Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τζαβαλάς Καρούσος: «Δεν έχει θέατρο απόψε…»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα 3 Γενά­ρη 1969 πέθα­νε ο Τζα­βα­λάς Καρού­σος, σπου­δαί­ος ηθο­ποιός, ποι­η­τής και ατα­λά­ντευ­τος κομ­μου­νι­στής με θητεία στα ξερο­νή­σια (Ικα­ρία, Μακρό­νη­σο, Αϊ-Στρά­τη). Ηταν από τους πρώ­τους που συνέ­λα­βε η Χού­ντα και τον έστει­λε στη Γυά­ρο. Το βρά­δυ της 21ης Απρί­λη του 1967 τέλειω­νε για τον Καρού­σο για Πάντα το θέα­τρο. «Δεν έχει θέα­τρο από­ψε…» είπε. Από τη Γυά­ρο βγή­κε βαριά άρρω­στος, για να φύγει στη συνέ­χεια για το Παρί­σι, όπου στις 3/1/1969 νική­θη­κε από την επά­ρα­το. Ουσια­στι­κά ο Τζα­βα­λάς πέθα­νε από καη­μό για τα νέα πάθη της Ελλά­δας, όπως είπε στον επι­κή­δειο απο­χαι­ρε­τι­σμό του ο σκη­νο­θέ­της Νίκος Παπα­τά­κης: «Ο Καρού­σος πέθα­νε από μια αρρώ­στια που ενά­ντιά της θα έπρε­πε να επι­στρα­τευ­τούν όλες οι δυνά­μεις του κόσμου. Αυτή η αρρώ­στια ονο­μά­ζε­ται φασι­σμός». Γεν­νή­θη­κε στις 8 Σεμ­πτέμ­βρη 1904.

Η θεα­τρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του Τζ. Καρού­σου υπήρ­ξε συνυ­φα­σμέ­νη με τους κοι­νω­νι­κούς και πολι­τι­κούς αγώ­νες του τόπου μας. Ακό­μη και στις δυσκο­λό­τε­ρες στιγ­μές, εξό­ρι­στος, δεν έπα­ψε ποτέ να υπη­ρε­τεί πιστά την τέχνη του, δίνο­ντας πνοή στο θέα­τρο της εξορίας.

Πολ­λά για τον Καρού­σο αφη­γεί­ται ο συνε­ξό­ρι­στός του Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης στο βιβλίο του «Πολι­τι­στι­κά και ευτρά­πε­λα από τα στρα­τό­πε­δα εξο­ρί­στων». Επι­λέ­ξα­με δύο χαρα­κτη­ρι­στι­κά περι­στα­τι­κά (από το ίδιο βιβλίο και οι φωτογραφίες).

Karousos2

Παρά προ­στά­τη να έχουμε

Από το Μακρο­νή­σι ακό­μα υπέ­φε­ρε ο Καρού­σος από προ­στά­τη. Έβγαι­νε πονώ­ντας απ’ τη σκη­νή του περα­σμέ­να μεσά­νυ­χτα προ­σπα­θώ­ντας να κατουρήσει.

Την κού­να­γε πέρα δώθε βογκώντας.

– Κατού­ρα, μωρή, κατού­ρα ξεδιά­ντρο­πη, για­τί με παι­δεύ­εις; Σε πήγα Παρί­σια, σε πήγα Λον­δί­νο και που δε σε γύρι­σα! Κατού­ρα επι­τέ­λους, γαμώ τον προ­στά­τη σου και μ’ έχεις πεθάνει.

Κι ο Λου­κάς Καστα­νά­κης ξοπί­σω του, όπως πάντα πρά­ος και ευγενέστατος.

– Μη την μαλώ­νεις Καρού­σο μου, την τρο­μά­ζεις με τις φωνές σου. Καλό­πια­σε την λιγά­κι και άσ’ τηνε την καη­μέ­νη. Θα κατου­ρή­σει μονά­χη της.

– Αχ, δεν το ξέρεις Λου­κά μου, τι σημαί­νει να έχεις προ­στά­τη. Δια­βά­ζω Κάλ­βο κι ανα­τρι­χιά­ζω: «Κάλ­λιο των Οθω­μα­νών αι άγριαι φορά­δες, να χλι­μι­ντρί­σουν στον Κιθαι­ρώ­να», τ’ ακούς Λου­κά μου «παρά προ­στά­τη να ’χου­με»!

– Μα Καρού­σο μου, ο Κάλ­βος δεν εννοεί…

– Όχι, όχι, Λου­κά μου, το εννο­εί. Απλώς είναι θέμα ερμηνείας!

Karousos

Σε ύφος τραγωδίας

Ο Καρού­σος εδώ και βδο­μά­δες σκη­νο­θε­τού­σε τους «Πέρ­σες» και αντι­βού­ι­ζε το στρα­τό­πε­δο από τις απα­νω­τές πρό­βες του χορι­κού. Γρά­φο­ντας ένα σκε­τσά­κι για τους τσα­γκα­ρά­δες μας, ο Γιώρ­γος Κατσα­μπής είπε να το δια­μορ­φώ­σει στο ύφος μιας τρα­γω­δί­ας. Έτσι ο Μίσας, διε­κτρα­γω­δώ­ντας την κατά­στα­ση που επι­κρα­τού­σε στο συνερ­γείο με τις παρά­λο­γες απαι­τή­σεις των «πελα­τών», μας πλη­ρο­φο­ρού­σε πως:

Πάντα τα τσα­γκα­ρά­δι­κα έχουν δου­λειές με φούντες
κι όλο πελά­τες βια­στι­κοί και ανυπομονούντες,
έρχο­νται μ’ ύφος τρα­γι­κό, που ‘ναι να φύγει ο νους σου
και λένε, λες και ήτα­νε οι Πέρ­σες του Καρούσου:

Τα παπού­τσια μας λιώ­σαν και φύγανε
και τα δάχτυ­λα τώρα έξω βγήκανε
απ’ τις σόλες που κλαίνε.

Μαύ­ρες, μαύ­ρες συμφορές,
ανή­κου­στες, φριχτές.
Πάει χάθη­καν όλες οι σόλες!

Οπό­τε εισορ­μά­ει ένας Τομπου­λί­δης μαι­νό­με­νος, ν’ απαιτεί:

Φτιάχ’ τα τώρα, φτιάχ’ τα τώρα,
να τα πάρω σε μια ώρα
Ω πολύ, ναι, σε μιαν ώρα, τώρα, τώρα, τώρα…!

Κι ο Μίσας πελα­γω­μέ­νος, μας εκμυ­στη­ρεύ­ε­ται, στο ρυθ­μό του ρεφρέν από τρα­γου­δά­κι οπερέτας:

Μαθαρ­ρώ πως θα τα μπλέξω,
θα ζαλι­στώ καμιά φορά θα πέσω έξω
και θα κάνω τη ζημιά,
όλα τ’ άρβυ­λα δεξιά!

Ο Καρού­σος που ανυ­πο­ψί­α­στος παρα­κο­λου­θού­σε την παρά­στα­ση, μόλις έφτα­σε στο σημείο που παρω­δού­σε το χορι­κό έγι­νε έξω φρενών.

– Μα δεν επι­τρέ­πε­ται επί τέλους, φώνα­ξε δυνα­τά, να ασελ­γού­με επί της Tέχνης και απο­χώ­ρη­σε έξαλλος.

Κι έπρε­πε να δοθούν δια­βε­βαιώ­σεις για την αγα­θή πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα, για να διευ­θε­τη­θεί η παρεξήγηση!

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο