Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αγαπούν οι ποιητές τους μετανάστες;

Επι­μέ­λεια: Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Μια φρι­κια­στι­κή επί­θε­ση ενα­ντί­ον μετα­νά­στη πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο νησί της Ρόδου στις 9 Φεβρουα­ρί­ου «(….) ομά­δα τριών ατό­μων εμφα­νί­στη­κε στο σπί­τι του Χεζίρ Χαγιάτ, ετών 31, στον Έμπω­να Ρόδου. Του χτύ­πη­σαν τη πόρ­τα και ένας τον ρώτη­σε: ‘’Έχου­με δου­λειά για μία ώρα και θα πάρεις 20 ευρώ. Έρχε­σαι;’’. Εκεί­νος του απά­ντη­σε θετικά. 
7Όταν μπή­κε μέσα στο αυτο­κί­νη­το του έρι­ξαν σπρέι και έχα­σε τις αισθή­σεις του. Ξύπνη­σε μετά από δύο ώρες ημια­ναί­σθη­τος έξω από την εκκλη­σία του χωριού και με πόνους ενώ από τον πρω­κτό του έβγαι­νε αίμα. Στο νοσο­κο­μείο του έγι­νε επέμ­βα­ση όπου αφαι­ρέ­θη­καν γυα­λιά από σπα­σμέ­νο ποτή­ρι. Νοση­λεύ­τη­κε μέχρι τις 17 Φλε­βά­ρη και θα χρεια­στεί μακρό­χρο­νη θεραπεία 

Επί­θε­ση με λοστό δέχτη­κε την Κυρια­κή Πακι­στα­νός μετα­νά­στης στα Καλύ­βια. Σύμ­φω­να με καταγ­γε­λία, την Κυρια­κή στις 1.40 το μεση­μέ­ρι ο Ναβίτ Ασράφ δέχτη­κε ρατσι­στι­κή επί­θε­ση την ώρα που έφευ­γε από τη δου­λειά του και πήγαι­νε με ποδή­λα­το στο σπί­τι του στο Λαγο­νή­σι. Ενα αυτο­κί­νη­το στο 41ο χλμ. της λεω­φό­ρου Καλυ­βί­ων του έκο­ψε το δρό­μο. Ο οδη­γός, τον έβρι­σε μέσα από το αυτο­κί­νη­το και κατέ­βη­κε με επι­θε­τι­κές δια­θέ­σεις. Αφού έβγα­λε σιδε­ρο­λο­στό και πιά­νο­ντας με το ένα χέρι τον Ναβίτ άρχι­σε να τον χτυ­πά στο κεφά­λι και το σώμα. Ο μετα­νά­στης έπε­σε κάτω αιμό­φυρ­τος. Αργό­τε­ρα μετα­φέρ­θη­κε στο Ασκλη­πιείο Βού­λας όπου νοση­λεύ­ε­ται φρου­ρού­με­νος, όμως, από αστυ­νο­μι­κούς. Το τελευ­ταίο γίνε­ται με το πρό­σχη­μα της λήξης των εγγρά­φων του…
(Δύο ειδή­σεις των τελευ­ταί­ων ημερών)

Η μακρά εμπει­ρία μας της ξενι­τιάς και της μετα­νά­στευ­σης δεν απέ­τρε­ψε απέ­τρε­ψε την ξενο­φο­βία, τη μισαλ­λο­δο­ξία, τις βάρ­βα­ρες επι­θέ­σεις ενά­ντια στους μετα­νά­στες. Το δηλη­τή­ριο του ρατσι­σμού και της ξενο­φο­βί­ας, δυστυ­χώς, δια­περ­νά το κοι­νω­νι­κό σώμα. Αυτό το δηλη­τή­ριο είναι απα­ραί­τη­το για τη δια­τή­ρη­ση του εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συστή­μα­τος, σε μια φάση που περ­νά μεγά­λα ζόρια. Με άμε­σους και έμμε­σους τρό­πους συντη­ρεί­ται και δια­χέ­ε­ται στην ελλη­νι­κή κοινωνία.
Ακό­μα και κάποιοι ποι­η­τές φοβή­θη­καν τους μετανάστες.

Στην Ελλά­δα οι μετα­νά­στες φοβού­νται περισ­σό­τε­ρο απ’ τους ποιητές
Φοβού­νται, ας πού­με, τα κύματα
Τα ποδήλατα
Τα μπαλκόνια
Ασή­μα­ντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβού­νται και τα χαντάκια
Τις μηχανές
Τους πανηγυρισμούς
Τις βρα­δι­νές ώρες που οι ποι­η­τές παίρ­νουν το δεί­πνο τους
Αυτοί φοβούνται
Μη χτυ­πή­σει ξαφ­νι­κά η πόρτα
Και την ώρα του φρού­του αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Τις γυναί­κες με τους σκύλους
Ακό­μα, φοβού­νται τα ύψη
Τους λιμενικούς
Τους συνοριοφύλακες
Καθώς και τις σφαί­ρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβού­νται επί­σης στο λεωφορείο
Φοβού­νται στο μετρό
Φοβού­νται στο ταξί
Φοβού­νται στη δουλειά
Φοβού­νται στην πόλη
Φοβού­νται στην επαρχία
Φοβού­νται και τα αφεντικά
Κυρί­ως τα αφεντικά!
Φοβού­νται τους λοστούς
Τις αλυσίδες
Τις σιδηρογροθιές
Και τα σπα­σμέ­να μπουκάλια
Φοβού­νται τα μαχαίρια
Και την ώρα που οι ποι­η­τές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι

Κων­στα­ντί­να Κούνεβα
Μοχά­μεντ Καμ­ράν Ατίφ
Έντι­σον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αρι­βάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκρα­μός Παλούσι
Χου­σε­ΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβά­στε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές
(Ποί­η­μα αγνώ­στου που γρά­φτη­κε αμέ­σως μετά τις γνω­στές δηλώ­σεις της ποι­ή­τριας Κικής Δημου­λά για τους μετανάστες)

EYA-MELA-2_0

Κάποιοι ποι­η­τές φοβή­θη­καν, η ποί­η­ση όμως, όπως και οι άλλες τέχνες, αγκά­λια­σε τους μετα­νά­στες, έδω­σε φωνή στη σκέ­ψη, στις τύψεις, στην αγα­νά­κτη­σή μας. Για αυτό και εμείς σήμε­ρα θα οικειο­ποι­η­θού­με τη γλώσ­σα της ποί­η­σης για να περι­γρά­ψου­με τη ζωή και τα πάθη των μεταναστών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΥΝΕΒΑ

Της το είχαν πει, είχαν προειδοποιήσει:
να μην παλέ­ψει. Δικαιώ­μα­τα και τέτοια
ο ξένος να ζητά­ει, να διεκδικήσει;
Αδια­νό­η­το! Τ’ αφε­ντι­κών τα κέφια

να υπη­ρε­τούν, να δέχο­νται τα πάντα
— περι­κο­πές μισθών και πενταροδεκάρες.
Η Κού­νε­βα (εκεί γύρω στα σαράντα)
ήταν που αρνή­θη­κε εκφο­βι­σμούς, κατάρες.

Μ’ αξιο­πρέ­πεια πάλευε, ζητούσε
με πεί­σμα πάντα, να ‘χει τη μισθοδοσία.
Αγκά­θι είχε γίνει, που ενοχλούσε
— κόντρα στην κόντρα – πλέ­ον την εργοδοσία.

Οι άντρες εμφα­νί­στη­καν το βράδυ
για κάτι που ‘χανε και­ρό προαναγγείλει:
θ’ αφή­ναν ανε­ξί­τη­λο σημάδι
στην Κων­στα­ντί­να – κάθε δρά­ση ν’ αναστείλει.

Στο πρό­σω­πό της χύνουν βιτριόλι,
μάτια και χεί­λη και λαι­μό να εξαφανίσει.
Κεί­νοι γελούν, γεμά­τοι μίσος όλοι
που δεν τους φτά­νει κι ας τους έχει διαποτίσει.

«…Το στό­μα σου άνοι­ξέ το, ρού­φα τώρα,
στα­γό­να μην αφή­σεις! – Όλο, να σε κάψει…
Έτσι γαμά­ει (που­τά­να) αυτή η χώρα.
Θέλεις δεν θέλεις, πλέ­ον η δρά­ση σου θα πάψει…»
3/2/2009
Σοφία Κολοτούρου

10

Στην ξενι­τιά της γλώσσας

Τυχαία ώρα. Τυχαία πλα­τεία. Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή,
τότε που δέε­σαι το χρό­νο να ειρηνέψει.
Στα παγκά­κια, μισοί να κάθο­νται, μισοί ανεβασμένοι.
Αλβανοί.
Τώρα μιλά­νε δυνατά
και ξανα­βρί­σκουν όσα έκρυψε
φοβι­σμέ­νος ο και­ρός της σιωπής.
Ξενι­τε­μέ­νοι μες στη γλώσ­σα τους.

Οι εδραί­οι δεν της απο­δί­δουν σημασία,
καν δεν τη διακρίνουν
Γι αυτό κι ελευ­θε­ρώ­νει ερμη­τι­κό τον ήχο της.
Στο θάλα­μο τηλε­φω­νούν. Φιλιπ­πι­νέ­ζοι. Μάλλον.
Διπλά ξενι­τε­μέ­νοι αυτοί
της γλώσ­σας και του δέρματος
δεσμεύ­ουν τη φωνή τους
αθό­ρυ­βοι δια­σχί­ζουν το ακί­νη­το βλέμ­μα μας.

Συλ­λέ­κτης μάταιος επεισοδίων
παίρ­νεις να γρά­φεις σιωπηρά,
δίχως χαρ­τί ή μολύβι,
λες ξανα­λές τις φρά­σεις μη χαθούν,
έχει ραγί­σει ο ρυθμός,
κομπιά­ζει η μνήμη.

Εκεί­νο το βαρύ το αγε­νε­ο­λό­γη­το: «Πατρί­δα του ποι­η­τή η γλώσ­σα του»
σου τρώ­ει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα.
Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις.
Ιθα­γε­νής του κενού,
μετράς, διπλή- τρι­πλή η ξενι­τιά της γλώσσας
όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες
ό,τι σχε­δί­α­σες πριν το ανα­θέ­σεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά
απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσ­σα σου
σε άλλον ήλιο γεννημένοι.
Έξω μακριά κι απ’ ους ομόγλωσσους
που δια­σχί­ζουν την παλιλ­λα­λία σου αδιάφοροι.

Μια ξενι­τιά η πατρί­δα σου.
Σαν έρω­τα που τον ζητάς
μόνον για να τον χάσεις.
Παντε­λής Μπουκάλας

«Εμείς δεν μετα­να­στέ­ψα­με σαν τα πουλιά/ σε σχη­μα­τι­σμό «V»…/ Στα σύνορα/ η τελευ­ταία γου­λιά δακρύων/ δάγκω­σε τις λέξεις/ και με το όνο­μα της μάνας/ βρέ­ξα­με τα στε­γνά μας χείλη»
(Λουάν Τζού­λι, Αλβα­νός ποι­η­τής, Μετανάστευση).

Το λάθος

Τα ρού­χα της δουλειάς
σε χάρ­τι­νη σακού­λα, φίρμα,
με το σκοι­νά­κι της,
να μοιά­ζει δώρο αγά­πης ακριβής.
« Ά, ένας από μας…»
άκου­γε μέσα του την ξένη σκέψη.
Ένιω­θε ίδιος όσο την κρατούσε,
στη στά­ση του λεωφορείου,
ασφα­λι­σμέ­νος, έγκυρος,
όπως ο γέροντας
που κάρ­φω­νε στα δόντια του το σπίρτο
βγαί­νο­ντας Κυρια­κή στο καφε­νείο του χωριού
να δεί­ξει ένα γεύ­μα πλούσιο
που καν δεν το ’χε ονειρευτεί.

Έπια­νε θέση μονά­χα αν ήταν άδειες οι μισές.
Από­θε­τε στα πόδια τη σακού­λα, απαλά,
πρό­χει­ρο αναλόγιο,
και πάνω της ένα βιβλίο.
Το ίδιο πάντο­τε, ελληνικό,
με το εισι­τή­ριο σελιδοδείκτη.
Το ‘χε ζητή­σει από το αφε­ντι­κό του,
κι εκεί­νος του έδω­σε το Λάθος.
Σπά­νια γύρι­ζε σελίδα.
Θάλασ­σα οι λέξεις,
κι αυτός, πέτρα βουνού,
δεν ήξε­ρε από αρμυ­ρά ταξίδια
βυθιζόταν.
Ένα μονά­χα ήξερε:
Το εισι­τή­ριό του, το κανονικό,
το σίγουρο,
αυτό που απέ­τρε­πε τους ελεγκτές
και ημέ­ρω­νε το βλέμ­μα το καχύποπτο
ήταν το βιβλίο.
Δε διά­βα­ζε.
Ούτε της γλώσ­σας του τα γράμματα
δεν ήξε­ρε να βάλει σε μια τάξη.
Όσα χαρ­τιά κι όσες σφραγίδες
κι αν έσερ­νε στην τσέ­πη του ο φόβος
Το δια­βα­τή­ριό του για τον κόσμο των ομοίων
ήτα­νε το βιβλίο με τις ελλη­νι­κές σελίδες.
«Α, ένας από μας…»

Κι έτυ­χε σε ελεγ­κτή φιλα­να­γνώ­στη και καν τον τίτλο
δεν μπο­ρού­σε να του πει
ο αλαρ­γι­νός
σπουρ­γί­τι τρο­μαγ­μέ­νο και πολέμαγε
μέσα στο σώμα του να φύγει να κρυφτεί.
Και πλή­ρω­σε το Λάθος.
«Χα, ένας από μας…»
βρό­ντη­ξε ο χλευα­σμός και τον κεραύνωσε.
Έκτο­τε μετρά­ει την έρη­μο πεζοπορώντας.
Όπως κι όταν δρα­σκέ­λι­ζε τα σύνορα.
Παντε­λής Μπουκάλας

Λαθε­μέ­νο μού φαι­νό­ταν πάντα τ’ όνο­μα που μας δίναν:
«Μετα­νά­στες».
Θα πει, κεί­νοι που αφή­σαν την πατρί­δα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγα­με για­τί το θέλαμε,
λεύ­τε­ρα να δια­λέ­ξου­με μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μεί­νου­με για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγα­με στα κρυ­φά. Μας κυνη­γή­σαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτη­κε, σπί­τι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
(Από­σπα­σμα από το ποί­η­μα του Μπ. Μπρεχτ «Μετα­νά­στες»)

ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ «ΞΕΝΟ»!

Επει­δή άλλη μάνα με γέννησε
και σ’ άλλη γλώσ­σα άκου­σες εσύ
τα όμορ­φα παι­δι­κά σου παραμύθια…
μη με φωνά­ζεις «ξένο»
το ψωμί σου δε δια­φέ­ρει απ’ το δικό μου
το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει
και η δική μου φωτιά.
Για­τί λοι­πόν με φωνά­ζεις «ξένο»;
Επει­δή σ’ άλλους δρό­μους βρέθηκα
και σ άλλο λαό γεννήθηκα
και άλλες θάλασ­σες γνώρισα
και απ’ αλλού σάλπαρα;
Αλλά το ίδιο άγχος κρύ­βου­με κι οι δυο
η ίδια εξάντληση
στην πλά­τη μας βαραίνει,
αυτή που συντρί­βει το κάθε θνητό
μέσ’ απ’ του χρό­νου τα σκοτάδια
από τότε που σύνο­ρα δεν είχαν τεθεί
κι ανά­με­σά μας ακό­μη δεν είχαν φθάσει
όσοι διχάζουν
και σκο­τώ­νουν το φτωχό,
αυτοί που κλέβουν
και μοι­ρά­ζουν ψέματα,
αυτοί που εμπο­ρεύ­ο­νται κι εμάς
και θάβουν αδί­στα­κτα τα όνει­ρά μας
όσοι εφεύ­ραν αυτή τη λέξη
τη σκλη­ρή: «ξένος».
λέξη παγω­μέ­νη και γεμά­τη θλίψη
που θυμί­ζει αλη­σμο­σύ­νη κι εξορία.
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός
στα­μά­τα τώρα να με φωνά­ζεις «ξένο»
αν θέλεις, κοί­τα­ξέ με στα μάτια,
πιο πέρα απ’ το μίσος
ας φθά­σει η ματιά σου,
ας ξεπε­ρά­σει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρω­πος είμαι κι εγώ
Όχι, δεν είμαι «ξένος»!

6Παι­δι­κό Αντι­ρα­τσι­στι­κό Ποίημα

Όταν γεν­νιέ­μαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγα­λώ­σω, είμαι μαύρος
Όταν κάθο­μαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβά­μαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρω­σταί­νω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαί­νω, ακό­μα είμαι μαύρος
Κι εσύ λευ­κέ άνθρωπε
Όταν γεν­νιέ­σαι, είσαι ροζ
Όταν μεγα­λώ­νεις, γίνε­σαι λευκός
Όταν κάθε­σαι στον ήλιο, γίνε­σαι κόκκινος
Όταν κρυώ­νεις, γίνε­σαι μπλε
Όταν φοβά­σαι, γίνε­σαι κίτρινος
Όταν αρρω­σταί­νεις, γίνε­σαι πράσινος
Κι όταν πεθαί­νεις, γίνε­σαι γκρι
Και απο­κα­λείς εμέ­να έγχρωμο…
(Ποί­η­μα από παι­δί από την Αφρι­κή και προ­τά­θη­κε από τα Ηνω­μέ­να Έθνη ως το καλύ­τε­ρο ποί­η­μα του 2006).

 

4


Στην κοι­λά­δα με τους ροδώνες

Αλή­θεια ‑των αδυ­νά­των αδύνατο
ποτές δεν εκα­τά­φε­ρα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερα­τώ­δες κοι­νό γνώ­ρι­σμα τ’ ανθρώπου
το εφή­με­ρο της παρά­λο­γης ζωής του
κι ανα­κα­λύ­πτου­νε διαφορές
γιο­μά­τοι μίσος διαφορές
σε χρώ­μα δέρ­μα­τος /φυλή / θρησκεία
Νίκος Εγγονόπουλος

 

Εμι­γκρέ­δες της Ρουμανίας

Ένα από­γευ­μα ο γιος του Ρουμάνου
έχα­σε το κοτο­που­λά­κι του.
Χτύ­πη­σε όλες τις πόρτες.
Τα μεγά­λα του μάτια,
καθώς το ανα­ζη­τού­σα­νε μάταια,
μου φάνη­καν χοάνες
που από μέσα τους
μπο­ρού­σε ο καθένας
να διακηρύξει
τ’ ανθρώ­πι­να δικαιώματα.
Πόσο μ’ αρέσει
ν’ ακούω τους ανθρώπους
ν’ ανε­βαί­νουν με το ασανσέρ
και να μιλά­νε ρουμάνικα…
Κι ένα βράδυ,
ενώ κοί­τα­ζα τα τοξω­τά μπαλκόνια
του μαιευ­τη­ρί­ου της «Έλε­νας»,
άκου­σα ήχο πιάνου.
Κάποιος απ’ τους Ρουμάνους
έπαι­ζε από συνή­θεια το ίδιο κομμάτι
και μετα­μόρ­φω­νε, πάλι, τους δήμιους
της Αμε­ρι­κά­νι­κης πρεσβείας,
τους μετα­μόρ­φω­νε, πάλι, σε χάδι.
Πόσο μ’ αρέσει
ν’ ακούω τους ανθρώπους
ν’ ανε­βαί­νουν με το ασανσέρ
και να μιλά­νε ρουμάνικα…
Ένα μεση­μέ­ρι, σκυ­φτή κι ανώνυμη,
μέσα στους σκο­τει­νούς διαδρόμους
μιας πολυκατοικίας,
τους άκου­σα να μιλά­νε ρουμάνικα.
Καθώς ανέ­βαι­να με το ασανσέρ…
…να μιλά­νε ρουμάνικα.
Και τότε τραγούδησα:
«Πόσο μ’ αρέσει
ν’ ακούω τους ανθρώπους
ν’ ανε­βαί­νουν με το ασανσέρ
και να μιλά­νε ρουμάνικα…»
Εμι­γκρέ­δες της Ρουμανίας,
πιθα­νό­τη­τες ευτυχίας,
στην περιο­χή της Αμε­ρι­κά­νι­κης πρεσβείας…
Λένα Πλάτωνος

Φαρ­μα­κο­νή­σι

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
η θάλασ­σα πιο παγωμένη
κι απ’ τα χώμα­τα της πατρίδας,
πνί­γο­μαι, μητέρα
με πνίγουν

κι αν δεν με πνίξουν
θα έχου­νε έτοι­μη τη σφαίρα
για να την καρ­φώ­σουν στο κρα­νίο μου

αλλά τα όνει­ρα δεν πεθαί­νουν, μητέρα
ούτε με σφαίρες
ούτε με διατάγματα

ο χρό­νος τους τελειώνει
αυτοί κρυώ­νουν περισ­σό­τε­ρο από εμάς
και παρη­γο­ριά, προ­στα­σία ζητάνε
μέσα στα πολυ­τε­λή σαλό­νια τους.

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
οι καρ­διές τους πιο παγωμένες
κι απ’ τα χώμα­τα της πατρίδας,
πνί­γο­μαι, μητέρα
με πνίγουν

κι όταν με πνίξουν
έτοι­μη θα έχου­νε τη δικαιολογία
για να βεβη­λώ­σουν τη μνή­μη μου

ο χορ­τά­τος υπουργός
ο ραφι­νά­τος επιχειρηματίας
ο λογο­τέ­χνης με τις υπό­γειες διασυνδέσεις

οι προ­αιώ­νιοι εχθροί μας
με το μεγά­λο στόμα
και το ελά­χι­στο μυαλό
που για αίμα διψούν και για χρήμα
ελπί­ζο­ντας πως θα τη βγά­λουν καθαρή
και φέτος.

Πολύ κρύο, μητέρα
όμως, τα δάκρυα σου
ζεστή κρα­τούν την ελπίδα
ξεπλέ­νουν τους φόβους μας

να θυμώ­νεις, μητέρα
να κλαις, ακούς;
έτσι κάνουν οι άνθρω­ποι, ακούς;

έτσι κι αλλιώς, δεν θ’ αργή­σει εκεί­νη η μέρα
όπου κι εμείς, με τα δικά μας πλοία
σαν κάποιο παγω­μέ­νο Οκτώ­βρη χρό­νια πριν
τα κανό­νια θα πάρου­με απ’ την καρ­διά μας
για να τα στρέ­ψου­με στις τσέ­πες τους.

Εκεί να δεις δάκρυα, μητέρα…
24/1/2013
Ειρη­ναί­ος Μαράκης

 

 

H μετα­νά­στευ­σή δεν αφο­ρά μόνο τους άλλους. Είμα­στε πλέ­ον τόπος υπο­δο­χής μετα­να­στών αλλά και εξα­γω­γής. Ευτυ­χώς όχι ακό­μη με τις συν­θή­κες των ταλαι­πω­ρη­μέ­νων μετα­να­στών που καθη­με­ρι­νά φτά­νουν στα σύνο­ρα της χώρας.
Μετα­νά­στης ήταν ο πατέ­ρας και ο παπ­πούς μας, μετα­νά­στης και το παι­δί μας σήμε­ρα. Την πίκρα της μετα­νά­στευ­σης ο Έλλη­νας την έκα­νε τρα­γού­δι, με τη φωνή του Καζαν­τζί­δη και του Λάκη Χαλ­κιά. «Φεύ­γω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρι­κες της Γερ­μα­νί­ας», «Στο σταθ­μό του Μονά­χου» … «H μπα­λά­ντα του μετανάστη»…

Ίδιος ο προ­ο­ρι­σμός και σήμε­ρα, για τα παι­διά μας. Ελευ­σί­να — Βερο­λί­νο σε στί­χους Ανθής Μητρο­πέ­τρου (τρα­γού­δι Ειρή­νη Τουμπάκη).

Ελευ­σί­να — Βερολίνο

Στην Ελευ­σί­να λιώ­νω σαν κερί.
Τρώ­ει καρά­βια η σκουριά
και τα σαπίζει.
Σαν καμι­νέ­το καί­γε­ται η ψυχή.
ο ήλιος πέφτει αργά
μια βάρ­κα στ’ ανοιχτά
ματώ­νει την καρδιά.

Αφή­νω το παρά­θυ­ρο ανοιχτό
να μπει ο αέρας στα κρυφά
να με δροσίσει
Σ’ ένα δωμά­τιο κρύο σκοτεινό
τα έπι­πλα βαριά
η νύχτα στα σκαλιά
με βλέ­πει και γελά

Τα σύνο­ρα ανοίγω
κι απ’ την Ελευσίνα
ως τα Βερολίνα
νυχτώ­νω κι εγώ.
Νυχτώ­νουν κι οι πόλεις
νυχτώ­νουν κι οι δρόμοι
για μένα δεν έχει
δεν εχει συγγνώμη

Στο Βερο­λί­νο τώρα τριγυρνώ
τον έξω κόσμο για να δω
αν μου ανήκει
Αφή­νω το παρά­θυ­ρο ανοιχτό
στα έρη­μα στενά
και στα θολά νερά
με τρώ­ει η ξενιτιά.

Τα σύνο­ρα ανοίγω
κι απ’ την Ελευσίνα
ως τα Βερολίνα
νυχτώ­νω κι εγώ.
Νυχτώ­νουν κι οι πόλεις
νυχτώ­νουν κι οι δρόμοι
για μένα δεν έχει
δεν εχει συγγνώμη

Περ­νά ο και­ρός και ψάχνω για δουλειά
άδειο ταμείο τα δεσμά μου
πως να σπάσω
Βάζω στους ώμους μου λευ­κά φτερά
τρα­βάω τα σχοινιά
και λύνω τη θηλιά.
Ανθή Μητροπέτρου

(Τα εικα­στι­κά είναι της Εύας Μελά)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο