Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

[Το γράμμα…]

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) το 1971, έγρα­ψε ένα ακό­μα μεγά­λο μυθι­στό­ρη­μα, Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς, το οποίο εκδό­θη­κε στην Αθή­να το 1978 από την Σύγ­χρο­νη Επο­χή. Σήμε­ρα και αυτό το βιβλίο του συγ­γρα­φέα είναι δυσεύ­ρε­το και σπάνιο.

Πρό­κει­ται για μια τοι­χο­γρα­φία της νεό­τε­ρης ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας και κοι­νω­νί­ας από το 19ο αιώ­να έως και τα μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια. Εστιά­ζει  στη δρά­ση των ανθρώ­πων εκεί­νων που δια­φο­ρο­ποι­ή­θη­καν, τρά­βη­ξαν μπρο­στά και συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νοι ταξι­κά  αγω­νί­στη­καν να αλλά­ξουν την κοι­νω­νία και τη ζωή τους. Παράλ­λη­λα με την πορεία των ηρώ­ων του παρα­κο­λου­θού­με και τη δια­μόρ­φω­ση της πολι­τι­κής σκέ­ψης του συγ­γρα­φέα. Με τη φωνή των προ­σώ­πων του μυθι­στο­ρή­μα­τος ανα­πτύσ­σει τις από­ψεις του σε κρί­σι­μα ζητή­μα­τα του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και των γεγο­νό­των που ακο­λού­θη­σαν την Εθνι­κή Αντί­στα­ση, τα Δεκεμ­βρια­νά και τον Εμφύλιο.

Κώστας Πουρναράς - (Μπόσης) Σχέδιο: Μπάμπης Ζαφειράτος 29. XI.2015 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)

Κώστας Πουρ­να­ράς — (Μπό­σης)
Σχέ­διο: Μπά­μπης Ζαφει­ρά­τος, 29. XI.2015 (Μολύ­βι, 29 χ 21 εκ.)

Στα πλαί­σια του αφιε­ρώ­μα­τος του περιο­δι­κού μας στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), εν όψει της εκδή­λω­σης προς τιμή του στις 23 Γενά­ρη  (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμ­με­τέ­χει ως συν­διορ­γα­νω­τής) δημο­σιεύ­ου­με από­σπα­σμα από το βιβλίο αυτό.

***

Ο ερχο­μός της άνοι­ξης, το πλη­σί­α­σμα του καλο­και­ριού, λιώ­νουν τους πάγους του χει­μώ­να. Η γη νιώ­θει τα πρώ­τα ζεστά χάδια πάνω στην πλη­για­σμέ­νη σάρ­κα της. Ο αγέ­ρας σκορ­πά­ει τα σύνε­φα, η νύχτα ζαρώ­νει κατά τη δύση και στην ανα­το­λή προ­βαί­νει ο ήλιος.

Στο  καλύ­βι συζη­τούν το σχέ­διο των επι­χει­ρή­σε­ων κι ο σκο­πός, καμιά δεκα­ριά βήμα­τα πιο πέρα, τσα­κώ­νε­ται με κάποιον.

- Θέλω να δω το διοι­κη­τή σας

- Έχει δουλιά.

- Σε παρα­κα­λώ, ειδο­ποί­η­σέ τον. Πρό­κει­ται για δική του υπόθεση.

- Μου είπε να μην τους ενο­χλή­σει κανένας.

- Είναι ανάγκη.

- Περί­με­νε να τελιώσουν.

- Βιά­ζου­μαι. Το τμή­μα μου πάει σ’ απο­στο­λή. Τ’ άφη­σα στη χαρά­δρα και πετά­χτη­κα ως εδώ.

Ο Γιώρ­γος άκου­σε και βγή­κε. Ζύγω­σε κι άπλω­σε το χέρι στον άγνωστο.

- Καρα­τζάς.

- Σιδε­ρί­δης, απά­ντη­σε ο ξένος και, βγά­ζο­ντας απ’ την τσά­ντα ένα δεμα­τά­κι, πρό­στε­σε: Αυτό, νομί­ζω, θα είναι για σας.

Το ξετύ­λι­ξε με προ­σο­χή και περιέρ­γεια. Απ’ την πρώ­τη ματιά ένιω­σε ρίγος. Ένα μήνυ­μα ερχό­ταν από μακριά, απ’ τα περα­σμέ­να, απ’ τον άλλο κόσμο. Μια φωτο­γρα­φία στο Λευ­κό Πύρ­γο. Η Κατί­να σπρώ­χνει το καρο­τσά­κι κι αυτός σκύ­βει πάνω στο μωρό, το Θωμά. Στη δεύ­τε­ρη, η Κατί­να κάθε­ται σ’ έναν κάβο, κρα­τά­ει στην ποδιά της το Βαγ­γέ­λη και κοι­τά­ζει νοσταλ­γι­κά τη γαλά­ζια θάλασσα…Λίγα πρα­μα­τά­κια – χτέ­νι, κλω­στή, βελόνι…δυο ζευ­γά­ρια καλ­τσά­κια παι­δι­κά. Τ’ αγό­ρα­σε στην Πολι­τειού­λα και, θες δε βρή­κε άνθρω­πο, θες δεν πρό­λα­βε να τα στεί­λει στο χωριό…Σ’ ένα φάκε­λο πρά­σι­νο τα δικά του γράμ­μα­τα, βαλ­μέ­να στη σει­ρά, κατά ημε­ρο­μη­νία, και τελευ­ταίο ένα δικό της.

8 του Νοέμ­βρη 1940

Γιώρ­γο!

Η μέρα είναι Θεού χαρά κι εγώ νιώ­θω ένα βάρος στην ψυχή. Πρέ­πει να με κατα­λά­βεις. Ήρθα να δου­λέ­ψω στο Νοσο­κο­μείο. Σήμε­ρα με φώνα­ξε ο Διοι­κη­τής και μου είπε να ετοι­μα­στώ για την πρώ­τη γραμ­μή. Καλύ­τε­ρα να σου γρά­ψω απ’ την και­νούρ­για διεύθυνση.

25 του Νοέμ­βρη 1940

Γιώρ­γο!

Δεν μπό­ρε­σα να σου γρά­ψω νωρί­τε­ρα. Δε μ’ άφη­σαν οι φασα­ρί­ες. Έχου­με άσχη­μο και­ρό. Η υγεία  μου δεν πάει και καλά. Γιώρ­γο! Δε θέλω να θυμώ­σεις. Κάνω κου­ρά­γιο. Άμα ζεστά­νει θα μου περάσει…

2 του Δεκέμ­βρη 1940

Γιώρ­γο!

Θέλω να σου γρά­ψω πολ­λά, πάρα πολλά…

Η Κατί­να, μ’ όλο που έκα­νε κου­ρά­γιο και στον ίδιο τον εαυ­τό της, φοβό­ταν πως δεν θ’ αντέ­ξει κι ένιω­θε κάποια τύψη. Κάποια μέρα στο νησί, κει που κάθο­νταν στον κάβο και κου­βέ­ντια­ζαν για τα περα­σμέ­να, είπε σε μια συνε­ξό­ρι­στη, ολό­τε­λα αβί­α­στα – φυσιο­λο­γι­κά: «Στη ζωή μας όλα ήταν φτω­χά. Σπί­τι δεν είχα­με. Το ψωμί λίγο. Τα ρού­χα φτη­νά – παλιά – τριμένα…Και οι τρε­χά­λες, οι στενοχώριες…Σε ένα πρά­μα είμα­σταν πλούσιοι…Μόνο που ζήσα­με λίγα χρό­νια μαζί…». Ο Γιώρ­γος ποτέ δεν της είχε πει κακό λόγο, όμως, τού­τη η περί­πτω­ση είναι δια­φο­ρε­τι­κή. Ήταν άρω­στη, είχε παιδιά…Έπρεπε να τα υπο­λο­γί­σει. Ήθε­λε να του πει, πώς σκέ­φτη­κε, όταν απο­φά­σι­σε  να δου­λέ­ψει στο Νοσο­κο­μείο, σε τι συν­θή­κες βρέ­θη­κε, πώς την απεί­λη­σαν με στρα­το­δι­κείο αν δεν εχτε­λέ­σει τη διαταγή…Να γρά­ψει ανοι­χτά, η λογο­κρι­σία δε θ’ άφη­νε το γράμ­μα να περά­σει, να γρά­ψει σκε­πα­σμέ­να, μπο­ρού­σε να μην κατα­λά­βει ο άντρας της. Έγρα­φε λίγες λέξεις και σταματούσε…Άλλωστε η ραγδαία εξέ­λι­ξη των γεγο­νό­των και η αρώ­στια, της αφαι­ρού­σαν και το χρό­νο και την ψυχι­κή γαλήνη…

Έδω­σαν μάχες στον κάμπο της Κοζά­νης, στα Χάσια, στα Γρε­βε­νά, στο δρό­μο της Καλα­μπά­κας, στην Κατάρα…και πέρα­σαν στο Σμό­λι­κα. Στο Τρί­στρα­το μίλη­σε κάμπο­σο με τον Καπε­τά­νιο για τη διά­τα­ξη του τμή­μα­τος και πρόστεσε:

- Δε θ’ αργήσω.

Τα πρό­βα­τα δεν είχαν ανε­βεί ακό­μα στα βου­νά και το γυμνό μιά­ζει χαλί κεντη­μέ­νο με χίλιων λογιών λου­λού­δια. Μοσχο­βο­λά­ει ο τόπος. Ψηλά γυρο­φέρ­νει ένας αετός. Απ’ το απέ­να­ντι ύψω­μα φτά­νει ως εδώ το τρα­γού­δι: « Όσα έγρα­ψε ο Ρήγας έναν και­ρό παλιό και­ρό, οι παρ­τι­ζά­νοι απ’ τα Βαλ­κά­νια το κάνουν έργο ζωντα­νό…». Πάνω στο στα­χτί τσου­γκά­ρι ένα τρυ­γό­νι κελαη­δά­ει λυπη­τε­ρά. Η βρυ­σού­λα μοι­ρο­λο­γά­ει στη ρίζα του έλα­του. Λίγα βήμα­τα πιο πέρα δυο πέτρες. Έκα­τσε δίπλα.

karantzas

(Μυθι­στό­ρη­μα, 1978)

«Καλή μου! ήρθα…Γιατί να θυμώ­σω; Έτσι έκα­ναν όλοι οι τίμιοι Έλλη­νες, όμως αυτοί, οι « ήρω­ες» κατά­φε­ραν να σκο­τώ­σουν μια γυναί­κα – μάνα κι άρω­στη. Τα παι­διά μας είναι καλά. Ο Θωμάς σου μιά­ζει. Έχει και το λακά­κι στο μάγου­λο, και το μαύ­ρο σημα­δά­κι στο λαι­μό, και πιο πολύ την ψυχή σου… Από μένα πήρε μόνο το ανάστημα…Ο Βαγγέλης…Κι όπως φαί­νε­ται, οι κόποι μας δεν πήγαν χαμέ­νοι. Δε θα έχουν τις δικές μας πίκρες…Αν ξυπνού­σες κι έρι­χνες μια ματιά γύρω, δε θα πίστευ­ες στα μάτια σου. « Κάθε κορ­φή και φλά­μπου­ρο, κάθε κλα­δί και κλέ­φτης». Γέμι­σε ο τόπος ηρωισμό…Ολόκληρο θάμα…Άμα τελειώ­σει ο αγώ­νας, θα παίρ­νω τα παι­διά και θα ρχό­μα­στε τα καλο­καί­ρια να σου κρα­τά­με συντρο­φιά. Κι όταν μεγα­λώ­σουν και φτιά­ξουν δικό τους νοι­κο­κυ­ριό και γω θα είμαι από­μα­χος πια, θα ρθώ και θα μεί­νω για πάντα κοντά σου. Θα φτιά­ξω ένα καλυ­βά­κι, θα φυτέ­ψω τρια­ντα­φυ­λιές, λουλούδια…και θα κου­βε­ντιά­ζου­με όλο το χρό­νο και θα πού­με, όσα δε μας άφη­σε το καθε­στώς να πού­με, όταν ζού­σες. Μόνο μια φορά το χρό­νο, όταν οι εργα­ζό­με­νοι του κόσμου θα γιορ­τά­ζουν τη μεγά­λη γιορ­τή της  ανθρω­πό­τη­τας και μεις, τη συνά­ντη­ση εκεί ψηλά στην Ακρό­πο­λη, θα πηγαί­νω στη Θεσα­λο­νί­κη. Θα βλέ­πω την παρέ­λα­ση, θα περ­νάω απ’ τα παλιά μας στέ­κια – και γυρί­ζο­ντας, θα σου φέρ­νω τα νέα…Λένε πως ο θάνα­τος είναι άσχη­μος για κεί­νους που φεύ­γουν. Οι άλλοι, οι ζωντα­νοί, ξεχνούν τους πεθαμένους…Όμως για μένα…Αν μπο­ρού­σα, θα έδι­να, καλή μου και τη ζωή μου, όμως είναι νόμος να μη γυρί­ζουν πίσω οι νεκροί…».

Και τού­το το ραντε­βού τους το έκο­ψε στη μέση ο αγώ­νας. Χαμη­λά στο ποτά­μι άνα­ψε η μάχη.

Χάι­δε­ψε τον τόπο, το χορ­τά­ρι, φίλη­σε τις πέτρες και πήρε το μονο­πά­τι για την κορ­φή του Σμόλικα.

 

Κώστα Μπό­ση, Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1978

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο