Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το 1821 στην ελληνική ποίηση

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Το 1821 συνή­θως το θυμό­μα­στε όταν πλη­σιά­ζει η εθνι­κή επέ­τειος και το έχου­με συν­δυα­σμέ­νο με δημο­τι­κά τρα­γού­δια, παρα­δο­σια­κούς χορούς και ρητο­ρι­κούς λόγους άδειους από ουσία γεμά­τους στόμ­φο και πομπώ­δεις λέξεις. Ποι­ή­μα­τα βγαλ­μέ­να από τη ναφθα­λί­νη, διαιώ­νι­ση μύθων και κατα­σκευα­σμέ­νων ιστο­ριών, απο­σιώ­πη­ση γεγο­νό­των και παρα­χά­ρα­ξη πολ­λών άλλων.

Όλοι θυμό­μα­στε το πνεύ­μα και το κλί­μα των σχο­λι­κών γιορ­τών ειδι­κά στα παλιό­τε­ρα χρόνια.

Ευχά­ρι­στη ήταν η έκπλη­ξη όταν είδα στα ράφια των βιβλιο­πω­λεί­ων ένα βιβλίο με τον τίτλο Το 1821 στην ελλη­νι­κή ποί­η­ση. Στο οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλί­ου ανα­φέ­ρε­ται ότι η ανθο­λο­γία αυτή είναι ένα «ποι­η­τι­κό μυθι­στό­ρη­μα» με πρω­τα­γω­νι­στές θρυ­λι­κά πρό­σω­πα και τόπους σύμ­βο­λα της Επα­νά­στα­σης του Εικο­σιέ­να. Περι­λαμ­βά­νει 140 ποι­ή­μα­τα, που έγρα­ψαν σε διά­στη­μα εκα­τόν ενε­νή­ντα χρό­νων 109 Έλλη­νες ποι­η­τές, με προ­ε­ξάρ­χο­ντες τους Διο­νύ­σιο Σολω­μό και Ανδρέα Κάλ­βο. Μια συναρ­πα­στι­κή ποι­η­τι­κή δια­δρο­μή μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα.

Την ανθο­λό­γη­ση έκα­νε ο Ηλί­ας Γκρης και είναι αφιε­ρω­μέ­νη στους σκλά­βους που ονει­ρεύ­τη­καν πως είναι απελεύθεροι.

Λόγος για την Επα­νά­στα­ση και την Ποί­η­ση εξη­γη­τι­κός βρί­σκε­ται στο επί­με­τρο. Ο Ηλί­ας Γκρης αφού προ­τάσ­σει τη φρά­ση του Ανω­νύ­μου Έλλη­νος από την Ελλη­νι­κή Νομαρ­χία «Ε! Πόσον γλυ­κύ πράγ­μα είναι να ομι­λή τινάς την αλή­θειαν!» εξη­γεί τους λόγους που τον ώθη­σαν να κάνει μια ανθο­λο­γία για το 1821, τη μονα­δι­κή ως σήμερα.

Ως αιτία ανα­φέ­ρει το γεγο­νός ότι περί­που έξι γενιές βαπτί­στη­καν μέσα στην νόθευ­ση του αυθε­ντι­κού νοή­μα­τος της επα­νά­στα­σης του 1821 και εμπο­τί­στη­καν με ψέμα­τα και ψευ­δο­λο­γή­μα­τα που στό­χευαν στη διαιώ­νι­ση φαι­δρών ιδε­ο­λο­γη­μά­των, παρα­χα­ράσ­σο­ντας και προ­σβάλ­λο­ντας τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα. Οι αλη­θι­νοί ήρω­ες παρα­με­ρί­στη­καν και τη θέση τους πήραν λογής λογής τυχο­διώ­κτες, δολο­πλό­κοι, και καιροσκόποι.

«Για­τί η Επα­νά­στα­ση του ΄21 που ΄μει­νε η κορυ­φαία επα­νά­στα­ση της επο­χής μας, με δια­κό­σιες χιλιά­δες σκο­τω­μέ­νους αγω­νι­στές και τρια­κό­σιες πενή­ντα χιλιά­δες άμα­χους νεκρούς, απέ­δει­ξε κι έγρα­ψε με αίμα ότι η τρα­γω­δία είναι ένα ελλη­νι­κό συνε­χές. Αλλά δεν άξι­ζε να’ χει την τύχη που είχε. Να κάνει τους πρού­χο­ντες και κοτζα­μπά­ση­δες με τους τουρ­κο­χει­ρο­κρο­τη­μέ­νους ψευ­δάρ­χο­ντες γερά κατέ­χο­ντες, θεμε­λιω­τές ενός σαθρού οικο­δο­μή­μα­τος που επι­βιεί ως σήμε­ρα. Και τους αγω­νι­στές, που μετάγ­γι­σαν αίμα και ψυχή στη λευ­τε­ριά, να τους κατα­ντή­σει υπό­δι­κους, από­βλη­τους και χλεύη των άκα­πνων αρχόντων.»

Ως αφορ­μή ανα­φέ­ρει τη συντο­νι­σμέ­νη από­πει­ρα «απο­κα­θαρ­μού» του ’21 από τα εγγε­νή του στοι­χεία (μάχες, φονι­κά, αλώ­σεις). Υπο­στη­ρί­ζει ότι η ιστο­ρία είναι πλή­ρες βίω­μα ζωής και θανά­του των ανθρώ­πων στον επάλ­λη­λο βίο τους. Γι’ αυτό δεν μπο­ρεί να είναι ουδέτερη.

Και ο ποι­η­τής τι σχέ­ση έχει με την ιστο­ρία; Ο ποι­η­τής πάντα γρά­φει ιστο­ρία, δηλα­δή την μετα­πλά­θει σε ποί­η­ση της ιστορίας.

Ανθο­λο­γού­νται ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι και κατα­ξιω­μέ­νοι ποι­η­τές, που εμπνεύ­στη­καν δια­χρο­νι­κά από την Επα­νά­στα­ση και τους πρω­τα­γω­νι­στές της. Στο επί­με­τρο όμως γίνε­ται μια περι­λη­πτι­κή ανα­φο­ρά και σε πολ­λούς άλλους ποι­η­τές, κυρί­ως των πρώ­των επα­να­στα­τι­κών και μετε­πα­να­στα­τι­κών χρό­νων, που δεν ανθο­λο­γού­νται αν και γρά­φουν για το 1821.

Η επι­λο­γή είναι ενδει­κτι­κή του περιε­χο­μέ­νου της ανθολογίας.

Τάσος Γαλά­της, Το χάνι της Γραβιάς

Όταν ο Ομέρ Βρυώνης
έβγαι­νε κατη­σχυμ­μέ­νος στην οθόνη
κι έσκου­ζε τα μακρό­συρ­τα εκεί­να βάι – βάι κι αμάν
με τη φωνή του Μίμαρου
— Τρια­κό­σια μελε­ού­νια μ’ έφα­γε , τρα­κό­σια μελεούνια»
κι εννο­ού­σε ως γνω­στόν τον Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο στο χάνι της Γραβιάς
δεν ήταν ασφα­λώς τόσο ανα­ρίθ­μη­τες οι απώλειες
τόσα κορ­μιά ούτε ο ευαγ­γε­λι­στής στην Αποκάλυψη
δεν θα’ φτα­νε να υπολογίσει.

Όμως η παι­δι­κή ψυχή μας
τρα­κό­σια κι άλλα τόσα μελε­ού­νια μπο­ρού­σε να χωρέσει
και να ξανα­στή­σει άπαρτο
χάρη στο μερά­κι του φημι­σμέ­νου καρα­γκιο­ζο­παί­κτη μας
το αθά­να­το εκεί­νο χάνι.

Και τώρα συλλογίζομαι
με ποιο τρό­πο η ποί­η­ση θα μπορούσε
όχι βέβαια να αναστήσει
απλώς να ζωντα­νέ­ψει λίγο στη μνή­μη τα βρά­δια εκείνα
όταν η ρωμιο­σύ­νη φάντα­ζε ακό­μη απέθαντη
κι έδι­νε το παρόν χαρ­μό­συ­νη παρά τη φτώ­χεια και την καταφρόνια
σαν τον Κοπρί­τη και το Κολλητήρι
έξω από την ετοι­μόρ­ρο­πη παρά­γκα του Καραγκιόζη.

 

Θωμάς Γκόρ­πας, Τα ίδια και τα ίδια

[…] Πάμε ρε παι­διά σινε­μά να περάσ’ η ώρα
κ’ ελλεί­ψει ελλη­νι­κού βλέ­που­με τούρκικο
— δε βλάπτει…Μάθατε…μάθατε;
Το παλιό ηλιο­βα­σί­λε­μα επιστρέφει
ανα­το­λή ηλί­ου και όλοι κλαί­νε από χαρά
τρώ­νε και πίνου­νε χορεύ­ου­νε και δε μιλάνε…
Πάλι
το μαγα­ζά­κι το παλιό ανοί­γει για καινούργιο…
Κλεί­νο­μαι μέσα κλεί­νο­μαι μέσα κλεί­νο­μαι μέσα
κι ακούω ρεμπέ­τι­κα χαζεύω ζωγραφιές
κοι­τάω παλιά κιτά­πια κ’ έξω απ’ το παράθυρο…
Αυτή είναι σκλα­βιά! Αυτή είναι σκλα­βιά μουρμουράω.
Περα­σμέ­να μεσά­νυ­χτα με παίρ­νει ο ύπνος
ονει­ρεύ­ο­μαι τον Αρχι­στρά­τη­γο Καραϊσκάκη
βήχει βρί­ζει λάμπει και τους δείχνει
τον πού­τζο του.

Πάλι. Αμάν τι τρα­βάς κ’ εσύ
καη­μέ­νη Ελευθερία!…
Ούτε εχθρός τους να’ σουνα…

 

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Μικρός ναυτίλος

[Προ­βο­λέ­ας δ’] 

Σκη­νή πρώ­τη: Ο Οδυσ­σέ­ας Ανδρού­τσος δίνει τη δια­τα­γή να συλ­λά­βουν και να εκτε­λέ­σουν τους απε­σταλ­μέ­νους του Αρεί­ου Πάγου, Νού­τσο και Πανουργιά.

Σκη­νή δεύ­τε­ρη: Μια ειδι­κή επι­τρο­πή που επέ­χει θέση Στρα­το­δι­κεί­ου κατα­δι­κά­ζει τον Γεώρ­γιο Καραϊ­σκά­κη ως « επί­βου­λον και προ­δό­την της πατρίδος».

Σκη­νή Τρί­τη: Με κατα­δί­κη σε θάνα­το ρίχνε­ται στις φυλα­κές ο Θεό­δω­ρος Κολοκοτρώνης

Σκη­νή τέταρ­τη: Κυρια­κή πρωί, στο Ναύ­πλιο, έξω απ’ την εκκλη­σία, ο Κυβερ­νή­της Ιωάν­νης Καπο­δί­στριας πέφτει κάτω από τις σφαί­ρες των Μαυρομιχαλαίων.

[…]

 

Βικτω­ρία Θεο­δώ­ρου, Μη τη ζωή!

Των μαρ­τύ­ρων το παρά­πο­νο πνέ­ει ο αγέρας
που τους θερί­σα­νε τα νιά­τα τους μες στον Απρίλη.
Του Διά­κου, ακού­γε­ται το δίστι­χο στη χλόη,
της Βάσως τ’ άθα­φτο κορ­μί φωνάζει
για λίγο χώμα, αχ τι ντρο­πή, να φανε­ρώ­νουν τώρα
λερά κόκα­λα την περη­φά­νια και την ομορ­φιά της.
Βοά το αίμα τους και παραγγέλλει:
Μη τη Ζωή! Και Μη τα Νιάτα!

Μη, για τίπο­τα στον κόσμο!
« Για ιδές και­ρό που διά­λε­ξε ο χάρος να με πάρει…»
« Δέστε την ομορ­φιά μου αρα­χνια­σμέ­να κόκαλα…»
« Κλαί­νε τα δέντρα, κλαίν και τα κλαδιά
κλαί­νε και τα λημέ­ρια που λημέριαζα…»

 

Θανά­σης Κωστα­βά­ρας, Θάνα­τος και απο­θέ­ω­σις του καπε­τάν Θύμιου Βλα­χά­βα και του ιερο­μό­να­χου Δημη­τρί­ου στα Γιάννινα

Σαν πήρε να βρα­διά­ζει τη δεύ­τε­ρη μέρα του μαρτυρίου
— με τον αγέ­ρω­χο καπε­τά­νιο δεμέ­νον στο στύλο
κατα­ξε­σχι­σμέ­νον κι αιμόφυρτο –
σαν πήρε λοι­πόν να βραδιάζει
κι ο απο­σπε­ρί­της είχε αρχί­σει να χτυ­πά­ει ρυθμικά
ψηλά στο στερέωμα,
σήκω­σε, έτσι όπως ήταν πρη­σμέ­νος, το βαρύ του κεφά­λι ο
αιχμάλωτος
κι είπε μέσα από τα σπα­σμέ­να του δόντια
τόσο δυνα­τά πάντως που να τον ακού­σουν, όχι μόνο εκείνοι
που κρα­τού­σαν τα σύνεργα
μα και οι άλλοι, ένα γύρω, που κοίταζαν.

( Ήξε­ρε ποιο θα’ ταν το τέλος.
Ήξε­ρε πως δεν θα ξανα­διά­βα­ζε τα σημά­δια των άστρων
και πώς δεν θα ξανά­κου­γε το τρα­γού­δι των γρύλων
— που τόσο πολύ αγαπούσε –
και πως αύριο τα χαρά­μα­τα θα’ ταν η τελευ­ταία φορά
που θα’ βλε­πε να ξεπρο­βά­λει κατακόκκινος
πάνω απ’ το Μιτσι­κέ­λι ο ήλιος).

«Ορέ μουρ­τά­τες, είπε, εμέ­να καλά με παιδεύετε.
Και καλά μου μπή­γε­τε τα καλά­μια στα νύχια.
Και κρε­μά­στε με ακό­μα τ’ ανά­πο­δα πάνω από τη φωτιά
και τσα­κί­στε μου ένα – ένα τα κόκαλα.

Κι ύστε­ρα γδάρ­τε μου το τομά­ρι, εμέ­να τον αντάρ­τη και
τον αρχικαπετάνιο
και χτί­στε με.
Όχι για­τί μου αξί­ζει, μα για­τί έτσι είναι ο νόμος:
Ο νικη­μέ­νος να πλη­ρώ­νει τη λεβα­ντιά του με τον πιο άγριο
θάνατο.
Όμως αυτόν τον δυστυ­χι­σμέ­νο καλόγερο
τι τον τυραν­νά­ει και δεν τον τελειώ­νει ο σκύλος;
Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν δικός μας.
Αυτός δεν είχε σηκώ­σει ντου­φέ­κι, μήτε και τρα­γου­δού­σε τα
τρα­γού­δια τ’ αντάρτικα.
Αυτός το σταυ­ρό μόνο κρατούσε
παρα­κι­νώ­ντας τους σηκω­μέ­νους να προσκυνήσουν
να γονα­τί­σουν ακό­μα μπρο­στά στον αφέντη
άλλη Δικαιο­σύ­νη ζητώ­ντας κι άλλη Ελευ­θε­ρία, μέσα απ’ την
πίστη του, τάζοντας.»

Έτσι τους μίλη­σε ο ανδρείος.

Όμως εκεί­νοι καμιά σημα­σία δεν του’ δωσαν.
Παρά συνέ­χι­σαν να βασα­νί­ζουν και να χτί­ζουν τον δύστυχο.

Ο κόσμος των άστρων πλή­θαι­νε λίγο – λίγο
και τα τρι­ζό­νια είχαν αρχί­σει το γαλή­νιο τρα­γού­δι τους
και η αρμο­νία του σύμπα­ντος κρα­τού­σε όπως πάντα την
τάξη της.

Και κει, στην αυλή του Αλή, οι δυο άνθρω­ποι βασανίζονταν.
Με καρ­τε­ρία πάντως αξιο­θαύ­μα­στη υπο­μέ­νο­ντας τα μαρτύρια
και με αξιο­πρέ­πεια αδιά­πτω­τη προ­χω­ρώ­ντας – και οι δυο –
προς τον θάνατο.

Έτσι γίνο­νταν στα 1808 κι έτσι θα γινό­ταν και 140 χρόνια
αργότερα.

Κι έτσι γίνε­ται πάντα όταν πέφτουν δίσε­χτα χρόνια.

Για­τί δεν υπάρ­χει άλλος τρόπος.

Για­τί σ’ έναν κόσμο μαγαρισμένο
πού να βαδί­σει ο άγιος
και πού ο απρο­σκύ­νη­τος να σταθεί;

Και πώς να σωθεί ο αμόλυντος;

Όμως με τη ζωή του πάντα ο γενναίος
ζεσταί­νει τους σκλαβωμένους.
Και με το θάνα­τό του τους οδηγεί
απ’ την υποταγή
στην ανάσταση.

 

Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας, «Εκα­το­ντα­πε­νη­ντά­χρο­νος»

Μια εθνι­κή μόνον επανάσταση,
χωρίς την κοι­νω­νι­κή κατα­ξί­ω­σή της,
είναι μια «φαι­νο­με­νο­φά­νεια»
που τα «κατε­στη­τά» την επιτρέπουν.
Τι θάχα­ναν; Και η ανε­ξαρ­τη­σία δική τους θάταν…

Οι αυτο­κρά­το­ρες του Βυζαντίου
συνή­θι­ζαν μόνο ανα­με­τά­ξυ τους την τύφλωση.
Οι λόγιοι της Διασποράς,
αυτοί τύφλω­ναν ολό­κλη­ρο το έθνος.

Ο μη έχων – αυτός – αποστολήν
είναι ένας συνάν­θρω­πος χρήσιμος.
Ο νομί­ζων (εαυ­τόν) ότι έχει –
απ’ αυτόν να φυλάγεστε…

Μια ακό­μα σοφία στις υπάρχουσες
είναι ένα ακό­μα απο­μυ­ζη­τή­ριο του αίματος.
Η λίμη τους
θα μας μετα­βά­λει σε αντι­κεί­με­να – (res).

Περισ­σό­τε­ρο από τη βία το ψέμα
είναι εκεί­νο που σηκώ­νει σαν Άτλας τα συμφέροντα.
Για­τί ενώ στη βία του άλλου
μπο­ρείς ίσως ν’ αντι­τά­ξεις τη βία τη δική σου,
στο ψέμα μνέ­σκεις καταευχαριστημένος
και μάπας « εκατονταπενηντάχρονος».*

*= συμπα­νη­γυ­ρι­στής των εκα­το­ντα­πε­νη­ντά­χρο­νων του ‘21

1821AΤΟ 1821 ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, Ανθο­λό­γη­ση – Επί­με­τρο: Ηλί­ας Γκρης, Κέδρος 2011

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο