μου αδερ­φή όμως κου­νά­ει το κεφά­λι αρνη­τι­κά και κάνει κατά πίσω ανά­στα­τη. Είναι κάτα­σπρη. Ρίχνει ένα και­νού­ριο τρο­μαγ­μέ­νο βλέμ­μα στο ψάρι και γυρί­ζει αμέ­σως αλλού τα μάτια, σα να γυρεύ­ει διέ­ξο­δο. Κατα­λα­βαί­νω πως είναι καλύ­τε­ρα να την απο­τρα­βή­ξω από το θέα­μα αυτό. Αλλά­ζω ένα γρή­γο­ρο βλέμ­μα με το για­τρό Ντο­μό­το. Κανείς δεν ξέρει καλύ­τε­ρα απ’ αυτόν τα τσα­κι­σμέ­να νεύ­ρα και την έλλει­ψη ψυχραι­μί­ας και ελέγ­χου όλων αυτών των θυμά­των της ατο­μι­κής βόμβας.
— Ευχα­ρι­στώ για την επί­σκε­ψή σας, Νακα­μού­ρα-σαν, μου λέει γρή­γο­ρα, σπρώ­χνο­ντάς με προς την πόρ­τα για να συντο­μέ­ψει τους χαι­ρε­τι­σμούς. Ελπί­ζω να σας ξανα­δώ σύντομα.
Βρι­σκό­μα­στε και οι δυο στο δρό­μο, συνο­δευό­με­νες από τον Σαμ-σαν. Η Οχά­τσου, στο φως της μέρας, φαί­νε­ται πιο άσπρη ακό­μα, απ’ ό,τι στο σκο­τει­νό δωμά­τιο του για­τρού. Σφίγ­γει τα χέρια πάνω στο στή­θος, κάνο­ντας αυτήν τη συγκι­νη­τι­κή κίνη­ση που είναι μόνο δική της.
— Πρέ­πει να βια­στώ, μου λέει. Σε δέκα λεπτά χρειά­ζε­ται να ‘μαι στη δου­λειά μου.
Η ώρα είναι μόλις μία και δου­λειά πιά­νει συνή­θως στις δύο. Θα ήθε­λα πολύ να περ­πα­τή­σει λίγο μαζί μας, αλλ’ αυτή δεν ακού­ει τίπο­τα. Το σκά­ζει τρέ­χο­ντας. Θεέ μου! Για μια στιγ­μή με πιά­νει πανι­κός και για ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο δοκι­μά­ζω να τρέ­ξω πίσω της. Σε τέτοιες ώρες κατά­πτω­σης, κανείς δεν μπο­ρεί να ξέρει τι έχει στο κεφά­λι της η Οχάτσου.
— Γιού­κα, πάψ­τε ν’ ανη­συ­χεί­τε για την Οχά­τσου. Έτσι κι αλλιώς έχε­τε αρκε­τές φρο­ντί­δες, λέει ο Σαμ-σαν, σφίγ­γο­ντάς μου φιλι­κά το χέρι. Αυτό το παι­δί είναι ερω­τευ­μέ­νο, αυτό είν’ όλο.
Προ­σπα­θώ να πεί­σω τον εαυ­τό μου πως έχει δίκιο, ξέρω όμως πως στο βάθος οι φόβοι μου είναι δικαιο­λο­γη­μέ­νοι. Η Οχά­τσου δεν μπο­ρεί να ‘ναι ευτυ­χι­σμέ­νη ύστε­ρα απ’ αυτό που έμα­θε. Ωστό­σο δε θέλω να το συζη­τή­σω με τον Αμερικάνο.
Κατε­βαί­νου­με αργά προς την όχθη κι ακο­λου­θού­με την και­νού­ρια γέφυ­ρα. Ακρι­βώς κάτω από μας, στην όχθη, ένας ανθρω­πά­κος ψαρεύ­ει. Ρίχνει το δίχτυ του αδιά­κο­πα στο νερό, το τρα­βά­ει έξω, το ξανα­ρί­χνει πάλι.
Κάθε φορά το νερό τινά­ζε­ται και ξανα­πέ­φτει σε λεπτές στα­γο­νί­τσες και οι ομό­κε­ντροι κύκλοι πλα­ταί­νουν γύρω από το δίχτυ του. Κοντά στην όχθη δια­κρί­νω ένα μπου­κέ­το λου­λού­δια που μένει σκα­λω­μέ­νο ανά­με­σα σε δυό πέτρες. Ελπί­ζω πως ο Σαμ-σαν δε θα το δια­κρί­νει και δοκι­μά­ζω να βιά­σω το βήμα μου.
— Κοι­τάξ­τε, λέει, βλέ­πω ένα μπου­κέ­το λου­λού­δια όπως και την άλλη φορά. Είναι απί­στευ­το, αλλά θα ‘λεγε κανείς πως το ‘βαλαν εκεί επίτηδες.
Αγα­πη­μέ­νη μαμά, θα χρεια­στεί να του το εξη­γή­σω. Ανα­τρι­χιά­ζω στη σκέ­ψη πως θ’ ανα­φέ­ρω το πολυα­γα­πη­μέ­νο σου όνο­μα μπρο­στά σ’ έναν ξένο, το ξέρεις, όμως ο Σαμ-σαν έγι­νε τώρα δικός μας. Έχει το δικαί­ω­μα να ξέρει. Χάρη σ’ αυτόν, θα μάθου­νε κι άλλοι τι έγι­νε εδώ. Αγα­πη­μέ­νη μαμά, συγ­χώ­ρε­σέ με αν διη­γη­θώ σ’ αυτό τον Αμε­ρι­κά­νο τις τελευ­ταί­ες σου ώρες, το τι υπέ­φε­ρες σ’ αυτό το ποτά­μι. Συγ­χώ­ρε­σέ με, μαμά.
— Έχε­τε δίκιο, Σαμ-σαν. Αυτό το μπου­κέ­το το ακού­μπη­σε εκεί η Οχά­τσου, λέω με χαμη­λή φωνή στο Σαμ-σαν, που κοι­τά­ζει πάντα εκεί.
— Η Οχά­τσου;, ρωτά­ει απορημένος.
— Ναι, λέω, βάζει εδώ κάθε πρωί ένα και­νού­ριο μπου­κέ­το, όπως πάει για τη δου­λειά της.
Κι αρχί­ζω να ιστο­ρώ στο Σαμ-σαν ό,τι θα ήταν αδύ­να­το να του πω μερι­κές μέρες πριν. Όλα αυτά τα χρό­νια δε μίλη­σα σε κανέ­ναν, ούτε μια φορά, γι’ αυτό το πράγ­μα. Και τώρα εξη­γώ στο Σαμ-σαν, πως, σ’ αυτό ακρι­βώς το μέρος, η μητέ­ρα μας ρίχτη­κε, σαν ένας ζωντα­νός πυρ­σός, στο ποτά­μι, μετά την έκρη­ξη της βόμβας.
— Άλλες είκο­σι χιλιά­δες άνθρω­ποι ξεκου­ρά­ζο­νται στο βάθος αυτού του ποτα­μιού. Όπως η μαμά, όρμη­σαν κι αυτοί τυλιγ­μέ­νοι από τις φλό­γες μέσα στα νερά. Οι άνθρω­ποι έρχο­νται σήμε­ρα κι αφή­νουν λου­λού­δια στην επι­φά­νεια του ποτα­μιού. Είναι ο μόνος τάφος που μπο­ρούν να στο­λί­σουν με λουλούδια.
Ο Σαμ-σαν μού σφίγ­γει τα χέρια. Δε λέει λέξη. Το ‘ξερα πως δε θα μπο­ρού­σε να πει λέξη. Τώρα κατα­λα­βαί­νει για­τί, κεί­νη την πρώ­τη μέρα που πέρα­σε απ’ το σπί­τι, η Οχά­τσου τού άρπα­ξε ξαφ­νι­κά απ’ τα χέρια το λου­λού­δι που της πήρε απ’ το μπου­κέ­το της.
— Σαμ-σαν, θέλω να σας διη­γη­θώ τις τελευ­ταί­ες στιγ­μές της μαμάς. Θέλω να σας τις ιστο­ρί­σω για­τί είναι η μοί­ρα που μέλ­λε­ται ίσως σε πολ­λούς από μας κι ίσως ακό­μη και στην ανθρω­πό­τη­τα ολόκληρη.
Προ­σπα­θώ να του περι­γρά­ψω τη σκη­νή αυτή που τη θυμά­μαι τόσο καλά: την πόλη της Χιρο­σί­μα στις φλό­γες. Του μιλώ γι’ αυτή την τρο­μαγ­μέ­νη φυγή μέσα από τους δρό­μους τη μέρα εκεί­νη, μαζί με τη θεία Ματσούι και τη μαμά, που είχε στην πλά­τη της τη μικρή Οχά­τσου, μόλις τριών χρο­νών τότε. Είμα­στε σχε­δόν γυμνές, τα ρού­χα μας τα είχε αρπά­ξει ο άνε­μος της έκρη­ξης. Μπά­λες φωτιάς αυλά­κω­ναν τον αέρα, τίνα­ζαν φλό­γι­νους πίδα­κες, που έκα­ναν ν’ ανά­βουν όλα όσα άγγι­ζαν, τα δέντρα, τα σπί­τια και τους ανθρώ­πους που τρέ­χα­νε προς όλες τις κατευ­θύν­σεις. Οι δρό­μοι είχαν θερ­μαν­θεί, η άσφαλ­τος έβρα­ζε, πολ­λοί σκύ­λοι ψήθη­καν ζωντα­νοί, για­τί δεν μπό­ρε­σαν να ξεκολ­λή­σουν από κάτω τα πόδια τους. Θυμά­μαι τα τρο­μα­χτι­κά ουρ­λια­χτά των φτω­χών αυτών ζώων. Κ’ η μαμά πρέ­πει να φώνα­ζε κι αυτή πριν πηδή­σει, αναμ­μέ­νη, στο ποτάμι.
— Γιού­κα, σωπά­στε. Είναι πάνω από τις δυνά­μεις σας.
Πρέ­πει να βρω τη δύνα­μη να μιλή­σω. Πρέ­πει να τα ξέρει όλα, μια και τώρα βρί­σκε­ται εδώ μ’ αυτούς που επι­ζή­σα­νε. Ένα κλα­δί δέντρου έπε­σε πάνω μου, αφή­νο­ντάς με λιπό­θυ­μη και σώζο­ντάς με ίσως από το θάνα­το. Έτσι, το τέλος της μαμάς το έμα­θα από τη διή­γη­ση της θεί­ας μου. Αυτή την ίδια διή­γη­ση επα­να­λαμ­βά­νω λοι­πόν στο Σαμ-σαν.
— Η θεία Ματσούι λέει πως ποτέ δε θα μπο­ρέ­σει να ξεχά­σει τα ουρ­λια­χτά φρί­κης, ούτε την ανυ­πό­φο­ρη μυρω­διά της σάρ­κας που και­γό­ταν. Αυτή περι­μά­ζε­ψε την Οχά­τσου από την όχθη, όπου την πέτα­ξε η μαμά πριν πηδή­σει στο νερό. Μέσα στο πλή­θος των απελ­πι­σμέ­νων, η μαμά έστρε­ψε για τελευ­ταία φορά το ωραίο της πρό­σω­πο προς τη μικρή της κόρη. Φώνα­ξε για τελευ­ταία φορά το όνο­μα της Οχά­τσου και βυθί­στη­κε, βγά­ζο­ντας μια κραυ­γή απελ­πι­σί­ας. Ήταν ακρι­βώς στο μέρος που βλέ­πε­τε αυτά τα λου­λού­δια, τα λου­λού­δια της Οχάτσου.
Δεν μπο­ρώ να συνε­χί­σω άλλο. Δεν μπο­ρώ. Ω μαμά, το μαυ­ρι­σμέ­νο σου πρό­σω­πο με κοι­τά­ζει πάντα, μες από το γκρί­ζο νερό. Υπάρ­χει ένα φωτο­στέ­φα­νο γύρω στο κεφά­λι σου, από τα φλό­γι­νά σου μαλ­λιά. Ορκί­ζο­μαι, μαμά, στο καρ­βου­νια­σμέ­νο σου πρό­σω­πο, και στα λαμπα­δια­σμέ­να σου μαλ­λιά, ορκί­ζο­μαι ν’ αφιε­ρώ­σω την υπό­λοι­πή μου ζωή, να εμπο­δί­σω να επα­να­λη­φθούν τέτοιες φρι­κα­λε­ό­τη­τες. Α μαμά, μου χαμο­γε­λάς; Αυτό περί­με­νες από την κόρη σου; Την υπό­σχε­σή της ότι θ’ αφιε­ρω­θεί σ’ αυτή την προ­σπά­θεια; Αυτό, λοι­πόν, έγι­νε. Σου το υπό­σχο­μαι. Το πρό­σω­πό σου με την επι­θα­νά­τια αγω­νία του χάθη­κε τώρα μέσα στα κυμα­τά­κια του ποτα­μού και το μόνο που μένει πια, είναι το μπου­κέ­το της Οχά­τσου, τα άνθη της Χιρο­σί­μα. Κοι­μά­σαι εν ειρή­νη, αγα­πη­μέ­νη μαμά; Κοι­μά­σαι πραγ­μα­τι­κά εν ειρήνη;

Εντί­τα Μόρ­ρις, Τα λου­λού­δια της Χιρο­σί­μα, μτφρ. Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος, Πρό­λο­γος Μωρίς Πονς, Θεμέ­λιο, Αθή­να 1987

 

Hirosima 8

.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο