Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Έτσι εκτέλεσαν την Ειρήνη» – Η εκτέλεση του Νίκου Νικηφορίδη

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Νίκος Νικη­φο­ρί­δης, στέ­λε­χος της ΕΠΟΝ στην Κατο­χή και μέλος της «Ενιαί­ας Δημο­κρα­τι­κής Νεο­λαί­ας Ελλά­δας» αργό­τε­ρα, κατη­γο­ρή­θη­κε ότι διέ­πρα­ξε ένα έγκλη­μα «ιδια­ζό­ντως ειδε­χθές» και αφού δικά­στη­κε κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το. Το «έγκλη­μά» του ήταν η συλ­λο­γή υπο­γρα­φών για την υπο­στή­ρι­ξη της Έκκλη­σης της Στοκ­χόλ­μης — απο­τέ­λε­σμα της Διά­σκε­ψης της Στοκ­χόλ­μης (15 Μαρ­τί­ου 1950) — που ζητού­σε την πλή­ρη απα­γό­ρευ­ση των πυρη­νι­κών όπλων και τον αφο­πλι­σμό των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, καλού­σε δε τους ανθρώ­πους σε όλο τον κόσμο να βάλουν την υπο­γρα­φή τους κάτω από το κεί­με­νο της Έκκλη­σης, για να δια­τη­ρη­θεί το αγα­θό της ειρή­νης. Τον εκτέ­λε­σαν στις 5 Μαρ­τί­ου 1951 στον τόπο εκτε­λέ­σε­ων πίσω από το Γεντί – Κου­λέ της Θεσσαλονίκης.

Ο Σπύ­ρος Κου­ζι­νό­που­λος συγκέ­ντρω­σε στοι­χεία και απο­κά­λυ­ψε συγκλο­νι­στι­κές λεπτο­μέ­ρειες στο βιβλίο του «Η εκτέ­λε­ση της Ειρή­νης. Υπό­θε­ση Νικη­φο­ρί­δη». Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί είναι από αυτό το βιβλίο.

nik

Έτσι εκτέ­λε­σαν την Ειρήνη

«Η άνοι­ξις που έφθα­νε, έκλει­σε μια άλλη άνοι­ξη που μόλις άρχι­ζε ν’ ανθί­ζει. Αγα­πού­σε τη ζωή, για τού­το πάσχι­σε να τη φτιάξει…»
Ευγε­νία Νικηφορίδη

Χαρά­μα­τα της Δευ­τέ­ρας 5 Μάρ­τη 1951. Σύμ­φω­να με το ημε­ρο­λό­γιο, ο ήλιος ετοι­μα­ζό­ταν να ανα­τεί­λει στις 6.55 το πρωί και οι εφη­με­ρί­δες της ημέ­ρας εκεί­νης, ολο­κλή­ρω­ναν την εκτύ­πω­ση τους στα κυλιν­δρι­κά πιε­στή­ρια, για να κυκλο­φο­ρή­σουν έχο­ντας σαν πρώ­το θέμα την επί­σκε­ψη στην Ελλά­δα της γόη­σας Ρίτας Χαί­η­γουρθ και τις τολ­μη­ρές της πόζες στην Ακρό­πο­λη. Ενώ παράλ­λη­λα στους κινη­μα­το­γρά­φους της Θεσ­σα­λο­νί­κης τοπο­θε­τού­νταν οι επι­γρα­φές με τα και­νούρ­για έργα της εβδο­μά­δας: τα Ελλη­νι­κά «Κατέ­στρε­ψα μια νύχτα τη ζωή μου» στα ΗΛΥΣΙΑ και «Εκεί­νες που δεν πρέ­πει να αγα­πούν» στο ΠΑΝΘΕΟΝ. Και τις ξένες ται­νί­ες «Σάρ­κες χωρίς ψυχή» στο ΤΙΤΑΝΙΑ, «Δεν είμα­στε κορόι­δα» με τους Άμποτ και Κοστέ­λο στο ΠΑΛΛΑΣ , «Τζου­λιά­νο ο αρχι­λη­στής» στο ΑΛΚΑΖΑΡ με τον Βιτό­ριο Γκά­σμαν και «Λου­κρη­τία Βορ­γία» με την Πωλέτ Γκντάρ στα ΔΙΟΝΥΣΙΑ.

Κι εκεί πάνω στις φυλα­κές του Γεντί Κου­λέ, την ώρα που τα πρώ­τα κοκό­ρια της πάνω πόλης πάσχι­ζαν να ξυπνή­σουν την κοι­μι­σμέ­νη πολι­τεία, οι άνδρες του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος όπλι­ζαν τα του­φέ­κια τους για να σημα­δέ­ψουν κατά­στη­θα τον μάρ­τυ­ρα της ειρή­νης, την ίδια την υπό­θε­ση της ειρήνης.

Τι τρα­γι­κή ειρω­νία. Να είσαι 23 χρό­νων, να διψάς για ζωή, για δημιουρ­γία, για έρω­τα, για ειρή­νη και να σε στή­νουν στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα Μάρ­τη μήνα, στο έμπα δηλα­δή της άνοι­ξης, στο έμπα μιας επο­χής που μηνά­ει τη ζωή, που πανη­γυ­ρί­ζει για τη δημιουρ­γία του πλα­νή­τη μας, που στή­νει τρελ­λό χορό για τον έρω­τα και αναγ­γέ­λει την ειρήνη.

«Λάβα­τε θέσεις, οπλί­σα­τε, σκο­πεύ­σα­τε, επί σκο­πόν», δίνει τα παραγ­γέλ­μα­τα ο επι­κε­φα­λής του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος αξιω­μα­τι­κός. Κι ύστε­ρα από λίγο, όταν θα ακου­στεί το μακρό­συρ­το πυρρρρρ, θα σωρια­στούν στο έδα­φος θανά­σι­μα λαβω­μέ­να τα 7 παλ­λη­κά­ρια. Μια και μαζί με το Νικη­φο­ρί­δη εκτε­λού­νται και έξι ανταρ­τό­που­λα, που είχαν πια­στεί λαβω­μέ­να τα περισ­σό­τε­ρα με τη λήξη του εμφύ­λιου κι εκτε­λού­νταν τώρα, ενά­μι­ση χρό­νο μετά τη σύλ­λη­ψή τους. Τώρα που το παλά­τι και οι ξένοι «προ­στά­τες» της χώρας επέ­βα­λαν πιο σκλη­ρή αντι­με­τώ­πι­ση του ανερ­χό­με­νου δημο­κρα­τι­κού και φιλει­ρη­νι­κού κινήματος.

Οι έξι άλλοι νέοι, που εκτε­λέ­στη­καν μαζί με το Νίκο εκεί­νο το μου­ντό πρω­ι­νό της Δευ­τέ­ρας 5 Μάρ­τη 1951, ήταν οι Θόδω­ρος Θ. Ορφα­νί­δης, Μόσχος Χ. Στο­γιάν­νης, Κώστας Χ. Σπρίν­τζος, Κώστας Δ. Μήτσου, Χαρά­λα­μπος Ε. Παπα­δό­που­λος και Ρήγας Α. Παραθυράς.

Μια πολύ σημα­ντι­κή μαρ­τυ­ρία για τις τελευ­ταί­ες στιγ­μές του Νίκου Νικη­φο­ρί­δη και των άλλων εκτε­λε­σμέ­νων, κατα­θέ­τει ο συνα­γω­νι­στής του Λεω­νί­δας Δούκας:

«Μετά την κατα­δί­κη μου σε ισό­βια, στη δίκη της ειρή­νης, κι επει­δή δεν είχα συμπλη­ρώ­σει το 21ο έτος της ηλι­κί­ας, που θεω­ρού­νταν τότε έτος ενη­λι­κί­ω­σης, κάθη­σα ένα χρό­νο στο τμή­μα ανη­λί­κων των «Νέων Φυλα­κών «Θεσ­σα­λο­νί­κης και μετά, μόλις έγι­να 21 χρό­νων, με μετέ­φε­ραν στο Γεντί Κου­λέ. Εκεί τις πρώ­τες κιό­λας μέρες, μ’ έπια­σε μια πολύ δυνα­τή κρί­ση εξ αιτί­ας των όσων είχα περά­σει στην ασφά­λεια και χρειά­στη­κε να με μετα­φέ­ρουν στο νοσο­κο­μείο. Και κάθε βδο­μά­δα, κατέ­βαι­να – με τη συνο­δεία σχε­δόν πάντα του ίδιου χωρο­φύ­λα­κα της φρου­ράς – στο Δημο­τι­κό Νοσο­κο­μείο, που ακό­μη και σήμε­ρα δια­θέ­τει ξεχω­ρι­στό τμή­μα κρατουμένων.

Μετά από αρκε­τές τέτοιες «βόλ­τες», στη διάρ­κεια των οποί­ων του διη­γή­θη­κα για τη δίκη μας κι αφού στο μετα­ξύ απέ­κτη­σε και ο χωρο­φύ­λα­κας αυτός την εμπι­στο­σύ­νη ότι δεν θα τον κάρ­φω­να γιαυ­τά που θα μου έλε­γε, μου απο­κά­λυ­ψε ένα πρωί, ότι ήταν ένας από τους τελευ­ταί­ους που είχαν δει ζωντα­νό τον πρω­το­μάρ­τυ­ρα της ειρή­νης. Και μου μίλη­σε με θαυ­μα­σμό για τη στά­ση που κρά­τη­σε ο Νίκος πριν την εκτέ­λε­ση, καθώς αυτός ήταν στη φρου­ρά που τον συνό­δε­ψε μέχρι το σημείο της εκτέ­λε­σης, για να τον παρα­δό­σει μαζί με τους υπό­λοι­πους 6 νέους στο εκτε­λε­στι­κό απόσπασμα.

Καθώς υπήρ­χαν κοντά στον τόπο των εκτε­λέ­σε­ων, στις παρυ­φές του δάσους του Σέιχ – Σου αρκε­τά σπί­τια, οι ένοι­κοι των οποί­ων είχαν αρχί­σει να ανοί­γουν προ­σε­κτι­κά τις γρίλ­λιες των παρα­θύ­ρων, ακού­γο­ντας φωνές και μηχα­νές αυτο­κι­νή­των, που μετέ­φε­ραν τους κρα­τού­με­νους, τη φρου­ρά και το από­σπα­σμα, ο Νικη­φο­ρί­δης μαζί με το Ρήγα Παρα­θυ­ρά ζήτη­σαν να πουν σαν τελευ­ταία τους επι­θυ­μία δυο λόγια. Και πρώ­τος μίλη­σε ο Νίκος, λέγο­ντας ότι η εκτέ­λε­σή του γίνε­ται για λόγους σκο­πι­μό­τη­τας. Κι ότι αντι­κει­με­νι­κός στό­χος ήταν το κίνη­μα της ειρή­νης, που αυτό έπρε­πε να κτυ­πη­θεί. Τελειώ­νο­ντας δε, ζητω­κραύ­γα­σε υπέρ της ειρή­νης και των άλλων ιδα­νι­κών του, ενώ το ίδιο έκα­ναν ο Παρα­θυ­ράς και οι άλλοι συγκρα­τού­με­νοί τους.

Και στη συνέ­χεια, σαν ένα άλλο χορό του Ζαλόγ­γου, πιά­στη­καν από τα χέρια και οι 7 μελ­λο­θά­να­τοι, τρα­γού­δη­σαν και χόρε­ψαν μπρο­στά στα έκπλη­κτα μάτια των ανδρών του στρα­τιω­τι­κού απο­σπά­σμα­τος και στη συνέ­χεια, μόνοι τους πήγαν και στά­θη­καν στο σημείο της εκτέλεσης.

Μου διη­γού­νταν το περι­στα­τι­κό με τέτοιο θαυ­μα­σμό ο χωρο­φύ­λα­κας ώστε στο τέλος μού δήλω­σε εντυ­πω­σια­σμέ­νος: «Συνό­δε­ψα μέχρι τώρα πολ­λούς σε εκτέ­λε­ση. Αλλά τέτοια παλ­λη­κα­ριά και τόσο μεγά­λο σθέ­νος απέ­να­ντι στο θάνα­το, δε ξανα­συ­νά­ντη­σα», κατέ­λη­ξε ο Δούκας.

« Κι όταν εστά­θη­κες ορθός, στης γης τη μέση
εσύ και τ’ άγρια στό­μα­τα των ντουφεκιών,
εσύ και η σκυ­λί­σια ψυχή των δημίων,
εσύ και η Ελλά­δα που σε καμάρωνε
εσύ και ο λαός σου που άπλω­νε τα χέρια του
και τ’ ακου­μπού­σε απά­νω σου να σε στεριώσει,
εσύ κι ο θάνα­τος που ντρο­πια­σμέ­νος έσκυ­ψε τα μάτια,
κοί­τα­ξες τότε για στερ­νή φορά
τα χρυ­σά μάτια της μεγά­λης σου αγάπης
ένα στερ­νό φιλί της έστει­λε με τα δαχτύ­λια σου
και για στερ­νή την ονό­μα­σες φορά:
ε ι ρ ή ν η»,

γρά­φει στο συγκλο­νι­στι­κό του ποί­η­μα «Νίκος Νικη­φο­ρί­δης» ο μεγά­λος Κύπριος ποι­η­τής Θεο­δό­σης Πιερίδης.

Από τους ελά­χι­στους που παρα­κο­λού­θη­σαν την εκτέ­λε­ση, ήταν και ο παπα – Βασί­λης Καϊ­μά­κης, εφη­μέ­ριος του ναού της Αγί­ας Σοφί­ας, που είχε κλη­θεί στο Γεντί — Κου­λέ να εξο­μο­λο­γή­σει και να κοι­νω­νή­σει τους μελ­λο­θά­να­τους. «Μετά την εκτέ­λε­ση, λέει η αδελ­φή του Όλγα Νικη­φο­ρί­δη, επι­κοι­νώ­νη­σε μαζί μας, και μας μετέ­φε­ρε μαζί τα λιγο­στά προ­σω­πι­κά αντι­κεί­με­να του Νίκου και τα τελευ­ταία του λόγια:

«Αγα­πη­μέ­νοι μου, μην κλά­ψε­τε για μένα, πεθαί­νω για τα ιδα­νι­κά της πατρί­δας και του σοσια­λι­σμού και για την ειρή­νη». Και οι τελευ­ταί­ες του λέξεις στο από­σπα­σμα, μας είπε ο ιερέ­ας, ήταν να ζητω­κραυ­γά­σει υπέρ της ειρήνης…

Στις 6 Μάρ­τη, οι τοπι­κές εφη­με­ρί­δες της Θεσ­σα­λο­νί­κης, δημο­σί­ευαν – σε αντί­θε­ση με τις Αθη­ναϊ­κές που δεν έγρα­ψαν ούτε λέξη – την παρα­κά­τω ανακοίνωση:

«Την πρω­ΐ­αν χθες, εξε­τε­λέ­σθη­σαν εις τον συνή­θη τόπον των εκτε­λέ­σε­ων οι Θ. Ορφα­νί­δης, Μόσχος Στο­γιάν­νης, Κων. Σπρίν­τζος, Κων. Μήτσας, Χαρ. Παπα­δό­που­λος και Ρήγας Παρα­θυ­ράς, συμ­μο­ρί­ται εκ Χαλ­κι­δι­κής. Μετ’ αυτών εξε­τε­λέ­σθη επί­σης και ο Νικ. Νικη­φο­ρί­δης, κάτοι­κος Παγκρα­τί­ου Αθη­νών, αρχη­γός της παρα­νό­μου κομ­μου­νι­στι­κής τρο­μο­κρα­τι­κής οργα­νώ­σε­ως «Δημο­κρα­τι­κόν Φιλει­ρη­νι­κόν Μέτω­πον Νέων», κατα­δι­κα­σθείς τελευ­ταί­ως υπό του ενταύ­θα εκτά­κτου στρατοδικείου».
Να λοι­πόν που για να δικαιο­λο­γη­θεί το έγκλη­μα , το Δ.Φ.Μ.Ν. βαφτι­ζό­ταν εκτός από παρά­νο­μη και κομ­μου­νι­στι­κή και… «τρο­μο­κρα­τι­κή οργά­νω­ση». Τρο­μο­κρα­τι­κή και η υπό­θε­ση της Ειρή­νης. Κι όλα αυτά, ενώ το χυμέ­νο αίμα του Νικη­φο­ρί­δη ήταν ζεστό ακό­μη και άχνιζε…

nik1Σπύ­ρος Κου­ζι­νό­που­λος, Η εκτέ­λε­ση της Ειρή­νης. Υπό­θε­ση Νικη­φο­ρί­δη, Καστα­νιώ­της, Αθή­να 1998.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο