Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Πούλος, πέντε ποιήματα εμπνευσμένα από τους εργάτες της θάλασσας

Ο Αλέ­κος Πού­λος είναι ναυ­τερ­γά­της και γρά­φει ποί­η­ση και διη­γή­μα­τα. Γεν­νή­θη­κε στη Σάρ­τη Χαλ­κι­δι­κής από πατέ­ραPoulos8Ικα­ριώ­τη και μητέ­ρα Μικρα­σιά­τισ­σα. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στη λογο­τε­χνία το 1980, μέσα από τις στή­λες της εφη­με­ρί­δας των ναυ­τερ­γα­τών “Η Ναυ­τερ­γα­τι­κή”, στην αρχή ακό­μη της εργα­σί­ας του στα καρά­βια. Έχουν εκδο­θεί πέντε ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γές, ενώ σε περιο­δι­κά, ανθο­λο­γί­ες και εφη­με­ρί­δες έχουν δηµο­σιευ­θεί ποι­ή­μα­τα και διη­γή­μα­τά του. Ιδιαι­τέ­ρως τον τιμά το βρα­βείο της Πανι­κα­ρια­κής Αδελ­φό­τη­τας για το σύνο­λο του έργου του. Τα περισ­σό­τε­ρα από τα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής έχουν δημο­σιευ­τεί στο λογο­τε­χνι­κό περιο­δι­κό “ΙΚΑΡΙΑΚΑ” και έχουν βρα­βευ­θεί σε λογο­τε­χνι­κούς δια­γω­νι­σμούς. Δημιούρ­γη­μα των ωρών ξεκού­ρα­σης µες στα καρά­βια είναι τα διη­γή­μα­τα, όπως και όλη η ανέκ­δο­τη εργα­σία που έχει. Είναι µέλος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών και πρό­ε­δρος της Επι­τρο­πής Κρί­σης Νέων Μελών.
Και τα πέντε ποι­ή­μα­τα του Αλέ­κου Πού­λου που δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα αντλούν την έμπνευ­ση από τη ζωή των εργα­τών της θάλασσας.

 

Πως σώθη­κα

Στη χτε­σι­νή καταιγίδα
τρο­μαγ­μέ­νος κι εγώ
ικε­σί­ες πάνω απ’ τα κύματα
προς τους εφτά ουρα­νούς έστελνα
με δάκρυα στα μάτια
που δανει­ζό­μουν απ’ τη νοσταλγία
των δικών σου ματιών.
Δεν ήταν κανείς εκεί να τις ακούσει
και γύρι­ζαν πάλι σε μένα
κατά­κο­πες απ’ το μάταιο ταξί­δι τους.
Στις πρω­ι­νές ανα­φο­ρές των πελάγων
είπαν ότι σώθηκα
αγκα­λιά κρα­τώ­ντας μια φωτογραφία
ως σωσίβιο
κι ήταν αυτή
με το πρώ­το μας φιλί.

Συνε­χί­ζει να μας πειράζει

Δεν έπρε­πε να πεθάνεις!
Απ’ το πρωί οι πουτάνες
το ίδιο τρα­γού­δι ακούνε
αυτό του τελευ­ταί­ου σου χορού
κι αμί­λη­τους μ’ ένα ποτό
— έτσι σπον­δή δεν γίνεται –
καθη­λω­μέ­νους στα καθί­σμα­τα μας έχουν
μακριά αυτές από μας
με τα χέρια μας σε σχη­μα­τι­σμό προσευχής.

Εμείς νομί­ζα­με
ότι θα ήθε­λες ξεφά­ντω­μα σήμερα
βεβαί­ως και το τρα­γού­δι αυτό να χορέψουμε
αλλά κάνε κάτι και μην γελάς
να το σταματήσουν.
Δε νομί­ζω τόσο πολύ να σ’ αγαπούσαν
για­τί θα σε ξανα­φέ­ρου­με πίσω
να τελειώ­σεις τον χορό σου
να γλι­τώ­σου­με και μεις
απ’ το και­νούρ­γιο βασανιστήριο
που εφεύ­ραν οι πουτάνες
οι αμέ­το­χες του χορού σου.

Περι­μέ­νου­με υπομονετικά
μήπως κλά­ψει καμία
να το σταματήσουμε
λόγω βαρύ­τα­της θλίψης.
Άδι­κα όμως θλιμ­μέ­νοι δείχνουμε
για­τί ήδη ξημερώνει
και μεις βαρεθήκαμε
και το τραγούδι
και τις πουτάνες
μα κυρί­ως εσένα
γι’ αυτό που μας έκα­νες πάλι σήμερα.

Οι δικοί μου θεοί

Ξεφώ­νι­ζαν έξαλλοι
και με τα ράμ­φη τους
σκά­λι­ζαν τα μερό­νυ­χτά μου
για­τί δεν τρομάζω
στων θεών τους τις απειλές
και δεν προσκυνώ
τα θαυ­μα­στά κι ανε­ξή­γη­τα έργα τους.

Λένε ότι τα πρωινά
στους αγια­σμούς των εργατών
βου­λιά­ζω την ψυχή μου
και με κακε­ντρε­χή αδιαφορία
προ­σπερ­νώ τα ιερά τους.

Με πλή­ρη μεγαλοθυμία
θα συγ­χω­ρού­σαν το ελάττωμα
να έχω άλλη θρησκεία
ή να μην έχω καθό­λου θεό.
Αλλά να σκύ­ψω να φιλήσω
τα πλη­γω­μέ­να χέρια του Συναδέλφου
με δακρυ­σμέ­να μάτια
σα να φυλού­σα φτε­ρού­γες αγγέλων
προ­κα­λού­σα ρωγ­μές στην ηθι­κή τους
κι ασυγ­χώ­ρε­τος θα έμενα
στου θεού τους τις κρίσεις.

Αυτά τα χέρια
που μάτω­σαν σήμερα
πρό­σφε­ραν θυσί­ες στη ζωή
και κρα­τού­σαν το μέλ­λον αγκαλιά.

Οι δικοί μου
θαυ­μα­τουρ­γοί ποι­η­τές των πάντων
είναι τα χέρια που ρόζιασαν
για να κερ­δί­ζουν μέρα την μέρα τον Παράδεισο,
κι η καρ­διά πυξίδα
που ταξί­δια ζωγραφίζει
ως την και­νούρ­για ζωή
που θα χτί­σουν τα χέρια μας.

Αυτοί
δια­πράτ­τουν τα αμάρ­τη­μα της συκοφαντίας
φωνά­ζο­ντας πως είμαι άπιστος
όταν εγώ
απελ­πι­σμέ­να λατρεύω
τα χέρια και τις καρ­διές μας
κι αυτά προ­σκυ­νώ ευλαβικά.

Εργο της Μάρθας Κορίτσογλου

Έργο της Μάρ­θας Κορίτσογλου

Ο αγώ­νας μας ζει

Εκεί­νο τον καιρό
που ήρθαν μες την άγρια νύχτα
χωρίς ένα λου­λού­δι στα χέρια
να σηκώ­σουν τον μεγά­λο νεκρό μας
εμείς εκεί ήμασταν
όλοι μαζί σε μια γωνιά
αλλά δεν κλάψαμε.

Το θεω­ρή­σα­με απρέπεια
με τους υπο­κρι­τές να συνταχθούμε
που λέρω­ναν τον περίγυρο
με στε­ναγ­μούς κι ολοφυρμούς
κι απο­σπού­σαν την ελευ­θε­ρία μας
να σχε­διά­σου­με με θαυ­μα­στό τρό­πο μια καλύ­τε­ρη ζωή.

Εμείς κατεί­χα­με την βεβαιότητα
πως αυτός ο νεκρός
για πολύ δεν θα λείψει
να κάνει την εμφά­νι­σή του
μπρο­στά στις συνα­θροί­σεις μας.

Είχα­με βαριά την καρδιά
λυπη­μέ­νη την μορφή
μάτια θολά
όμως δάκρυα
όχι δεν είχαμε
για­τί μας δίδα­σκε τις νύχτες
που ανά­βα­με τις καρ­διές μας
λυχνά­ρια μες τα χέρια του
ότι τίπο­τα δικό του δεν πεθαίνει
κι όλα απ’ αυτόν θα ξεκινούν.
Θ’ αλλά­ξει μορ­φές και θα ’ρχε­ται
να μας φορ­τώ­σει χαμό­γε­λα κι ελπίδες
να μας συντάσ­σει πίσω απ’ το κόκ­κι­νο χαμό­γε­λό του
να μας οδη­γεί αλύγιστος
ως τις απα­γο­ρευ­μέ­νες χαρές της ζωής.

Εκεί ήμα­σταν
τότε που είπαν πως πέθανε
μα δεν τον κλά­ψα­με εμείς
για­τί δεν το πιστέψαμε
και για­τί περίσ­σευαν εκεί­νο τον καιρό
οι «λυπη­μέ­νοι»
για να προ­στε­θού­με και μεις.
Εμείς φροντίζαμε
στα πέλα­γα συντρο­φιά να τον κρατούμε
με τις ανά­σες μας.

Τον αφή­σα­με να κοιμάται

Τις μέρες εκείνες
τις θλιβερές
που έντρο­μοι οι λαοί
κοίταζαν
το ξεθε­μέ­λιω­μα των ελπίδων
ο πατέρας
πήρε τον Ιωσήφ Βησσαριονόβιτς
σαν όλα τα χρό­νια αγκαλιά
και κουρασμένος
στη ρίζα της ελιάς μας
αποκοιμήθηκε.
Είχε να σχεδιάσει
τις νικη­φό­ρες του επελάσεις
πίσω απ’ τον Ιωσήφ
και άφη­σε μήνυμα
να τον ξυπνήσουμε
όταν οι Σύντρο­φοι ανασυνταχθούν
να πάρει την θέση του.
Μα πήγε στην θέση του
ο εγγονός
και μεις
τον αφή­σα­με να κοιμάται
χαμογελώντας.

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. Από αυτά που εσείς θα μας στέλ­νε­τε ο Λου­κάς Σπή­λιος (ψευ­δώ­νυ­μο ποι­η­τή) θα επι­λέ­γει και θα σας προτείνει.

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο