Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Ένα από τα λιγοστά παράπλευρα οφέλη, που προσφέρει η πρωτεύουσα τα τελευταία χρόνια, είναι ότι κατάφερε να αποκτήσει πολυπολιτισμικό χρώμα και λίγη από τη χαμένη νοστιμιά της, που την είχαν σκεπάσει το νέφος και το τσιμέντο. Δεν είναι όμως ένα χαρούμενο, πολύχρωμο γαϊτανάκι, αλλά ένα σουρωτήρι ξεριζωμένων λαών, που συγκρατεί ομήρους στα δίχτυα της και ρίχνει από πάνω μπόλικα ανατολίτικα μπαχαρικά, για να καλύψει την μπόχα την ανθρώπινη και την αποπνικτική μυρωδιά της δυστυχία που στοιβάζεται στο κέντρο της.
Κι αν τελικά η ζωή συνεχίζεται και βρίσκει χαραμάδες, για να βγει στην επιφάνεια, αυτό σημαίνει πως χρειάζεται τροφή να την εξασφαλίσει και φαγάδικα που την προσφέρουν, όχι δωρεάν, αλλά πολύ φτηνά σε σχέση με ό,τι έχουμε συνηθίσει να πληρώνουμε στις εξόδους μας. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να μην είχαν την άνεση να μην ήρθαν με τις περιουσίες τους (κι αν είχαν, θα τους τις έφαγαν στη διαδρομή οι λαθρέμποροι διακινητές ψυχών), ούτε για πολιτιστική ανταλλαγή απόψεων, ηθών και εθίμων, αλλά κουβάλησαν μαζί τους, μαζί με το φορτίο της δυστυχίας τους, και τις συνταγές τους, που αποτελούν κομμάτι του εαυτού τους και του πολιτισμού τους.
Η πιο συνηθισμένη λιχουδιά της Μέσης Ανατολής είναι το φαλάφελ, κάτι σαν το δικό μας πιτόγυρο, που είναι όμως κεφτές από ρεβίθι, αλλά πολύ πιο νόστιμος από όσο θα φοβόταν κάποιος που δεν πολυσυμπαθεί τα όσπρια. Και τα πιο ωραία, αυθεντικά φαλαφελατζίδικα (για όποιον δε βολεύεται με τις «εκλεπτυσμένες» απομιμήσεις) είναι στην πλατεία Βάθη, στην αρχή της Λιοσίων, δυο-τρία μαγαζιά στη σειρά, χωρίς να ξεχωρίζει κάποιο εμφανώς από τα υπόλοιπα.
Ο μεγαλύτερος φόβος ενός αμύητου είναι πως θα φάει κάτι πολύ καυτερό, που θα το στείλει στο ταβάνι, χοροπηδώντας, ή κάτι βαρύ κι ασήκωτο, ου μην και βρώμικο ή επικίνδυνο, που θα το στείλει τρέχοντας στην Καλλιόπη. Που είναι και τα δύο αστικοί μύθοι. Κανείς πχ δεν είναι υποχρεωμένος να φάει κάτι καυτερό, και βασικά δε θα του ‘ρθει ποτέ στο πιάτο, αν δεν το παραγγείλει. Αν παρόλα αυτά, του αρέσουν α πικάντικα, μπορεί να δοκιμάσει τις αντοχές του και να απογειώσει τη φαλαφελόπιτά του, νιώθοντας τα μπαχάρια να δρουν στον ουρανίσκο του και να ανοίγουν τα ρουθούνια του.
Όσο για την ποιότητα και την αξιοπιστία, τα μαγαζιά αυτά έχουν τόση κατανάλωση σε καθημερινή βάση, καθώς το «μυστικό» κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, που διώχνει κάθε υποψία, ακόμα και για τα πιο ευαίσθητα στομαχάκια. Αν και τίποτα δεν μπορεί να νικήσει την ψυχολογική αυθυποβολή ενός αρνητικά προκατειλημμένου πελάτη (τόσο το χειρότερο για αυτόν όμως).
Σε κάθε περίπτωση, όποιος μπορέσει να ξεπεράσει τους φόβους του, ας έχει καθαρό πως δεν πρόκειται να πάθει τίποτα, αλλά δεν πηγαίνει εκεί προφανώς για το ευχάριστο, ειδυλλιακό περιβάλλον της πλατείας Βάθη –εκτός κι αν τη βρίσκει με την κίνηση και την ατμόσφαιρα της Λιοσίων. Θα έχει όμως την ευκαιρία να φάει, μεταξύ άλλων, το καλύτερο κοτοσουβλάκι (ή κοτόπουλο καλαμάκι, δε θα τα χαλάσουμε εκεί) που έχει δοκιμάσει εδώ και πολύ καιρό. Δε θα ξαλαφρώσει πολύ την τσέπη του, όσο κι αν πασχίζει για το αντίθετο η «δεύτερη φορά Αριστερά» που ανέβασε το ΦΠΑ της εστίασης στο 23%. Και το πιο βασικό, θα μείνει μακριά από τα χρυσά αυγά, που ευδοκιμούν στην περιοχή, αλλά αποφεύγουν συστηματικά τέτοια μαγαζιά, γιατί δεν τα σηκώνει το καθαρό κι εθνικά περήφανο DNA τους.
Οπότε τόσο το καλύτερο για τους υπόλοιπους…