Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Από αυτούς που αν υπήρχαν περισσότεροι ο κόσμος σίγουρα θα ήταν καλύτερος»

Η ομι­λία του Χρή­στου Ντα­βαν­τζή, αντι­στα­σια­κού, συνα­γω­νι­στή και φίλου του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), στην εκδή­λω­ση τιμής και μνή­μης που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το Σάβ­βα­το 23 Γενά­ρη 2016 στην Ανέ­ζα Άρτας (δεί­τε ανα­λυ­τι­κό φωτο-ρεπορ­τάζ ΕΔΩ).

Την εκδή­λω­ση διορ­γά­νω­σαν ο Σύλ­λο­γος Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Νομού Άρτας, ο Σύλ­λο­γος Γυναι­κών Αμβρα­κι­κού και το ηλε­κτρο­νι­κό περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Σας καλω­σο­ρί­ζω και εγώ και σας ευχα­ρι­στώ που βρί­σκε­στε σε τού­τη την εκδή­λω­ση προς τιμή του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση). Συγ­χαί­ρω τους διορ­γα­νω­τές για την πρω­το­βου­λία τους και τους ευχα­ρι­στώ που μου έδω­σαν την ευκαι­ρία να μιλή­σω γι’ αυτόν τον σπου­δαίο άνθρω­πο. Η συγκί­νη­σή μου είναι μεγά­λη. Ακού­στη­καν από τους προη­γού­με­νους ομι­λη­τές πολ­λά για τον Κώστα Πουρ­να­ρά, τι άνθρω­πος ήταν, για τα βιβλία του. Δεν θα σας κου­ρά­σω επα­να­λαμ­βά­νο­ντάς τα και εγώ. Θα σας μετα­φέ­ρω με λίγα λόγια την προ­σω­πι­κή μου εμπει­ρία από τη γνω­ρι­μία μας.

Με τον Κώστα με συν­δέ­ουν πολ­λά. Είναι ο άνθρω­πος που με επη­ρέ­α­σε όσο κανείς άλλος στην παι­δι­κή μου ηλι­κία και η γνω­ρι­μία μας καθό­ρι­σε τη ζωή μου. Όταν τον πρω­το­συ­νά­ντη­σα ήμουν μόλις δέκα χρο­νών, μαθη­τής του δημο­τι­κού. Ήταν το 1936, μετά την κήρυ­ξη της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας. Είχα πάει στο τσα­γκά­ρι­κο του αδελ­φού μου του Γιώρ­γου για να μου φτιά­ξει ένα ζευ­γά­ρι παπού­τσια. Όταν χτύ­πη­σα την πόρ­τα δεν μου άνοι­ξαν αμέ­σως. Ο αδελ­φός μου έκρυ­βε τον Κώστα Πουρ­να­ρά από τους χωρο­φύ­λα­κες που τον κατα­δί­ω­καν. Όταν βεβαιώ­θη­καν ότι ήμουν εγώ και δεν διέ­τρε­χε κάποιος κίν­δυ­νος μου άνοι­ξαν. Ο Κώστας μέχρι τότε ήταν δάσκα­λος, εδώ στην Ανέ­ζα, σ’ αυτή την αίθου­σα που βρι­σκό­μα­στε εμείς τώρα. Μόλις με είδε ήρθε κοντά μου χαμο­γε­λα­στός και μου έπια­σε κου­βέ­ντα. Με ρώτη­σε πώς τα πάω με το σχο­λείο, τι μαθή­μα­τα μας κάνει ο δάσκα­λος, αν μου αρέ­σει η Ιστο­ρία και τι γνώ­μη έχω για τα θρη­σκευ­τι­κά. Του απά­ντη­σα ότι ο δάσκα­λός μας λέει ιστο­ρί­ες για την Κιβω­τό του Νώε και διά­φο­ρα άλλα που δεν τα θυμό­μουν καλά.

«Ξέρεις, κι εγώ δάσκα­λος είμαι», μου λέει. «Άλλα πράγ­μα­τα πρέ­πει να σάς μαθαί­νουν, αλλά να μην το πεις αυτό στο δάσκα­λό σου για­τί μπο­ρεί να σε διώ­ξει απ’ το σχο­λείο. Μέσα στην αίθου­σα τι κάδρα έχε­τε κρεμασμένα;»

«Φωτο­γρα­φί­ες του βασι­λιά και του Μετα­ξά», του είπα.

«Ξέρεις για­τί κυνη­γά­νε εμάς τους κομ­μου­νι­στές; Ο δάσκα­λός σας σάς λέει τίπο­τα για μας;»

«Μας λέει ότι οι κομ­μου­νι­στές δεν πιστεύ­ουν στην οικο­γέ­νεια και τη θρη­σκεία. Μια φορά βάλα­με σ’ ένα μπου­κά­λι αγί­α­σμα απ’ την εκκλη­σία και το κλεί­σα­με και σ’ ένα άλλο μπου­κά­λι βάλα­με νερό απ’ τη βρύ­ση και το κλεί­σα­με κι αυτό. Μετά από και­ρό ανοί­ξα­με τα δυο μπου­κά­λια. Το μπου­κά­λι με το αγί­α­σμα δεν μύρι­ζε και το νερό της βρύ­σης μύρι­ζε και είχε πιά­σει μέσα σα σκουπίδια.»

«Αυτά που σας λέει ο δάσκα­λός σας δεν έχουν ισχύ. Τους κομ­μου­νι­στές τους κυνη­γά­νε οι πλού­σιοι για να μην τους πάρου­νε τα πλού­τη και τα δώσου­νε στους φτωχούς.»

«Ποιοι είναι οι πλού­σιοι; τον ρώτη­σα με απο­ρία. Σαν τον δάσκα­λό μου; Είναι πλού­σιος ο δάσκα­λός μου;»

«Όχι, φτω­χός είναι κι αυτός, σαν όλους εμάς, ένα μισθό παίρ­νει κι αυτός όπως κι εγώ.»

Μου ζήτη­σε να του κάνω και μια χάρη. Μου είπε ότι τον ψάχνει η χωρο­φυ­λα­κή, και κανο­νί­σα­με ένα συν­θη­μα­τι­κό για να τον ενη­με­ρώ­νω όταν θα υπάρ­χει κίνδυνος.

«Εκεί στο σπί­τι σου, μου είπε, έχεις απ’ έξω από την αυλή ένα μεγά­λο φιλί­κι. Όταν θα βλέ­πεις ότι έρχε­ται ο χωρο­φύ­λα­κας στο χωριό, θα παίρ­νεις ένα χερά­μι κόκ­κι­νο και θα το ρίχνεις επά­νω, αλλά δεν θα πεις σε κανέ­ναν για­τί το βάζεις. Εγώ θα το βλέ­πω από μακριά και δεν θα έρχο­μαι προς το χωριό. Όταν θα φεύ­γει ο χωρο­φύ­λα­κας τότε θα κατε­βά­ζεις το χερά­μι απ’ το δέντρο.»

Έτσι έκα­να. Ο πατέ­ρας μου είχε φαγω­θεί να μάθει για­τί βάζω το χερά­μι πάνω στο δέντρο! Δεν του το είπα όμως ποτέ. Αυτό διήρ­κε­σε περί­που δεκα­πέ­ντε μέρες, μέχρι που μου είπε ο αδελ­φός μου ότι ο Κώστας θα έφευ­γε. Μετά από και­ρό μάθα­με ότι τον συνέ­λα­βαν στα Γιάν­νε­να και τον κατα­δί­κα­σαν. Τον έβα­λαν φυλα­κή στην Κέρ­κυ­ρα και αργό­τε­ρα τον έστει­λαν εξο­ρία στον Άη Στράτη.

Θυμά­μαι αυτόν τον διά­λο­γο μέχρι σήμε­ρα, και πόσο εντύ­πω­ση μου έκα­ναν τα λόγια του που μ’ έβα­λαν να σκε­φτώ πολ­λά απ’ αυτά που έβλε­πα και άκου­γα μέχρι τότε στο σχο­λείο. Για­τί να υπάρ­χουν φτω­χοί και πλού­σιοι; Για­τί να μην έχουν όλοι οι άνθρω­ποι δικαί­ω­μα στο φαΐ, στη ζεστα­σιά, στο για­τρό, στη μόρ­φω­ση; Και για­τί όσοι έλε­γαν στο χωριό ότι οι φτω­χοί πρέ­πει ν’ αγω­νι­στούν για να πάψουν να είναι φτω­χοί, δεν ήταν «καλοί» άνθρω­ποι; Παρ’ όλο που ήμου­να μικρός ακό­μα και δεν μπο­ρού­σα να συνει­δη­το­ποι­ή­σω πολ­λά πράγ­μα­τα, μου έκα­ναν εντύ­πω­ση και αυτά που μου είπε για την εκκλη­σία. Ότι είναι ψεύ­τι­κα αυτά τα πράγ­μα­τα, όπως τα παρα­μύ­θια. Η μάνα μου, παρά τη φτώ­χεια και την πεί­να μας, με νήστευε Παρα­σκευ­ές και Τετάρ­τες και με έστελ­νε τακτι­κά για να μετα­λά­βω. Στην εκκλη­σία πηγαί­να­με ανα­γκα­στι­κά όταν μας καλού­σε ο δάσκα­λος τις Κυρια­κές, συντε­ταγ­μέ­να, όλοι οι μαθη­τές του σχο­λεί­ου. Από τότε που συνά­ντη­σα τον Κώστα όμως ούτε ξανα­νή­στε­ψα, ούτε ξανα­πή­γα στην εκκλησία.

Πέρα­σαν χρό­νια μέχρι να τον ξανα­δώ. Στο μετα­ξύ τον Κώστα τον έστει­λαν εξο­ρία στον Αη Στρά­τη. Αξί­ζει να σας μετα­φέ­ρω ένα περι­στα­τι­κό απ’ τον Αη Στρά­τη που μου διη­γή­θη­κε ο Γιάν­νης ο Λίπας, συνε­ξό­ρι­στος του Κώστα Πουρ­να­ρά την περί­ο­δο της μάχης με την πεί­να. Δεί­χνει την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα εκεί­νων των ανθρώ­πων που πολέ­μη­σαν με το θάνα­το υπε­ρα­σπι­ζό­με­νοι τις ιδέ­ες τους:

«Μετα­φέ­ρα­με ένα νεκρό από την πεί­να συντρο­φό μας, εγώ και ο Κώστας Πουρ­να­ράς. Τον πηγαί­να­με στο λόφο όπου ήταν το εκκλη­σά­κι του Αη Μηνά και το νεκρο­τα­φείο. Κατα­βά­λα­με υπερ­προ­σπά­θεια για να φτά­σου­με μέχρι εκεί, νηστι­κοί κι εμείς, με δυνά­μεις που όλο λιγό­στευαν. Κάποια στιγ­μή λέω του Κώστα: εμείς μπο­ρού­με ακό­μα και κου­βα­λά­με τους νεκρούς συντρό­φους μας, εμάς όμως ποιος θα μας κου­βα­λή­σει; Με θάρ­ρος και φωνή που δεν σήκω­νε αμφι­σβή­τη­ση, ο Κώστας μου απά­ντη­σε: Εμάς δεν θα χρεια­στεί να μας κου­βα­λή­σουν!». Ήθε­λε να πει θα αντέ­ξου­με, δεν θα λυγί­σου­με, θα νική­σου­με τον θάνα­το. Και νίκησαν!

Στη συνέ­χεια ο Κώστας δρα­πέ­τευ­σε από τον Αη Στρά­τη και μπή­κε στην Αντί­στα­ση. Εγώ ήμουν ΕΠΟ­Νί­της στη Χώσε­ψη και ενταγ­μέ­νος στον ΕΛΑΣ και κατέ­βαι­να στην Άρτα για να παίρ­νω έντυ­πα και καθο­δη­γη­τι­κή δου­λειά για την οργά­νω­ση. Εκεί μια φορά συνά­ντη­σα τον Κώστα στη φυλα­κή. Ήταν μετά τη Βάρ­κι­ζα και τον είχαν πιάσει.

Θέλω εδώ να πω και δυο λόγια για την οικο­γέ­νειά του που συμ­με­τεί­χε σύσ­σω­μη στην αντί­στα­ση. Ο αδελ­φός του Βελισ­σά­ρης Πουρ­να­ράς, όταν μέσα στο 1941 άρχι­σε να γίνε­ται συζή­τη­ση στη Χώσε­ψη για οργά­νω­ση του ΕΑΜ, ήταν νωμα­τάρ­χης επι­κε­φα­λής Σταθ­μού Χωρο­φυ­λα­κής σ’ ένα χωριό έξω απ’ τα Γιάν­νε­να. Τότε δέκα Ιτα­λοί στρα­τιώ­τες απ’ τα Γιάν­νε­να πήγαν και του ζήτη­σαν να μαζέ­ψει τρό­φι­μα απ’ το χωριό για να τα πάρουν. Αυτός τους αφό­πλι­σε, τους απο­μό­νω­σε κι έφυ­γε μαζί με τους χωρο­φύ­λα­κες του Σταθ­μού του και εντά­χτη­καν στον ΕΛΑΣ. Στη συνέ­χεια, μετά τη Βάρ­κι­ζα, προ­σχώ­ρη­σε στον Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό. Έπε­σε στον εμφύ­λιο. Συμ­με­το­χή στην αντί­στα­ση είχαν και οι αδελ­φές του Κώστα, με εξο­ρί­ες και φυλακίσεις.

Πήγα δυο φορές στη Ρου­μα­νία και συνά­ντη­σα τον Κώστα Πουρ­να­ρά. Το 1976, μια μέρα είχα­με βγει για βόλ­τα σ’ ένα μεγά­λο πάρ­κο. Εκεί που πηγαί­να­με απο­μα­κρυν­θή­κα­με αρκε­τά και κάποια στιγ­μή κατα­λά­βα­με ότι μας έλει­πε ο Κώστας. Περι­μέ­να­με λίγη ώρα μα δεν τον βλέ­πα­με να έρχε­ται. Λέω στην παρέα θα γυρί­σω πίσω να δω τι έγι­νε. Περ­πά­τη­σα κάμπο­σο προς τα πίσω και βλέ­πω μια ομά­δα παι­δά­κια, καθι­στά γύρω-γύρω και τον Κώστα μισο­ξα­πλω­μέ­νο ανά­με­σά τους, να παί­ζουν βόλους! Έμει­να έκπλη­κτος. Του λέω «Κώστα σε χάσα­με και ανη­συ­χή­σα­με». «Με παρέ­συ­ραν τα παι­διά Χρή­στο. Γίνο­μαι κι εγώ παι­δί όταν τα συνα­ντώ» μου είπε και σηκώ­θη­κε, τα χαι­ρέ­τη­σε ένα-ένα και φύγα­με. Ο Κώστας λάτρευε τα παι­διά. Σ’ εκεί­νο το ταξί­δι μού εκμυ­στη­ρεύ­τη­κε ότι το είχε καη­μό που δεν είχε δικά του παιδιά.

Και τις δυο φορές που πήγα στο Σιμπί­ου της Ρου­μα­νί­ας έμει­να στο σπί­τι του Κώστα Πουρ­να­ρά, όπου έζη­σα πολύ συγκι­νη­τι­κές στιγ­μές. Αυτός ο άνθρω­πος είχε μεγά­λη δίψα για την πατρί­δα του. Τα βρά­δια που με φιλο­ξέ­νη­σε εγκα­τέ­λει­ψε το κρε­βά­τι που κοι­μό­ταν με τη σύζυ­γό του και έστρω­σε στο σαλό­νι ένα στρώ­μα για να κοι­μη­θού­με δίπλα-δίπλα. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να κοι­μη­θού­με ελά­χι­στα για­τί όλη τη νύχτα συζη­τού­σα­με. Με ρώτα­γε για τη Χώσε­ψη, για όλους τους χωρια­νούς, για το πόσο άλλα­ξε η κατά­στα­ση στα χρό­νια της απου­σί­ας του. Ήταν βέβαια σε μεγά­λο βαθ­μό ενη­με­ρω­μέ­νος για την γενι­κό­τε­ρη κατά­στα­ση για­τί επι­ζη­τού­σε και διά­βα­ζε συνε­χώς ελλη­νι­κά έντυ­πα και άκου­γε ραδιό­φω­νο. Εγώ τον ρώτα­γα για τον Άη Στρά­τη και για το βου­νό. Συζη­τού­σα­με για την παγκό­σμια κατά­στα­ση, για την ΕΣΣΔ, το σοσια­λι­στι­κό σύστη­μα και τις κατα­κτή­σεις του, για τη ζωή στη Ρου­μα­νία. Τον ρώτη­σα και για κάποια «κακώς κεί­με­να» που συνά­ντη­σα στα σύνο­ρα, όταν έμπαι­να στη Ρου­μα­νία, αλλά και σε πόλεις που πέρα­σα. Μου είπε ότι «πριν πεθά­νει ο Στά­λιν, η κατά­στα­ση βελ­τιω­νό­ταν παρά τις αδυ­να­μί­ες που υπήρ­χαν, όταν όμως πέθα­νε, το σοσια­λι­στι­κό σύστη­μα άρχι­σε να κλεί­νει δεξιά και δεν ξέρω που θα φτά­σει…». Το που έφτα­σε η κατά­στα­ση το είδα­με κι εμείς από εδώ, ο Κώστας όμως και ο ρου­μα­νι­κός λαός το έζη­σαν, από πρώ­το χέρι, καλά στο πετσί τους. Η παλι­νόρ­θω­ση του καπι­τα­λι­σμού πήγε τους λαούς δεκα­ε­τί­ες πίσω, τους βύθι­σε ξανά στη φτώ­χεια, την ανερ­γία, την εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Κώστας έζη­σε τα στερ­νά χρό­νια της ζωής του με μεγά­λες στε­ρή­σεις. Ήταν βέβαια μαθη­μέ­νος στην ασκη­τι­κή ζωή από τα νιά­τα του και στα πέτρι­να χρό­νια της αντί­στα­σης και πάντα από­λυ­τα συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος στη σχέ­ση του με κάθε τι υλι­κό, όμως η πίκρα του και ο πόνος γι’ αυτά που πρό­λα­βε να δει και έζη­σε πριν κλεί­σει τα μάτια του δεν περι­γρά­φε­ται. Ιδιαί­τε­ρα γι’ αυτά που είχαν να αντι­με­τω­πί­σουν οι επό­με­νες γενιές. Περισ­σό­τε­ρο στη νεο­λαία ανα­φε­ρό­ταν στις κου­βέ­ντες μας, για τους νέους νοια­ζό­ταν και σ’ αυτούς ήλπι­ζε για το μέλ­λον. Χωρίς να χάνει την πίστη του ότι το δίκιο είναι αυτό που στο τέλος θα υπε­ρι­σχύ­σει, επι­σή­μαι­νε όμως ότι οι επό­με­νες γενιές θα έχουν να ανε­βούν «Γολ­γο­θά­δες» στο μέλ­λον για να το κατα­χτή­σουν. Και το βιώ­νου­με κι εμείς αυτό σήμερα…

Από την πρώ­τη επί­σκε­ψή μου στο Σιμπί­ου έφε­ρα στην Ελλά­δα τα χει­ρό­γρα­φα του βιβλί­ου του «Ανα­μνή­σεις», που εκδό­θη­κε στην Αθή­να το 1978. Στο Σιμπί­ου μια φορά που συζη­τού­σα­με ο Κώστας μου είπε ότι το 1945 έγρα­ψε το βιβλίο “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941” που εκδό­θη­κε για πρώ­τη φορά το 1947 από το εκδο­τι­κό τμή­μα της ΚΕ του ΚΚΕ και με ρώτη­σε αν το έχω δια­βά­σει. Εγώ δεν γνώ­ρι­ζα γι’ αυτό το βιβλίο, ούτε το είχα δει ποτέ. Όταν όμως γύρι­σα στην Αθή­να έψα­ξα και το βρή­κα και μερί­μνη­σα, με τη βοή­θεια συχω­ρια­νών και φίλων, και το βιβλίο ξαναεκδόθηκε.

Το έργο του Κώστα Πουρ­να­ρά, παρά το μέγε­θος και την αξία του, δεν έχει βρει ακό­μα μέχρι σήμε­ρα τη θέση που του αξί­ζει. Οι περισ­σό­τε­ροι δεν το γνω­ρί­ζουν. Υπάρ­χουν βιβλία του που δεν κυκλο­φό­ρη­σαν στην Ελλά­δα, καθώς και ανέκ­δο­το υλι­κό που περι­μέ­νουν να αξιο­ποι­η­θούν. Έκα­να προ­σπά­θεια στο παρελ­θόν να εκδώ­σω κάποιο από αυτά, όμως δεν στά­θη­κε δυνα­τό. Ελπί­ζω στο μέλ­λον να βρε­θεί τρό­πος να εκδο­θούν, είτε με ευθύ­νη του Κόμ­μα­τος, είτε κάποιου άλλου φορέα από τον τόπο κατα­γω­γής του Κώστα (χωριό, Δήμος κλπ.) και να φτά­σουν σε όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρα χέρια, για­τί αξί­ζει πραγ­μα­τι­κά να δια­βα­στούν. Το έργο του Κώστα Μπό­ση μέσα στο λαό γεν­νή­θη­κε, για το λαό γρά­φτη­κε και στο λαό ανήκει.

Πριν πεθά­νει, το 1994, ο Κώστας Πουρ­να­ράς είχε αφή­σει εντο­λή να κάψουν τη σορό του και την επι­θυ­μία να μετα­φερ­θεί η τέφρα του στον τόπο που γεν­νή­θη­κε, στη Χώσε­ψη. Με τη γυναί­κα του, την Ιλε­ά­να, που είχα­με τακτι­κή επι­κοι­νω­νία και μετά που πέθα­νε ο Κώστας, μέχρι που έφυ­γε και η ίδια από τη ζωή, φρο­ντί­σα­με και εκπλη­ρώ­θη­κε η επι­θυ­μία του. Έγι­νε μια λιτή τελε­τή με ομι­λί­ες συνα­γω­νι­στών του στην πλα­τεία της Χώσε­ψης, και παρα­βρέ­θη­κε πολύς κόσμος για να τον απο­χαι­ρε­τί­σει. Ο Κώστας Πουρ­να­ράς ήταν ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τός στο χωριό και έχαι­ρε της βαθιάς εκτί­μη­σης για το ήθος και την ευγέ­νειά του. Οι χωρια­νοί, ακό­μα και αντί­πα­λοί του ιδε­ο­λο­γι­κά, λέγα­νε «μακά­ρι να είχα­με πολ­λούς κομ­μου­νι­στές σαν τον Κώστα». Στη συνέ­χεια μετα­φέ­ρα­με την τέφρα του στο νεκρο­τα­φείο του χωριού, τη βάλα­με στον τάφο των γονιών του και τοπο­θε­τή­σα­με και μια μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα για να τον θυμί­ζει στις επό­με­νες γενιές.

Ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) έμει­νε μέχρι το τέλος ατα­λά­ντευ­τα πιστός στις ιδέ­ες και στα ιδα­νι­κά του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού, για τα οποία πολέ­μη­σε και αφιέ­ρω­σε τη ζωή του. Έφυ­γε με την πίκρα ότι οι πολύ­χρο­νοι αγώ­νες του λαού μας για το μέλ­λον που δικαιού­ται και αξί­ζει δεν ευο­δώ­θη­καν, αλλά και με την βαθιά πεποί­θη­ση ότι αυτός ο αγώ­νας θα συνε­χι­στεί από τις επό­με­νες γενιές, μέχρι να δικαιωθεί.

Ήταν ένας σπου­δαί­ος άνθρω­πος. Από αυτούς που αν υπήρ­χαν περισ­σό­τε­ροι ο κόσμος σίγου­ρα θα ήταν καλύτερος.

Σας ευχα­ρι­στώ που με ακούσατε.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο