Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα μπαλκόνια της πόλης, όρια των ονείρων μας

Φιλο­ξε­νού­με­νη η Σοφία Χου­δα­λά­κη //

Τα μπαλ­κό­νια υψώ­νο­νται όσο υψώ­νο­νται οι πολυ­κα­τοι­κί­ες μας. Τα μπαλ­κό­νια… μια εφεύ­ρε­ση εκεί­νων που θέλη­σαν να απα­λύ­νουν το απο­πνι­κτι­κό αίσθη­μα εγκλω­βι­σμού που γεν­νούν τα δια­με­ρί­σμα­τα. Μια δια­πραγ­μά­τευ­ση της ελευ­θε­ρί­ας που, κάπο­τε, μας χάρι­ζαν τα σπί­τια μας. Μια δια­πραγ­μά­τευ­ση ανά­με­σα στην ανά­γκη να στε­γα­στούν οι πολ­λοί των πόλε­ων και στην ανθρώ­πι­νη ανά­γκη να ανα­πνέ­ου­με τις ανα­πνο­ές μας ολό­κλη­ρες. Σκέ­φτη­καν τότε, να βάλουν στα μικρά μας κου­τά­κια ένα χώρο, που να θυμί­ζει τις παλιές αυλές που αφή­σα­με πίσω.

Το μπαλ­κό­νι, όσο μικρό, όσο ευτε­λές και αν είναι, το μικραί­νει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο η γλά­στρα. Η γλά­στρα θυμί­ζει ότι κάπου υπάρ­χει και το πρά­σι­νο… και έτσι στο φαντα­σια­κό μας γεν­νιέ­ται η θύμη­ση του χωρα­φιού, η θύμη­ση της φύσης. Δια­πραγ­μα­τευ­τή­κα­με την ανα­πνοή μας και βρε­θή­κα­με σ’ αυτές τις γει­το­νιές των εργα­τών, των δημο­σί­ων υπαλ­λή­λων, των μαστό­ρων της δεκα­ε­τί­ας του ’60 και του ’70, να προ­σπα­θού­με να χωρέ­σου­με τις υπάρ­ξεις μας στα πενή­ντα τετρα­γω­νι­κά ενός δια­με­ρί­σμα­τος και στα πέντε τετρα­γω­νι­κά μπαλ­κό­νι. Εκεί μέσα μάθα­με να ανα­πνέ­ου­με με τάξη, να κινού­μα­στε σε σει­ρά, να μπαί­νει η οικο­γέ­νεια στη γραμ­μή για να χωρέ­σει στην κου­ζί­να για το μεση­με­ρια­νό. Όταν κανείς έσκα­γε υπήρ­χε πάντα το μπαλ­κό­νι και αυτή η αίσθη­ση, ανοί­γο­ντας την πόρ­τα, ότι φεύ­γεις από τη στέ­να και βγαί­νεις έξω… Μια στιγ­μή και στή­νει ο νους το παρα­μύ­θι του, μια στιγ­μή, μια υπο­συ­νεί­δη­τη αστρα­πιαία αίσθη­ση ότι το επό­με­νο βήμα δεν θα σε βγά­λει στα πέντε τετρα­γω­νι­κά αλλά στην πλα­τεία του χωριού σου, στο χωρά­φι του παπ­πού σου, στην αυλή της μάνας σου… τόσο θέλει ο άνθρω­πος να παρη­γο­ρη­θεί… μια στιγ­μή μόνο να νιώ­σει ότι λευ­τε­ρώ­νε­ται… και ας είναι και ψέμα.

Μέσα σ’ αυτά τα κου­τιά γεν­νή­θη­καν τρεις γενιές μέχρι σήμε­ρα. Τρεις γενιές, που με έναν τρό­πο άρρη­το, με έναν τρό­πο βιω­μα­τι­κό, διδά­χτη­καν τη δια­πραγ­μά­τευ­ση της ανθρώ­πι­νης ανά­σας. Τρεις γενιές, που έμα­θαν να αρκού­νται, έμα­θαν να παρη­γο­ρού­νται στο λίγο αέρα, στον λίγο ήλιο, στα πέντε μέτρα τσι­μέ­ντου. Όταν ο μικρός ήθε­λε να παί­ξει μπά­λα, ο γονιός τον έβγα­ζε στο μπαλ­κό­νι. Όταν η μάνα ήθε­λε να μυρί­σει βασι­λι­κό, έβγαι­νε στο μπαλ­κό­νι. Όταν ο ήλιος έλα­μπε, άνοι­γαν οι μπαλ­κο­νό­πορ­τες και μαζί τους νομί­ζα­με ότι άνοι­γε και το πνευ­μό­νι μας… και όταν κάπο­τε ερχό­ταν στην Αθή­να η για­γιά από το χωριό, την καθί­ζα­με στο μπαλ­κό­νι για να πιεί τον καφέ της. Εκεί την καλού­σα­με να ξανοί­ξει το βλέμ­μα της λίγο μακρύ­τε­ρα από τους τέσ­σε­ρεις τοί­χους… και καθό­ταν η για­γιά, η μονα­δι­κή που ένιω­θε να στρι­μώ­χνε­ται στην άπλα των πέντε τετρα­γω­νι­κών. Κάπο­τε, δεν άντε­ξε και ρώτησε,

«…Βρε παι­διά… είναι δυνα­τόν να νιώ­θε­τε απλο­χω­ριά σε ένα κομ­μα­τά­κι τσι­μέ­ντο που δε χωρά­ει καλά – καλά ούτε δύο ανθρώπους;»

Σάστι­σε η φαμίλια…

«Δεν χωρά­ει;…»

Πήγα­με όλοι ένα βήμα πίσω και κοι­τά­ξα­με το μπαλ­κό­νι, για πρώ­τη φορά, με μια διά­θε­ση αμφισβήτησης.

Λες να έχει δίκιο η για­γιά;… μήπως οι άνθρω­ποι είμα­στε πολύ μεγά­λοι για να περιο­ρί­ζου­με την ελευ­θε­ρία μας στα πέντε μέτρα; Μήπως το δια­μέ­ρι­σμα είναι το τυρί και το μπαλ­κό­νι η φάκα; Μήπως μικρύ­να­με πολύ τα όνει­ρά μας για να μπο­ρέ­σουν να χωρέ­σουν στα μπαλ­κό­νια μας?

Έτσι συνέ­βαι­νε πάντα, έτσι γίνε­ται και τώρα. Όταν θέλεις να ασκή­σεις ένα μυα­λό να πετά­ει χαμη­λό­τε­ρα, του φτιά­χνεις ένα ταβά­νι… και ο νους μαθαί­νει ότι το ψηλό­τε­ρο που μπο­ρεί να κατα­φέ­ρει είναι να αγγί­ξει το ταβά­νι που του έφτια­ξες… δε φαντά­ζε­ται, ότι αυτό είναι το όριο που του έβα­λαν άλλοι, δεν είναι το πραγ­μα­τι­κό όριο των δικών του φτε­ρών, του δικού του πετάγματος.

Και μετά έρχε­ται η γνω­στή ερώ­τη­ση «Μα είναι εφι­κτό αυτό που προ­τεί­νουν μερι­κοί… να αλλά­ξει ο κόσμος;» Και ξανά, η γνω­στή απά­ντη­ση «Ναι, είναι και εφι­κτό και ανα­γκαίο… ούτε τα όρια των ταβα­νιών, ούτε οι άκρες των μπαλ­κο­νιών είναι τ’ αλη­θι­νά όρια των δυνα­το­τή­των μας…» Ωστό­σο, η απά­ντη­ση είναι γνω­στή από πριν σ’ εκεί­νους που κάνουν την ερώ­τη­ση. Αυτό που, στ’ αλή­θεια, θα θελαν να ρωτή­σουν είναι «Για­τί θέλεις να με βγά­λεις από τη θέση που έχω κατα­λά­βει, για­τί θέλεις να με ξεβο­λέ­ψεις; Σε αυτό το μικρό μπαλ­κό­νι που σε έχω βάλει εσύ κατα­φέρ­νεις να επι­βιώ­σεις, ενώ εγώ αθροί­ζω στο δικό μου μπαλ­κό­νι τα τετρα­γω­νι­κά που σου ανα­λο­γούν. Για­τί θέλεις να πάρεις πίσω τα τετρα­γω­νι­κά σου; Αφού όλοι βολευό­μα­στε…, εσύ στα πέντε μέτρα κι εγώ στα εκα­τόν πέντε».

Αυτή είναι η αγω­νία εκεί­νων που ελπί­ζουν να σπεί­ρουν ανά­με­σά μας την αμφι­βο­λία μέσω των ερω­τή­σε­ων. Αν η αμφι­βο­λία δε πιά­σει, επι­στρα­τεύ­ε­ται ο φόβος. Ο φόβος της από­λυ­σης. Ο φόβος του ξένου. Ο φόβος του δια­φο­ρε­τι­κού. Τώρα ζού­με την επο­χή του μεθο­δευ­μέ­νου φόβου… τώρα μας καλούν να εκτι­μή­σου­με το μεγα­λείο της ορια­κής μας επι­βί­ω­σης πετώ­ντας τη για­γιά από το μπαλκόνι.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο