Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Άμα ζήσεις να γράψεις δυο λέξεις για τον Άη Στράτη…»

Από­σπα­σμα από το μυθι­στό­ρη­μα του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση): “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941”. Δια­βά­στη­κε στην εκδή­λω­ση τιμής και μνή­μης για τον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) στην Ανέ­ζα Άρτας, το Σάβ­βα­το 23 Γενά­ρη 2016 (ανα­λυ­τι­κό φωτο-ρεπορ­τάζ ΕΔΩ). Την εκδή­λω­ση διορ­γά­νω­σαν ο Σύλ­λο­γος Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Νομού Άρτας, ο Σύλ­λο­γος Γυναι­κών Αμβρα­κι­κού και το ηλε­κτρο­νι­κό περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Το κεί­με­νο διά­βα­σε η νηπια­γω­γός Αφρο­δί­τη Κατσα­ού­νου, μέλος του Συλ­λό­γου Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Νομού Άρτας.

Η τελευταία έκδοση, το 1995

Η τελευ­ταία έκδο­ση, το 1995

Προ­χω­ρά­με με καλ­πα­σμό στο κέντρο της κόλα­σης. Οι στρό­βι­λοί της μας παρα­σέρ­νουν με γλη­γο­ρά­δα και απει­λούν να μας κατα­πιούν όλους μαζί. Περά­σα­με το δεύ­τε­ρο δεκα­ή­με­ρο του Φλε­βά­ρη και μπαί­νου­με στο τρί­το. Ο Μπά­μπης βρί­σκε­ται στα στερ­νά του. Πεθαί­νει ήρε­μα, ήσυ­χα, χωρίς φασα­ρί­ες και νεύ­ρα, πεθαί­νει ηρω­ι­κά, ακρι­βώς όπως και έζησε.

Ήταν μια όμορ­φη μέρα. Μια αχτί­δα περ­νώ­ντας απ’ το φεγ­γί­τη της πόρ­τας έπαι­ξε με τις σκό­νες του θαλά­μου. Ο Μπά­μπης την είδε.

― Είναι καλός και­ρός όξω, μου είπε. Θα ’θελα να μου κάνεις μια χάρη. Θα ’ναι η τελευταία.

― Ν’ ακούσω.

― Θα ’θελα να με βγά­ζα­τε στους μύλους. Ήθε­λα ν’ αγνα­ντέ­ψω ολό­γυ­ρα. Να δω την απέ­ρα­ντη θάλασ­σα. Να φτά­σει το μάτι πάνω στη Σαμο­θρά­κη, κάτω στη Σκύ­ρα και πιο μακριά ο νους. Θα ’θελα να πάρω μια εικό­να της φύσης, της ζωής για τον άλλο κόσμο.

― Μπά­μπη, αυτό δε γίνε­ται. Εδώ πεθαί­νουν και δεν έχου­με ποιος να τους σηκώ­σει, πώς να σε πάμε σένα και να σε φέρου­με, μάλι­στα ζωντα­νό; Λυπά­μαι πολύ, αλλά αυτό που ζητάς είναι αδύ­να­το. Ύστε­ρα σαν κι είμαι πολύ καλύ­τε­ρα εγώ από σένα;

― Όχι, με παρε­ξή­γη­σες. Κατα­λα­βαί­νω πως αυτό δε γίνε­ται. Θέλω να με βγά­λε­τε δω απ’ όξω απ’ το θάλα­μο. Μόνο δέκα βήμα­τα. Φώνα­ξε και δυο άλλους να σε βοη­θή­σουν. Θα προ­σπα­θή­σω να στυ­λώ­σω κι εγώ τα ξυλο­πό­δα­ρά μου.

bosis_ekdhlosi8973

Κι αυτό δεν ήταν καθό­λου εύκο­λο. Αλλά μπο­ρού­σα να χαλά­σω το χατί­ρι του ετοι­μο­θά­να­του; Με δυο άλλους, με κόπο, σβάρ­να – σβάρ­να τον τρα­βή­ξα­με δέκα βήμα­τα απ’ το θάλα­μο. Στρώ­σα­με κάτι και τον ξαπλώ­σα­με, ύστε­ρα μάζε­ψα κάμπο­σες πέτρες και τις έβα­λα πίσω του. Πάνω σ’ αυτές ό,τι κου­ρέ­λι είχα δια­θέ­σι­μο, κι από πάνω ένα μαξι­λά­ρι κάποιου άλλου που είχε πεθά­νει. Έτσι ήταν μισο­κα­θι­σμέ­νος. Τώρα στο φως φάνη­κε τι ήταν, χωρίς καμιά υπερ­βο­λή, σωστό σκιά­χτρο. Μόνο στις λακ­κού­βες των ματιών του τρε­μό­σβη­νε μια στά­λα ζωή. Αν δεν ήταν αυτή η κατά­στα­ση, αν κάποιος άπει­ρος τον έβλε­πε κάπου αλλού θα ’βαζε το κεφά­λι του στοί­χη­μα πως δεν είναι άνθρω­πος ζωντα­νός. Κι όμως το σκιά­χτρο άνοι­ξε τα μάτια, κοί­τα­ξε ολό­γυ­ρα, σάλε­ψε τα χεί­λη και μίλησε.

― Αγνά­ντε­ψε, μου είπε. Κει πέρα είναι το Άγιο Όρος. Παρα­κά­τω η Χαλ­κι­δι­κή. Πίσω η Σαλο­νί­κη κι ο κάμπος της με τα χωριά και τις πολι­τεί­ες του. Χαμη­λό­τε­ρα η Θεσ­σα­λία και πιο πέρα, πιο βαθιά η Ήπει­ρος. Κάτω η Αθή­να, η καρ­διά μας. Πέρα απ’ το υγρό αυτό στοι­χείο είναι ο λαός μας και πιο μακριά οι λαοί της Οικου­μέ­νης. Κι αυτοί πεθαί­νουν, μα όχι σαν εμάς, σκο­τώ­νουν και σκο­τώ­νο­νται. Πολε­μά­νε. Από μας πήρα­νε την ανώ­τε­ρη χαρά τ’ αγω­νι­στή να πεθαί­νει πολε­μώ­ντας. Μας σκο­τώ­νουν δολο­φο­νι­κά, μπα­μπέ­σι­κα. Εγώ δε θα δω νίκη, λευ­τε­ριά, πατρί­δα. Θα φυλά­γω με τους άλλους συντρό­φους μου το βρά­χο αυτό, δεί­χνο­ντας ζωντα­νά, παρα­στα­τι­κά στις ερχό­με­νες γενε­ές το τι θα πει τρί­τος ελλη­νι­κός πολι­τι­σμός. Σεις μερι­κοί, πολύ λίγοι, ίσως να βγεί­τε. Αν γίνει αυτό στις μάχες ποτέ να μη λησμο­νά­τε τον Άη Στρά­τη. Πρέ­πει να είναι σύμ­βο­λο που θα φλο­γί­ζει τις καρ­διές σας, θα σας ατσα­λώ­νει, θα κάνει το χέρι σας να μην τρέ­μει όταν θα κτυ­πά­ει. Όταν θα θυμό­σα­στε τη μάχη της πεί­νας θα σπρώ­χνε­τε το μαχαί­ρι στην καρ­διά του φασι­σμού χωρίς οίκτο και συμ­βι­βα­σμό. Η δοκι­μα­σία τού­τη πρέ­πει να σας απαλ­λά­ξει και θα σας απαλ­λά­ξει από πολ­λές ανθρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες και θα βλέ­πε­τε τους φασί­στες έξω από χρώ­μα και εθνι­κό­τη­τα, γυμνούς. Και θα τους πλη­ρώ­σε­τε όπως τους αξί­ζει. Αν σε κανέ­να σας φυτρώ­σουν αδυ­να­μί­ες, συμπό­νια, μικρο­α­στι­κή φιλαν­θρω­πία, να ’χει την κατά­ρα μου και την κατά­ρα όλων των συντρό­φων που αφή­νε­τε εδώ. Κάθε άλλος που δε δοκί­μα­σε το φασι­σμό σαν κι εμάς μπο­ρεί να συχω­ρε­θεί. Μα σεις ποτέ. Αν υπο­κρι­τι­κά, ιησουί­τι­κα χτυ­πή­σουν τη χορ­δή του ιππο­τι­σμού φέρ­τε στο νου σας το Βου­δι­κλά­ρη, το δια­βο­λό­πα­πα, το θαλασ­σό­νε­ρο, τα αγριό­χορ­τα, τα ψοφί­μια και θα γίνε­τε βρά­χοι. Τρα­βά­τε απ’ τ’ αρχείο της μνή­μης την εικό­να του κεντρι­κού και θα γίνε­τε άτρω­τοι. Θα βρεί­τε και κεί­νους που μας παρά­τη­σαν την ώρα της μάχης. Ο λαός θα τους σχω­ρέ­σει. Εσείς ποτέ!

gia_anarthsh4

Άμα θα νική­σε­τε βάλ­τε στα βιβλία σας και μια σελί­δα μ’ επι­κε­φα­λί­δα: « Άη Στρά­της». Όχι για να τιμή­σε­τε εμάς. Εμείς κάνα­με ό,τι μπο­ρού­σα­με, πλη­ρώ­σα­με τα χρέη μας στην ανθρω­πό­τη­τα, πεθά­να­με και τελεί­ω­σε. Όχι για μας. Για σας. Για τα παι­διά μας. Να μάθουν να μισούν το φασι­σμό τόσο που να μην χωρά­ει άλλο και να μη συχά­σουν αν δεν τον ξερι­ζώ­σουν με τη φωτιά και το σίδερο.

Θα πας και στην πατρί­δα. Να πας σπί­τι μου, σου εμπι­στεύ­ο­μαι τα παι­διά μου, όχι να τα θρέ­ψεις, αλλά να τους δεί­ξεις το δρό­μο. Θα βρεις τη γυναί­κα μου, μπο­ρεί και να μη ζουν. Αν ζουν πες τους με τι τρό­πο πέθα­να. Όχι για να κλά­ψουν, αλλά για να μ’ εκδι­κη­θούν. Ίσως να μη νιώ­σουν την αξία της θυσί­ας μου. Πρέ­πει και να τη νιώ­σουν και να μ’ ανα­πλη­ρώ­σουν. Κι αν πήρα­νε ή πάρουν στρα­βό δρό­μο πες τους πως τους αφαι­ρώ τ’ όνο­μά μου.

Και μια χάρη ακό­μα. Άμα ζήσεις να γρά­ψεις δυο λέξεις για τον Άη Στρά­τη. Πρέ­πει να μάθει καθέ­νας πως η λευ­τε­ριά δεν κερ­δί­ζε­ται με λόγια αλλά με θυσί­ες, μ’ αίμα. Σάρ­κες ανθρώ­πι­νες θέλει το δέντρο της λευ­τε­ριάς να ριζώσει.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο