Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρήστος Μαλτέζος (1908–1938), λαογέννητος αγωνιστής – αλύγιστος επαναστάτης

morfes_agoniston21. ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908–1938)

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Το ημε­ρο­λό­γιο έδει­χνε 22 Νοέμ­βρη 1938. Λίγες μόλις μέρες είχαν περά­σει από την εικο­στή επέ­τειο της ίδρυ­σης του ΚΚΕ* όταν μετά από πολυ­ή­με­ρα φρι­χτά βασα­νι­στή­ρια, στην ακτί­να Θ΄ των φυλα­κών της Κέρ­κυ­ρας, άφη­νε την τελευ­ταία του πνοή  ο Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος, Γραμ­μα­τέ­ας της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής της Ομο­σπον­δί­ας Κομ­μου­νι­στι­κών Νεο­λαιών Ελλά­δας (ΟΚΝΕ). Εκεί­νες τις μέρες η ΟΚΝΕ συμπλή­ρω­νε δεκα­έ­ξι χρό­νια ζωής και δράσης.

Λαο­γέν­νη­τος αγω­νι­στής, αλύ­γι­στος επα­να­στά­της με πλή­ρη μαρ­ξι­στι­κή μόρ­φω­ση και ακά­μα­τη δρά­ση, ο Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος ανή­κει στη γενιά των σκα­πα­νέ­ων του ελλη­νι­κού κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος που κρά­τη­σαν όρθιο το ΚΚΕ όταν η μετα­ξι­κή δικτα­το­ρία του είχε κατα­φέ­ρει συντρι­πτι­κά χτυ­πή­μα­τα και ο ιτα­λι­κός-γερ­μα­νι­κός φασι­σμός προ­ε­τοί­μα­ζε να δώσει την χαρι­στι­κή βολή στο λαό μας, με την –σχε­δια­ζό­με­νη- ολο­κλη­ρω­τι­κή επι­κρά­τη­σή του. Το ΚΚΕ άντε­ξε και μαζί κρα­τή­θη­κε ζωντα­νή η ελπί­δα για το λαό, χάρη και στις χιλιά­δες γνω­στές και άγνω­στες μορ­φές του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος που πέρα­σαν στο πάν­θε­ον των ηρώ­ων με τη δια­δρο­μή τους από την πλευ­ρά των συμ­φε­ρό­ντων της εργα­τι­κής τάξης και του λαού.

Τον Φλε­βά­ρη του 1967 δημο­σιεύ­ε­ται στο περιο­δι­κό του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος» ένα αφιέ­ρω­μα του Κώστα Μπό­ση στον Χρή­στο Μαλ­τέ­ζο, κάτω από τον τίτλο ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ. Το κεί­με­νο του Κ. Μπό­ση θα απο­τε­λέ­σει πηγή στοι­χεί­ων  και θα γίνει σημείο ανα­φο­ράς σε μετα­γε­νέ­στε­ρα αφιε­ρώ­μα­τα για τον κομ­μου­νι­στή ήρωα. Αυτό το κεί­με­νο παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στους ανα­γνώ­στες του ΑΤΕΧΝΩΣ. Το δανει­στή­κα­με από την ιστο­σε­λί­δα Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) που πρώ­τη το μετέ­φε­ρε ολό­κλη­ρο στο διαδίκτυο.

Χωρίς τίτλο, του Θωμά Μώλου. Λάδι, 55 Χ 37,5 εκ.

Χωρίς τίτλο, του Θωμά Μώλου. Λάδι, 55 Χ 37,5 εκ.

Οι ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ στο ΑΤΕΧΝΩΣ

Το 1954 η Έλλη Αλε­ξί­ου σε σημεί­ω­μά της προς την Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης του ΚΚΕ έγρα­φε: «Παράλ­λη­λα κάνω και δεύ­τε­ρη πρό­τα­ση: Να συγκε­ντρω­θούν από την Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης υλι­κά κατά φακέλ­λους για την Ηλέ­κτρα, Μπε­λο­γιάν­νη, Σου­καν­τζί­δη, Παπα­ρή­γα, Νικη­φο­ρί­δη… για όποιους νομί­ζει ότι πρέ­πει, και να δοθούν στους συγ­γρα­φείς που θα ορί­σει πάλι η Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης (Αδά­μο, Αξιώ­τη, Γιαν­να­κό­που­λο, Ζωί­δη, Μπό­ση, Πάρ­νη, Πιε­ρί­δη, Ρεντή, Σεβα­στί­κο­γλου, Σπή­λιο, Χατζή…) με την εντο­λή να γρά­ψουν ένα έργο για τον ήρωα που προ­τι­μούν. Θα τους αφε­θεί ελευ­θε­ρία εκλο­γής ως προς τη μορ­φή του έργου: δρά­μα, μυθι­στό­ρη­μα, έπος, πεζό, ποί­η­μα κ.λ.π. Αυτό θα δόσει αφορ­μή στο να γρα­φτεί κάτι συγκρο­τη­μέ­νο για τους ήρω­ές μας και δεν απο­κλεί­ε­ται η πιθα­νό­τη­τα απ’ αυτή την προ­σπά­θεια να βγει κάτι καλό.»**

Αν κρί­νου­με από την εκδο­τι­κή παρα­γω­γή του κόμ­μα­τος τα επό­με­να χρό­νια, η πρό­τα­ση αυτή δεν υλο­ποι­ή­θη­κε άμε­σα, με την μορ­φή του­λά­χι­στον που πρό­τει­νε η Έλλη Αλε­ξί­ου. Έγι­νε όμως μια κατα­γρα­φή ανα­φο­ρών σε γνω­στούς και λιγό­τε­ρο γνω­στούς λαϊ­κούς αγω­νι­στές-ήρω­ες του ΚΚΕ, με τη μορ­φή άρθρων-αφιε­ρω­μά­των στο μηνιαίο περιο­δι­κό του Κόμ­μα­τος «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ». Τα κεί­με­να-πορ­τραί­τα μπή­καν κάτω από τον τίτλο ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ. Στα αφιε­ρώ­μα­τα βλέ­που­με τα ονό­μα­τα των αγω­νι­στών που προ­τεί­νει στο Κόμ­μα η Έλλη Αλε­ξί­ου αλλά και πολ­λούς άλλους ακό­μα – κάποιοι άγνω­στοι σήμε­ρα. Η στή­λη ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ εμφα­νί­ζε­ται στο περιο­δι­κό το 1965 και παρα­μέ­νει μέχρι τα τελευ­ταία τεύ­χη του το 1974. Ανά­με­σα στους συντά­κτες των κει­μέ­νων και ο αγω­νι­στής δάσκα­λος και λογο­τέ­χνης Κώστας Μπό­σης (Πουρ­να­ράς), του οποί­ου το αφιέ­ρω­μα στον κομ­μου­νι­στή ήρωα Χρή­στο Μαλ­τέ­ζο παρου­σιά­ζου­με σήμερα.

Το ΑΤΕΧΝΩΣ θα συνε­χί­σει την προ­σπά­θεια για μετα­φο­ρά στο δια­δί­κτυο και άλλων αφιε­ρω­μά­των από τις ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ.

Φυλακές Κέρκυρας, του Ασαντούρ Μπαχαριάν. Λάδι σε μουσαμά, 46 Χ 38 εκ.

Φυλα­κές Κέρ­κυ­ρας, του Ασα­ντούρ Μπα­χα­ριάν. Λάδι σε μου­σα­μά, 46 Χ 38 εκ.

morfes_agoniston2ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908–1938)
του Κώστα Μπόση
(περιο­δι­κό ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, 2/1967)

ΑΚΤΙΝΑ Θ΄, ακτί­να της σιω­πής. Το κάθε κελί ― δυο δρα­σκε­λιές και κάτι μάκρος, μια και λιγά­κι πλά­τος. Τα παρα­θυ­ρά­κια κατά το διά­δρο­μο είναι κλει­στά με σανί­δι έτσι που να μην μπο­ρείς ν’ αλλά­ξεις μια φιλι­κή ματιά, ένα ζεστό χαμό­γε­λο, ένα νόη­μα με κάποιο σύντρο­φο που θα τύχει να περά­σει. Πρέ­πει να πιστέ­ψεις πως έχεις κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο πως εδώ είναι ο τάφος σου πως είσαι ξεγραμ­μέ­νος πια. Αλλιώς ο Μανια­δά­κης δεν έχει πολ­λές ελπί­δες να λυγί­σεις. Κάτω τσι­μέ­ντο, πάνω θόλος, ίσως από τσι­μέ­ντο κι αυτός, και ψηλά στον τοί­χο ένας στε­νός φεγ­γί­της. Από κει για μια μονά­χα στιγ­μού­λα σε χαι­ρε­τά­ει ο ήλιος όταν δεν τον σκε­πά­ζουν τα σύν­νε­φα. Τη μέρα έχεις συντρο­φιά τις μυί­γες, τη νύχτα τους κοριούς κι όλο το εικο­σι­τε­τρά­ω­ρο ― μέρες, μήνες κάμπο­σοι και χρό­νια ― τους λογι­σμούς σου, που αν τύχει και πάρουν άσχη­μο δρό­μο «πεθαί­νεις». Όταν το προ­σω­πι­κό «αργεί», όταν δηλα­δή δεν εφαρ­μό­ζει τον «Τρί­τον Ελλη­νι­κό Πολι­τι­σμό», δεν ακού­γε­ται τίπο­τα απο­λύ­τως. Οι φύλα­κες περ­πα­τούν σιγά με λαστι­χέ­νια παπού­τσια, σχε­δόν σέρ­νο­νται σαν τα φίδια και τεντώ­νουν σα σπιού­νοι τ’ αφτί, ν’ αρπά­ξουν κανέ­να χτύ­πο, μήνυ­μα από τοί­χο σε τοί­χο ― για να βασα­νί­σουν, και πάνω από το συνη­θι­σμέ­νο πρό­γραμ­μα, τους κρα­τού­με­νους. Σ’ αυτή την Ακτί­να, σ’ ένα τέτιο κελί, έκα­νε ο Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος το φθι­νό­πω­ρο του 1938 τον τελευ­ταίο γύρο της ζωής του, δίνο­ντας τη μάχη της υπέρ­τα­της θυσίας.

Πέρα­σαν κάμπο­σες πόρ­τες σιδε­ρέ­νιες κι άνοι­ξαν το κελί. Τον έρι­ξαν μέσα με μια βάναυ­ση σπρω­ξιά, κι ο Βασι­λά­τος διάταξε:

―Δε θα καθή­σεις κατα­γής… Αυτό είναι το πρώ­το «σωφρο­νι­στι­κό» μέτρο και αν το παρα­βείς, θα το μετανιώσεις.

Ακού­μπη­σε τις πλά­τες στον τοί­χο και παι­δεύ­ε­ται να κρα­τη­θεί ορθός. Στα κρα­τη­τή­ρια της Αθή­νας μήνες τον είχαν βασα­νί­σει απάν­θρω­πα. Στο καρά­βι, σ’ όλη τη δια­δρο­μή απ’ τον Πει­ραιά ως την Κέρ­κυ­ρα, δεν τον έλυ­σαν καθό­λου. Η τσα­κι­σμέ­νη κι από νωρί­τε­ρα υγεία του από­γι­νε. Τρέ­μα­νε τα πόδια. Δεν μπο­ρεί να στα­θεί. Κλεί­νουν τα μάτια. Τ’ ανοί­γει με κόπο και πάλι κλεί­νουν. Πάλαι­ψε κάμπο­σο κι ύστε­ρα, έτσι όπως ήταν με τα χέρια σταυ­ρω­μέ­να στο στή­θος, χωρίς καθό­λου να το κατα­λά­βει, έκα­τσε σιγά απα­λά στη γωνιά, έγει­ρε το κεφά­λι στον ώμο κι αποκοιμήθηκε.

Πόσο βάστα­ξε ο ύπνος; Ένα λεφτό; Μια ώρα; Περισ­σό­τε­ρο; Λιγό­τε­ρο; Ποιος ξέρει; Άνοι­ξε η πόρ­τα αθό­ρυ­βα, για να μην ξυπνή­σει παρά­ω­ρα κι έρι­ξαν κατα­γής με πάτα­γο έναν τενε­κέ νερό. Τινά­χτη­κε από­το­μα, έκα­νε μια προ­σπά­θεια να σηκω­θεί έπε­σε και, τέλος, με κόπο κατά­φε­ρε να στα­θεί ξανά στα πόδια του.

Το βρά­δυ έρι­ξαν κι έναν τενε­κέ ακό­μα για να μη στε­γνώ­σει το τσιμέντο.

Κυλούν οι ώρες αργά, βασα­νι­στι­κά, λες κι η κάθε μια είναι ολό­κλη­ρος αιώ­νας. Μα κι αν ήταν δυνα­τό να δόσεις μια σπρω­ξιά να γίνει πιο γρή­γο­ρα της γης το σβού­ρι­σμα, καμιά ελπί­δα δεν έχεις. Πάλι νερό θα ρίξουν κάτω. Πονά­ει, τρέ­μει το κορ­μί και πιο πολύ νυστά­ζει. Πότε πότε, μες την ήσυ­χη θερ­μή νύχτα, ακού­γε­ται, σαν από μακρυά, απ’ τη μια σκο­πιά στην άλλη: «Φύλα­κες! Γρη­γο­ρεί­τε!». Φυλά­νε άγρυ­πνα μη δρα­πε­τεύ­σουν οι «εγκλη­μα­τί­ες», μην πάνε έξω στο λαό, μην παλαί­ψουν και λεί­ψουν η φτώ­χια, τα μίση, οι πόλε­μοι, και ρθει πιο γρή­γο­ρα στη γης η αγά­πη, η ευτυ­χία, η ειρή­νη. Άντε­ξε ως τα μεσά­νυ­χτα περίπου.

Ξύπνη­σε το πρωΐ κοκ­κα­λω­μέ­νος, παγω­μέ­νος. Η μια πάντα, απ’ τα γόνα­τα ως τον ώμο, είναι ολό­τε­λα πια­σμέ­νη. Σηκώ­νε­ται με κόπο και ζυγώ­νει στο φεγ­γί­τη. Ψηλά και πλά­για φαί­νε­ται μια στε­νή λωρί­δα ουρα­νού. Απ’ το Μάη, που τον έπια­σαν, δεν είχε δει μια στιγ­μού­λα το γαλά­ζιο χρώ­μα του ουρα­νού. Απ’ το μπου­ντρού­μι της Ασφά­λειας, τη νύχτα, στο αμπά­ρι του καρα­βιού, κι από κει, πριν ακό­μα φέξει, στην Ακτί­να Θ΄. Κοι­τά­ζει με λαχτά­ρα και συλλογιέται.

Όξω είναι απα­λή γλυ­κιά φθι­νο­πω­ρι­νή μέρα. Η θάλασ­σα, ήσυ­χη, γαλα­νή και αμέ­ρι­μνη, κοι­μά­ται. Από δω το νησί ― πλα­γιές, ράχες, διά­σε­λα, γού­πα­τα και λόφοι με λεμο­νιές πορ­το­κα­λιές, λου­λού­δια και ελιές ανε­βαί­νουν ομα­λά, αμφι­θε­α­τρι­κά ― κι αντί­κρυ τα βου­νά της Ηπεί­ρου, γυμνά, ακα­νό­νι­στα, άγρια, περή­φα­να, απο­τρα­βιού­νται κατά το βάθος το ένα πίσω απ’ τις πλά­τες του αλλου­νού και σβή­νουν στην κατα­χνιά του ορίζοντα.

Κοι­τά­ζει με λαχτά­ρα τη γαλά­ζια λωρί­δα του ουρα­νού και συλ­λο­γιέ­ται νοσταλ­γι­κά: Πόσο όμορ­φη θα είναι αύριο η ζωή!

Κάπου, πίσω απ’ τους τοί­χους της φυλα­κής, ακού­στη­κε μια χαρού­με­νη παι­δι­κή φωνή. Σκίρ­τη­σε η καρ­διά του και πέτα­ξε ο νους του μακριά στην μικρή πατρί­δα του, στα παι­δι­κά του χρό­νια. Κι από κει, για να περ­νά­ει η ώρα και για να ξεχνά­ει, για να έχει συντρο­φιά στη μονα­ξιά, παίρ­νει τον τρα­χύ δρό­μο της σύντο­μης ζωής του.

***

Γεν­νή­θη­κε το 1908 στη Μεθώ­νη της Μεσ­ση­νί­ας. Με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που τους ― τέτια εντο­λή έδο­σε ο θεός, λένε, οι τρα­νοί, κοροϊ­δεύ­ο­ντας τον απλό λαό ― καλ­λιερ­γώ­ντας τα λίγα χωρά­φια τους, τον μεγά­λω­σαν οι γονείς του. Έδο­σαν για πλη­ρω­μή το αίμα της καρ­διάς τους, για να τον στεί­λουν στο σχο­λείο. Όταν τέλειω­σε το Γυμνά­σιο, τον φώνα­ξε ο πατέ­ρας μπρο­στά στη μάνα.

―Παι­δί μου! ― του είπε, κου­νώ­ντας λυπη­μέ­να το κεφά­λι, ― βλέ­πεις. Αν μπο­ρείς να γλυ­τώ­σεις απ’ τη δική μας τη σει­ρά… Θέλα­με, αλλά, δεν έχου­με δυνά­μεις… Ως εδώ ήταν…

Η νιό­τη δεν φοβά­ται δυσκο­λί­ες, κι ο Χρή­στος, χωρίς κανέ­να δισταγ­μό και φόβο, πήρε τη στρά­τα, με το ντορ­βά στην πλά­τη γεμά­το όνει­ρα και σχέ­δια. Θα δού­λευε ― μπρά­τσα είχε, δου­λιά θα έβρι­σκε ― και θα σπού­δα­ζε μαζί. Θα γινό­ταν δικη­γό­ρος, θα γινό­ταν «άνθρω­πος», όπως έλε­γε η μανού­λα του…

Μα η τέτια κοι­νω­νία φοβά­ται τα όνει­ρα και τα σχέ­δια, την παλη­κα­ριά και την ορμή της νιό­της και πάει να τα συντρί­ψει μ’ όλα τα μέσα. Άρχι­σαν οι δυσκο­λί­ες, η μια πάνω στην άλλη. Άρχι­σε ο αγώ­νας, κάθε μέρα και σκλη­ρό­τε­ρος: για δου­λιά, για ψωμί, για δίδα­χτρα, για βιβλία, για ελευ­θε­ρί­ες… Ορθώ­θη­κε ― ολό­γυ­μνη, χωρίς κανέ­να στο­λί­δι η ζωή: πάλη ανε­λέ­η­τη ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω. Ωστό­σο, τα φτε­ρά του Μαλ­τέ­ζου δεν έσπα­σαν. Μέσα στις μπό­ρες πιο πολύ δυνά­μω­σαν. Άνοι­ξαν τα σύνο­ρα του νου και της καρ­διάς του και τα όνει­ρα, και τα σχέ­δια, που κου­βα­λού­σε στον ντορ­βά απ’ τη μικρή πατρί­δα, πλά­τυ­ναν κι αγκά­λια­σαν το Πανε­πι­στή­μιο, το χωριό του, όλη την Ελλά­δα κι όλον τον κόσμο. Έτσι πήρε το Μεγά­λο Δρό­μο και στα 1925 έγι­νε μέλος της ΟΚΝΕ.

Ήταν τότε μια επο­χή δύσκο­λη: Ανέ­χειες, πεί­νες, στε­ρή­σεις, τρε­χά­λες, αϋπνί­ες, διωγ­μοί… Οι κομ­μου­νι­στές μετριού­νταν στα δάχτυ­λα και η αντι­κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα έχυ­νε, όπως πάντα, το δηλη­τή­ριο: χαλούν την οικο­γέ­νεια που­λούν την πατρί­δα, έχουν κέρα­τα και ουρές, είναι αντί­χρι­στοι και «μίσθαρ­να» όργα­να, κι άλλα τέτια. Συκο­φα­ντί­ες και βλα­κεί­ες όσες θέλεις… Κι ο κόσμος, αφού δεν ήξε­ρε και πεί­ρα δεν είχε, επό­με­νο ήταν να κου­μπώ­νε­ται, και χρεια­ζό­ταν χαμά­λι­κη, καθη­με­ρι­νή δου­λιά, γρα­νι­τέ­νια θέλη­ση, απέ­ρα­ντη υπο­μο­νή και επι­μο­νή για να σπά­σει ο πάγος. Έτσι «δενό­ταν το ατσά­λι» — η πίστη, η αντο­χή, η καρ­τε­ρι­κό­τη­τα, η αφο­σί­ω­ση… οι αρε­τές του επα­να­στά­τη… Οι μικρές επι­τυ­χί­ες του αγώ­να και τα όμορ­φα όνει­ρα για μια ευτυ­χι­σμέ­νη κοι­νω­νία, η συντρο­φι­κό­τη­τα και η αλλη­λεγ­γύη ― που δυνά­μω­ναν μέσα στις συν­θή­κες των διωγ­μών ― γλύ­και­ναν τις πίκρες, απά­λαι­ναν τις δυσκολίες…

Στέ­κει κει στο κελί, που έχει δυο δρα­σκε­λι­σιές και κάτι μάκρος μια δρα­σκε­λι­σιά και λιγά­κι πλά­τος, κοι­τά­ζει απ’ το φεγ­γί­τη στη στε­νή γαλά­ζια λωρί­δα του ουρα­νού, συλ­λο­γιέ­ται κι απ’ του νου τη στρά­τα περ­νά­ει η ζωή του.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908-1938)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908–1938)

Ήταν κάπο­τε υπεύ­θυ­νος στην εφη­με­ρί­δα της ΟΚΝΕ «Νεο­λαία». Την έβγα­ζαν με το τίπο­τα σχε­δόν. Έπρε­πε να κυκλο­φο­ρεί οπωσ­δή­πο­τε, να βλέ­πει η Ασφά­λεια πως τα λυσ­σα­σμέ­να μέτρα της δεν μπο­ρούν να λυγί­σουν τη θέλη­ση των αγω­νι­στών, να κατα­λα­βαί­νουν οι νεο­λαί­οι, πως η οργά­νω­ση ζει και δου­λεύ­ει και να παίρ­νουν κου­ρά­γιο. Λεφτά δεν είχαν να νοι­κιά­ζουν έστω και μια τρύ­πα. Ένα φύλ­λο το έγρα­ψαν σε μια σοφί­τα. Πήγαν πριν να φέξει, κι όταν έφυ­γε για τη δου­λιά του ο εργά­της τους κλεί­δω­σε από­ξω ως το βρά­δυ. Δεν έπρε­πε να κάνουν θόρυ­βο, μην ακού­σει η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά, και δεν μπο­ρού­σαν να βγουν ούτε για το νερό τους… Το δεύ­τε­ρο φύλ­λο σ’ ένα πλυ­στα­ριό. Το τρί­το… Όμως κάπο­τε έφτα­σαν στο «αμήν». Όλες οι προ­σπά­θειες από­τυ­χαν. Έδει­χνε πως δεν θα εκπλή­ρω­ναν το αγω­νι­στι­κό τους καθή­κον. Τέλος, τ’ απο­φά­σι­σαν. Έμει­ναν ένα εικο­σι­τε­τρά­ω­ρο νηστι­κοί, τις πεντα­ρο­δε­κά­ρες που μάζε­ψαν απ’ τη Συντα­χτι­κή Επι­τρο­πή τις έδο­σαν σ’ ένα θυρω­ρό και τους άφη­σε να δου­λέ­ψουν σ’ ένα υπό­γειο… Κι η εφη­με­ρί­δα έβγαι­νε κανονικά.

***

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ , ανά­λο­γα με τις ανά­γκες, ρίχνει το Μαλ­τέ­ζο από πόλη σε πόλη. Στον Πει­ραιά δεν ήρθε ο σύν­δε­σμος στο ραντε­βού – πρά­μα συνη­θι­σμέ­νο για κεί­νον τον και­ρό. Όμως το επει­σό­διο αυτό είχε κάτι το ιδιαί­τε­ρο και το θυμά­ται. Πήγε και δεύ­τε­ρη φορά, και τρί­τη… Πέρα­σαν κάμπο­σες ώρες, νύχτα. Μέρος να μεί­νει δεν έχει. Απ’ την Αθή­να του έδο­σαν λεφτά μόνο για ένα εισι­τή­ριο επι­στρο­φής… αν του τύχαι­νε καμιά ανα­πο­διά. Δεν πρό­λα­βε να καθή­σει στο βαγό­νι και μπή­κε στο κατό­πι ένας χαφιές. Όταν το τραί­νο κινού­σε πήδη­ξε και γύρι­σε στην Αθή­να με τα πόδια… Στο Βόλο χάλα­σε η γιάφ­κα. Να πάει σε ξενο­δο­χείο, με τι χαρ­τιά; Να γυρί­ζει στους δρό­μους, θα τον έπια­ναν «επί αλη­τεία» κι ύστε­ρα θα έβρι­σκαν ποιος είναι… Βγή­κε έξω στα χωρά­φια και πέρα­σε όλη τη νύχτα μες τη βρο­χή, κάτω από ένα δέντρο. Την άλλη μέρα πήγε ξανά στη γιάφ­κα. Η πόρ­τα κλει­σμέ­νη. Απ’ το διπλα­νό σπί­τι βγή­κε μια γρηού­λα. Του έρι­ξε μια ματιά και συνεν­νο­ή­θη­καν… Αυτή μπρο­στά, αυτός πίσω, έστρι­ψαν τη γωνία, πήραν το αντί­θε­το σοκά­κι, έστρι­ψαν πάλι αρι­στε­ρά και σε μια αυλή στά­θη­κε η γρηούλα:

―Τους έπια­σαν, παλ­λη­κά­ρι μου! Να πας, μόλις σουρουπώσει…

Παρά λίγο να την αρπά­ξει στην αγκα­λιά, να τη σφί­ξει, να τη φιλήσει…

Έξη μήνες αργό­τε­ρα έγι­νε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ένα μεγά­λο στρα­πά­τσο. Μαρ­τυ­ρή­θη­κε το σπί­τι του, κι έμει­νε δέκα μέρες σ’ ένα θεο­σκό­τα­δο κατώ­γι. Τα βρά­δια έβγαι­νε και παι­δευό­ταν, πότε στη μια γει­το­νιά, πότε στην άλλη, να πάρει επα­φή. Κι όταν το κατά­φε­ρε, ξέχα­σε και την υγρα­σία, και το σκο­τά­δι του υπό­γειου, και τις αϋπνί­ες και τις πεί­νες, και τις στενοχώριες…

Τέτιες ήταν οι χαρές των αγω­νι­στών τότε. Είχε, φυσι­κά, η ζωή και πιο μεγά­λες. Ανά­με­σα σ’ αυτές, μια δεν την ξεχνά­ει. Στα 1935, όταν οι δυο αντί­πα­λοι κόσμοι συγκέ­ντρω­ναν δυνά­μεις για μια απο­φα­σι­στι­κή ανα­μέ­τρη­ση, μέσα στη γενι­κό­τε­ρη άνο­δο του κινή­μα­τος, ξέσπα­σε η απερ­γία των φοι­τη­τών για την πανε­πι­στη­μια­κή ασυ­λία. Βάστα­ξε σαρά­ντα μέρες η μάχη, με συνο­χή και πεί­σμα, με παλ­λη­κα­ριά κι ορμή. Τη μάχη αυτή τη διηύ­θυ­νε ο Μαλτέζος.

Κι ανε­βαί­νει το κίνη­μα, ανε­βαί­νει μαζί κι ο Μαλ­τέ­ζος στη στρά­τα, χωρίς να κοι­τά­ζει πίσω, και προ­χω­ρά­ει χωρίς κανέ­να δισταγ­μό, και χτί­ζει με κόπο, και χαλά­ει ο αντί­πα­λος. Κάνει τον πόνο πεί­σμα και το φιλό­τι­μο τσι­μέ­ντο και πάλι απ’ την αρχή. Και κάποια μέρα, κει στη στρά­τα, έβη­ξε κι είδε αίμα στο μαντή­λι. Για μια στιγ­μή ταρά­χτη­κε, φοβή­θη­κε. Ύστε­ρα χαμο­γέ­λα­σε και μουρ­μού­ρι­σε: «Μαζί με τις άλλες μπό­ρες θα περά­σει κι αυτή». Και σε λίγο πρό­στε­σε: «Εμείς δεν προ­λα­βαί­νου­με να πεθά­νου­με από χτικιό».

Το χέρι του Μαλ­τέ­ζου, όχι μόνο στις ανα­λα­μπές, μα και στις φουρ­τού­νες, δεν έτρε­με. Η αντί­δρα­ση νίκη­σε τις δυνά­μεις της προ­ό­δου. Ήρθαν στον τόπο οι μαύ­ρες μέρες της 4ης Αυγού­στου. Οργί­α­ζε απ’ άκρη σ’ άκρη η δημα­γω­γία, η σπιου­νιά, η τρο­μο­κρα­τία. Τότε, τον Οχτώ­βρη του 1937, όταν τα ξερο­νή­σια κι οι φυλα­κές γέμι­σαν από λαϊ­κούς αγω­νι­στές και κάμπο­σοι λύγι­σαν, στις πιο δύσκο­λες στιγ­μές του κινή­μα­τος, το Κόμ­μα πρό­τει­νε στο Μαλ­τέ­ζο να ανα­λά­βει Γραμ­μα­τέ­ας της ΟΚΝΕ. Και κεί­νος, όπως πάντα, χωρίς καθό­λου να διστά­σει, πήρε το τιμό­νι στα χέρια του…

Και τώρα; στέ­κει εκεί κάτω απ’ το φεγ­γί­τη, σ’ ένα κελί της Ακτί­νας Θ΄, κοι­τά­ζει τη στε­νή λωρί­δα του γαλά­ζιου ουρα­νού, συλ­λο­γιέ­ται το δρό­μο της ζωής του και ― όπως είπε κάποιος ― αν ήταν ν’ αρχί­σει απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρό­μο θα έπαιρνε.

***

ΑΝΟΙΞΕ η πόρ­τα του κελιού και μπή­κε ο Βασιλάτος.

―Πώς κοι­μη­θή­κα­τε κ. Μαλ­τέ­ζο; ― ρώτη­ξε ειρωνικά.

Ο Μαλ­τέ­ζος δεν απά­ντη­σε κι εκεί­νος συνέχισε:

―Αυτά ήταν αψι­μα­χί­ες. Γρή­γο­ρα θ’ αρχί­σουν και οι μεγά­λες μάχες. Από δω ― βάλ­το καλά στο μυα­λό σου ― βγαί­νουν μόνο «ανα­νύ­ψα­ντες» ή πεθα­μέ­νοι. Ζωντα­νός… ούτε ένας. Εσύ, όπως είσαι σαν τον Άγιο Αντώ­νιο τον Ασκη­τή, δεν πρό­κει­ται να βαστά­ξεις πολ­λές μέρες και μια δου­λιά που είναι να γίνει αύριο, κάντην μια ώρα αρχί­τε­ρα. Για­τί να παι­δεύ­ε­σαι άδικα;

Και, απλώ­νο­ντας ένα χαρ­τί, συμπλήρωσε:

―Βάλε μια υπο­γρα­φή κι άντε στο καλό σου.

Μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό, και στα­θε­ρό ― τέτιος ήταν ο χαρα­κτή­ρας του τέτια ήταν κι όλη η ζωή του ― απάντησε:

―Άδι­κα παιδεύεστε.

Τον έδει­ραν με συρ­μα­τέ­νιο βούρ­δου­λα, κι απά­νω στις ματω­μέ­νες ανοι­χτές πλη­γές έρι­ξαν καυ­τό τσι­γα­ρι­σμέ­νο λάδι. Σπαρ­τά­ρη­σε το κορ­μί απ’ τους σπα­σμούς, όμως δεν έβγα­λε ούτε ένα «αχ!». Σε συνέ­χεια, τον άφη­σαν πέντε μέρος ήσυ­χο. Περισ­σό­τε­ρο δεν έκα­νε, μπο­ρού­σε να δυνα­μώ­σει και ν’ αντέ­ξει στα βασα­νι­στή­ρια, ούτε και λιγό­τε­ρο, για­τί μπο­ρού­σε να πεθά­νει. Μια τέτια λύση δεν την ήθε­λαν, θα μάθαι­ναν έξω και θα τους εμπό­δι­ζε να κάνουν τα ίδια και στους άλλους.

Την έκτη μέρα μπή­κε στο κελί όλη η κου­στω­δία. Επα­να­λή­φθη­κε η ίδια ιστο­ρία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και στα­θε­ρή απάντηση:

―Μη χάνε­τε τα λόγια σας. Σας είπα: Άδι­κα παιδεύεστε.

Τον βασά­νι­σαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλω­μέ­νο, ο ένας πάτη­σε το δεξί πόδι του Μαλ­τέ­ζου πάνω στο τσι­μέ­ντο, ο άλλος σήκω­σε το αρι­στε­ρό, όσο μπο­ρού­σε πιο ψηλά. Έβα­λαν ένα πέτα­λο στη φτέρ­να. Ο Βασι­λά­τος, μ’ ένα σαδι­στι­κό χαμό­γε­λο στα χεί­λη, σάλιω­σε το καρ­φί για να προ­χω­ρή­σει τάχα­τες ευκο­λό­τε­ρα, κι ο Διο­νυ­σά­τος το χτυ­πού­σε αργά μ’ ένα σφυ­ρί να μπει στο κρέ­ας. Μα δεν το πέτυ­χαν. Λιπο­θύ­μη­σε. Αυτοί πήγαι­ναν να πετα­λώ­σουν ζωντα­νό άνθρω­πο, να υπο­φέ­ρει, να στρι­φο­γυ­ρί­ζει απ’ τους πόνους, να βογ­γά­ει, να ουρ­λιά­ζει κι όχι έναν αναί­σθη­το. Κι ούτε τους σύφερ­νε να παρα­τρα­βή­ξουν το σχοι­νί, για­τί ήθε­λαν δηλω­σία κι όχι πεθαμένο.

Πότε συνήρ­θε; Κεί­νη τη μέρα; Την άλλη; Ήταν λερω­μέ­νος από νερά, ιδρώ­τα κι αίμα­τα παντού. Σιγά – σιγά τα γεγο­νό­τα γύρι­σαν στη μνή­μη του. Έκα­τσε και σκέ­φτη­κε ώρα πολ­λή. Ζύγι­σε τα πράγ­μα­τα απ’ όλες τις πάντες. Έβα­λε απ’ τη μια τα «υπέρ», απ’ την άλλη τα «κατά», και πήρε την απόφαση.

Το μεση­μέ­ρι του πήγαν το φαΐ. Το άφη­σαν κοντά στην πόρ­τα, κλεί­δω­σαν κι έφυ­γαν. Ήταν φασο­λά­δα. Άχνι­ζε και μύρι­ζε όμορ­φα. Σύρ­θη­κε ένα βήμα πιο κοντά, άπλω­σε το χέρι… κι ύστε­ρα απο­τρα­βή­χτη­κε ξανά στη γωνιά.

Το βρά­δυ του πήγαν πάλι φαγη­τό. Ρέγ­γα με αγριό­χορ­τα. Ο φύλα­κας, σαν είδε το μεση­με­ρια­νό άθι­χτο, ρώτησε:

―Για­τί δεν το έφα­γες; Μήπως θέλεις κανέ­να ορεχτικό;

―Θα κάνω απερ­γία πείνας.

―Μήπως σου πέρα­σε από το νου πως έτσι θα στα­μα­τή­σει ο χορός;

―Μπα! πού τέτια ευγέ­νεια… Εσείς με τα βασα­νι­στή­ρια πάτε ν’ απο­σπά­σε­τε δηλώ­σεις και να ρίξε­τε έτσι το κύρος του Κόμ­μα­τος… Κάποιος από μας πρέ­πει να στα­μα­τή­σει αυτή τη μηχανή…

―Θα ψοφή­σεις!

―Δεν πει­ρά­ζει… Τσά­μπα δε θα πάω… Θα ρθει ένας καιρός…

Στις 22 του Νοέμ­βρη 1938, όταν το Κόμ­μα έκλει­νε τα 20 χρό­νια του, πέθα­νε ο Μαλτέζος.

***

Η ΘΥΣΙΑ του Μαλ­τέ­ζου ― και τόσων άλλων ― δεν πήγε χαμέ­νη. Ήρθε ένας και­ρός, κεί­νος ο και­ρός που ονει­ρεύ­ο­νταν ο Μαλ­τέ­ζος. Η παλ­λη­κα­ριά του λαού απλώ­θη­κε απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλά­δα, αγκά­λια­σε όλα τα στρώ­μα­τα κι έφτα­σε στις πιο υψη­λές κορ­φές της μαζι­κής αυτο­θυ­σί­ας. Χιλιά­δες αγω­νι­στές ― παι­δό­που­λα, γέροι και γρηές, άντρες και γυναί­κες ― αντί­κρυ­σαν την κρε­μά­λα και το εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα με το όνο­μα του Κόμ­μα­τος στο στό­μα. Εκα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι ακο­λού­θη­σαν το ΚΚΕ και δημιούρ­γη­σαν το αθά­να­το έπος της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, έσω­σαν τον τόπο από τον αφα­νι­σμό, λευ­τέ­ρω­σαν την πατρί­δα μας. Ήρθε ο και­ρός που – όπως λέει κι ο ποιητής,

«Αντριά μου και περ­φά­νεια μου τα παίρ­νω απ’ τους συντρό­φους μου.
Δεν είναι τρεις και τέσ­σε­ρες, δεν είν’ που­λιά κι αγρίμια,
παρ’ είναι ανθός της ανθρω­πιάς, η λεβε­ντιά του κόσμου».

Και πάλι ανά­πο­δες μέρες. Μα θα ρθει ξανά ένας και­ρός, που λεύ­τε­ρος για πάντα ο λαός, θα τιμή­σει σε γιορ­τές, σε συγκε­ντρώ­σεις, σε παρε­λά­σεις, σε μνη­μεία, σε πίνα­κες και σε ποι­ή­μα­τα τους ήρω­ες του. Και μέσα σ’ αυτούς έναν απ’ τους πιο αντρειω­μέ­νους, το Χρή­στο το Μαλτέζο.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΣΗΣ

* Ιδρύ­θη­κε τον Νοέμ­βρη του 1918 ως Σοσια­λι­στι­κό Εργα­τι­κό Κόμ­μα Ελλά­δος (ΣΕΚΕ) και κρά­τη­σε αυτή την ονο­μα­σία μέχρι τον Νοέμ­βρη του 1924.
** Άννα Ματ­θαί­ου – Πόπη Πολέ­μη: Δια­δρο­μές της Μέλ­πως Αξιώ­τη 1947 – 1955. Μαρ­τυ­ρί­ες και κεί­με­να από τα Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστο­ρί­ας. Εκδό­σεις ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθή­να 1999.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο