Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Όρθιοι με τις γροθιές στον αέρα! Ψηλά» — Στο Λάκκο της Φλώρινας

Γρά­φει η ofisofi //

«Ήμου­να μικρό παι­δί όταν έγι­νε. Μετά έφυ­γα με τ’ άλλα παι­διά. Πήγα­με στην Τσε­χο­σλο­βα­κία. Όταν μεγά­λω­σα έφυ­γα από κει. Γύρι­σα όλον το κόσμο. Όταν μπό­ρε­σα να γυρί­σω, έπια­σα να φτιά­ξω ένα σπί­τι  εδώ κοντά για να ψάξω να βρω και τους δικούς μου… Ήξε­ρα μόνο πως εδώ από κάτω βρί­σκο­νται οι δικοί μου. Το’ μαθα πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα, όταν μια μέρα – έβρε­χε – ήρθε κι έστη­σε μια σκη­νή ένας άνθρω­πος. Τρεις μέρες ήταν συνέ­χεια μεθυ­σμέ­νος. Φοβή­θη­καν η γυναί­κα και τα παι­διά. Πήγα να δω ποιος είναι. «Μη φοβά­σαι», μου λέει. «Ήρθα από την Αυστρα­λία. Έχω τρία αδέρ­φια εδώ από κάτω. Υπο­σχέ­θη­κα, πριν πεθά­νω να έρθω να κοι­μη­θώ στον τάφο τους»! Έτσι έμα­θα που είναι θαμ­μέ­νοι κι οι δικοί μου» (μαρ­τυ­ρία).

florina2

Μετά τη μάχη, στο Λάκκο

Εκεί σ’ ένα λάκ­κο, στο «Λάκ­κο της Φλώ­ρι­νας» πετά­χτη­καν πάνω από 800 μαχη­τές και μαχή­τριες του ΔΣΕ, που πήραν μέρος στη Μάχη της Φλώ­ρι­νας στις 11 με 14 Φλε­βά­ρη 1949. Αρχι­κά το σχέ­διο προ­έ­βλε­πε η επί­θε­ση των ανταρ­τών να γίνει στις 10 Φλε­βά­ρη. Η μετα­τό­πι­ση της επί­θε­σης μία μέρα μετά έδω­σε την ευκαι­ρία στον κυβερ­νη­τι­κό στρα­τό να ενι­σχυ­θεί και με άλλες δυνά­μεις. Οι δυνά­μεις του ΔΣΕ συγκρού­στη­καν  με πολ­λα­πλά­σιες κυβερ­νη­τι­κές δυνά­μεις τόσο  αριθ­μη­τι­κά  όσο και σε χρή­ση πολε­μι­κών μέσων και οπλι­σμού. Η κατά­λη­ψη της πόλης είχε πολύ μεγά­λη σημα­σία για το ΔΣΕ καθώς ήταν σημα­ντι­κό στρα­τιω­τι­κό και πολι­τι­κό κέντρο.  Η επί­θε­ση του ΔΣΕ αν και υπήρ­ξε σφο­δρή κατέ­λη­ξε σε βαριά ήττα με τον κυβερ­νη­τι­κό στρα­τό να πλευ­ρο­κο­πά­ει τους μαχη­τές του  από τη στε­ριά και  την αερο­πο­ρία να βομ­βαρ­δί­ζει ανη­λε­ώς και ανε­ξέ­λεγ­κτα την πόλη της Φλώ­ρι­νας και τις γραμ­μές του ΔΣΕ που είχε αρχί­σει την υπο­χώ­ρη­ση. Οι υλι­κές κατα­στρο­φές ήταν μεγά­λες και οι απώ­λειες πολύ σημα­ντι­κές. Οι περισ­σό­τε­ροι μαχη­τές κατόρ­θω­σαν να δια­φύ­γουν, όμως οι τραυ­μα­τί­ες εκτε­λού­νταν επί τόπου. Υπο­λο­γί­ζε­ται ότι 350 τραυ­μα­τί­ες εκτε­λέ­στη­καν και πάρα πολ­λοί βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νοι μετα­φέρ­θη­καν μαζί με τους νεκρούς σε ένα χωρά­φι κοντά στην εκκλη­σία του Αγί­ου Θωμά, όπου έσκα­ψαν έναν λάκ­κο και με μπουλ­ντό­ζες τους έρι­ξαν όλους μέσα, ακό­μα και τους ημι­θα­νείς τραυ­μα­τί­ες  και τους έθα­ψαν ομαδικά.

florina3

«…Στις 11 Φλε­βά­ρη 1949, το τμή­μα μας ξεκί­νη­σε από τη Βίγλα προς Φλώ­ρι­να. Στις 12. 02. 1949 άρχι­σε η μάχη. Με Πάν­τζερ­φά­ουστ κάνα­με το πρώ­το χτύ­πη­μα. Το τμή­μα στρα­τού υπο­χώ­ρη­σε. Εμείς μπή­κα­με μέσα στην πόλη από την πλευ­ρά της Γεωρ­γι­κής Σχο­λής. Αφού κάνα­με οδο­μα­χί­ες επί 2–3 ώρες, πήρα­με δια­τα­γή να οπι­σθο­χω­ρή­σου­με μέσα σε συν­θή­κες σκλη­ρής παγω­νιάς και στα χιό­νια. Ο στρα­τός έκα­νε αντε­πί­θε­ση, το τμή­μα μας εγκλω­βί­στη­κε, είχα­με πολ­λούς νεκρούς και τραυ­μα­τί­ες. Εγώ τραυ­μα­τί­στη­κα βαριά στο αρι­στε­ρό πόδι και δεν μπο­ρού­σα να περ­πα­τή­σω. Η ομά­δα τραυ­μα­τιο­φο­ρέ­ων με βοή­θη­σε και με έβα­λε πάνω στο άλο­γο, εγώ, όμως, έπε­σα από το άλο­γο και έμει­να εκεί 24 ώρες. Με βρή­καν 2 φαντά­ροι και ο υπο­λο­χα­γός Βυζά­ντιος του Α2. Ο υπο­λο­χα­γός Βυζά­ντιος τρά­βη­ξε αμέ­σως το πιστό­λι του να με πυρο­βο­λή­σει. Τότε, ένας στρα­τιώ­της, Γκί­ζας Αλέ­κος, από τα Φάρ­σα­λα, εμπό­δι­σε τον υπο­λο­χα­γό Βυζά­ντιο να με πυρο­βο­λή­σει λέγο­ντάς του: “Μικρό παι­δί είναι, τραυ­μα­τί­ας, μην το κάνεις αυτό”. Ένας από τους φαντά­ρους μού είπε ότι “ο υπο­λο­χα­γός Βυζά­ντιος εκτέ­λε­σε 52 τραυ­μα­τί­ες εκεί­νη την ημέ­ρα”…» (από τη μαρ­τυ­ρία του Σερα­φείμ Κού­τσι­κου, μαχη­τή από το Παλιού­ρι Καρ­δί­τσας που κατα­τά­χτη­κε σε ηλι­κία 17 ετών στο Αρχη­γείο Αγρά­φων του ΔΣΕ).

Εκεί σε αυτό τον λάκ­κο πετά­χτη­καν και θάφτη­καν μαχη­τές και μαχή­τριες του ΔΣΕ χωρίς να τοπο­θε­τη­θεί ούτε ένα επι­τά­φιο σήμα που να θυμί­ζει τη σφα­γή και να φέρ­νει τα βήμα­τα των επι­ζώ­ντων συνα­γω­νι­στών, των συγ­γε­νών και εκεί­νων που επι­θυ­μού­σαν να απο­τί­σουν τον ελά­χι­στο φόρο τιμής για τη θυσία τους, να αφή­σουν ένα λου­λού­δι, ένα δάκρυ, να δώσουν όρκο συνέ­χι­σης του αγώνα.

«Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ. ΠΩΣ ΕΣΩΘΗ Η ΠΟΛΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΝ. Του απε­σταλ­μέ­νου μας κ. Β. Τσιμπίδαρου.

Φλώ­ρι­να, 16 ( Του απε­σταλ­μέ­νου μας). – Πολ­λοί άνδρες κι ακό­μα περισ­σό­τε­ρες γυναί­κες ανέ­βαι­ναν τον κεντρι­κό δρό­μο της πόλε­ως, με τα μαντή­λια στη μύτη, φτύ­νο­ντας δεξιά και αρι­στε­ρά από αηδία. Όλοι τους και όλες γύρι­ζαν από μια περί­ερ­γη έκθε­σι: Έκθε­σι πτω­μά­των. Έκθε­σι σκο­τω­μέ­νων συμ­μο­ρι­τών που τους έχου­νε αρα­διά­σει σ’ ένα απέ­ρα­ντο χωρά­φι λίγο πιο έξω από τη Φλώ­ρι­να, τον ένα δίπλα στον άλλο, ανά­σκε­λα, για να εξα­κρι­βω­θούν οι ταυ­τό­τη­τές τους. Εδώ ζουν σήμε­ρα χιλιά­δες ανταρ­τό­πλη­κτοι από τα γύρω χωριά. Γνω­ρί­ζουν όλους τους συμ­μο­ρί­τες της Πρέ­σπας. Και τους σπου­δαί­ους και τους μικρούς. Γι’ αυτό έτρε­ξαν με προ­θυ­μία να ιδούν ποιοι σκο­τώ­θη­καν. Σκύ­βα­νε με προ­σο­χή και τους κύτ­τα­ζαν. Ήταν ένα θέα­μα μακά­βριο, φοβε­ρά ανα­τρι­χια­στι­κό, απαί­σιο. Τρυ­πη­μέ­νοι από τις σφαί­ρες, κομ­μα­τια­σμέ­νοι από τους όλμους και το πυρο­βο­λι­κό, κοκ­κα­λια­σμέ­νοι από το κρύο, γιο­μά­τοι παγω­μέ­να αίμα­τα, αυτοί που είχα­νε πιστέ­ψει στην κατά­λη­ψι της Φλω­ρί­νης, βρί­σκο­νται σήμε­ρα στο λασπω­μέ­νο χωρά­φι της ίδιας πόλε­ως. Μα νεκροί. Και κάθε ώρα, κάθε στιγ­μή, από τα γύρω υψώ­μα­τα, από τις χαρά­δρες, μέσα από τα χιό­νια, κατε­βά­ζουν συνε­χώς τα πτώ­μα­τα. Πτώ­μα­τα! Πτώ­μα­τα! Αυτό δεν ήτα­νε μάχη. Ήταν πραγ­μα­τι­κή σφα­γή». (Εφη­με­ρί­δα «Εμπρός» της 17 /02/1949)

Ο χώρος πριν την διαμόρφωσή του

Ο χώρος πριν την δια­μόρ­φω­σή του

Τα χρό­νια που πέρα­σαν κάλυ­ψαν το χωρά­φι με χορ­τά­ρια και βάτα. Όμως η μνή­μη της θυσί­ας δεν έσβη­σε. Έγι­ναν μακρο­χρό­νιες προ­σπά­θειες τόσο από το ΚΚΕ όσο και από φορείς και οργα­νώ­σεις  να μην καλυ­φθεί ο χώρος από τσι­μέ­ντο, να μην οργω­θεί. Τα τελευ­ταία είκο­σι χρό­νια του­λά­χι­στον γίνο­νταν εκδη­λώ­σεις τιμής και μνή­μης των ομα­δι­κά θαμ­μέ­νων μαχη­τών στο Λάκ­κο της Φλώ­ρι­νας. Μαρ­μά­ρι­νες πλά­κες στή­θη­καν αρκε­τές φορές, αλλά πάντα κάποιοι τις βεβήλωναν.

Η λύση δόθη­κε μετά από μακρο­χρό­νιες προ­σπά­θειες και δικα­στι­κούς αγώ­νες όταν το ΚΚΕ αγό­ρα­σε το χώρο το 2009. Εκεί σε αυτόν τον χώρο, με αιμα­τη­ρές οικο­νο­μί­ες, ευρώ το ευρώ, και τη βοή­θεια συντρό­φων, φίλων και συνα­γω­νι­στών, στή­θη­κε μνη­μείο αντά­ξιο της θυσί­ας και της προ­σφο­ράς των νεκρών μαχη­τών του ΔΣΕ.

Εκεί βρε­θή­κα­με και εμείς, την Κυρια­κή 14 Φλε­βά­ρη 2016, στην εκδή­λω­ση για τα 70 χρό­νια του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας και τα απο­κα­λυ­πτή­ρια του μνημείου.

Από το πρωί της Κυρια­κής δεκά­δες λεω­φο­ρεία κατέ­φθα­σαν από διά­φο­ρες γωνιές της Ελλά­δας για να τιμή­σουν όσους έπε­σαν στη μάχη της Φλώρινας.

Ένα κόκ­κι­νο ποτά­μι με ανθρώ­πους κάθε ηλι­κί­ας ξεχύ­θη­κε μέσα στους δρό­μους της Φλώ­ρι­νας. Με παλ­μό, δυνα­μι­σμό και  συν­θή­μα­τα κατευ­θύν­θη­κε στο Λάκ­κο. Το ποτά­μι ενώ­θη­κε με μια πλα­τιά κόκ­κι­νη θάλασ­σα. Τρα­γού­δια, συν­θή­μα­τα και κόκ­κι­νες σημαί­ες  πλα­τά­γι­ζαν στον αέρα. Συνα­ντή­θη­κε με  αγω­νι­στές της Αντί­στα­σης και του ΔΣΕ και όλους  εκεί­νους που πολέ­μη­σαν για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση, την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, που δεν λύγι­σαν, που δεν υπο­τά­χθη­καν. Τους έβλε­πες ολό­γυ­ρα με τα σκαμ­μέ­να πρό­σω­πά τους, τα ταλαι­πω­ρη­μέ­να σώμα­τά τους παρέα με τους απο­γό­νους τους, με τις νεό­τε­ρες γενιές, όρθιους.  Η ιερό­τη­τα των στιγ­μών  είναι υπο­βλη­τι­κή καθώς συν­δυά­ζε­ται με τη γνώ­ση  ότι κάτω από το χώμα αυτό βρί­σκο­νται τα κόκ­κα­λα των νεκρών – μαχη­τών της Μάχης της Φλώ­ρι­νας. Δέος και συγκί­νη­ση κυριαρ­χούν στις καρ­διές μας και πολ­λές  σκέ­ψεις πολιορ­κούν το μυα­λό μας ανα­λο­γι­ζό­με­νοι το μέγε­θος του αγώ­να και της θυσί­ας των νεκρών μαχη­τών, αλλά και το χρέ­ος το δικό μας σήμερα.

Από την εκδήλωση. Πριν τα αποκαλυπτήρια

Από την εκδή­λω­ση. Πριν τα αποκαλυπτήρια

Το μνη­μείο δεσπό­ζει στο χώρο, καλυμ­μέ­νο με μια τερά­στια κόκ­κι­νη σημαία. Όταν αυτή πέφτει, απο­κα­λύ­πτο­νται τα γλυ­πτά, άνθρω­ποι με τις γρο­θιές σηκω­μέ­νες όρθιες στον αέρα.

«Σκέ­ψου η ζωή να τρα­βά­ει το δρό­μο της,
και συ να λείπεις,
να’ ρχο­νται οι Άνοι­ξες με πολ­λά διά­πλα­τα παράθυρα,
και συ να λείπεις,
να’ ρχο­νται τα κορί­τσια στα παγκά­κια του κήπου με χρω­μα­τι­στά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυ­μπά­νε το μεσημέρι,
και συ να λείπεις,
ένα ανθι­σμέ­νο δέντρο να σκύ­βει στο νερό,
πολ­λές σημαί­ες ν’ ανε­μί­ζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανε­βαί­νει η παρέ­λα­ση στην οδό Σταδίου,
χιλιά­δες κόσμος κρα­τώ­ντας στα χέρια του κόκ­κι­νες σημαίες,
κρα­τώ­ντας επι­τέ­λους τα όνει­ρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνα­τά τη λέξη σύντροφος,
και συ να λείπεις,
ύστε­ρα ένα κλει­δί να στρί­βει – η κάμα­ρα να’ να σκοτεινή
δυο στό­μα­τα να φιλιού­νται στον ίσκιο,
και εσύ να λείπεις,
σκέ­ψου δυο χέρια να σφίγ­γο­νται, και σένα­νε να σου λεί­πουν τα χέρια,
δυο κορ­μιά να παίρ­νο­νται, και συ να κοι­μά­σαι κάτου απ’ το χώμα,
και τα κου­μπιά του σακα­κιού σου ν’ αντέ­χουν πιό­τε­ρο από σένα
κάτου απ’ το χώμα.
κι η σφαί­ρα η σφη­νω­μέ­νη στην καρ­διά σου να μη λιώνει,
όταν η καρ­διά σου, που τόσο αγά­πη­σε τον κόσμο, θα’ χει λιώσει».
Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο
κι είπε με τη βαθειά του τη φωνή:
«Να λεί­πεις – δεν είναι τίπο­τα να λείπεις
αν έχεις λεί­ψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο».

67 χρό­νια μετά  βρε­θή­κα­με στο Λάκ­κο της Φλώ­ρι­νας και τιμή­σα­με τους μαχη­τές, τους αγω­νι­στές του ΔΣΕ. Ο αγώ­νας τους φάρος φωτει­νός και οδη­γός για να κρα­τιό­μα­στε εμείς όρθιοι και να στο­χεύ­ου­με στην πραγ­μα­το­ποί­η­ση του ονεί­ρου τους και του ορά­μα­τός τους για την ανα­τρο­πή του απάν­θρω­που καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος και τη δημιουρ­γία μιας πραγ­μα­τι­κής σοσια­λι­στι­κής κοινωνίας.

florina6

«Και θα λάβου­νε τα όνει­ρα εκδί­κη­ση, και θα σπεί­ρου­νε γενε­ές στους αιώ­νες των αιώ­νων!» ( Οδυσ­σέ­ας Ελύτης )

Ανά­με­σα στα χρέη μας η ανά­δει­ξη και η απο­κα­τά­στα­ση της ιστο­ρι­κής αλή­θειας. Ήρθε πλέ­ον ο και­ρός να τους βγά­λου­με από την αφά­νεια, να  διώ­ξου­με την σκό­νη, τη στά­χτη της αμαύ­ρω­σης και της κατα­συ­κο­φά­ντη­σής τους. Και όχι μόνον αυτών των μαχη­τών αλλά όλων εκεί­νων που διώ­χτη­καν, φυλα­κί­στη­καν, βασα­νί­στη­καν, εξο­ρί­στη­καν, λοι­δω­ρή­θη­καν, απα­ξιώ­θη­καν μόνο και μόνο για­τί όρθω­σαν το ανά­στη­μά τους και πάλε­ψαν μέσα σε αντί­ξο­ες συν­θή­κες για τα ιδα­νι­κά τους και τα σοσια­λι­στι­κά ορά­μα­τά τους.

Στα στρα­τιω­τι­κά πεδία κάποιος θα νική­σει, κάποιος θα χάσει. Σημα­σία έχουν οι ηθι­κές νίκες, εκεί­νες που διδά­σκουν και καθο­δη­γούν. Διδα­σκό­μα­στε από τις επι­λο­γές τους για­τί μπρο­στά  στο δίλημ­μα «Υπο­τα­γή ή ξεση­κω­μός», επέ­λε­ξαν τον ξεση­κω­μό και πάλε­ψαν ηρω­ι­κά μέχρι το τέλος.

Κι ήθε­λε ακό­μη πολύ φως να ξημε­ρώ­σει. Όμως εγώ
Δεν παρα­δέ­χτη­κα την ήττα. Έβλε­πα τώρα
Πόσα κρυμ­μέ­να τιμαλ­φή έπρε­πε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντη­ρή­σω μέσα στις φλόγες.
Μιλά­τε, δεί­χνε­τε πλη­γές αλλό­φρο­νες στους δρόμους
Τον πανι­κό που στραγ­γα­λί­ζει την καρ­διά σας σα σημαία
Καρ­φώ­σα­τε σ’ εξώ­στες, με σπου­δή φορ­τώ­σα­τε το εμπόρευμα
Η πρό­γνω­σίς σας ασφα­λής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προ­σε­χτι­κά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φρά­ζω με σύνε­ση το τελευ­ταίο μου φυλάκιο
Κρε­μώ κομ­μέ­να χέρια στους τοί­χους, στολίζω
Με τα κομ­μέ­να κρα­νία τα παρά­θυ­ρα, πλέκω
Με κομ­μέ­να μαλ­λιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώ­τα περι­μέ­νω
. (Μανό­λης Αναγνωστάκης)

Μπο­ρεί κανείς να αντι­τά­ξει πολ­λά για λάθη, για παρα­βλέ­ψεις, για ελατ­τώ­μα­τα, για μικρό­τη­τες, για φαγω­μά­ρες. Ναι, έγι­ναν πολ­λά μέσα στον αγώ­να και την αγω­νία της μάχης, αλλά εμείς οφεί­λου­με να διδα­χτού­με μελε­τώ­ντας τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, τοπο­θε­τώ­ντας τα στην επο­χή τους και να μάθου­με, να κρί­νου­με και να προ­χω­ρού­με  μπρο­στά συμ­με­τέ­χο­ντας στους πολι­τι­κούς, κοι­νω­νι­κούς και ταξι­κούς αγώ­νες ενερ­γά και στο­χευ­μέ­να. Οι αγώ­νες και οι θυσί­ες ακό­μα και αν δεν έφε­ραν τη νίκη ανοί­γουν νέους δρό­μους και φωτί­ζουν τις κακο­το­πιές και τους δύσβα­τους δρό­μους. Και είναι πολ­λοί  αυτοί που έχου­με να περπατήσουμε.

florina7

«Ποτέ μην αρνη­θείς το παρελ­θόν, να το ενσω­μα­τώ­σεις στο παρόν, να σχη­μα­τί­σεις το μέλ­λον». ( Πέτρος Κόκκαλης)

ΑΘΑΝΑΤΟΙ !

*****

Τα απο­κα­λυ­πτή­ρια και την κεντρι­κή ομι­λία έκα­νε ο Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚΕ Δ. Κου­τσού­μπας. Άνοι­ξε την εκδή­λω­ση και χαι­ρέ­τι­σε ο Γ. Βήτ­τας, Γραμ­μα­τέ­ας της Επι­τρο­πής Περιο­χής της ΚΟ Δυτι­κής Μακε­δο­νί­ας του ΚΚΕ. Χαι­ρέ­τι­σε ο Θωμάς Ψαρο­γιάν­νης εκ μέρους της Λέσχης Φίλων του ΚΚΕ στην Ουγ­γα­ρία. Το ποί­η­μα του Γιάν­νη Ρίτσου απήγ­γει­λε η Ιωάν­να Ψαρο­γιάν­νη. Το μνη­μείο είναι έργο του Μέμου Μακρή του οποί­ου τα δικαιώ­μα­τα παρα­χώ­ρη­σε η κόρη του, Κλειώ Μακρήη οποία και παρα­βρέ­θη­κε στην εκδή­λω­ση. Η κατα­σκευή και τοπο­θέ­τη­σή του έγι­νε με την καθο­ρι­στι­κή συμ­βο­λή συντρό­φων και φίλων του ΚΚΕ από την Ουγ­γα­ρία. Χορω­δία μαχη­τών του ΔΣΕ τρα­γού­δη­σε τρία τρα­γού­δια. Έγι­νε προ­σκλη­τή­ριο νεκρών. Η εκδή­λω­ση έκλει­σε με τη Διεθνή.

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη Μάχη της Φλώ­ρι­νας, τα απο­σπά­σμα­τα των μαρ­τυ­ριών, φωτο­γρα­φί­ες  και το ρεπορ­τάζ της εφη­με­ρί­δας «Εμπρός» αντλή­θη­καν από την έκδο­ση της Επι­τρο­πής Περιο­χής Δυτι­κής Μακε­δο­νί­ας του ΚΚΕ, «Σε όσους έπε­σαν στη μάχη της Φλώ­ρι­νας για να θριαμ­βεύ­σει η ζωή», Φλε­βά­ρης 2016

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο