Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Άγγελος Σικελιανός, ανήκει στο λαό

«Ψεύ­τι­κοι θεοί πολ­λοί σαπί­σου­νε την πλάση
μα αυτός ο θεός που ‘ναι ο λαός, θα μεί­νει πάντα
στη σαπι­σμέ­νη γη να φέρ­νει την υγειά της»

Ο Άγγε­λος Σικε­λια­νός γεν­νή­θη­κε στη Λευ­κά­δα στις 15 Μαρ­τί­ου 1884 και πέθα­νε στην Αθή­να στις 19 Ιου­νί­ου 1951.

Δεν ήταν οποιοσ­δή­πο­τε ποι­η­τής. Στά­θη­κε μια από τις κορυ­φαί­ες ποι­η­τι­κές λύρες, μια από τις μεγα­λύ­τε­ρες πνευ­μα­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες της Ελλά­δας που όμως φρό­ντι­σαν να μεί­νει έξω από την Ακα­δη­μία. Το επί­ση­μο κρά­τος (κυβέρ­νη­ση Τσαλ­δά­ρη) μάλι­στα έφτα­σε στo κατά­ντη­μα να παρέμ­βει ανοι­χτά ώστε να μην απο­νε­μη­θεί το βρα­βείο Νόμπελ στον Σικε­λια­νό. Ο πρέ­σβης της χώρας στη Σου­η­δία διά­βα­σε την ανα­κοί­νω­ση της κυβέρ­νη­σής του για τη βρά­βευ­ση του Σικε­λια­νού, με τη δικαιο­λο­γία ότι «πρό­κει­ται για επι­κίν­δυ­νο κομμουνιστή».

Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στην ποί­η­ση με τον «Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το» που προ­κά­λε­σε αίσθη­ση και ανα­γνω­ρί­στη­κε ως σταθ­μός στην ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία. Κυρί­αρ­χη η ελλη­νι­κή φύση ειδο­μέ­νη μέσα από το φακό της ιστορίας.

Λάτρης της αρχαιό­τη­τας είδε την ανα­γέν­νη­ση του έθνους στην παλι­νόρ­θω­ση των αρχών της κλα­σι­κής αρχαιό­τη­τας, την οποία θαύ­μα­σε με τρό­πο μεταφυσικό.

Αδυ­να­τεί να κατα­λά­βει την αιτία της μιζέ­ριας και της κακο­δαι­μο­νί­ας. Δεν κατά­λα­βε τίπο­τα από τις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις, τους ανε­λέ­η­τους νόμους της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης και της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νι­κής πάλης. Με τον τρό­πο του μέθυ­σε με τη Μεγά­λη Ιδέα με την οποία νομί­ζει ότι υπη­ρε­τεί τη Ρωμιο­σύ­νη, το λαό, την Ελλά­δα.  Τόπο και λαό τ’ αγά­πη­σε βαθιά.

Ηρθαν δδύο παγκό­σμιοι πόλε­μοι να τον συγκλο­νί­σουν. Ο πρώ­τος έφε­ρε ένα ποι­η­τι­κό μού­δια­σμα. Είναι η περί­ο­δος που κυριαρ­χεί­ται από την Δελ­φι­κή Ιδέα, την ουτο­πία μιας Αμφικτυονίας.

Ο Β’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος όμως ξύπνη­σε τον Σικε­λια­νό και είδε τα πάντα με νέο φως. Στά­θη­κε μπρο­στά­ρης στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση και έστω και αργά είδε το και­νού­ριο που έφε­ρε η Οχτω­βρια­νή Επανάσταση.

Αυτή η στρο­φή τον ανέ­βα­σε στο βάθρο του εθνι­κού ποι­η­τή. Μα όσο πλη­σί­α­ζε το λαό τόσο η αντί­δρα­ση τον κατέ­τρε­χε. Προ­σπά­θη­σε να τον συκο­φα­ντή­σει, να τον απο­σιω­πή­σει, να τον ταπεινώσει.

Λίγο πριν πεθά­νει, ο Άγγε­λος Σικε­λια­νός έγρα­ψε και εξέ­δω­σε το «Διγε­νή Ακρί­τα». Ενα τρα­γού­δι για τον Αντάρ­τη, τρα­γού­δι για τη Λευ­τε­ριά, τρα­γού­δι της Ειρή­νης, τρα­γού­δι της νέας κοι­νω­νί­ας των ελεύ­θε­ρων ανθρώ­πων, απαλ­λαγ­μέ­νων από την εκμετάλλευση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο