Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρόνια που φεύγουν και χρόνια που έρχονται…

Γρά­φει η ofisofi //

«Ο χρό­νος, σκέ­φτο­μαι, ίσως είναι μια αργο­πο­ρη­μέ­νη τιμω­ρία – για ποιο πανάρ­χαιο σφάλ­μα! Βρά­δια­ζε. Άνοι­ξα το παρά­θυ­ρο κι αφου­γκρά­στη­κα μακριά το αιώ­νιο παρά­πο­νο του κόσμου.

Έτσι συνή­θως χάνου­με τα πιο ωραία χρό­νια μας, από ‘να τίπο­τα: ένα αύριο που άργη­σε ή ένα λυκό­φως που κρά­τη­σε πολύ….»

Τάσος Λειβαδίτης

Ο χρό­νος λένε οι επι­στή­μο­νες είναι έννοια σχε­τι­κή και κατα­σκευα­σμέ­νη από τους ανθρώ­πους. Δεν υπάρ­χει. Παρ’ όλα αυτά ένας χρό­νος φεύ­γει και ένας χρό­νος έρχε­ται και αυτό βοη­θά­ει να οριο­θε­τή­σου­με τη ζωή μας και τις ανά­γκες μας. Κάθε φορά που ξεκι­νά­ει αυτό το ταξί­δι μέσα στο νέο χρό­νο μέσα μου κυριαρ­χεί το άγχος και η αγω­νία του άγνω­στου. Τι είναι αυτό που η ζωή μάς επι­φυ­λάσ­σει κάθε φορά και πώς θα το διαχειριστούμε.

Από την άλλη ο νους μου γυρί­ζει πίσω και κοι­τά με ασφά­λεια πια ό,τι ζήσα­με, το παρελ­θόν. Αυτό δεν αλλά­ζει, έχει ήδη αφή­σει το απο­τύ­πω­μα, το ίχνος του σε πράγ­μα­τα, σε στιγ­μές , σε σχέ­σεις, σε φωτο­γρα­φί­ες. Είναι σαν αέρας άλλο­τε δυνα­τός και άλλο­τε ήπιος που παρα­σέρ­νει μαζί του τα μικρά και μεγά­λα. Μπο­ρεί να τα νιώ­σα­με όταν συνέ­βη­σαν αλλά τώρα έχου­με μόνο την ανά­μνη­σή τους. Όσο περ­νά­ει ο και­ρός αυτή η ανά­μνη­ση λειαί­νει την τρα­χύ­τη­τα, απα­λύ­νει την αγριά­δα και την έντα­σή τους σε σημείο να ξεχνά­με τις δύσκο­λες και τις επώ­δυ­νες στιγμές.

Μπρο­στά μας ορθώ­νε­ται το παρόν και στο βάθος θαμπό και αβέ­βαιο το μέλ­λον. Ακρο­βα­τώ­ντας ανά­με­σα στα όρια του χρό­νου αδυ­να­τώ να συλ­λά­βω πλέ­ον την ταχύ­τη­τα με την οποία τρέ­χουν τα γεγο­νό­τα και οδη­γούν σε ανα­τρο­πές πολυεπίπεδες.

Ο κόσμος αλλά­ζει με ιλιγ­γιώ­δη ταχύ­τη­τα και τρο­μα­κτι­κές αντι­θέ­σεις. Τερά­στια χάσμα­τα ανοί­γο­νται ανά­με­σα στις κοι­νω­νί­ες των ανθρώ­πων και ανά­με­σά τους κατα­βα­ρα­θρώ­νο­νται αξί­ες, ιδα­νι­κά, δικαιώ­μα­τα, ζωές. Στη μια μεριά η τεχνο­λο­γία εκτι­νάσ­σει τη ζωή μας σε δυσθε­ώ­ρη­τα ύψη, ανα­τρέ­πει συνή­θειες χρό­νων, διευ­κο­λύ­νει την επι­κοι­νω­νία και δικτυώ­νει τους ανθρώ­πους. Καται­γι­σμός πλη­ρο­φο­ριών, γνώ­σε­ων και εικόνων.

Στην άλλη μεριά η ζωή μας σε ενα­γώ­νια προ­σπά­θεια να κρα­τη­θεί όρθια.  Πολ­λές οι ανα­τρο­πές, δεν προ­λα­βαί­νου­με να τις συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με. Κατα­κτή­σεις και δικαιώ­μα­τα που χρειά­στη­καν πολ­λούς αγώ­νες για να θεσμο­θε­τη­θούν και χύθη­κε πολύ αίμα για να εδραιω­θούν χάθη­καν σε πολύ σύντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα καθό­λου ανά­λο­γο εκεί­νου που χρειά­στη­κε για να αποκτηθούν.

Κυρί­αρ­χη η τεχνο­λο­γία στη ζωή μας. Αλλά τι αξία έχει η γρή­γο­ρη επι­κοι­νω­νία και η κοι­νω­νι­κή δικτύ­ω­ση όταν η καθη­με­ρι­νό­τη­τα μας στε­ρεί­ται στοι­χειω­δών πλέ­ον δικαιω­μά­των και απο­λαύ­σε­ων και η κάθε προ­σπά­θεια ανα­λώ­νε­ται  στην εξα­σφά­λι­ση των μέχρι πριν λίγο και­ρό αυτο­νό­η­των, δηλα­δή στέ­γης και τροφής;

Για μια ακό­μη φορά η τεχνο­λο­γία χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να απο­μα­κρύ­νει από την ποιό­τη­τα της ζωής. Ας λένε μερι­κοί ότι οι κοι­νω­νι­κές αλλα­γές θα γίνουν μέσω της τεχνο­λο­γί­ας, δηλα­δή του δια­δι­κτύ­ου. Όπως πάνε τα πράγ­μα­τα σε λίγο και­ρό δεν θα είμα­στε σε θέση να εξα­σφα­λί­σου­με ούτε τη στοι­χειώ­δη πρό­σβα­ση σε αυτή καθώς η παρο­χή ηλε­κτρι­κού ρεύ­μα­τος και τηλε­φω­νι­κής σύν­δε­σης στο σπί­τι μας θα είναι είδος πολυ­τε­λεί­ας όπως είδος πολυ­τε­λεί­ας έγι­νε  και η θέρμανση.

Πριν από αρκε­τά χρό­νια, στη δεκα­ε­τία του ’80 ονει­ρευό­μα­σταν ένα κόσμο δια­φο­ρε­τι­κό. Θεω­ρού­σα­με δεδο­μέ­νη την εργα­σία και ζητού­σα­με να δου­λεύ­ου­με λιγό­τε­ρο και να πλη­ρω­νό­μα­στε κανο­νι­κά δια­τη­ρώ­ντας όλα τα δικαιώ­μα­τά μας και στο­χεύ­ο­ντας στην αύξη­ση του ελεύ­θε­ρου χρό­νου καθώς θεω­ρού­σα­με την δημιουρ­γι­κή αξιο­ποί­η­σή του μια ακό­μη κατά­κτη­ση. Το αίτη­μα 35 ώρες δου­λειά και πεν­θή­με­ρη εργα­σία δεν ακου­γό­ταν εξω­πραγ­μα­τι­κό. Τότε βέβαια δεν είχα­με internet. Μόλις και μετά βίας στα σπί­τια μας έμπαι­νε θριαμ­βευ­τι­κά η έγχρω­μη τηλε­ό­ρα­ση. Με το ζόρι είχα­με τηλε­φω­νι­κή σύν­δε­ση για­τί ήταν και αυτή θέμα πελα­τεια­κών σχέ­σε­ων. Η λέξη δια­κο­πές άρχι­σε να κάνει δει­λά – δει­λά την εμφά­νι­σή της μιας και μέχρι τότε οι κάπως πιο εύπο­ροι απλά παρα­θέ­ρι­ζαν. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρω­ποι είχαν όνει­ρα και όρα­μα και κυρί­ως αγω­νί­ζο­νταν λίγο ή πολύ.

Μετά μαζί με την Αλλα­γή ήρθαν  και  οι αλλα­γές.  Με τις διά­φο­ρες κοι­νω­νι­κές παρο­χές  οι άνθρω­ποι ένιω­σαν ότι η ζωή τους  βελ­τιώ­θη­κε και αφέ­θη­καν  και εξα­γο­ρά­στη­καν και κάποια μέρα με πολ­λά προ­σχή­μα­τα χάσα­με τα πάντα. Πρώ­τα πρώ­τα τη μόνι­μη και στα­θε­ρή δου­λειά. Αυτό έγι­νε σιγά σιγά για να μην το κατα­λα­βαί­νου­με. Ελα­στι­κά ωρά­ρια, μερι­κή απα­σχό­λη­ση, χαμη­λά μερο­κά­μα­τα, ανα­σφά­λι­στη και μαύ­ρη εργα­σία και η ζωή συνε­χι­ζό­ταν σαν να μην συνέ­βαι­νε τίπο­τα. Και φθά­σα­με σήμε­ρα να μην υπάρ­χει μόνι­μη και στα­θε­ρή εργα­σία, ούτε αξιο­πρε­πές μερο­κά­μα­το και αξιο­πρε­πής μισθός και επει­δή το μη χεί­ρον βέλ­τι­στον καλή είναι και η σύμ­βα­ση των δύο, πέντε, οκτώ μηνών. Και όχι μόνον αυτό, αλλά γίνα­με η γενιά των δόσε­ων και των ρυθ­μί­σε­ων. Και κάποια στιγ­μή αντι­λη­φθή­κα­με ότι  γεμί­σα­με τη ζωή μας με πράγ­μα­τα και αδειά­σα­με από ζωή, όπως έγρα­φε κάπο­τε ένα σύν­θη­μα σε τοίχο.

Εμείς που έχου­με ακό­μη δου­λειά ή  κατορ­θώ­σα­με να συντα­ξιο­δο­τη­θού­με έστω και με ψιχου­λά­κια  μάλ­λον είμα­στε οι τελευ­ταί­οι που δια­τη­ρού­με το δικαί­ω­μα που έγι­νε προνόμιο.

Ναι, αλλά έχου­με internet, facebook, twitter, skype, iphone , ipad κ.λπ. Μου θυμί­ζει τις παρα­γκου­πό­λεις στις παρυ­φές του ανα­πτυγ­μέ­νου κόσμου που οι κάτοι­κοί τους ζουν μέσα στη φτώ­χεια και στην εξα­θλί­ω­ση,  δεν πηγαί­νουν σχο­λείο, δεν έχουν περί­θαλ­ψη, τα παι­διά τους τσα­λα­βου­τούν μέσα στα από­βλη­τα των εργο­στα­σί­ων, στα σπί­τια τους δεν υπάρ­χει νερό, απο­χε­τευ­τι­κό, ψυγείο αλλά   έξω από κάθε παρά­γκα υπάρ­χουν μεγά­λα δορυ­φο­ρι­κά πιά­τα για να βλέ­πουν τηλε­ό­ρα­ση και να ξεχνιού­νται με τις σαπου­νό­πε­ρες γεμί­ζο­ντας το στο­μά­χι τους από τα φαγη­τά των μαγει­ρι­κών εκπομπών.

Έτσι και εμείς. Σε  κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτων επι­κοι­νω­νού­με με τα παι­διά μας, τους νέους μετα­νά­στες, στο εξω­τε­ρι­κό  Για σκέ­ψου πόσο χρό­νο έκα­νε το γράμ­μα παλιό­τε­ρα να πάει και πόσο κόστι­ζε το τηλε­φώ­νη­μα με το εξω­τε­ρι­κό. Μεγά­λη πρό­ο­δος στην επι­κοι­νω­νία, επα­να­στα­τι­κή. Και οι τηλε­ο­ρά­σεις οι λεπτές και μεγά­λης ευκρί­νειας με πόσο όμορ­φο τρό­πο μετα­δί­δουν από το πρωί μέχρι το βρά­δυ τις χαζο­χα­ρού­με­νες εκπο­μπές τους και την προ­πα­γαν­δι­στι­κή τους πλη­ρο­φό­ρη­ση τόσο που νομί­ζου­με ότι  δεν μας αφο­ρά αυτό που συμ­βαί­νει έξω από τον εαυ­τό μας και το σπί­τι μας, ότι είμα­στε   καλά για­τί δεν χάσα­με τη δου­λειά μας, το σπί­τι μας, δεν  μας πέτα­ξαν στο δρό­μο, δεν κοι­μό­μα­στε  κάτω από τη γέφυ­ρα, δεν τρώ­με  στο συσ­σί­τιο, δεν φτά­σα­με στα όρια της αυτο­κτο­νί­ας, δεν κρυώ­σα­με, δεν καή­κα­με. Αλλά και πολ­λοί από εκεί­νους που βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­ποι με αυτά ή άλλα προ­βλή­μα­τα  υιο­θέ­τη­σαν  μοι­ρο­λα­τρι­κή συμπε­ρι­φο­ρά και ιώβεια υπο­μο­νή. Συνή­θι­σαν να ζουν προ­σαρ­μο­ζό­με­νοι ή  περι­μέ­νο­ντας ένα θαύμα.

Μπο­ρού­με  όμως να είμα­στε καλά, να ζού­με καλά, να αισθα­νό­μα­στε  καλά  μέσα σ’ ένα κοι­νω­νι­κό σύστη­μα ανθρω­πο­φά­γο, γεμά­το αδι­κία, δυστυ­χία και θάνα­το; Ποιον  άρα­γε περι­μέ­νου­με να μας σώσει αν εμείς δεν αγω­νι­στού­με συλ­λο­γι­κά και στο­χευ­μέ­να για το παρόν και το μέλ­λον μας;

Η ανο­χή μας είναι και συνε­νο­χή σε ό,τι απάν­θρω­πο  μάς επι­βάλ­λε­ται  και θα μας επι­βάλ­λε­ται τα αμέ­σως επό­με­να χρό­νια. Όμως με την αδια­φο­ρία ή το φόβο μας  «Έτσι συνή­θως χάνου­με τα πιο ωραία χρό­νια μας, από ‘να τίπο­τα: ένα αύριο που άργη­σε ή ένα λυκό­φως που κρά­τη­σε πολύ….» .

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο