Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έλα ρε Χαραλάμπη…

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Με αφορ­μή τη γιορ­τή του αγί­ου Χαρά­λα­μπου θα κάνου­με ένα ταξί­δι. Θα ταξι­δέ­ψου­με πίσω στο χρό­νο με τα «φτε­ρά» της μου­σι­κής. Με ένα τρα­γού­δι θρύ­λο, τον «Χαρα­λά­μπη », σύμ­φω­να με το οποίο ήθε­λαν να παντρέ­ψουν τον απα­θα­να­τι­ζό­με­νο άνθρω­πο με το ζόρι, ενώ αυτός δια­μαρ­τύ­ρε­ται και ανα­ρω­τιέ­ται αν γίνε­ται «με το ζόρι παντρειά;».

Το δημώ­δες άσμα δε μας πλη­ρο­φο­ρεί αν ο Χαρα­λά­μπης αρκέ­στη­κε στη δια­μαρ­τυ­ρία «Δεν τη θέλω — θα την πάρεις./ Αλλα λόγια πέστε, ρε παιδιά./ Τι καμώ­μα­τα είναι τούτα,/ με το ζόρι παντρειά;», ή αν, τελι­κά, επεί­σθη από τα προ­τε­ρή­μα­τα της νύφης, «Ελα, βρε Χαρα­λά­μπη , κι είναι νοι­κο­κυ­ρά, ζυμώ­νει, μαγει­ρεύ­ει το μήνα μια φορά» ή υπέ­κυ­ψε στο δέλε­αρ «να φάμε και να πιού­με και να χορέ­ψου­με» και μαζί με τον Ησα­ΐα χόρε­ψε και έναν τσάμικο…

Ο «Χαρα­λά­μπης » σατι­ρί­ζει κωμι­κές κατα­στά­σεις, που σχε­τί­ζο­νταν με το γάμο (δυο — τρεις αιώ­νες πριν), ο οποί­ος δεν ήταν πάντα όπως τον γνω­ρί­ζου­με σήμε­ρα. Ο άνθρω­πος ξεκί­νη­σε από τον ομα­δι­κό γάμο, πέρα­σε στον ζευ­γα­ρω­τό και, με την εμφά­νι­ση της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, κατέ­λη­ξε στη μονο­γα­μία και στην κυριαρ­χία του άντρα στην κοι­νω­νία. Ηταν μια πορεία στα­δια­κής αφαί­ρε­σης της σεξουα­λι­κής ελευ­θε­ρί­ας της γυναί­κας, που ανα­δει­κνύ­ε­ται σιγά σιγά σε «εργα­ζό­με­νη μητέ­ρα και καλή νοι­κο­κυ­ρά» σαν τη «Μαί­ρη Πανα­γιω­τα­ρά». Αυτή η εξέ­λι­ξη των μορ­φών συμ­βί­ω­σης δεν είναι τυχαία, αντα­να­κλά το επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης του ανθρώ­που και των παρα­γω­γι­κών σχέσεων.

Και απ’ τον ομα­δι­κό και απ’ το ζευ­γα­ρω­τό γάμο, δε λεί­πουν οι «γόη­δες» και τα επι­λε­κτι­κά ζευ­γα­ρώ­μα­τα μονι­μό­τε­ρου χαρα­κτή­ρα, ούτε τα απα­ραί­τη­τα περι­θώ­ρια που επι­τρέ­πουν μια σχε­τι­κή ισορ­ρο­πία ώστε να μην ξεση­κώ­νο­νται παρά­πο­να και συγκρού­σεις. Πάντως, ήταν όλοι τους από «πεποί­θη­ση» γυμνι­στές, αιμο­μεί­κτες και μοι­χοί, μέχρι που περά­σα­νε στις …απα­γω­γές και στα προ­ξε­νιά. Δια­μορ­φώ­θη­καν και τα αντί­στοι­χα κοι­νω­νι­κά πρό­τυ­πα για τον άντρα και τη γυναί­κα. Σκο­πός κάθε γυναί­κας, πλέ­ον, να γεν­νο­βο­λή­σει πεντέ­ξι παι­διά για να διαιω­νί­σουν το πατρι­κό όνο­μα και να κλη­ρο­νο­μή­σουν την περιου­σία. «Ως πότε να ‘σαι ανύ­πα­ντρη για να βρο­ντά η ποδιά σου, να παντρευ­τείς, να γκα­στρω­θείς για να φανεί η λεβε­ντιά σου»…

«Με το ζόρι παντρειά»

«Στα χωριά της Αττι­κής (και αλλού), είχαν συνή­θεια να παντρεύ­ο­νται και με τη βία. Αυτό γινό­ταν με το εξής σύστη­μα: Τ’ αδερ­φο­ξα­δέρ­φια της κόρης στή­ναν “παγί­δα” σ’ έναν καλό νέο που ήθε­λαν να τον κάνουν γαμπρό.

Τον παρά­σερ­ναν σε μια από τις ταβέρ­νες του χωριού, δήθεν, για να τον κερά­σουν ένα ποτή­ρι κρα­σί. Εκεί πίνο­ντας και τρώ­γο­ντας, τον έκα­ναν τύφλα στο μεθύ­σι και με “τρό­πο” τον πήγαι­ναν στο σπί­τι της οικο­γέ­νειας της κοπέ­λας, την οποία ήθε­λαν να αρρα­βω­νιά­σουν. Μόλις έμπαι­νε στην αυλή ο …υπο­ψή­φιος γαμπρός, οι συγ­γε­νείς της κόρης αμπα­ρώ­ναν με το μάντα­λο την εξώ­πορ­τα κι άρχι­ζαν να πυρο­βο­λούν στον αέρα, για να τους ακού­σουν οι γεί­το­νες: “Να μας ζήσουν”, “Αρρα­βώ­νες έχου­με”, “Αρρα­βω­νιά­σα­με τη Λενιώ μας”.

Οταν ξεμέ­θα­γε ο νέος, ήταν πια πολύ αργά. Βρι­σκό­ταν μέσα στο σπί­τι της …αρρα­βω­νια­στι­κιάς του! Ηθε­λε, δεν ήθε­λε, θα την έπαιρ­νε γυναί­κα του. Αν μπο­ρού­σε, ας έκα­νε κι αλλιώς. Κιν­δύ­νευε η ζωή του, αφού …είχε πάει στο σπί­τι της κόρης να τη ζητή­σει σε γάμο, σύμ­φω­να με το θέα­τρο που του έπαι­ξαν και το χωριό άκου­σε τους χαρ­μό­συ­νους πυρο­βο­λι­σμούς κι έμα­θε τους αρρα­βώ­νες» («Το Λεξι­κό της Λαϊ­κής Σοφί­ας», Τάκη Νατσούλη).

Μ’ αυτόν τον τρό­πο, οι χωρι­κοί της Αττι­κής, σαν πρα­κτι­κοί άνθρω­ποι που ήταν, απέ­φευ­γαν συνή­θως, να υπο­βλη­θούν στη δια­δι­κα­σία του προξενιού.

Γάμος με προξενιό

Ο έρω­τας, που «δεν είν’ ανθός, μαζί του για να παίξεις/ Μον’ είναι βάτος μ’ αγκα­θιές κι αλί­μο­νό σου αν μπλέ­ξεις», μένει ανεκ­πλή­ρω­τος και γίνε­ται τρα­γού­δι και μολό­η­μα. Οι γάμοι στην Αθή­να, όπως και στις επαρ­χί­ες, γίνο­νταν με συνοι­κέ­σιο. Ο τρό­πος με τον οποίο τελού­νταν τα συνοι­κέ­σια απο­τε­λεί μια, εκ πρώ­της όψε­ως, παρά­δο­ξη σελί­δα του βίου των νεοελλήνων.

Το διπλω­μα­τι­κό αυτό έργο έφερ­ναν σε πέρας οι πασί­γνω­στες εξ επαγ­γέλ­μα­τος προ­ξε­νή­τρες, σπα­νί­ως στέλ­νο­νταν προ­ξε­νη­τά­δες. Σπά­νιοι ήταν οι γάμοι με άμε­ση συνεν­νό­η­ση των οικο­γε­νειών (χωρίς προξενιά).

Τα καθή­κο­ντα της προ­ξε­νή­τρας δεν ήταν τυχαία. Εργο της ήταν να εξυ­ψώ­σει τα υλι­κά, σωμα­τι­κά και ηθι­κά προ­τε­ρή­μα­τα του νέου και να εξά­ρει την ομορ­φιά της νύφης (αφού ο δυστυ­χής γαμπρός δεν μπο­ρού­σε να δει τη νύφη). Επρε­πε να φέρει σε πέρας το έργο της χωρίς να μπο­ρεί κανείς να την κατη­γο­ρή­σει μετά ότι είπε ψέμα­τα. Εκεί κρι­νό­ταν η επι­δε­ξιό­τη­τά της και η πονη­ριά της. Το πετύ­χαι­νε αυτό, είτε λέγο­ντας μισές αλή­θειες, είτε με το διφο­ρού­με­νο τρό­πο που μιλού­σε. Ελε­γε η προ­ξε­νή­τρα ότι «ο γαμπρός αν πάρει έχει στά­ρι, αν πάρει έχει κρι­θά­ρι» (αν πάρει, παρά­φρα­ση της λέξης αμπά­ρι) και οι γονείς της νέας υπέ­θε­ταν ότι ο γαμπρός έχει αμπά­ρια γεμά­τα σιτά­ρι και κριθάρι.

Αν η πρό­τα­ση της προ­ξε­νή­τρας γινό­ταν απο­δε­κτή, τότε πήγαι­νε στο σπί­τι της νύφης σε προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη ημέ­ρα και λάμ­βα­νε την «κόπια», δηλα­δή τη σημεί­ω­ση των προι­κώ­ων, την οποία παρέ­δι­δε στην οικο­γέ­νεια του γαμπρού για να κάνουν τις παρα­τη­ρή­σεις τους.

Η μη απο­δο­χή της πρό­τα­σης της προ­ξε­νή­τρας γινό­ταν με εύσχη­μο τρό­πο, συνή­θως με τις φρά­σεις «καλός και άξιος, δε σου λέω, μα δεν έχου­με και­ρό», «αν είναι της τύχης θα γίνει» κλπ. Για να απο­φύ­γουν τις επι­πτώ­σεις από τη δυσα­ρέ­σκεια της προ­ξε­νή­τρας. Ιδί­ως της εξ επαγ­γέλ­μα­τος, την κακο­γλωσ­σιά της οποί­ας πολύ φοβού­νταν. Μπο­ρού­σε να δια­δώ­σει οτι­δή­πο­τε για την κόρη τους και να γίνει πιστευτή.

Πάντως, ήταν σπά­νια η απόρ­ρι­ψη της πρό­τα­σης της προ­ξε­νή­τρας. Τότε συνή­θως ακο­λου­θού­σε το «κλέ­ψι­μο» της νέας.

«Νύφη άπροικος παρρησίαν ουκ έχει»

Οι δύο νέοι αντι­προ­σω­πεύ­ουν τα συμ­φέ­ρο­ντα των οικο­γε­νειών και ο γάμος γίνε­ται με βάση το συμ­φέ­ρον των οικο­γε­νειών και όχι την επι­θυ­μία των προ­σώ­πων. Είναι το μέσο για τη διαιώ­νι­ση του πατρι­κού ονό­μα­τος και τη μετα­βί­βα­ση της γονι­κής περιου­σί­ας, ως κλη­ρο­νο­μιά στα αγό­ρια και ως προί­κα στα κορίτσια.

Η προί­κα έπρε­πε να είναι ανά­λο­γη της κοι­νω­νι­κής θέσης του γαμπρού. Περι­λάμ­βα­νε κτή­μα­τα, άλλα ακί­νη­τα, ζώα, χρη­μα­τι­κό ποσό, έπι­πλα, οικια­κά σκεύη, είδη ιμα­τι­σμού και ένδυ­σης, και τιμαλ­φή που δώρι­ζαν οι γονείς στη νύφη. Ολα αυτά κατα­γρά­φο­νταν στην «κόπια», η οποία άρχι­ζε με τη φρά­ση: «Και δίδω εις την κόρη μου…» και ακο­λου­θού­σε ο κατά­λο­γος των προι­κώ­ων διη­ρη­μέ­νων στα πατρι­κά και μητρι­κά. Η «κόπια» έκλει­νε με την ευχή των γονέων.

Μετά τη συμ­φω­νία των γονέ­ων για το σημα­ντι­κό­τε­ρο στοι­χείο του γάμου, την προί­κα, οι συμπέ­θε­ροι έδι­ναν τα χέρια και εκεί έλη­γε η υπη­ρε­σία της γεν­ναιό­δω­ρα αντα­μει­βό­με­νης προ­ξε­νή­τρας. Τα υπό­λοι­πα ήταν έργο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου, του παπά και του …κυρ Μέντιου, «Και γι’ αυτό­νε τον ερίφη/ εκου­βά­λη­σα τη νύφη/ και την προί­κα της βουνό,/την τιμή της ουρανό!».

Αν τώρα, μετά το γάμο, έπε­φτε ο ουρα­νός στο κεφά­λι του γαμπρού όταν ανα­κά­λυ­πτε ότι η νύφη δεν ήταν παρ­θέ­να (!!!) τότε ο πατέ­ρας της νύφης έδι­νε στον γαμπρό ένα επι­πλέ­ον κτή­μα, το απα­νω­προί­κι… και απο­κα­θι­στό­ταν η …τιμή της νέας.

Η προί­κα για τις φτω­χές λαϊ­κές οικο­γέ­νειες ήταν δυσβά­στα­χτη και γι’ αυτό η γέν­νη­ση του κορι­τσιού θεω­ρού­νταν συμ­φο­ρά. Καταρ­γή­θη­κε το 1983.

«Ο φτωχός φτωχήν επήρε…»

Με δεδο­μέ­νο ότι τα παι­διά ήταν οι κλη­ρο­νό­μοι της πατρι­κής περιου­σί­ας, ο γάμος καθο­ρι­ζό­ταν από την ταξι­κή θέση των νεό­νυμ­φων και ήταν γάμος συναλ­λα­γής. Γινό­ταν μετα­ξύ προ­σώ­πων της ίδιας τάξης, «ο φτω­χός φτω­χήν επή­ρε και ο θεός πολ­λά καλά τους έδω­σε». Οι φτω­χοί ήλπι­ζαν είτε στη …γεν­ναιο­δω­ρία του θεού, είτε στη βελ­τί­ω­ση της κοι­νω­νι­κής θέσης των παι­διών τους με έναν καλό γάμο. «Σε πλού­σιο σπί­τι το παι­δί σου βάλε και προί­κα μη γυρεύ­εις», έλε­γε ο λαός, κατα­νο­ώ­ντας την παντο­δυ­να­μία του πλού­του. Σπα­νιό­τα­τος, όμως, ένας τέτοιος γάμος.

Κάποιες φορές ο λαός θεω­ρεί το κάλ­λος προ­τι­μό­τε­ρο της προί­κας, «τι τα θες τα χίλια πέρ­πε­ρα (νομί­σμα­τα) και κακοει­δή (κακο­ή­θη) γυναί­κα, τα χίλια πέρ­πε­ρα πετούν και η κακοει­δή …πομέ­νει». Περισ­σό­τε­ρες, όμως, είναι οι παροι­μί­ες που μυκτη­ρί­ζε­ται ο οικο­γε­νεια­κός βίος ωραί­ων, αλλά πενή­των συζύ­γων και αυτές που εξαί­ρουν την ευδαι­μο­νία των άσχη­μων, αλλά πλού­σιων συζύγων.

Ο γάμος γινό­ταν μετα­ξύ συντο­πι­τών, διό­τι έτσι αυξα­νό­ταν η ισχύς των οικο­γε­νειών και μπο­ρού­σε να γίνει ευκο­λό­τε­ρα η μετα­βί­βα­ση της πατρι­κής περιου­σί­ας. «Παπού­τσι από τον τόπο σου και ας είναι μπα­λω­μέ­νο», λέει ο λαός, συνε­χί­ζο­ντας το Ησιό­δειο «τη δε μάλι­στα γαμείν ήτις σέθεν εγγύ­θι ναί­ει» (παντρεύ­ε­ται κυρί­ως αυτή που κατοι­κεί κοντά του) και τον αθη­ναϊ­κό νόμο που απα­γό­ρευε στον Αθη­ναίο πολί­τη να παντρευ­τεί ξένη.

10 Φεβρουα­ρί­ου – Γιορ­τά­ζουν ο Χαρά­λα­μπος και η Χαρού­λα – Οσα θέλεις να ξέρεις για το όνομα

_________________________________________________________________________________________________________

Ηρακλής Κακαβάνης —  Δημοσιογράφος — Συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1991 έως το 2013 εργάστηκε στον Ριζοσπάστη. Από το 2013 αρθρογραφεί σε διαδικτυακά Μέσα. Από το 2010 συνεργάτης του περιοδικού «Θέματα Παιδείας».
Facebook
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο