Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Όποιος δεν είναι έτοιμος να πεθάνει σήμερα ούτε αύριο θα ’ναι…»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Το “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941” του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) είναι ένα βιβλίο που δεν κυκλο­φο­ρεί στο εμπό­ριο και που σήμε­ρα πολύ δύσκο­λα μπο­ρεί κάποιος να το εντο­πί­σει στα παλαιο­βι­βλιο­πω­λεία. Το θέμα του βιβλί­ου είναι άγνω­στο στους πολ­λούς παρ’ όλο που πρό­κει­ται για μια από τις πιο ηρω­ι­κές και ένδο­ξες σελί­δες της ιστο­ρί­ας της Αντί­στα­σης του λαού μας.

Οι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι εκτο­πι­σμέ­νοι από την Μετα­ξι­κή δικτα­το­ρία στον Αη Στρά­τη, μετά την εισβο­λή στην Ελλά­δα των δυνά­με­ων του άξο­να, τον Οχτώ­βρη του 1940, ζητά­νε να απε­λευ­θε­ρω­θούν και να πάνε στο μέτω­πο να πολε­μή­σουν. Όμως η ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση έχει άλλα σχέ­δια γι’ αυτούς. Η φρου­ρά της χωρο­φυ­λα­κής του νησιού τον Απρί­λη του 1941 παρα­δί­δει δέσμιους τους εξό­ρι­στους στους Γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές  και για να κερ­δί­σει την εμπι­στο­σύ­νη των νέων αφε­ντι­κών της, χρη­σι­μο­ποιεί όλα τα μέσα για να κατα­φέ­ρει να απο­σπά­σει «δηλώ­σεις μετα­νοί­ας» με τις οποί­ες οι εξό­ρι­στοι θα απο­κη­ρύσ­σουν τις ιδέ­ες τους. Οι εξό­ρι­στοι απο­μο­νώ­νο­νται με τη δύνα­μη των όπλων σε ένα κτί­ριο («κεντρι­κός θάλα­μος») και εξα­να­γκά­ζο­νται από τους δεσμο­φύ­λα­κές τους τον χει­μώ­να του 1941–42 στο μαρ­τύ­ριο της πεί­νας, από την οποία πεθαί­νουν 33 κομμουνιστές.

bosis52Ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης), κομ­μου­νι­στής δάσκα­λος, λογο­τέ­χνης και μετα­φρα­στής, ήταν εξό­ρι­στος στον Αη Στρά­τη από την περί­ο­δο της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας, επέ­ζη­σε στη μάχη με την πεί­να και τον Ιού­νη του 1943 απέ­δρα­σε με τους ενα­πο­μεί­να­ντες ζωντα­νούς και «αμε­τα­νό­η­τους» συντρό­φους του, με τη βοή­θεια του ΕΛΑΝ, για να περά­σουν στη συνέ­χεια στα βου­νά της Μακε­δο­νί­ας όπου πολέ­μη­σαν τους καταχτητές.

Τον Μάρ­τη του 1947 το Εκδο­τι­κό Τμή­μα της ΚΕ του ΚΚΕ προ­λό­γι­σε και εξέ­δω­σε αυτό το βιβλίο, που χαρα­κτη­ρί­στη­κε από τον Κώστα Βάρ­να­λη ως «ντο­κου­μέ­ντο από τα πιο πολύ­τι­μα του λαϊ­κού αγώ­να». Το βιβλίο του Κώστα Μπό­ση επα­νεκ­δό­θη­κε (φωτο­γρα­φι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή της πρώ­της έκδο­σης) το 1977 από τις «Ιστο­ρι­κές Εκδό­σεις» και το 1995 με ιδιω­τι­κή έκδο­ση συντρό­φων και συχω­ρια­νών του συγγραφέα.

Στα πλαί­σια του αφιε­ρώ­μα­τος του περιο­δι­κού μας στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), εν όψει της εκδή­λω­σης προς τιμή του στις 23 Γενά­ρη  (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμ­με­τέ­χει ως συν­διορ­γα­νω­τής) δημο­σιεύ­ου­με από­σπα­σμα από το βιβλίο αυτό.

***

«Στις 14 του Γενά­ρη πήγα­με πάλι για χόρ­τα. Είχα­με αφή­σει τον Καντή­λα σ’ άσχη­μη κατά­στα­ση, από βρα­δύς δεν ήθε­λε να φάει. Σα γυρί­σα­με το βρά­δυ, δεν υπήρ­χε πια. Εκεί που κει­τό­τα­νε τόσον και­ρό ένας σκε­λε­τός, τώρα ήτα­νε άδειο. Δεν τον βρή­κα­με να τον απο­χαι­ρε­τή­σου­με, τον είχα­νε θάψει. Να λοι­πόν! Δεν ήταν αστείο. Τα λόγια γίνα­νε πρά­ξη· ο χορός άρχι­σε, η σκη­νή άνοι­ξε. Ο χάρος θρο­νιά­στη­κε στον θάλα­μο. Τον είχα­με στον πλευ­ρό, στο προ­σκέ­φα­λό μας. Στις 16 ο Μήτσης ο φυμα­τι­κός, στις 18 ο Φέζος κι ο Τρα­για­νός. Ο Σερα­φείμ Τσώ­νος ήτα­νε στα στερ­νά του. Φώνα­ξε κάποιο σύντροφο.

― Τι θέλεις Σερα­φείμ; τον ρώτησε.

― Πες σε κεί­νο τον Κοζά­κο να μου φέρει ένα τσι­γά­ρο. Πολ­λά του ’χω καπνί­σει, αλλά να μη βαρυ­γκο­μή­σει, θα ’ναι το τελευ­ταίο κι ύστε­ρα πες σε κεί­νους τους φίλους, τους γκαρ­δια­κούς, να ’ρθουν. Πες τους ο Τσώ­νος σάς θέλει, θα σας αφή­σει τη δια­θή­κη του. Θέλει να μιλή­σε­τε μαζί του για τελευ­ταία φορά.

Σε λίγο μαζεύ­τη­κε μια παρέα γύρω του.

― Κου­ρά­γιο, Σερα­φείμ! είπε κάποιος.

― Κου­ρά­γιο, είπε, χρεια­ζό­τα­νε ως εδώ, είμαι περή­φα­νος. Πέρα­σα σαν μπολ­σε­βί­κος τη δοκι­μα­σία. Πεθαί­νω χωρίς παρά­πο­νο. Όχι για­τί δεν αγα­πάω τη ζωή. Την αγα­πάω σαν κομ­μου­νι­στής πιό­τε­ρο απ’ τους άλλους, αλλά άμα είναι ανά­γκη να πεθά­νεις… δε μετά­νιω­σα. Είδα­τε; είμαι μια πιθα­μή άνθρω­πος, ξέρε­τε για­τί; τα παι­δι­κά μου παι­χνί­δια ήτα­νε οι μύγες, οι μαγα­ρι­σιές, τα κάτου­ρα κι οι αρρώστιες.

Η πρώτη σελίδα του βιβλίου του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941”, από την πρώτη έκδοση του 1947

Η πρώ­τη σελί­δα του βιβλί­ου του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση)
“ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941”, από την πρώ­τη έκδο­ση του 1947

Ως τα εφτά χρό­νια άκου­γα τη γκρί­νια του πατέ­ρα και της μάνας, που η φτώ­χεια τους ξεσπού­σε σε μένα και στ’ αδέλ­φια μου. Χάδι δεν ένιω­σα, γέλιο δεν αντί­κρι­σα, ψωμί δεν χόρ­τα­σα. Στα εφτά έγι­να τέλειος άνθρω­πος και μπή­κα σε μαγα­ζί για να βγά­λω το ψωμί μου, αρκε­τά χαρα­μο­ψώ­μι­σα! Δου­λειά στο μαγα­ζί μέρα με μέρα ή καλύ­τε­ρα νύχτα με νύχτα, ύστε­ρα τα ψώνια στο σπί­τι. Σκού­πι­σμα της κυράς, πλύ­σι­μο πιά­των και ρού­χων των παι­διών. Θα κοι­μό­ντα­νε πρώ­τα τ’ αφε­ντι­κά κι ύστε­ρα εγώ. Και το πρωί θα σηκω­νό­μου­να πρώ­τος. Αν καθό­μου­να μια στιγ­μή κάπου προ­σκύ­να­γα και κοι­μό­μου­να αμέ­σως. Η κυρά με τσί­μπα­γε να ξυπνή­σω και τ’ αφε­ντι­κό με φώνα­ζε χαϊ­δευ­τι­κά «χαρα­μο­φάη». Απ’ τα πρώ­τα χρό­νια η καρ­διά μου γέμι­σε μίσος. Δεν άκου­σα καλό λόγο, δε γνώ­ρι­σα την αγά­πη. Περ­νού­σα­νε τα χρό­νια, μεγά­λω­νε η πεί­ρα κι η σκέ­ψη. Τα ’θρε­φτε πλού­σια η ζωή, μα το κορ­μί έμε­νε αχα­μνό, αυτό δεν τρέ­φε­ται με τις βρι­σιές. Αυτό θέλει φαΐ, ύπνο, ξεκού­ρα­ση, χαρά, παιχνίδι.

Αλή­θεια! Λένε πως τα παι­διά παί­ζουν, δε βαριέ­σαι. Εγώ δεν έπαι­ξα. Μπρο­στά στο μαγα­ζί ήταν η θάλασ­σα, απέ­ρα­ντη, όμορ­φη. Λαχτά­ρι­σε η καρ­δού­λα μου το νερό. Έκλε­βα καμιά στιγ­μού­λα και την κοί­τα­ζα με έρω­τα, την ποθού­σα. Πολ­λές φορές ξεχνιό­μου­να και το πλή­ρω­να ακρι­βά. Ήθε­λα να βου­τή­ξω στο νερό, να παί­ξω στον αφρό της όπως κάνα­νε και τ’ άλλα παι­δά­κια. Το κορ­μί μου δε γεύ­τη­κε τη δρο­σιά, την αρμύ­ρα της, τα χάδια της. Κι η ψυχή μου έμει­νε παρα­πο­νε­μέ­νη. Πίσω είχε βου­νά, δάση απέ­ρα­ντα, απέ­ρα­στα απ’ τον ήλιο. Κι είχα­νε που­λιά, κι αγέ­ρι, χαρά και γλύ­κα. Απο­θύ­μη­σα να τρέ­ξω στο λόγκο, ν’ ανε­βώ στα δέντρα, να βρω φωλιές, να πιά­σω που­λιά, να βρω καρ­πούς, να κόψω λου­λού­δια. Τίπο­τα. Θέλη­σα να πάω σκο­λειό, να δω τι κλεί­να­νε μέσα οι φυλ­λά­δες, να δω τις εικό­νες τους, να δω τον καρα­γκιό­ζη. Ούτε θάλασ­σα και βου­νό και δάσος και που­λιά και σκο­λειό και βιβλία και καρα­γκιό­ζης, ζωή για μένα τ’ αργα­στή­ρι, το σπί­τι και τ’ αφε­ντι­κά. Κι έφτα­σα στα χρό­νια που νιώ­θει κανέ­νας το φύλο. Μα ποια κοί­τα­ζε μια πιθα­μή άνθρω­πο που τον έδερ­νε η κυρά επει­δή δεν έπλε­νε καλά τα βρα­κά­κια του μπέ­μπη; Κάποια και­νούρ­για δύνα­μη άντρω­σε μέσα μου, κάποιο αίσθη­μα, αλλά κι αυτά στεί­ρα. Τα ’φαγε τ’ αργαστήρι.

Αργό­τε­ρα βρέ­θη­κα στης ζωής το σταυ­ρο­δρό­μι, δεξιά δρό­μος πλα­τύς στρω­μέ­νος από αιώ­νες. Πατη­μέ­νος από μυριά­δες. Πλή­θη περ­νού­σα­νε, βαδί­ζα­νε, χάνο­νταν. Πέρα φάντα­ζε χλο­ε­ρό λιβά­δι. Πολι­τεί­ες πανώ­ριες. Κι άκου­γες λαγού­τα και βιο­λιά. Ζωή, κίνη­ση, χαρά. Ζερ­βιά ένα μονο­πα­τά­κι, μόλις ξεχώ­ρι­ζε, ανά­με­σα από πέτρες και κλα­διά. Μια χού­φτα άνθρω­ποι δου­λεύ­α­νε, σκά­βα­νε το μονο­πά­τι. Τους ζύγω­σα περίεργα.

― Γεια χαρά σας.

― Καλώς μας ήρθες.

Ροζια­σμέ­να χέρια, μπρά­τσα ατσα­λέ­νια, πρό­σω­πα σκαμ­μέ­να απ’ τις στε­ρή­σεις, απ’ τις έγνοιες, ούτε ’γω ξέρω. Στα μάτια μια αλλιώ­τι­κη λάμ­ψη σπί­θι­ζε και μιλού­σα­νε απλά, μιλού­σα­νε με θέρ­μη. Τα λόγια τους βγαί­να­νε απ’ την καρ­διά. Ένιω­θες σιγου­ριά κοντά τους. Σε κατα­κτού­σαν απ’ την πρώ­τη ματιά. Και μέσα μου ανά­βλυ­σε ένα αίσθη­μα που η ζωή μου στέ­ρη­σε, αγάπη.

― Πώς σας λένε; ρώτησα

― Μου­τζού­ρη­δες.

―Τι κάνε­τε αυτού;

― Σκά­βου­με το δρό­μο της προ­ό­δου, της ανάγκης.

Κοί­τα­ξα προ­σε­χτι­κά, δε σκά­βα­νε με τσα­πιά, με κασμά­δες, σκά­βα­νε με τα νύχια και τα δόντια. Και ο τόπος ήταν τόσο σκλη­ρός που δεν έπαιρ­νε άλλο. Στουρ­νά­ρια, ρίζες, χαμό­κλα­δα. Ποτί­ζα­νε την ξερή γη μ’ αίμα κι ιδρώ­τα. Κοί­τα­ξα πίσω. Μια ματω­μέ­νη γραμ­μή. Κοί­τα­ξα δεξιά – ζερ­βά, σωροί κόκα­λα, και δω κι εκεί και πολύ κοντά σταυ­ροί. Και κάθε λίγο και και­νούρ­γιος έμπαινε.

Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1977

Το εξώ­φυλ­λο της έκδο­σης του 1977

― Και τι είναι τού­τοι οι σταυ­ροί, οι σωροί τα κόκαλα;

― Είναι η πλη­ρω­μή, απάντησαν.

Κοί­τα­ξα μπρο­στά. Φόβος και τρό­μος, ανη­φο­ριά και λόγκος και πέτρες. Το μυα­λό μου δεν μπο­ρού­σε να το πιστέ­ψει πως μπο­ρού­σε να σκα­φτεί δρόμος.

― Και θα μπο­ρέ­σε­τε σεις ν’ ανοί­ξε­τε δρό­μο, λεω­φό­ρο, ανά­με­σα σ’ αυτά τα λόγκα και τους γκρε­μούς; Εσείς, μια χού­φτα άνθρωποι;

― Ναι, μ’ απά­ντη­σαν. Θα γελού­σα κι όμως ρίγη­σα. Κεί­νο το «ναι» ήτα­νε όλο πίστη και αυτο­πε­ποί­θη­ση, με τάρα­ξε. Το πίστε­ψα σχε­δόν κι εγώ.

― Είμα­στε λίγοι, ξανά­πα­νε, μα η θέλη­ση μεγά­λη, ωκε­α­νός η πίστη, βου­νό η αντο­χή κι ύστε­ρα θα ’ρθουν κι άλλοι, πολ­λοί, πάρα πολ­λοί. Η ζωή, η ανά­γκη θα τους φέρει. Θα τους σπρώξει.

― Και θα θυσια­στεί­τε σεις για ποιον, για τους άλλους;

― Χωρίς τη θυσία τίπο­τα το καλό δε θα φυτρώ­σει στη γη. Αυτό λέει η ιστο­ρία του κόσμου. Θα θυσια­στού­με για τον εαυ­τό μας, η θυσία μας θα ’ναι για τους άλλους.

― Για­τί δεν ακο­λου­θεί­τε τον άλλο δρό­μο; Είναι κιό­λας καμω­μέ­νος, πλα­τιά λεω­φό­ρος. Δεν έχει σταυ­ρούς, κόκα­λα, ούτε ανη­φο­ριές. Το τέρ­μα είναι ξεκά­θα­ρο. Λιβά­δια πρά­σι­να, όμορ­φες πολι­τεί­ες. Χαρά κι ευτυ­χία. Από δω τίπο­τα δεν φαί­νε­ται. Μόνο κορ­φές πανύ­ψη­λες, χωμέ­νες στην αντά­ρα και τα σύν­νε­φα. Πού βγαί­νει; Ίσως πίσω απ’ τα βου­νά να ’ναι γκρεμός.

― Ο δρό­μος δεξιά δεν έχει σταυ­ρούς και κόκα­λα, έχει όμως βάλ­τους που δεν φαί­νο­νται. Βάρα­θρο. Δεν σταυ­ρώ­νε­ται ένας – ένας. Αλλά πέφτουν κοπά­δια, ξεκλη­ρί­ζο­νται γενε­ές ολό­κλη­ρες. Τα λιβά­δια, οι ομορ­φιές και τα τρα­γού­δια, η παρα­δει­σέ­νια ζωή είναι η προ­βο­λή των πόθων και των καη­μών του κόσμου. Είναι τα καρ­βέ­λια που βλέ­πει ο νηστι­κός στον ύπνο του. Κεί­νος ο κόσμος είναι τ’ αντι­κα­θρέ­φτι­σμα που βλέ­πει ο Βεδουί­νος στην έρη­μο και που ποτέ δεν το φτά­νει. Ο κόσμος αυτός είναι φτια­χτός. Κι ο δρό­μος είναι της ρου­τί­νας και της κατα­στρο­φής. Τού­τος δεν έχει γκρε­μούς. Έχει αντά­ρες και σύν­νε­φα και εμπό­δια και δυσκο­λί­ες, μα είναι σίγου­ρος. Τρα­βά­ει πάνω, πιο πάνω, πάντα μπρο­στά και πάντα στο καλό.

Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1995 με χαρακτικό του Γιώργου Φαρσακίδη

Το εξώ­φυλ­λο της έκδο­σης του 1995 με χαρα­κτι­κό του Γιώρ­γου Φαρσακίδη

Κι άρχι­σαν να μου μιλά­νε για τους κλέ­φτες και τους κλεμ­μέ­νους. Για τους δου­λευ­τά­δες που πεθαί­νουν απ’ την πεί­να και τους τεμπέ­λη­δες που σκά­νε απ’ την πολυ­φα­γία. Τ’ αφε­ντι­κά, τις κυρά­δες με τα πιά­να και τους μπε­μπέ­δες με τα βρα­κά­κια και τα φτω­χό­παι­δα που δεν είδα­νε Θεού πρό­σω­πο. Στο σημείο αυτό τους κοί­τα­ξα προ­σε­χτι­κά. Μη και με γνώ­ρι­ζε κανέ­νας; Πόσο κεί­να που λέγα­νε έμοια­ζαν με τα δικά μου! Μου μίλη­σαν για αντί­θε­τες δυνά­μεις που παλεύ­ουν στη ζωή ακα­τά­παυ­στα, οι παλιές με τις και­νούρ­γιες, και πως πάντα αργά ή γρή­γο­ρα νικά­νε οι καινούργιες.

Πόσο όμορ­φα μιλού­σα­νε, πόσο ρίζω­ναν τα λόγια τους στην καρ­διά μου, πόσο αλη­θι­νά ήτα­νε, πόσο καθα­ρά! Χτύ­πη­σα το κεφά­λι μου, τόσο απλά και να μην τα κατα­λά­βω τόσον και­ρό;… Από τότε σύντρο­φοι, δεν ξεχώ­ρι­σα απ’ την παρέα τους. Και δεν το μετά­νιω­σα. Καλά θα ήταν, βρε παι­διά, να ’βλε­πα τη νίκη. Αλλά δεν είναι στο χέρι μου. Μα όποιος δεν είναι έτοι­μος να πεθά­νει σήμε­ρα ούτε αύριο θα ’ναι. Να ’χα όμως να χόρ­ται­να, προ­τού πεθά­νω, ένα κουρ­κού­τι, έστω λίγα χόρ­τα, ας είναι κι άβραστα.

Κοι­τα­χτή­κα­με, αλλά πού να βρεις τέτοιο πράμα.

― Σερα­φείμ, μη φωνά­ζεις, μη μιλάς πολύ.

― Να μη μιλή­σω πολύ για­τί; Για να οικο­νο­μή­σω δυνά­μεις; Για να ζήσω μια ώρα το πολύ περισ­σό­τε­ρο; Δε βαριέ­στε, βρε παι­διά!… Σε λίγο θα ’χω και­ρό να ξεκου­ρα­στώ. Ύστε­ρα αυτές τις στερ­νές ώρες θέλω να μιλή­σω με σας, σύντρο­φοι, με σας που αγώ­νες χρό­νια μας έδε­σαν, που ζήσα­με μια ολά­κε­ρη ζωή με τα καλά της και τις ανα­πο­διές της πάνω στον ξερό­βρα­χο αυτό, με τα πεί­σμα­τα, τις γκρί­νιες και τις αγά­πες, με τις μικρο­χα­ρές και τις μεγά­λες αγω­νί­ες. Θέλω να μιλή­σω όσο μπο­ρώ περισ­σό­τε­ρο με σας που μας κλεί­σα­νε σ’ έναν τάφο ζωντα­νούς. Λίγες στιγ­μές που θα μιλή­σω μαζί σας θ’ αξί­ζουν περισ­σό­τε­ρο από ώρες ολό­κλη­ρες που θα ζού­σα βου­βός. Αν τα κατά­φερ­να να μιλή­σω πιο δυνα­τά και πιο γρή­γο­ρα θα το ’κανα.

Όξω φύσα­γε βοριάς. Το νησί ήτα­νε κάτα­σπρο κι ήταν νύχτα. Σύχα­σε λίγο, ο χάρος όμως ζύγω­σε. Τα πόδια του κρύ­ω­σαν, τα χέρια του το ίδιο· άρχι­σε να κόβεται.

― Βρε Καρα­κώ­στα! Θα πας καμιά φορά κατά το Βόλο; Χαι­ρέ­τα μου, μωρέ, την εργα­τιά. Πες τους πως ο Τσώ­νος δεν τους ντρό­πια­σε. Μια χού­φτα κόκα­λα ήταν μα κοντα­ρο­χτυ­πή­θη­κε παλι­κα­ρί­σια με το χάρο. Κι όταν η κόκ­κι­νη παντιέ­ρα ανε­μί­σει πάνω από πολι­τεί­ες και χωριά, σε καρά­βια κι εργο­στά­σια, θέλω να πετα­χτεί­τε μια στιγ­μή κι ως εδώ στο ξερο­νή­σι. Να στή­σε­τε μια και στο μνή­μα μου και να φωνά­ξε­τε: «Σερα­φείμ, νική­σα­με, εκδικηθήκαμε».

[Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941”]
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο