Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ – ΤΕΧΝΗ – ΗΘΙΚΗ. Μια μαρξιστική προσέγγιση (Δεύτερο μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Στο πρώ­το μέρος είδα­με κάποιες γενι­κές σκέ­ψεις γύρω από το θέμα. Στο δεύ­τε­ρο μέρος θα στα­θού­με στην υλι­στι­κή-μαρ­ξι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση. Γενι­κά για τους υλι­στές οι αντι­κει­με­νι­κές αισθη­τι­κές νομο­τέ­λειες πρέ­πει να ανα­ζη­τού­νται στο Είναι, δηλα­δή στην ίδια την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γύρω μας. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή πρέ­πει να ανα­πα­ρι­στά­νε­ται στην τέχνη με αλη­θο­φά­νεια χωρίς, ωστό­σο, να είναι μια πιστή αντα­νά­κλα­σή της, κάτι σαν φωτο­γρα­φία, αλλά η ανα­πα­ρά­στα­ση αυτή παίρ­νει μια ποι­κι­λία μορ­φών που δεν πρέ­πει να αυτο­νο­μού­νται από το (κοι­νω­νι­κό) περιε­χό­με­νο. Η τέχνη οφεί­λει να παίρ­νει ενερ­γό μέρος στους κοι­νω­νι­κούς, πολι­τι­κούς, ιδε­ο­λο­γι­κούς αγώ­νες της κοι­νω­νί­ας. Η προ­μαρ­ξι­στι­κή υλι­στι­κή αισθη­τι­κή που την ανέ­πτυ­ξαν κυρί­ως οι Ρώσοι επα­να­στά­τες δημο­κρά­τες Μπε­λίν­σκι (1811–1848), Τσερ­νι­σέφ­σκι (1828–1889) και Ντο­μπρο­λιού­μποφ (1836–1861),  δεν είχε ανα­πτυ­χθεί ολο­κλη­ρω­μέ­να, έπρε­πε για να γίνει αυτό, να συνε­νω­θεί με τη δια­λε­κτι­κή μέθο­δο. Έτσι, η υλι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση της τέχνης τότε δεν είχε ακό­μα απαλ­λα­χθεί από ιδε­α­λι­στι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Ο Γερ­μα­νός φιλό­σο­φος Λού­ντ­βιχ Φόϋρ­μπαχ (1804–1872) έλε­γε, για παρά­δειγ­μα, ότι το ωραίο βγαί­νει άμε­σα από τις φυσι­κές ιδιό­τη­τες των φαι­νο­μέ­νων και τα αισθη­τι­κά αισθή­μα­τα, το «γού­στο» δε, βγαί­νει από τη φύση του ανθρώ­που. Η άπο­ψη  ότι ο καθέ­νας  «έχει το γού­στο του» σ’ ό, τι αφο­ρά τα προ­ϊ­ό­ντα πλα­τιάς κατα­νά­λω­σης, τη μόδα, αλλά και την τέχνη,  που σήμε­ρα είναι πλα­τιά δια­δε­δο­μέ­νη, είναι στην ουσία η επι­κρά­τη­ση του ιδε­α­λι­σμού στη σύγ­χρο­νη καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία. Το γού­στο μάλι­στα θεω­ρεί­ται κάτι το έμφυ­το στον άνθρω­πο. Δηλα­δή αυτή τη στιγ­μή και πάλι επι­κρα­τούν και καλ­λιερ­γού­νται έντο­να οι βιο­λο­γι­κές νομο­τέ­λειες σαν αντί­δρα­ση ενά­ντια στην κοι­νω­νι­κή προ­σέγ­γι­ση που είχε αρχί­σει να επι­κρα­τεί στις δεκα­ε­τί­ες στις οποί­ες το σοσια­λι­στι­κό στρα­τό­πε­δο και μαζί μ’ αυτό οι προ­ο­δευ­τι­κές ιδέ­ες σε όλα τα επί­πε­δα, είχε εξα­πλω­θεί αισθη­τά. Μαζί με την παγκό­σμια αντι­δρα­στι­κή στρο­φή στην οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή ζωή έρχε­ται από τη δεκα­ε­τία του ’90 του περα­σμέ­νου αιώ­να και το βήμα πίσω στο ιδε­ο­λο­γι­κό εποι­κο­δό­μη­μα με τις βιο­λο­γι­κές και όχι τις κοι­νω­νι­κές εξη­γή­σεις της ανθρώ­πι­νης συμπε­ρι­φο­ράς: «βιο­λο­γι­σμός» ενά­ντια στον «κοι­νω­νι­σμό». Βρι­σκό­μα­στε σε ένα παγκό­σμιο αντι­δρα­στι­κό πισω­γύ­ρι­σμα στο οικο­νο­μι­κό, άρα και πολι­τι­κό-κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο. Η εξέ­λι­ξη αυτή δεν μπο­ρού­σε παρά να φέρει συνέ­πειες και στο συνει­δη­σια­κό-ηθι­κό επί­πε­δο. Οι παλαιές «νέες» θεω­ρί­ες πρέ­πει να κάνουν τη δου­λειά τους στην ανθρώ­πι­νη συνεί­δη­ση σαν ανα­πό­φευ­κτες «εκ φύσε­ως» δεδο­μέ­νες, ώστε να δεχθεί παθη­τι­κά τις ολέ­θριες εξε­λί­ξεις ή να ξεσπά­σει στα τυφλά, ενδε­χο­μέ­νως να βρει παρη­γο­ριά σε ανώ­δυ­νη για το σύστη­μα κατεύ­θυν­ση μέσω όλων των ειδών των «εργα­λεί­ων» που ναρ­κώ­νουν τη συνείδηση.

H μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη για την αισθητική

Για το μαρ­ξι­σμό η δημιουρ­γι­κή, πρα­κτι­κή και σκό­πι­μη ενέρ­γεια των ανθρώ­πων για τη μετα­μόρ­φω­ση της φύσης και της κοι­νω­νί­ας απο­τε­λεί την αντι­κει­με­νι­κή βάση της αισθη­τι­κής θεώ­ρη­σης του κόσμου. Το αντι­κεί­με­νό της εμπε­ριέ­χει το αισθη­τι­κό στην αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στην υπο­κει­με­νι­κή του υπό­στα­ση (αισθη­τι­κή συνεί­δη­ση) και στην τέχνη (ενό­τη­τα του υπο­κει­με­νι­κού και αντι­κει­με­νι­κού αισθη­τι­κού). Η αισθη­τι­κή μελε­τά­ει τη νομο­τέ­λεια, την ουσία και τις συγκε­κρι­μέ­νες εκδη­λώ­σεις αυτών των στοι­χεί­ων σε δια­λε­κτι­κή ενό­τη­τα. Βασι­κές αισθη­τι­κές κατη­γο­ρί­ες είναι το ωραίο και το άσχη­μο, το υψη­λό και το ευτε­λές, το τρα­γι­κό και το κωμι­κό, η δρα­μα­τι­κό­τη­τα και το ηρω­ϊ­κό. Η αισθη­τι­κή θεώ­ρη­ση εκδη­λώ­νε­ται στον κάθε τομέα του κοι­νω­νι­κού Είναι και της ζωής του ανθρώ­που. Το υπο­κει­με­νι­κό στοι­χείο στην αισθη­τι­κή θεώ­ρη­ση είναι τα αισθη­τι­κά αισθή­μα­τα, το γού­στο, η αξιο­λό­γη­ση, τα βιώ­μα­τα, οι ιδέ­ες, τα ιδα­νι­κά. Αυτές είναι οι ειδι­κές μορ­φές στις οποί­ες αντι­κα­θρε­φτί­ζο­νται οι αντι­κει­με­νι­κές αισθη­τι­κές σχέ­σεις. Με την αισθη­τι­κή αίσθη­ση συν­δέ­ο­νται ο ρυθ­μός, η μελω­δία, η αρμο­νία στη μου­σι­κή και στο χορό, τα σχέ­δια στη ζωγρα­φι­κή και τη γλυ­πτι­κή, ο ρυθ­μός στην ποί­η­ση και την πεζο­γρα­φία. Η τέχνη, η καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία είναι αντι­κεί­με­να της αισθη­τι­κής, η οποία εξε­τά­ζει την ουσία της τέχνης.

Η αισθη­τι­κή, τέλος, είναι φιλο­σο­φι­κή επι­στή­μη και εξε­τά­ζει τους γενι­κούς νόμους που διέ­πουν τις αισθη­τι­κές σχέ­σεις ανά­με­σα στον άνθρω­πο και την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μελε­τά­ει τις σχέ­σεις αισθη­τι­κής συνεί­δη­σης, τέχνης και κοι­νω­νι­κού Είναι. Αυτό που είναι αισθη­τι­κό το θεω­ρεί ταυ­τό­χρο­να και ηθικό.

Η τέχνη ως «αντα­νά­κλα­ση» της ταξι­κής πραγματικότητας

Για τη μαρ­ξι­στι­κή-λενι­νι­στι­κή αισθη­τι­κή η σχέ­ση τέχνης-αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας βασί­ζε­ται στη θεω­ρία της αντα­νά­κλα­σης. Η τέχνη αντα­να­κλά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με καλ­λι­τε­χνι­κά μέσα, με εικό­νες, με παρα­στά­σεις. Η αντα­νά­κλα­ση, όπως είπα­με και στο πρώ­το μέρος, δεν είναι μια πιστή παθη­τι­κή φωτο­γρα­φία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αλλά ποι­κίλ­λουν οι μορ­φές και οι δια­βαθ­μί­σεις της ανά­λο­γα με την κοι­νω­νι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συγκρό­τη­ση του καλ­λι­τέ­χνη, το σκο­πό που θέλει να υπη­ρε­τή­σει, τις κοι­νω­νι­κές ομά­δες ή στρώ­μα­τα στα οποία απευ­θύ­νε­ται, την αγω­νι­στι­κή του διά­θε­ση, δηλα­δή τη στρά­τευ­σή του. Υπάρ­χει τέχνη που είναι πιστό­τε­ρη αντα­νά­κλα­ση μιας συγκε­κρι­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, όπως ο (σοσια­λι­στι­κός) ρεα­λι­σμός, και υπάρ­χει τέχνη που δίνει σε πιο αφη­ρη­μέ­νες μορ­φές τη βιω­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα στρώ­μα­τα και οι τάξεις στην κοι­νω­νία που δεν έχουν άμε­ση σχέ­ση με την παρα­γω­γι­κή εργα­σία, δεν παρά­γουν τέχνη που είναι άμε­ση, δηλα­δή, πιστή αντα­νά­κλα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αλλά που δίνει μια πιο αφη­ρη­μέ­νη μορ­φή έκφρα­σής της πολ­λές φορές δυσ­νό­η­τη και απρό­σι­τη για το ευρύ­τε­ρο κοι­νό.  Επο­μέ­νως, στις μη παρα­γω­γι­κές τάξεις δια­πι­στώ­νου­με περισ­σό­τε­ρη προ­τί­μη­ση για τις αφη­ρη­μέ­νες μορ­φές τέχνης, μια άλλη αισθη­τι­κή αίσθη­ση, ένα άλλο «γού­στο» απ’ ό,  τι στα στρώ­μα­τα που είναι πιο κοντά στην παρα­γω­γή. Συνή­θως τα πρώ­τα απο­λαμ­βά­νουν και περισ­σό­τε­ρη παι­δεία. Οι άνθρω­ποι στα εργο­στά­σια, στα χωρά­φια που έχουν μια άμε­ση σχέ­ση με την παρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία και αντι­με­τω­πί­ζουν από νωρίς τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της βιο­πά­λης, συνή­θως δεν θέλουν αφη­ρη­μέ­νες μορ­φές τέχνης που όχι σπά­νια τους φαί­νο­νται γελοί­ες και ακα­τα­νό­η­τες, αλλά συγκι­νού­νται και ψυχα­γω­γού­νται περισ­σό­τε­ρο από τις ρεα­λι­στι­κές μορ­φές τέχνης που πιστά ανα­πα­ρα­σταί­νουν τη ζωή τους…αν υπάρ­χει επα­φή με την τέχνη. Η αστι­κή τέχνη, συνε­πώς και αισθη­τι­κή, δεν συν­δέ­ε­ται άμε­σα με την παρα­γω­γή. Ο καλ­λι­τέ­χνης ανα­πα­ρά­γει τα φαι­νό­με­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στο φως των ταξι­κών του αντι­λή­ψε­ων. Γι’ αυτό το λόγο η αντί­λη­ψη της λεγό­με­νης «καθα­ρής» τέχνης ή του μη στρα­τευ­μέ­νου καλ­λι­τέ­χνη, τόσο δια­δε­δο­μέ­νη στις αστι­κές κοι­νω­νί­ες, είναι αστή­ρι­κτη.  Ακό­μα και ο καλ­λι­τέ­χνης που υπο­στη­ρί­ζει, ότι η τέχνη του δεν επη­ρε­ά­ζε­ται καθό­λου από οικο­νο­μι­κές, πολι­τι­κές, κοι­νω­νι­κές κατα­στά­σεις, παρα­δό­σεις κλπ. και ότι η τέχνη του είναι «καθα­ρή» απ’ αυτή την άπο­ψη, εκφρά­ζει μ’ αυτό τον τρό­πο μια ιδε­ο­λο­γία, την ιδε­α­λι­στι­κή. Το να μην παίρ­νει θέση απέ­να­ντι στα κοι­νω­νι­κά δρώ­με­να και γεγο­νό­τα, είναι θέση. Φιλο­σο­φι­κά ουσια­στι­κά υιο­θε­τεί την αντί­λη­ψη, ότι η συνεί­δη­ση δημιουρ­γεί το Είναι, αν και στο θέμα αυτό υπάρ­χουν πολ­λές δια­βαθ­μί­σεις. Δεν τοπο­θε­τεί τον εαυ­τό του έξω και πάνω από την κοι­νω­νία (που μερι­κοί αυτό νομί­ζουν), αλλά τοπο­θε­τεί­ται στο αστι­κό ιδε­ο­λο­γι­κό σύστη­μα απόψεων.

Εργα­τι­κή τάξη, δια­νό­η­ση και τέχνη

Να κλεί­σου­με αυτό το δεύ­τε­ρο μέρος με τα λόγια που απεύ­θυ­νε ο Γ.Β. Πλε­χά­νοφ (1856–1918) στους εργά­τες ανα­γνώ­στες. Τα έγρα­ψε τον Απρί­λη του 1885 στη Γενεύη σαν πρό­λο­γο στη συλ­λο­γή ποι­η­μά­των Τα τρα­γού­δια της δου­λειάς που θα εξέ­δι­δε η ομά­δα «Απε­λευ­θέ­ρω­ση της Δου­λειάς». Η συλ­λο­γή αυτή δεν κυκλο­φό­ρη­σε και το άρθρο δημο­σιεύ­θη­κε το 1928 στα «Χρο­νι­κά του Μαρ­ξι­σμού» δέκα χρό­νια μετά το θάνα­τό του. Η παρού­σα παρά­θε­ση πάρ­θη­κε από την έκδο­ση «Γ.Β. Πλε­χά­νοφ, Αισθητική,1. Η τέχνη και η λογο­τε­χνία σαν κοι­νω­νι­κά Φαι­νό­με­να, 2. Κρι­τι­κές μελέ­τες και φιλο­λο­γι­κά άρθρα» από τις εκδό­σεις «Ανα­γνω­στί­δης» σε μετά­φρα­ση του Τάσου Βουρνά:

«Η ιντελ­λι­γκέν­τσιά μας, όπως τη λένε, αγα­πά­ει πολύ τους στί­χους του Ν.Α. Νεκρά­σωφ. Οι στί­χοι αυτοί, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και πολύ κακοί, αν κι’ ο Νεκρά­σωφ δεν είχε μεγά­λο ταλέ­ντο. Και πάλι εσείς που ζεί­τε απ’ τη δου­λειά των χεριών σας δεν θα κατα­λά­βε­τε πολ­λά απ’ τα ποι­ή­μα­τα του Νεκρά­σωφ. Δεν θα τα κατα­λά­βε­τε, όχι για­τί είστε λιγό­τε­ρο μορ­φω­μέ­νοι απ’ την ιντελ­λι­γκέν­τσια. Όχι, η δια­φο­ρά προ­έρ­χε­ται απ’ τις ιδιο­τυ­πί­ες της κοι­νω­νι­κής θέσης σας. Στα έργα του ο Νεκρά­σωφ περι­γρά­φει συχνά τις τύψεις του «δια­νο­ού­με­νου» που παίρ­νει συνεί­δη­ση του «σφάλ­μα­τός του απέ­να­ντι στο λαό». Από πού όμως βγή­καν αυτή η συνεί­δη­ση κι αυτές οι τύψεις; Είναι φανε­ρό: επί αιώ­νες ολά­κε­ρους οι ανώ­τε­ρες κι οι μεσαί­ες τάξεις –υπάλ­λη­λοι, αρι­στο­κρα­τία, κλή­ρος, έμπο­ροι – δεν έκα­ναν τίποτ’ άλλο απ’ το να κατα­πιέ­ζουν το λαό, χωρίς ποτέ η δυστυ­χία του λαού να τους γεν­νή­σει την παρα­μι­κρή συμπό­νια. Με την ανά­πτυ­ξη όμως της μόρ­φω­σης – και για λόγους που δεν υπάρ­χει χώρος ν’ ανα­φέ­ρου­με εδώ – ορι­σμέ­νοι πιο τίμιοι άνθρω­ποι άρχι­σαν να νοιώ­θουν ντρο­πή για τη δια­γω­γή των πατε­ρά­δων τους, δεν μπο­ρού­σαν πια να υπο­φέ­ρουν την κοι­νω­νία των κατα­πιε­στών του λαού, αυτό το περιβάλλον

       …των αιω­νί­ων γιορ­τα­στών, των αργό­σχο­λων φλυάρων
       που πότι­ζαν τα χέρια τους στο αίμα…

Κατά­λα­βαν πως όλη η αφθο­νία τους στη­ρι­ζό­ταν στη δυστυ­χία και στη φτώ­χεια του λαού. Υπό­φε­ραν γι’ αυτό κι’ αγά­πη­σαν τα ποι­ή­μα­τα όπου εκφρα­ζό­ταν ο πόνος τους. Το διά­βα­σμα τέτοιων στί­χων ήταν γι’ αυτούς μια εγκα­τά­λει­ψη στα χέρια ενός πνευ­μα­τι­κού φίλου. Σεις όμως εργά­τες, γιοι εργα­τών, μπρος σε ποιο «λαό» και σε τί είσαστ’ «ένο­χοι»; Είσαστ’ εσείς οι ίδιοι ο «λαός», ανή­κε­τε σεις οι ίδιοι στους «πονε­μέ­νους, τους ταπει­νω­μέ­νους και κατα­φρο­νε­μέ­νους» και δεν θάστε υπεύ­θυ­νοι παρά μονά­χα απέ­να­ντι στα παι­διά σας αν δεν κατα­χτή­σε­τε γι’ αυτά ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον. Να για­τί δεν θα συγκι­νη­θεί­τε από πολ­λά απ’ αυτά τα ποι­ή­μα­τα που αγγί­ζουν τόσο βαθιά τους δια­νο­ού­με­νούς μας. Δεν είστε σαν τους δια­νο­ού­με­νους αθέ­λη­τα ανεύ­θυ­νοι, και δεν γνω­ρί­ζε­τε τα βάσα­να της μετά­νοιάς τους. Κι αφού δεν γνω­ρί­ζε­τε αυτά τα βάσα­να δεν μπο­ρεί­τε να εκστα­σια­στεί­τε μπρος στα ποι­ή­μα­τα που τα εκφράζουν. 

Πρέ­πει νάχε­τε της ποί­η­σή σας, τα τρα­γού­δια σας, τα ποι­ή­μα­τά σας. Πρέ­πει να ζητά­τε σ’ αυτά την έκφρα­ση του πόνου σας, των ελπί­δων σας, και των βαθύ­τε­ρων πόθων σας. Όσο περισ­σό­τε­ρο παίρ­νε­τε συνεί­δη­ση της θέσης σας, όσο περισ­σό­τε­ρο η τωρι­νή σας τύχη θα ξυπνά­ει μέσα σας μεγα­λύ­τε­ρην οργή, τόσο πιο πει­σμα­τι­κά θα ζητά­τε να εκφρα­στούν αυτά σας τα αισθή­μα­τα και τόσο πιο πλού­σια θάναι η ποί­η­σή σας» (σελ. 107/108).

(Συνε­χί­ζε­ται

Το Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

 

(Ο πίνα­κας «Μάστο­ρας και βοη­θός» είναι του Τάκη Βαρελά)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο