Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Το ορεκτικό ήταν ο τελικός του Copa del Rey, το περασμένο Σάββατο: Αθλέτικ Μπιλμπάο-Μπαρτσελόνα. Για άλλους η καλύτερη στιγμή του τελικού ήταν η γκολάρα του Μέσι (που θα μπορούσες να την πεις και σπάνιας ομορφιάς, αλλά για τον Αργεντινό δεν ισχύει κάτι τέτοιο) και για άλλους τα σφυρίγματα και οι αποδοκιμασίες, που σκέπασαν τον εθνιμό ύμνο της Ισπανίας, πριν την έναρξη. Εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπεις.
Το τελικό 3–1 έδωσε το Κύπελλο στους Blaugrana, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Οι Βάσκοι οπαδοί δεν χρειάζονταν κάποιο τρόπαιο, για να αποθεώσουν την Αθλέτικ και να την έχουν πάντα πρώτη στις καρδιές τους, ούτε καν το γκολ της τιμής που πέτυχε με κεφαλιά ο Γουίλιαμ, ο μαύρος σέντερ φορ από το Σαν Μαμές.
Το κυρίως πιάτο έρχεται αυτό το Σάββατο με τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Πολλοί θα περίμεναν να δουν στον τελικό το ζευγάρι Ρεάλ-Μπαρτσελόνα –που είναι κάτι σαν ποδοσφαιρική εκδοχή της ταξικής πάλης κι όπως δήλωσε κάπου ένας παλαίμαχος, θα έκανε τον Πόλεμο των Άστρων να μοιάζει με παιχνιδάκι- και την κόντρα Μέσι-Ρονάλντο. Δηλ ενός παιδιού αθεράπευτα ερωτευμένου με την μπάλα και ενός άλλου, αθεράπευτα ερωτευμένου με τον εαυτό του. Αλλά και ο πιο δυνατός έρωτας φθείρεται, όταν πρέπει να δώσεις 80 αγώνες κάθε σεζόν, και μπορεί να καταλήξει άνοστη, συμβατική υποχρέωση.
Τελικά όμως «ανθ’ ημών Γουλιμής» και αντί της Ρεάλ, η Γιούβε, η μεγάλη κυρία του Κάλτσιο –που Γουλιμή μια φορά δεν τη λες. Μπαρτσελόνα-Γιουβέντους, σε ένα ζευγάρι που έχει και αυτό να προσφέρει δικές του ωραίες ιστορίες, κυρίως από την πλευρά των μπιανκονέρι. Οι οποίοι δέκα χρόνια πριν, βούλιαζαν στο βάλτο του Μότζι, των σκανδάλων και της Serie B, αλλά κατάφεραν να αναδυθούν στην επιφάνεια και να επιστρέψουν πιο δυνατοί στο προσκήνιο. Εμβληματική φιγούρα σε όλη αυτή την πορεία από το ζενίθ στο ναδίρ και τούμπαλιν, ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν, που ωριμάζει σαν το παλιό κρασί και στα 37 του είναι έτοιμος να σηκώσει το μόνο τρόπαιο που λείπει από τη συλλογή του: την κούπα με τα μεγάλα αυτιά. Και ίσως πολλοί ουδέτεροι να πάνε με το μέρος της Γιουβέντους, μόνο και μόνο για χάρη του.
Αλλά η Γιούβε δεν κατεβαίνει με τον τίτλο του φαβορί –κι ίσως αυτό τη βολεύει από μία άποψη. Το μεγάλο φαβορί είναι η Μπαρτσελόνα, που έχει ως βασικό της αντίπαλο, τον κακό της εαυτό και το φάντασμα της υπερομάδας του Γκουαρδιόλα, που μπορεί να το ξορκίσει μια και καλή, αφού τον απέκλεισε στα ημιτελικά με τη Μπάγερν –και μετά τον προσκάλεσε, ως θεατή, στον τελικό, γιατί τον αναγνωρίζει ακόμα ως κομμάτι της οικογένειάς της. Μένει να φανεί και στο χορτάρι αν η κορυφαία επιθετική τριάδα του κόσμου θα νικήσει την αμυντική γραμμή Μαζινό των Ιταλών.
Και στο βάθος κήπος. Ή μάλλον οι χορηγοί και η ηγεσία της UEFA, που προσπαθούν να κλέψουν κάτι από τη λάμψη και τη μαγεία του παιχνιδιού και να το αποδείξουν με ανόητα σλόγκαν: We are football, We care about football, εμείς κάνουμε το παιχνίδι –κι άλλα τέτοια ηχηρά, με την τραγική ειρωνεία να ξεχειλίζει από τα μπατζάκια, όπως όταν οι ΥΠ.ΕΞ. του ΝΑΤο τραγουδούσαν το We Are the World.
Πολλοί έλληνες φίλαθλοι βλέπουν τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ως διέξοδο από την εγχώρια μιζέρια, συμπυκνώνοντας την οπτική τους στο δίλημμα του τίτλου. Ξεχνάνε όμως τον κερδοσκοπικό κανιβαλισμό των μεγάλων κεφαλιών του παγκόσμιου ποδοσφαίρου –και ας μη διαπερνούν κόκαλα τα μαλλιά τους.
Ευτυχώς η ομορφιά του αθλήματος βρίσκει ακόμα χαραμάδες για να τρυπώνει στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Έτσι λοιπόν για κάθε πολιτικάντικη κωλοτούμπα-ελιγμό, θα υπάρχει πάντα μια τρίπλα του Μέσι (ή του Τέβες) να τον ακυρώνει.