Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκου Χατζηκώστα,  «Το παρελθόν κρατά πολύ»

Η παρέμβαση του φιλόλογου (μέλους τους Δ.Σ του Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας) – κριτικού Λογοτεχνίας Παντελη Τσαλουχίδη

 

Με μεγά­λη επι­τυ­χία το από­γευ­μα της Κυρια­κής 9 Οκτω­βρί­ου παρου­σιά­στη­κε στη Βέροια (Πολυ­χώ­ρος «Ελιά») το νέο βιβλίο του Βεροιώ­τη συγ­γρα­φέα, δημο­σιο­γρά­φου και συνερ­γά­τη του atexnos.gr Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα με τίτλο «Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ». Στο πολυ­πλη­θές κοι­νό- που μετα­ξύ άλλων ήταν ο δήμαρ­χος Βέροιας Κώστας Βορ­για­ζί­δης, ο πρό­ε­δρος του Δ.Σ Τηλέ­μα­χος Χατζηα­θα­να­σί­ου, δημο­τι­κοί σύμ­βου­λοι, εκπρό­σω­ποι της Τ.Ε Ημα­θί­ας του ΚΚΕ, πολι­τι­στι­κών φορέ­ων κ.α- ομι­λη­τές της εκδή­λω­σης ήταν ο Γιάν­νης Κρα­νιάς από τις εκδό­σεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ, ο Λάζα­ρος Κου­μπου­λί­δης δικη­γό­ρος, ο Παντε­λής Τσα­λου­χί­δης-φιλό­λο­γος (μέλος του Δ.Σ του Συν­δέ­σμου Φιλο­λό­γων Ημαθίας)-κριτικός Λογο­τε­χνί­ας και ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας. Κεντρι­κός ομι­λη­τής ήταν ο Παντε­λής Τσα­λου­χί­δης το οποί­ου  παρου­σιά­ζου­με και την εισήγηση

 

biblio«Προ­νο­μια­κός στη θεμα­τι­κή του αξιο­ποί­η­ση από τη λογο­τε­χνία, ο χώρος της μνή­μης κατέ­χει εξέ­χου­σα θέση και στη λογο­τε­χνι­κή παρα­γω­γή του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα. Τόσο οι δυο προη­γού­με­νες συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του όσο και το πρό­σφα­το μυθι­στό­ρη­μά του έχουν να κάνουν με το παρελ­θόν και τη μνή­μη. Άλλω­στε, Σχε­δία Μνή­μης τιτλο­φο­ρεί­ται η δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή ενώ το ανά χεί­ρας μυθι­στό­ρη­μα τονί­ζει ήδη από τον τίτλο του τη διάρ­κεια του παρελ­θό­ντος. Διάρ­κεια που προ­φα­νώς εγγρά­φε­ται στις μνή­μες όσων το βίω­σαν και τους βασα­νί­ζει ακό­μα άλλο­τε ως χρέ­ος και άλλο­τε ως ανε­πι­θύ­μη­τος επι­σκέ­πτης· στο νου ή και στη ζωή.

Ήδη από τα παρα­πά­νω γίνε­ται σαφές ότι το παρελ­θόν στο τελευ­ταίο αυτό έργο του Χατζη­κώ­στα δεν είναι πλέ­ον το πρό­σφα­το των τελευ­ταί­ων δεκα­ε­τιών, με τις γλυ­κό­πι­κρες (λόγω ηλι­κί­ας) ατο­μι­κές μνή­μες που κυριαρ­χεί στα διη­γή­μα­τα των δυο του συλ­λο­γών αλλά το απώ­τε­ρο παρελ­θόν εβδο­μή­ντα και πλέ­ον χρό­νων· εδώ κυριαρ­χεί η ιστο­ρι­κή μνή­μη που τέμνει ωστό­σο βίαια και χαρά­ζει επώ­δυ­να τις ατο­μι­κές μνή­μες, ζωντα­νές πλη­γές που δε λένε να κλεί­σουν – κρα­τά πολύ, λοι­πόν, αυτό το παρελ­θόν. Βέβαια, ήδη στις δυο συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του υπήρ­χε και από ένα στην καθε­μιά εκτε­τα­μέ­νο διή­γη­μα που αξιο­ποιού­σε τη βίαιη αυτή τομή ιστο­ρι­κής και ατο­μι­κής μνή­μης. Το «Βερά­νι» και το «Χρέ­ος» αντί­στοι­χα, εκτε­τα­μέ­να διη­γή­μα­τα στα όρια της νου­βέ­λας, λει­τούρ­γη­σαν, όπως θα δού­με παρα­κά­τω, ως δεί­κτες για τη σύν­θε­ση του μυθι­στο­ρή­μα­τος (θα συζη­τη­θεί επί­σης και η ακρί­βεια του όρου «μυθι­στό­ρη­μα»). Και επι­πλέ­ον βοή­θη­σε ιδιαί­τε­ρα και η συστη­μα­τι­κή ενα­σχό­λη­ση του συγ­γρα­φέα με τα γεγο­νό­τα της κατο­χής, αντί­στα­σης και εμφυ­λί­ου στην περιο­χή της Ημα­θί­ας στα βιβλία του Η Εθνι­κή Αντί­στα­ση στο νομό Ημα­θί­ας , Η Ημα­θία από τη Βάρ­κι­ζα στο Εμφύ­λιο, Η Ημα­θία στον Εμφύ­λιο. Τέλος ο συγ­γρα­φέ­ας έχει πολυ­ε­τή θητεία στο ναρ­κο­πέ­διο της δημο­σιο­γρα­φί­ας, τόσο ως δημο­σιο­γρά­φος όσο ως εκδό­της της τοπι­κής εφη­με­ρί­δας «Η άλλη άπο­ψη», οπό­τε τα τεκται­νό­με­να στο χώρο του επαρ­χια­κού τύπου (δημο­σιο­γρά­φος σε επαρ­χια­κή εφη­με­ρί­δα είναι ο κεντρι­κός ήρω­ας) του είναι οικεία.

xatzikostas1

Από το σημεί­ω­μα στο οπι­σθό­φυλ­λο του έργου κρα­τώ την τελι­κή παρά­γρα­φο: Ένα μυθι­στό­ρη­μα που η αστυ­νο­μι­κή του πλο­κή είναι αφορ­μή για γενι­κό­τε­ρους κοι­νω­νι­κούς – πολι­τι­κούς σχο­λια­σμούς για το σήμε­ρα και το χθες. Και όλα αυτά για­τί το παρελ­θόν κρα­τά πολύ. Το αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα είναι είδος αγα­πη­μέ­νο στον Χατζη­κώ­στα με έναν ήρωα ήδη προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νο από το «Βερά­νι» και το «Χρέ­ος»: τον δημο­σιο­γρά­φο του τοπι­κού τύπου που πέφτει πάνω σε ιστο­ρί­ες της κατο­χής και του εμφυ­λί­ου. Όμως η αστυ­νο­μι­κή πλο­κή δεν εξυ­πη­ρε­τεί μόνο αισθη­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες του συγ­γρα­φέα αλλά επι­πλέ­ον λει­τουρ­γεί ως μηχα­νι­σμός ανα­μό­χλευ­σης της ιστο­ρί­ας με ξεκά­θα­ρες προ­θέ­σεις σχο­λια­σμού της κοι­νω­νι­κής και πολι­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας του τότε αλλά και του τώρα· αυτό άλλω­στε σημαί­νει, ανά­με­σα στα άλλα, ο πολυ­σή­μα­ντος τίτλος του έργου. Δεν άλλω­στε πρέ­πει να ξεχνά­με ότι το στο σύνο­λο του λογο­τε­χνι­κού έργου του συγ­γρα­φέα υπάρ­χει  ένας διδα­κτι­κός ως προς τα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά δρώ­με­να προ­σα­να­το­λι­σμός, είτε φανε­ρός είτε υπό­γειος, κάτι που λει­τουρ­γεί άλλο­τε θετι­κά και άλλο­τε αρνη­τι­κά· εξαρ­τά­ται αυτό ως ένα βαθ­μό και από την πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κή οπτι­κή του ανα­γνώ­στη. Κλεί­νο­ντας τις περι­φε­ρεια­κές ως προς το έργο σημειώ­σεις, σημειώ­νου­με την ύπαρ­ξη μιας ερω­τι­κής ιστο­ρί­ας, παράλ­λη­λης ως προς την ροή των γεγο­νό­των αλλά διό­λου ασύν­δε­της με τα αυτά καθώς, όπως τονί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας πάλι στο οπι­σθό­φυλ­λο …οικο­δο­μεί­ται βήμα-βήμα μαζί με την ανα­ζή­τη­ση των πραγ­μα­τι­κών γεγονότων.

xatzikostas2

Μυθι­στό­ρη­μα χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από τον συγ­γρα­φέα το έργο και  ελλεί­ψει προ­σφο­ρό­τε­ρης δια­τη­ρώ την ειδο­λο­γι­κή αυτή κατά­τα­ξη, ωστό­σο εκτι­μώ ότι μοιά­ζει περισ­σό­τε­ρο με νου­βέ­λα στα όρια του μυθι­στο­ρή­μα­τος. Στα δεκα­ε­φτά μάλ­λον σύντο­μα κεφά­λαιά του, το έργο δεν έχει την πολυ­πλο­κό­τη­τα και το βάθος στους χαρα­κτή­ρες που απαι­τεί το μυθι­στό­ρη­μα, ούτε κάποια ιδιαί­τε­ρα σύν­θε­τη πλο­κή· από την άλλη έχει ξεφύ­γει αρκε­τά σε έκτα­ση τόσο από το διή­γη­μα όσο και από τις συνη­θι­σμέ­νες νου­βέ­λες, οι κεντρι­κοί του­λά­χι­στον χαρα­κτή­ρες είναι αρκε­τά ολο­κλη­ρω­μέ­νοι και η ιστο­ρία, αν και ευθύ­γραμ­μα ανα­πτυσ­σό­με­νη, έχει ικα­νο­ποι­η­τι­κή πλο­κή. Πιο πολύ μοιά­ζει με εμπλου­τι­σμέ­νη και επαυ­ξη­μέ­νη έκδο­ση του «Χρέ­ους», με το οποίο συγ­γε­νεύ­ει θεμα­τι­κά αλλά και σε τμή­μα­τα της πλο­κής του – γι’ αυτό μίλη­σα για μια ορια­κή, τεί­νο­ντας προς το μυθι­στό­ρη­μα νου­βέ­λα. Σε κάθε περί­πτω­ση πάντως, το σίγου­ρο είναι ότι ο συγ­γρα­φέ­ας δοκι­μά­ζει και ξανα­δο­κι­μά­ζει τις δυνά­μεις του σε έναν χώρο που συν­δυά­ζει την αστυ­νο­μι­κή και ιστο­ρι­κή μυθο­πλα­σία με την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή κρι­τι­κή, μια θεμα­τι­κή απαι­τη­τι­κή και συχνά δύστρο­πη και για τον συγ­γρα­φέα και για πολ­λούς αναγνώστες.

????????????????????????????????????

Όπως σημεί­ω­να και για τις δυο προη­γού­με­νες συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, ο Χατζη­κώ­στας συνε­χί­ζει να χρη­σι­μο­ποιεί μια στρω­τή γλώσ­σα με ικα­νο­ποι­η­τι­κό γλωσ­σι­κό πλού­το, χωρίς εκζή­τη­ση ή δήθεν λαϊ­κό­τη­τα. Στα­δια­κά επί­σης απο­μα­κρύ­νε­ται από την ακαμ­ψία του περι­γρα­φι­κού δημο­σιο­γρα­φι­κού λόγου και αφή­νει χώρο στο συναί­σθη­μα, αν και απέ­χει ακό­μα από τον λυρι­σμό που πιθα­νόν να ταί­ρια­ζε σε κάποια σημεία του έργου. Ούτε και στην αφή­γη­ση παρα­τη­ρού­νται κάποιες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις καθώς και εδώ επι­λέ­γε­ται το δοκι­μα­σμέ­νο στο παρελ­θόν δίδυ­μο τρι­το­πρό­σω­πης αφή­γη­σης και παντο­γνώ­στη αφη­γη­τή. Ευθύ­γραμ­μη στα­θε­ρά η πορεία της αφή­γη­σης δια­κό­πτε­ται μόνο στα σημεία που απαι­τεί­ται να φωτι­στεί το παρελ­θόν, κάτι που γίνε­ται με σύντο­μες, σχε­δόν ελλει­πτι­κές ανά­δρο­μες αφη­γή­σεις. Οι αφη­γη­τές τους είναι συνή­θως απρό­θυ­μοι να μιλή­σουν ανα­λυ­τι­κά για τα γεγο­νό­τα μια σκλη­ρής και σκο­τει­νής επο­χής, συνε­πώς σχε­δόν όλες αυτές οι αφη­γή­σεις είναι γεμά­τες από κενά και σκό­πι­μες παρα­λεί­ψεις. Ακό­μα και οι αφη­γή­σεις του Κου­τσο­γιάν­νη που γνω­ρί­ζει καλά το ποιόν του νεκρού «πατριάρ­χη» αφή­νουν πολ­λά κενά για να τα ανα­κα­λύ­ψει ο ήρωας.

Ο κεντρι­κός ήρω­ας, δημο­σιο­γρά­φος σε τοπι­κή εφη­με­ρί­δα όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε, δια­τη­ρεί μια κου­ρα­σμέ­νη ερω­τι­κή σχέ­ση με μια μάλ­λον νευ­ρω­τι­κή φιλό­λο­γο και μια κου­ρα­στι­κή και κακο­πλη­ρω­μέ­νη δου­λειά. Καλεί­ται μια μέρα να δια­κό­ψει το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κό του και να καλύ­ψει δημο­σιο­γρα­φι­κά ένα δυστύ­χη­μα: ένας βούλ­γα­ρος οδη­γός ντα­λί­κας συγκρού­ε­ται με το αυτο­κί­νη­το του «πατριάρ­χη» της πόλης, ενός ισχυ­ρού οικο­νο­μι­κού και πολι­τι­κού παρά­γο­ντα της πόλης για πολ­λές δεκα­ε­τί­ες. Στη σύγκρου­ση σκο­τώ­νε­ται ο Γιώρ­γος Χαρί­το­γλου, ο «πατριάρ­χης» και τραυ­μα­τί­ζε­ται σοβα­ρά ο γιος του, Αντρέ­ας Χαρί­το­γλου, υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής της δεξιάς. Ο δημο­σιο­γρά­φος ολο­κλη­ρώ­νει την κάλυ­ψη του γεγο­νό­τος και ανα­λαμ­βά­νει ως απο­στο­λή στη συνέ­χεια την αγιο­γρα­φι­κή παρου­σί­α­ση της ζωής του εκλι­πό­ντος, σημα­ντι­κού άλλω­στε χρη­μα­το­δό­τη της εφη­με­ρί­δας, ξεκι­νώ­ντας από το χωριό του Χαρί­το­γλου. Πέρα από τους ατε­λεί­ω­τους επαί­νους των πολ­λα­πλώς ευερ­γε­τη­θέ­ντων συγ­χω­ρια­νών, γνω­ρί­ζει φευ­γα­λέα κάποιον που μάλ­λον δε συμ­με­ρί­ζε­ται τις ίδιες από­ψεις με τους συγ­χω­ρια­νούς του. Είναι ο Αντρέ­ας Κου­τσο­γιάν­νης, πρώ­ην πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας, που γνω­ρί­ζει πολ­λά για τον Χαρί­το­γλου και προ­τρέ­πει τον δημο­σιο­γρά­φο να ερευ­νή­σει το παρελ­θόν. Μεσο­λα­βεί ένας χρό­νος κατά τη διάρ­κεια του οποί­ου ο προ­φυ­λα­κι­σμέ­νος οδη­γός του δυστυ­χή­μα­τος πεθαί­νει από καρ­κί­νο. Ο δημο­σιο­γρά­φος μαθαί­νει ότι η σορός του μετα­φέρ­θη­κε Βουλ­γα­ρία – σημα­ντι­κό­τα­το έξο­δο που ανέ­λα­βε η εται­ρία για την οποία δού­λευε. Στο ετή­σιο μνη­μό­συ­νο ο ήρω­ας τελειώ­νει το δημο­σιο­γρα­φι­κό του καθή­κον και βρί­σκει ξανά τον Κου­τσο­γιάν­νη. Μαθαί­νει για το ξεκί­νη­μα του Χαρί­το­γλου, την ύπο­πτη «τύχη» του να μην συλ­λη­φθεί από τους Γερ­μα­νούς, τις περιου­σί­ες των Εβραί­ων, τις αγο­ρο­πω­λη­σί­ες γης και μαγα­ζιών που ακο­λού­θη­σαν. Μαθαί­νει επί­σης για τον φίλο του Χαρί­το­γλου, Κώστα Λαδό­που­λο, που λιγό­τε­ρο τυχε­ρός, συνε­λή­φθη από τους Γερ­μα­νούς και μετά το Ντα­χά­ου βρέ­θη­κε στο βου­νό ενώ τέλος πέθα­νε φυμα­τι­κός στη Βουλ­γα­ρία. Ο ήρω­ας απο­φα­σί­ζει να ερευ­νή­σει συστη­μα­τι­κά το ζήτη­μα, κάτι που κάνει με την βοή­θεια μιας όμορ­φης συμ­βο­λαιο­γρά­φου, της Ολυ­μπί­ας Ορφα­νο­πού­λου,  η οποία μάλι­στα ανα­νε­ώ­νει στα­δια­κά την βαλ­τω­μέ­νη ερω­τι­κή του ζωή. Μέσα από ένα ατε­λεί­ω­το χαρ­το­μά­νι αγο­ρο­πω­λη­σιών του Χαρί­το­γλου ανα­δύ­ο­νται οι σκο­τει­νό­τε­ρες σελί­δες της πρό­σφα­της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας με τη λεη­λα­σία των εβραϊ­κών περιου­σιών, τις κατα­σχέ­σεις περιου­σιών των ανταρ­τών, τις κατα­χρή­σεις και κλο­πές δημό­σιας περιου­σί­ας. Σε όλα αυτά τα γεγο­νό­τα η παρου­σία του Χαρί­το­γλου είναι σχε­δόν μόνι­μη. Το ίδιο και η παρου­σία του στα δρώ­με­να στο χώρο της βιο­μη­χα­νί­ας αλλά και της πολι­τι­κής μέσα στη χού­ντα, όπως πλη­ρο­φο­ρεί­ται ό ήρω­ας σε επί­σκε­ψή του στη Θεσ­σα­λο­νί­κη Στο μετα­ξύ ο προ­ε­κλο­γι­κός αγώ­νας φου­ντώ­νει, η Ολυ­μπία τρέ­χει με τους σίγου­ρους πια νικη­τές ενώ ο Ανδρέ­ας Χαρί­το­γλου βλέ­πει ως και την εφη­με­ρί­δα του δημο­σιο­γρά­φου – ήρωα να παίρ­νει απο­στά­σεις από το κόμ­μα του που οδεύ­ει για τα έδρα­να της αντι­πο­λί­τευ­σης. Μέσα σε όλο αυτό το κλί­μα ο υιός Χαρί­το­γλου βρί­σκει και τον δημο­σιο­γρά­φο σε μια συζή­τη­ση όπου κανείς δεν κατα­φέρ­νει να ψαρέ­ψει τον άλλο αλλά από την άλλη η Ολυ­μπία εξα­σφα­λί­ζει τη διεύ­θυν­ση της οικο­γέ­νειας του βούλ­γα­ρου οδη­γού στη Φιλιπ­πού­πο­λη. Μετά κόπων εξα­σφα­λί­ζουν από τη διεύ­θυν­ση της εφη­με­ρί­δας μια τρι­ή­με­ρη άδεια για Βουλ­γα­ρία όπου επι­σκέ­πτο­νται τόσο την οικο­γέ­νεια του νεκρού όσο και τον Ιωσήφ Λαδό­που­λο, γιο του Κώστα Λαδό­που­λου και ευερ­γέ­τη της οικο­γέ­νειας του νεκρού οδη­γού. Από τον Ιωσήφ Λαδό­που­λο μαθαί­νουν λίγα πράγ­μα­τα για τον πατέ­ρα του, αρκε­τά όμως για να καλύ­ψουν αρκε­τά κενά στην υπό­θε­ση που αφο­ρά τον βίο του Χαρί­το­γλου και το μυστη­ριώ­δες δυστύ­χη­μα. Τα υπό­λοι­πα τα συμπλη­ρώ­νει στο χωριό του ο Αντρέ­ας Κου­τσο­γιάν­νης που απο­κα­λύ­πτει ότι είναι ο σύν­δε­σμος του Ιωσήφ Λαδό­που­λου στην Ελλά­δα. Άρρω­στος από καρ­κί­νο ο Κου­τσο­γιάν­νης ζητά από τον δημο­σιο­γρά­φο να απο­κα­λύ­ψει την αλή­θεια – κάτι που κάνει που ο ήρω­ας κάνει από κοι­νού με την Ολυ­μπία στο τέλος του μυθι­στο­ρή­μα­τος αφή­νο­ντας πάνω στον τάφο του Κου­τσο­γιάν­νη το μυθι­στό­ρη­μα με τίτλο «Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ».

xatzikostas5

Είναι φανε­ρό ότι ο κεντρι­κός ήρω­ας είναι και το πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο πρό­σω­πο. Άλλω­στε η περ­σό­να αυτή του συγ­γρα­φέα παρου­σιά­ζε­ται για τρί­τη φορά μετά τις δυο νου­βέ­λες, το «Βερά­νι» και το «Χρέ­ος» στην πρώ­τη και δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του αντί­στοι­χα. Και στις τρεις περι­πτώ­σεις ο ήρω­ας είναι ένας μάλ­λον κακο­πλη­ρω­μέ­νος δημο­σιο­γρά­φος σε τοπι­κή εφη­με­ρί­δα με απαι­τη­τι­κά και πολ­λα­πλώς δια­πλε­κό­με­να αφε­ντι­κά αλλά και με ενδια­φέ­ρον για την τοπι­κή ιστο­ρία και έφε­ση για έρευ­να στα αρχεία όπως των ΓΑΚ και των δικα­στη­ρί­ων. Η έρευ­να πάντα γίνε­ται για ένα πρό­σω­πο νεκρό με πλού­σιο τυχο­διω­κτι­κό παρελ­θόν και μεγά­λη περιου­σία που απο­κτή­θη­κε κυρί­ως μέσα στην κατο­χή και στη μετέ­πει­τα ανά­πη­ρη κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά μετεμ­φυ­λια­κή περί­ο­δο που όμως προ­σέ­φε­ρε εξί­σου σημα­ντι­κές με την κατο­χή ευκαι­ρί­ες πλου­τι­σμού για όσους, με το εισι­τή­ριο της εθνι­κο­φρο­σύ­νης, ανα­βαθ­μί­στη­καν από κοι­νοί δοσί­λο­γοι της κατο­χής σε μεγα­λο­πα­ρά­γο­ντες της οικο­νο­μι­κής και πολι­τι­κής ζωής των επαρ­χια­κών – και όχι μόνο – πόλε­ων. Ο αντι­ή­ρω­ας αυτός, σιω­πη­λός πάντα εξ αρχής και εκτός της δρά­σης, απο­κα­λύ­πτε­ται στα­δια­κά στον ανα­γνώ­στη με τις τεχνι­κές και τους μηχα­νι­σμούς του αστυ­νο­μι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος και, αν και απών, κυριαρ­χεί στη δρά­ση. Ο ήρω­ας όμως δεν είναι μόνος του σε αυτή την προ­σπά­θεια όπως στις δυο νου­βέ­λες· καθο­ρι­στι­κό ρόλο παί­ζει η παρου­σία της συμ­βο­λαιο­γρά­φου, η οποία στην πορεία του έργου γίνε­ται και ερω­τι­κή σύντρο­φος του ήρωα. Αυτή η παράλ­λη­λη προς τη δρά­ση ερω­τι­κή ιστο­ρία είναι ένα όχι βέβαια πρω­τό­τυ­πο αλλά χρή­σι­μο εύρη­μα για την πλο­κή του μυθι­στο­ρή­μα­τος, τόσο για το βάθος της όσο και για τις ανά­γκες εξέ­λι­ξής της. Ο άλλος βοη­θός του ήρωα, ο Αντρέ­ας Κου­τσο­γιάν­νης, έχει ως στό­χο να φανε­ρω­θεί δημό­σια η αλή­θεια για το άθλιο παρελ­θόν του νεκρού Χαρί­το­γλου, εγχεί­ρη­μα πολύ δύσκο­λο αφού ο «πατριάρ­χης» έχει από­γο­νο. Η συγ­γρα­φή ενός μυθι­στο­ρή­μα­τος με την ασυ­λία που παρέ­χει η μυθο­πλα­σία είναι ίσως μια κάποια λύση. Δεν είναι τυχαία εδώ η αυτο­α­να­φο­ρι­κό­τη­τα: η μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή  αφή­γη­ση υπο­κα­θι­στά την ιστο­ρι­κή που δε μπο­ρεί να ειπω­θεί δημό­σια και το μυθι­στό­ρη­μα του δημο­σιο­γρά­φου ονο­μά­ζε­ται φυσι­κά «Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ». Εξή­ντα και πλέ­ον χρό­νια μετά την κατο­χή το ζήτη­μα της συνερ­γα­σί­ας με τον κατα­κτη­τή παρα­μέ­νει σε μεγά­λο βαθ­μό ταμπού, για να μην ανα­φέ­ρω και την σύγ­χρο­νη προ­σπά­θεια εξω­ραϊ­σμού του φαι­νο­μέ­νου από μερί­δα ιστο­ρι­κών. Ίσως η λογο­τε­χνία, όταν δεν εξα­ντλεί­ται σε ανού­σιες ιστο­ρι­κές περι­δια­βά­σεις που εσχά­τως έχουν την πρω­το­κα­θε­δρία στη λογο­τε­χνι­κή σκη­νή, να κατα­φέ­ρει, πλέ­κο­ντας μύθο και αλή­θεια μαζί, να μιλή­σει για όσα δεν μπο­ρούν ακό­μη να ειπωθούν.

Ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, παί­ζο­ντας για άλλη μια φορά στην διπλή κόψη της μυθι­στο­ρί­ας, μας δίνει ένα προ­σεγ­μέ­νο αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα που όμως μάλ­λον ανή­συ­χο αφή­νει στο τέλος τον προ­σε­κτι­κό και φιλί­στο­ρα ανα­γνώ­στη· οικεία, ενο­χλη­τι­κά οικεία μοιά­ζουν πρό­σω­πα και γεγο­νό­τα στο μυθι­στό­ρη­μα, τόσο που τελι­κά και η ίδια η λογο­τε­χνία μοιά­ζει ώρες ώρες με φύλο συκής για να μην ειπω­θεί απλώς δημό­σια και φωνα­χτά η γυμνή αλήθεια.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο