Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άννα Φρανκ (Πέθανε σαν σήμερα 12 Μαρτίου 1945)

Στις 12 Μαρ­τί­ου 1945 πέθα­νε σε ηλι­κία 15 ετών από τύφο στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης του Μπέρ­γκεν — Μπέλ­σεν, η Άννα Φρανκ, εβραιο­πού­λα, που έμει­νε στην ιστο­ρία για το ημε­ρο­λό­γιό της.

Γόνος εύπο­ρης οικο­γε­νεί­ας, η Άννα Φρανκ γεν­νή­θη­κε στις 12 Ιου­νί­ου του 1929 στη Φραγ­κφούρ­τη της Γερμανίας.

Όταν οι ναζι­στές ανήλ­θαν στην εξου­σία το 1933 και μετά το πρώ­το πογκρόμ κατά των Εβραί­ων ο διο­ρα­τι­κός πατέ­ρας της, Οτο Φρανκ μετέ­φε­ρε την τετρα­με­λή του οικο­γέ­νεια (τη γυναί­κα του και τις δύο κόρες του, Άννα και Μάρ­γκο) στο Άμστερ­νταμ της Ολλανδίας.

Έτσι η Άννα είχε μια όμορ­φη παι­δι­κή ηλι­κία μέχρι που τα ναζι­στι­κά στρα­τεύ­μα­τα εισέ­βα­λαν στην Ολλαν­δία. Η οικο­γέ­νεια Φρανκ κρύ­φτη­καν για δύο ολό­κλη­ρα χρό­νια[1]. Μέχρι που προ­δό­θη­καν και στις 4 Αυγού­στου 1944 τους έπια­σε η Γκε­στά­πο και έστει­λε στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης του Άου­σβιτς – Μπιρ­κι­νά­ου. Μετά τις νίκες του Κόκ­κι­νου Στρα­τού η Άννα και η μεγα­λύ­τε­ρη αδελ­φή της μετα­φέρ­θη­καν στο στρα­τό­πε­δο Μπέρ­γκεν – Μπέλ­σεν. Από όλη την οικο­γέ­νεια μόνο ο πατέ­ρας γλί­τω­σε από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των ναζί.

Όσο διά­στη­μα η Άννα Φρανκ ζει κρυμ­μέ­νη κατα­γρά­φει στο ημε­ρο­λό­γιό της τις σκέ­ψεις της για την αγά­πη, τη ζωή, την ευτυ­χία… Έγρα­φε το ημε­ρο­λό­γιό της σε μορ­φή γραμ­μά­των, τα οποία απηύ­θυ­νε σε μια φαντα­στι­κή φίλη, την Κίττυ.

Η πρώ­τη σελί­δα του ημε­ρο­λο­γί­ου γρά­φτη­κε στις 8 Ιου­λί­ου 1942 – τρεις μέρες αφό­του η αδελ­φή της θα έπρε­πε να παρου­σια­στεί στη Γκε­στά­πο για τη «μετα­φο­ρά της στη Γερ­μα­νία». Αυτή η ημε­ρο­μη­νία οδή­γη­σε την οικο­γέ­νεια στην κρυ­ψώ­να της, μερι­κά δωμά­τια στο πίσω μέρος μιας απο­θή­κης. Η τελευ­ταία σημεί­ω­ση έχει γρα­φτεί από την Άννα την 1 Αυγού­στου 1944.

«Είναι δυνα­τόν κάπο­τε να ξανα­γε­λά­σου­με και να ‘μαστε χαρού­με­νοι, όταν θα ξεχα­στούν κάπως αυτές οι φοβε­ρές σκη­νές του πολέ­μου; Κάθε τι που κάνω σκέ­φτο­μαι αυτούς που έχουν χαθεί. Κι όταν καμιά φορά γελώ, ξαφ­νι­κά τρο­μά­ζω και σκέ­φτο­μαι πως δεν είναι σωστό να είμαι χαρού­με­νη. Πρέ­πει όμως να κλαίω κι όλη την ημέρα;»

Το Ημε­ρο­λό­γιο βρέ­θη­κε εντε­λώς τυχαία. Τρεις μέρες μετά τη σύλ­λη­ψη της οικο­γέ­νειας Φρανκ, η στε­νή φίλη και βοη­θός της οικο­γέ­νειας Μεπ Γκρί­ες, βρή­κε τα πετα­μέ­να τετρά­δια της Άννας – στα οποία δεν έδω­σαν σημα­σία οι Γκε­στα­πί­τες. Τα μάζε­ψε, τα φύλα­ξε προ­σε­χτι­κά και στα τέλη Μάη του 1945 τα έδω­σε στον πατέ­ρα της Άννας, Όττο Φρανκ, ο οποί­ος μόλις είχε απελευθερωθεί.

Αυτό το ημε­ρο­λό­γιο είναι σήμε­ρα ένα από τα αρι­στουρ­γή­μα­τα της παγκό­σμιας Λογο­τε­χνί­ας. Μετα­φρά­στη­κε σε πάρα πολ­λές γλώσ­σες και έχουν τυπω­θεί εκα­τομ­μύ­ρια αντίτυπα.

Στην αρχή έδω­σε το ημε­ρο­λό­γιο για μετά­φρα­ση προ­κει­μέ­νου να το δια­βά­σει η για­γιά της Αννας που είχε βρει κατα­φύ­γιο στην Ελβε­τία, και να πάρει μια  ιδέα από τα βάσα­νά τους.

Έπει­τα όμως από το άρθρο «Η φωνή ενός παι­διού» σε ολλαν­δι­κή εφη­με­ρί­δα (3/4/1946) ο Οττο Φρανκ δέχτη­κε πιέ­σεις να δημο­σιεύ­σει το «Ημε­ρο­λό­γιο της Άννας Φρανκ». Έκτο­τε και μέχρι που πέθα­νε στη δεκα­ε­τία του 1980, ο Οττο Φρανκ έπρε­πε να απο­δει­κνύ­ει σε δικα­στή­ριο όπου τον έσερ­να νεο­φα­σί­στες ότι το ημε­ρο­λό­γιο δεν ήταν πλα­στό. Κοντά και οι ανα­θε­ω­ρη­τές ιστο­ρι­κοί του Ολο­καυ­τώ­μα­τος συνε­χί­ζουν να το αμφισβητούν.

Τρι­γυρ­νάω χωρίς σκο­πό στο σπί­τι, από δωμά­τιο σε δωμά­τιο, ανε­βο­κα­τε­βαί­νω τις σκά­λες. Αισθά­νο­μαι πως είμαι ένα που­λί που του έκο­ψαν τις φτε­ρού­γες και στο σκο­τά­δι χτυ­πά­ει τα φτε­ρά του στα σίδε­ρα του στε­νού κλου­βιού του. ’’Να βγω έξω, να βγω έξω’’ ακούω μια φωνή μέσα μου… Ποθώ τον αέρα της εξο­χής και το γέλιο. Ξέρω όμως δεν υπάρ­χει άλλη λύση και τότε πηγαί­νω στο κρε­βά­τι μου, για να μπο­ρέ­σω να ξεπε­ρά­σω αυτές τις δύσκο­λες ώρες..

Αυτά που λέω σε εσέ­να, δεν πρέ­πει να τα δεί­ξω στους άλλους. Για­τί, αν και οι οχτώ παρα­πο­νιό­μα­στε και γυρ­νά­με στο σπί­τι με δυστυ­χι­σμέ­να πρό­σω­πα, πού θα καταλήγαμε»

 

 

[1] Ο πατέ­ρας της δημιούρ­γη­σε ένα προ­σάρ­τη­μα στην απο­θή­κη τρο­φί­μων στο όπου δού­λευε, το οποίο απο­τε­λού­νταν από δύο δια­με­ρί­σμα­τα εξο­πλι­σμέ­να με τα κατάλ­λη­λα μέσα για να φιλο­ξε­νή­σουν δύο οικο­γέ­νειες, των Φρανκ και των Βαν Πελ — την τρι­με­λή οικο­γέ­νεια του συνερ­γά­τη του Οτο Φρανκ. Τις δύο οικο­γέ­νειες ακο­λού­θη­σε στο κατα­φύ­γιό τους και ο Ντά­σελ, ένας ηλι­κιω­μέ­νος Εβραί­ος οδοντίατρος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο