Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Τι θα ψηφίσεις πατριώτη»;!

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

«Τι θα ψηφί­σεις πατριώ­τη;!», ακου­γό­ταν από τα μεγά­φω­να η βρο­ντε­ρή φωνή του Κώστα Καζά­κου. Πάνω στο τρα­πε­ζά­κι του εκλο­γι­κού κέντρου, πίσω από ένα μικρό­φω­νο έπαι­ζε η προ­πα­γαν­δι­στι­κή κασέ­τα του ΚΚΕ. Πριν από τρει­σή­μι­σι δεκα­ε­τί­ες δεν υπήρ­χαν mp3 και Youtube· υπήρ­χαν όμως συν­θή­κες που έκα­ναν επι­τα­κτι­κή την αλλα­γή του ―τότε― σκη­νι­κού. Κάποιοι, τότε, μου έλε­γαν να σωπά­σω· να κάνω υπο­μο­νή. Να κοι­τά­ξω τη δου­λειά μου, το σπί­τι μου, την οικο­γέ­νειά μου και να μη δημιουρ­γώ «προ­βλή­μα­τα» και «εντά­σεις» (βέβαια λόγω ηλι­κί­ας δεν είχα ακό­μα δική μου δου­λειά, δικό μου σπί­τι και οικο­γέ­νεια). Μπό­ρα είναι, μου έλε­γαν, θα περά­σει· δεν είναι και­ρός για «ηρω­ι­σμούς», θα έρθουν καλύ­τε­ρες μέρες. Κάποιοι άλλοι με καλό­πια­ναν και με «ξεσή­κω­ναν» με συν­θή­μα­τα. Μου έτα­ζαν όλα τα «καλά» ξοδεύ­ο­ντας αβέρ­τα παχιά λόγια για «σοσια­λι­στι­κά» ορά­μα­τα και πρά­σι­νες ελπί­δες. Μιλού­σαν για ραντε­βού με την ιστο­ρία και για δικαί­ω­ση των αγώ­νων του λαού. Ειρω­νεύ­ο­νταν, χλεύ­α­ζαν και επι­τί­θο­νταν στους κομ­μου­νι­στές, που αρνού­νταν να γίνουν το δεκα­νί­κι της πολι­τι­κής τους.

Τα χρό­νια πέρα­σαν και οι «καλύ­τε­ρες μέρες» δεν βρή­καν δρό­μο να έρθουν. Αντί­θε­τα, ήρθαν ακό­μα χει­ρό­τε­ρες για τους εργά­τες και το λαό, και πιο γρή­γο­ρα για αυτούς που «έκα­ναν υπο­μο­νή» και δεν δημιουρ­γού­σαν «προ­βλή­μα­τα». Τα παχιά λόγια με τον και­ρό ξεχά­στη­καν και οι ελπί­δες του λαού ξέφτι­σαν στα χέρια των «σωτή­ρων» του που έγι­ναν οι δήμιοί του. Το σκη­νι­κό σάπι­σε και βρω­μά­ει. Οι πρω­τα­γω­νι­στές άλλα­ξαν, μα το «σενά­ριο», κάτι σαν τον κακό και τον καλό μπά­τσο, παρέ­μει­νε το ίδιο. Ο ένας, πάλι, με φοβε­ρί­ζει. Ο άλλος μια με καλο­πιά­νει και δυο με «προει­δο­ποιεί». Με τα ίδια σχε­δόν «επι­χει­ρή­μα­τα» και πανο­μοιό­τυ­πη ρητο­ρι­κή, όπως τότε. Ξεκί­νη­σε από την «ενό­τη­τα της Αρι­στε­ράς» και κατέ­λη­ξε να με κατη­γο­ρεί ότι δεν βλέ­πω ―πέρα από τη μύτη μου― την «ιστο­ρι­κή ευκαι­ρία» η «Αρι­στε­ρά» να κυβερ­νή­σει αυτόν τον τόπο. Με εκβιά­ζει και με απει­λεί ότι αν χαθεί αυτή η «ευκαι­ρία» θα είμαι υπό­λο­γος απέ­να­ντι στο λαό για­τί, λέει, θα έχω υπο­γρά­ψει μια νέα «Βάρ­κι­ζα». Ας έχα­σα τη δου­λειά μου για­τί αρνή­θη­κα να υπο­γρά­ψω ατο­μι­κή σύμ­βα­ση. Ας απο­λύ­θη­κα για­τί αρνή­θη­κα να δου­λέ­ψω Κυρια­κή. Ας σύρ­θη­κα στα δικα­στή­ρια για­τί συμπα­ρα­στά­θη­κα στον αγώ­να των συνα­δέλ­φων μου…

Μαζί «του» συμ­φω­νούν και κάποιοι «φίλοι» που με παρο­μοιά­ζουν σχε­δόν με άνθρω­πο των σπη­λαί­ων. Ξέμει­να, λένε, περι­χα­ρα­κω­μέ­νος στον ίδιο βαρε­τό μικρό­κο­σμό μου, ανή­μπο­ρος να ακο­λου­θή­σω την επο­χή που με προ­σπέ­ρα­σε χωρίς να περι­μέ­νει. Που ―σωστά― λένε ότι «δεν πάει άλλο» και πως η κατά­στα­ση πρέ­πει να αλλά­ξει, όμως στο ερώ­τη­μα «πώς φτά­σα­με ως εδώ» μασά­νε τα λόγια τους και στο τι έκα­ναν οι ίδιοι για να μη συμ­βεί, ή τι είναι δια­τε­θει­μέ­νοι να κάνουν για να αλλά­ξει, σωπαί­νουν. Οι ίδιοι απο­φεύ­γουν τις «φασα­ρί­ες». Κάνουν «υπο­μο­νή» με το αφε­ντι­κό και ας δου­λεύ­ουν απλή­ρω­τοι. Όταν δεν απερ­γούν (για να μη «χάσουν το μερο­κά­μα­το») κατη­γο­ρούν τους απερ­γούς που «κλεί­νουν τους δρό­μους» και δεν μπο­ρούν να φτά­σουν στη δου­λειά τους. Περι­μέ­νουν να βγά­λουν οι άλλοι τα κάστα­να από τη φωτιά (οι γνω­στοί «κολ­λη­μέ­νοι» που τους προ­σπερ­νούν οι επο­χές) αλλά επω­φε­λού­νται πρώ­τοι όταν ο αγώ­νας φέρ­νει κατα­χτή­σεις. Στρι­μώ­χνο­νται στην ουρά των «νομο­τα­γών» για να ταχτο­ποι­ή­σουν τα χρέη «τους» πρώ­τα σε δώδε­κα, μετά σε τριά­ντα έξι και έπει­τα σε αμέ­τρη­τες δόσεις, χωρίς να κοι­τά­νε αν αυτά τα χρέη είναι περισ­σό­τε­ρα από τις δόσεις, ή το αντί­θε­το, φτά­νει να μπο­ρούν να τα κου­τσο­βο­λεύ­ουν. Δεν είδαν ποτέ με συμπά­θεια τους ταξι­κούς αγώ­νες και δεν ήταν λίγες οι φορές που στά­θη­καν εχθρι­κοί απέ­να­ντί τους· περ­νώ­ντας με ευκο­λία από μεγε­θυ­ντι­κό φακό τα λάθη των αγω­νι­στών, ταΐ­ζο­ντας τη δική τους ανε­πάρ­κεια με «αμφι­σβή­τη­ση» και ενί­ο­τε χολή. Για­τί, στην ουσία, οι ίδιοι απο­δέ­χτη­καν να σκύ­ψουν το κεφά­λι, ή, ίσως, και ποτέ να μη το σήκω­σαν στην κανο­νι­κή του θέση…

Είναι άνθρω­ποι της «διπλα­νής πόρ­τας» που έβα­λαν συχνά φαρ­διά-πλα­τιά την υπο­γρα­φή τους κάτω από μικρές ή μεγα­λύ­τε­ρες καθη­με­ρι­νές «Βάρ­κι­ζες». Που συνή­θι­σαν με τα χρό­νια να εμπι­στεύ­ο­νται «σωτή­ρες» και να τους αντι­κα­θι­στούν με ευκο­λία όταν νιώ­σουν «προ­δο­μέ­νοι», χωρίς να μπουν στον κόπο να σκε­φτούν ότι με αυτό το «αλι­σβε­ρί­σι» τα χρό­νια περ­νούν και βρί­σκο­νται ακό­μα στην ίδια θέση. Χωρίς να κατα­λα­βαί­νουν ότι οι «σωτή­ρες» δεν πρό­κει­ται να τους σώσουν ούτε… στη δευ­τέ­ρα παρου­σία, αντί­θε­τα αυτό που κατα­φέρ­νουν πάντα να δια­σώ­ζουν είναι το σύστη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης που παρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κά «ίδιο» (σε αντί­θε­ση με τις επο­χές… που αλλά­ζουν). Είναι εκεί­νοι που άνοι­ξαν την κερ­κό­πορ­τα στη λογι­κή του μικρό­τε­ρου κακού, που άλω­σε τις όποιες αντι­στά­σεις τους και τους οδή­γη­σε στον συμ­βι­βα­σμό και την υποταγή.

Πάντα ένιω­θαν μειο­νε­κτι­κά απέ­να­ντι στους κομ­μου­νι­στές. Ειδι­κό­τε­ρα αυτοί που κάπο­τε, στα νιά­τα τους, είχαν «περά­σει» από την ΚΝΕ ή και το ΚΚΕ. Δεν έχει σημα­σία αν στη συνέ­χεια βολεύ­τη­καν με τη μιζέ­ρια ή την καλο­πέ­ρα­ση, τούς φτά­νει που βολεύ­τη­καν. Για­τί, σε αντί­θε­ση με το τι ζητά­νε από τη ζωή τους, δεν τόλ­μη­σαν ποτέ να απα­ντή­σουν στο ερώ­τη­μα τι είναι δια­τε­θει­μέ­νοι να κάνουν οι ίδιοι για να γίνει καλύ­τε­ρη η ζωή. Γι’ αυτό γίνο­νται επι­θε­τι­κοί απέ­να­ντι σε αυτούς που δεν γέρ­νουν όπου φυσούν οι εκά­στο­τε «άνε­μοι αλλα­γής»· που μπο­ρούν να ονει­ρεύ­ο­νται χωρίς ψευ­το­ρο­μα­ντι­σμούς και να παλεύ­ουν οργα­νω­μέ­να με γνώ­ση, ανά­λυ­ση και σχε­δια­σμό για να κάνουν τα όνει­ρά τους ζωή. Που πορεύ­ο­νται με στα­θε­ρό­τη­τα και συνέ­πεια «σηκώ­νο­ντας στις πλά­τες τους την αξιο­πρέ­πεια πολ­λών ανθρώ­πων» (όπως λέει ο Χοσέ Μαρ­τί), ακό­μα και αυτών που την τραυ­μά­τι­σαν ή την έχα­σαν από καιρό…

Γι’ αυτό όσο πλη­σιά­ζει η Κυρια­κή των εκλο­γών επι­τί­θε­νται με μεγα­λύ­τε­ρη μανία στο ΚΚΕ. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ακό­μα και την ένδο­ξη ιστο­ρία του λαού μας, την ηρω­ι­κή Εθνι­κή Αντί­στα­ση και το τιμη­μέ­νο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (που οργά­νω­σε, πρω­το­στά­τη­σε και αιμο­δό­τη­σε το ΚΚΕ), ως πολιορ­κη­τι­κό κριό απέ­να­ντι στους κομ­μου­νι­στές και όσες πραγ­μα­τι­κά αρι­στε­ρές συνει­δή­σεις από­μει­ναν όρθιες. Γι’ αυτό χτυ­πούν το μόνο κόμ­μα που ποτέ δεν τους έτα­ξε, που ποτέ δεν τους κορόι­δε­ψε, που ποτέ δεν τους πρό­δω­σε (ναι, ούτε αυτούς), με εξυ­πνα­κι­σμούς τύπου… «βάζει πλά­τη να μην αλλά­ξει το σκη­νι­κό». Για ποιο σκη­νι­κό μιλούν; Οι κομ­μου­νι­στές ήταν πάντα ξεκά­θα­ροι. Ναι, να πέσει η κυβέρ­νη­ση, όμως δεν αρκεί μια εναλ­λα­γή στην κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία, ακό­μα και αν αλλά­ξει προς στιγ­μή το πολι­τι­κό σκη­νι­κό για να δουν άσπρη μέρα οι εργα­ζό­με­νοι και ο λαός. Η αλλα­γή πρέ­πει να είναι βαθύ­τε­ρη, να χτυ­πη­θεί η ρίζα του κακού, η πηγή της εκμε­τάλ­λευ­σης. Να αλλά­ξουν χέρια τα μέσα παρα­γω­γής, να πάρει ο λαός στα χέρια του τα «κλει­διά» της οικο­νο­μί­ας, να γίνει κύριος του ιδρώ­τα του και των αγα­θών που παράγει.

Αυτό το σκη­νι­κό πρέ­πει να αλλά­ξει. Αυτό που στη­ρί­ζουν τα κόμ­μα­τα του ευρω­μο­νό­δρο­μου, των «αγο­ρών», των «επεν­δυ­τών» και της «υγειούς επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας» και, κυρί­ως, ως πυλώ­νας του σύγ­χρο­νου (είπα­με… οι επο­χές αλλά­ζουν) διπο­λι­σμού, το κόμ­μα της αξιω­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης. Το σκη­νι­κό που κάποιοι (υπο)στηρίζουν με την ανο­χή και την ψήφο τους είτε για­τί ποτέ δεν σκέ­φτη­καν ότι μπο­ρεί να υπάρ­χει και ένας δρό­μος δια­φο­ρε­τι­κός από αυτόν που τους συνέ­ρα­ψε στον εγκέ­φα­λο η καθε­στω­τι­κή προ­πα­γάν­δα, είτε για­τί ποτέ δεν πίστε­ψαν αλη­θι­νά στη δύνα­μη του οργα­νω­μέ­νου αγώ­να, είτε για­τί κου­ρά­στη­καν να βαδί­ζουν και συνε­χί­ζουν σημειω­τόν, ή προς τα πίσω.

κκε25

Κανέ­νας όμως δεν μπο­ρεί να σε ανα­γκά­σει να ακο­λου­θή­σεις έναν δρό­μο αν δεν δώσεις ο ίδιος εντο­λή στα πόδια σου. Με αυτά θα τον περ­πα­τή­σεις, αν και όταν το απο­φα­σί­σεις. Το ΚΚΕ δεν ζήτη­σε ποτέ την ψήφο σου βλέ­πο­ντάς σε σαν πελά­τη. Και επει­δή ακρι­βώς δεν στη­ρί­ζει την ύπαρ­ξή του στις κάλ­πες, δεν έχει ανά­γκη από ψηφο­φό­ρους-πελά­τες. Το ΚΚΕ θέλει δίπλα του ανθρώ­πους που να μπο­ρούν να σκέ­φτο­νται και να κρί­νουν. Απο­φα­σι­σμέ­νους, να τρα­βά­νε μπρο­στά με το μέτω­πο κόντρα στον ήλιο. Ακό­μα όμως και αν δια­φω­νείς με κάποιες από τις επι­λο­γές του, ακό­μα αν η δική σου συμ­με­το­χή εξα­ντλεί­ται μετά την… απο­μά­κρυν­σή σου από την κάλ­πη, έχεις συμ­φέ­ρον την Κυρια­κή να ψηφί­σεις το ΚΚΕ.

Στις 26 Γενά­ρη, όποιο και αν είναι το απο­τέ­λε­σμα, να είσαι σίγου­ρος ότι κανέ­νας από αυτούς που σήμε­ρα σου χαϊ­δεύ­ουν τ’ αυτιά δεν θα πανη­γυ­ρί­σει για σένα. Ανε­ξάρ­τη­τα από το ποιος θα είναι στην κυβέρ­νη­ση την επό­με­νη μέρα, το μόνο σίγου­ρο είναι ότι το ΚΚΕ θα βρί­σκε­ται στο ίδιο μετε­ρί­ζι που βρι­σκό­ταν και την παρα­μο­νή των εκλο­γών. Για την οργά­νω­ση της πάλης για το ξήλω­μα όλου του αντερ­γα­τι­κού — αντι­λαϊ­κού πλαι­σί­ου, για την ανά­κτη­ση απω­λειών, ανοί­γο­ντας ταυ­τό­χρο­να το δρό­μο για την ανα­τρο­πή της καπι­τα­λι­στι­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας που βιώ­νου­με. Γι’ αυτό πρέ­πει να βγει δυνα­μω­μέ­νο. Γι’ αυτό είναι ΚΑΙ προς το συμ­φέ­ρον σου να το ψηφίσεις.

Δεν υπάρ­χουν καλές ή κακές επο­χές. Τις επο­χές τις «φτιά­χνουν» και τις αλλά­ζουν οι άνθρω­ποι· συνή­θως οι «κολ­λη­μέ­νοι» του και­ρού τους. Εκεί­νοι που αρνού­νται πει­σμα­τι­κά να ανα­γνω­ρί­σουν… ως πέρα­σμα από τη μια επο­χή στην άλλη, τη διά­σχι­ση των βαγο­νιών του ίδιου συρ­μού, που στο πλάι του γρά­φει: Εκμετάλλευση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο