Η παρέμβαση του φιλόλογου (μέλους τους Δ.Σ του Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας) – κριτικού Λογοτεχνίας Παντελη Τσαλουχίδη
Με μεγάλη επιτυχία το απόγευμα της Κυριακής 9 Οκτωβρίου παρουσιάστηκε στη Βέροια (Πολυχώρος «Ελιά») το νέο βιβλίο του Βεροιώτη συγγραφέα, δημοσιογράφου και συνεργάτη του atexnos.gr Αλέκου Χατζηκώστα με τίτλο «Το παρελθόν κρατά πολύ». Στο πολυπληθές κοινό- που μεταξύ άλλων ήταν ο δήμαρχος Βέροιας Κώστας Βοργιαζίδης, ο πρόεδρος του Δ.Σ Τηλέμαχος Χατζηαθανασίου, δημοτικοί σύμβουλοι, εκπρόσωποι της Τ.Ε Ημαθίας του ΚΚΕ, πολιτιστικών φορέων κ.α- ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο Γιάννης Κρανιάς από τις εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ, ο Λάζαρος Κουμπουλίδης δικηγόρος, ο Παντελής Τσαλουχίδης-φιλόλογος (μέλος του Δ.Σ του Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας)-κριτικός Λογοτεχνίας και ο ίδιος ο συγγραφέας. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Παντελής Τσαλουχίδης το οποίου παρουσιάζουμε και την εισήγηση
«Προνομιακός στη θεματική του αξιοποίηση από τη λογοτεχνία, ο χώρος της μνήμης κατέχει εξέχουσα θέση και στη λογοτεχνική παραγωγή του Αλέκου Χατζηκώστα. Τόσο οι δυο προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του όσο και το πρόσφατο μυθιστόρημά του έχουν να κάνουν με το παρελθόν και τη μνήμη. Άλλωστε, Σχεδία Μνήμης τιτλοφορείται η δεύτερη συλλογή ενώ το ανά χείρας μυθιστόρημα τονίζει ήδη από τον τίτλο του τη διάρκεια του παρελθόντος. Διάρκεια που προφανώς εγγράφεται στις μνήμες όσων το βίωσαν και τους βασανίζει ακόμα άλλοτε ως χρέος και άλλοτε ως ανεπιθύμητος επισκέπτης· στο νου ή και στη ζωή.
Ήδη από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το παρελθόν στο τελευταίο αυτό έργο του Χατζηκώστα δεν είναι πλέον το πρόσφατο των τελευταίων δεκαετιών, με τις γλυκόπικρες (λόγω ηλικίας) ατομικές μνήμες που κυριαρχεί στα διηγήματα των δυο του συλλογών αλλά το απώτερο παρελθόν εβδομήντα και πλέον χρόνων· εδώ κυριαρχεί η ιστορική μνήμη που τέμνει ωστόσο βίαια και χαράζει επώδυνα τις ατομικές μνήμες, ζωντανές πληγές που δε λένε να κλείσουν – κρατά πολύ, λοιπόν, αυτό το παρελθόν. Βέβαια, ήδη στις δυο συλλογές διηγημάτων του υπήρχε και από ένα στην καθεμιά εκτεταμένο διήγημα που αξιοποιούσε τη βίαιη αυτή τομή ιστορικής και ατομικής μνήμης. Το «Βεράνι» και το «Χρέος» αντίστοιχα, εκτεταμένα διηγήματα στα όρια της νουβέλας, λειτούργησαν, όπως θα δούμε παρακάτω, ως δείκτες για τη σύνθεση του μυθιστορήματος (θα συζητηθεί επίσης και η ακρίβεια του όρου «μυθιστόρημα»). Και επιπλέον βοήθησε ιδιαίτερα και η συστηματική ενασχόληση του συγγραφέα με τα γεγονότα της κατοχής, αντίστασης και εμφυλίου στην περιοχή της Ημαθίας στα βιβλία του Η Εθνική Αντίσταση στο νομό Ημαθίας , Η Ημαθία από τη Βάρκιζα στο Εμφύλιο, Η Ημαθία στον Εμφύλιο. Τέλος ο συγγραφέας έχει πολυετή θητεία στο ναρκοπέδιο της δημοσιογραφίας, τόσο ως δημοσιογράφος όσο ως εκδότης της τοπικής εφημερίδας «Η άλλη άποψη», οπότε τα τεκταινόμενα στο χώρο του επαρχιακού τύπου (δημοσιογράφος σε επαρχιακή εφημερίδα είναι ο κεντρικός ήρωας) του είναι οικεία.
Από το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του έργου κρατώ την τελική παράγραφο: Ένα μυθιστόρημα που η αστυνομική του πλοκή είναι αφορμή για γενικότερους κοινωνικούς – πολιτικούς σχολιασμούς για το σήμερα και το χθες. Και όλα αυτά γιατί το παρελθόν κρατά πολύ. Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι είδος αγαπημένο στον Χατζηκώστα με έναν ήρωα ήδη προκατασκευασμένο από το «Βεράνι» και το «Χρέος»: τον δημοσιογράφο του τοπικού τύπου που πέφτει πάνω σε ιστορίες της κατοχής και του εμφυλίου. Όμως η αστυνομική πλοκή δεν εξυπηρετεί μόνο αισθητικές σκοπιμότητες του συγγραφέα αλλά επιπλέον λειτουργεί ως μηχανισμός αναμόχλευσης της ιστορίας με ξεκάθαρες προθέσεις σχολιασμού της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας του τότε αλλά και του τώρα· αυτό άλλωστε σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, ο πολυσήμαντος τίτλος του έργου. Δεν άλλωστε πρέπει να ξεχνάμε ότι το στο σύνολο του λογοτεχνικού έργου του συγγραφέα υπάρχει ένας διδακτικός ως προς τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα προσανατολισμός, είτε φανερός είτε υπόγειος, κάτι που λειτουργεί άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά· εξαρτάται αυτό ως ένα βαθμό και από την πολιτικοκοινωνική οπτική του αναγνώστη. Κλείνοντας τις περιφερειακές ως προς το έργο σημειώσεις, σημειώνουμε την ύπαρξη μιας ερωτικής ιστορίας, παράλληλης ως προς την ροή των γεγονότων αλλά διόλου ασύνδετης με τα αυτά καθώς, όπως τονίζει ο συγγραφέας πάλι στο οπισθόφυλλο …οικοδομείται βήμα-βήμα μαζί με την αναζήτηση των πραγματικών γεγονότων.
Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα το έργο και ελλείψει προσφορότερης διατηρώ την ειδολογική αυτή κατάταξη, ωστόσο εκτιμώ ότι μοιάζει περισσότερο με νουβέλα στα όρια του μυθιστορήματος. Στα δεκαεφτά μάλλον σύντομα κεφάλαιά του, το έργο δεν έχει την πολυπλοκότητα και το βάθος στους χαρακτήρες που απαιτεί το μυθιστόρημα, ούτε κάποια ιδιαίτερα σύνθετη πλοκή· από την άλλη έχει ξεφύγει αρκετά σε έκταση τόσο από το διήγημα όσο και από τις συνηθισμένες νουβέλες, οι κεντρικοί τουλάχιστον χαρακτήρες είναι αρκετά ολοκληρωμένοι και η ιστορία, αν και ευθύγραμμα αναπτυσσόμενη, έχει ικανοποιητική πλοκή. Πιο πολύ μοιάζει με εμπλουτισμένη και επαυξημένη έκδοση του «Χρέους», με το οποίο συγγενεύει θεματικά αλλά και σε τμήματα της πλοκής του – γι’ αυτό μίλησα για μια οριακή, τείνοντας προς το μυθιστόρημα νουβέλα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το σίγουρο είναι ότι ο συγγραφέας δοκιμάζει και ξαναδοκιμάζει τις δυνάμεις του σε έναν χώρο που συνδυάζει την αστυνομική και ιστορική μυθοπλασία με την κοινωνική και πολιτική κριτική, μια θεματική απαιτητική και συχνά δύστροπη και για τον συγγραφέα και για πολλούς αναγνώστες.
Όπως σημείωνα και για τις δυο προηγούμενες συλλογές διηγημάτων, ο Χατζηκώστας συνεχίζει να χρησιμοποιεί μια στρωτή γλώσσα με ικανοποιητικό γλωσσικό πλούτο, χωρίς εκζήτηση ή δήθεν λαϊκότητα. Σταδιακά επίσης απομακρύνεται από την ακαμψία του περιγραφικού δημοσιογραφικού λόγου και αφήνει χώρο στο συναίσθημα, αν και απέχει ακόμα από τον λυρισμό που πιθανόν να ταίριαζε σε κάποια σημεία του έργου. Ούτε και στην αφήγηση παρατηρούνται κάποιες διαφοροποιήσεις καθώς και εδώ επιλέγεται το δοκιμασμένο στο παρελθόν δίδυμο τριτοπρόσωπης αφήγησης και παντογνώστη αφηγητή. Ευθύγραμμη σταθερά η πορεία της αφήγησης διακόπτεται μόνο στα σημεία που απαιτείται να φωτιστεί το παρελθόν, κάτι που γίνεται με σύντομες, σχεδόν ελλειπτικές ανάδρομες αφηγήσεις. Οι αφηγητές τους είναι συνήθως απρόθυμοι να μιλήσουν αναλυτικά για τα γεγονότα μια σκληρής και σκοτεινής εποχής, συνεπώς σχεδόν όλες αυτές οι αφηγήσεις είναι γεμάτες από κενά και σκόπιμες παραλείψεις. Ακόμα και οι αφηγήσεις του Κουτσογιάννη που γνωρίζει καλά το ποιόν του νεκρού «πατριάρχη» αφήνουν πολλά κενά για να τα ανακαλύψει ο ήρωας.
Ο κεντρικός ήρωας, δημοσιογράφος σε τοπική εφημερίδα όπως προαναφέρθηκε, διατηρεί μια κουρασμένη ερωτική σχέση με μια μάλλον νευρωτική φιλόλογο και μια κουραστική και κακοπληρωμένη δουλειά. Καλείται μια μέρα να διακόψει το Σαββατοκύριακό του και να καλύψει δημοσιογραφικά ένα δυστύχημα: ένας βούλγαρος οδηγός νταλίκας συγκρούεται με το αυτοκίνητο του «πατριάρχη» της πόλης, ενός ισχυρού οικονομικού και πολιτικού παράγοντα της πόλης για πολλές δεκαετίες. Στη σύγκρουση σκοτώνεται ο Γιώργος Χαρίτογλου, ο «πατριάρχης» και τραυματίζεται σοβαρά ο γιος του, Αντρέας Χαρίτογλου, υποψήφιος βουλευτής της δεξιάς. Ο δημοσιογράφος ολοκληρώνει την κάλυψη του γεγονότος και αναλαμβάνει ως αποστολή στη συνέχεια την αγιογραφική παρουσίαση της ζωής του εκλιπόντος, σημαντικού άλλωστε χρηματοδότη της εφημερίδας, ξεκινώντας από το χωριό του Χαρίτογλου. Πέρα από τους ατελείωτους επαίνους των πολλαπλώς ευεργετηθέντων συγχωριανών, γνωρίζει φευγαλέα κάποιον που μάλλον δε συμμερίζεται τις ίδιες απόψεις με τους συγχωριανούς του. Είναι ο Αντρέας Κουτσογιάννης, πρώην πολιτικός πρόσφυγας, που γνωρίζει πολλά για τον Χαρίτογλου και προτρέπει τον δημοσιογράφο να ερευνήσει το παρελθόν. Μεσολαβεί ένας χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου ο προφυλακισμένος οδηγός του δυστυχήματος πεθαίνει από καρκίνο. Ο δημοσιογράφος μαθαίνει ότι η σορός του μεταφέρθηκε Βουλγαρία – σημαντικότατο έξοδο που ανέλαβε η εταιρία για την οποία δούλευε. Στο ετήσιο μνημόσυνο ο ήρωας τελειώνει το δημοσιογραφικό του καθήκον και βρίσκει ξανά τον Κουτσογιάννη. Μαθαίνει για το ξεκίνημα του Χαρίτογλου, την ύποπτη «τύχη» του να μην συλληφθεί από τους Γερμανούς, τις περιουσίες των Εβραίων, τις αγοροπωλησίες γης και μαγαζιών που ακολούθησαν. Μαθαίνει επίσης για τον φίλο του Χαρίτογλου, Κώστα Λαδόπουλο, που λιγότερο τυχερός, συνελήφθη από τους Γερμανούς και μετά το Νταχάου βρέθηκε στο βουνό ενώ τέλος πέθανε φυματικός στη Βουλγαρία. Ο ήρωας αποφασίζει να ερευνήσει συστηματικά το ζήτημα, κάτι που κάνει με την βοήθεια μιας όμορφης συμβολαιογράφου, της Ολυμπίας Ορφανοπούλου, η οποία μάλιστα ανανεώνει σταδιακά την βαλτωμένη ερωτική του ζωή. Μέσα από ένα ατελείωτο χαρτομάνι αγοροπωλησιών του Χαρίτογλου αναδύονται οι σκοτεινότερες σελίδες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας με τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, τις κατασχέσεις περιουσιών των ανταρτών, τις καταχρήσεις και κλοπές δημόσιας περιουσίας. Σε όλα αυτά τα γεγονότα η παρουσία του Χαρίτογλου είναι σχεδόν μόνιμη. Το ίδιο και η παρουσία του στα δρώμενα στο χώρο της βιομηχανίας αλλά και της πολιτικής μέσα στη χούντα, όπως πληροφορείται ό ήρωας σε επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη Στο μεταξύ ο προεκλογικός αγώνας φουντώνει, η Ολυμπία τρέχει με τους σίγουρους πια νικητές ενώ ο Ανδρέας Χαρίτογλου βλέπει ως και την εφημερίδα του δημοσιογράφου – ήρωα να παίρνει αποστάσεις από το κόμμα του που οδεύει για τα έδρανα της αντιπολίτευσης. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα ο υιός Χαρίτογλου βρίσκει και τον δημοσιογράφο σε μια συζήτηση όπου κανείς δεν καταφέρνει να ψαρέψει τον άλλο αλλά από την άλλη η Ολυμπία εξασφαλίζει τη διεύθυνση της οικογένειας του βούλγαρου οδηγού στη Φιλιππούπολη. Μετά κόπων εξασφαλίζουν από τη διεύθυνση της εφημερίδας μια τριήμερη άδεια για Βουλγαρία όπου επισκέπτονται τόσο την οικογένεια του νεκρού όσο και τον Ιωσήφ Λαδόπουλο, γιο του Κώστα Λαδόπουλου και ευεργέτη της οικογένειας του νεκρού οδηγού. Από τον Ιωσήφ Λαδόπουλο μαθαίνουν λίγα πράγματα για τον πατέρα του, αρκετά όμως για να καλύψουν αρκετά κενά στην υπόθεση που αφορά τον βίο του Χαρίτογλου και το μυστηριώδες δυστύχημα. Τα υπόλοιπα τα συμπληρώνει στο χωριό του ο Αντρέας Κουτσογιάννης που αποκαλύπτει ότι είναι ο σύνδεσμος του Ιωσήφ Λαδόπουλου στην Ελλάδα. Άρρωστος από καρκίνο ο Κουτσογιάννης ζητά από τον δημοσιογράφο να αποκαλύψει την αλήθεια – κάτι που κάνει που ο ήρωας κάνει από κοινού με την Ολυμπία στο τέλος του μυθιστορήματος αφήνοντας πάνω στον τάφο του Κουτσογιάννη το μυθιστόρημα με τίτλο «Το παρελθόν κρατά πολύ».
Είναι φανερό ότι ο κεντρικός ήρωας είναι και το πιο ολοκληρωμένο πρόσωπο. Άλλωστε η περσόνα αυτή του συγγραφέα παρουσιάζεται για τρίτη φορά μετά τις δυο νουβέλες, το «Βεράνι» και το «Χρέος» στην πρώτη και δεύτερη συλλογή διηγημάτων του αντίστοιχα. Και στις τρεις περιπτώσεις ο ήρωας είναι ένας μάλλον κακοπληρωμένος δημοσιογράφος σε τοπική εφημερίδα με απαιτητικά και πολλαπλώς διαπλεκόμενα αφεντικά αλλά και με ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία και έφεση για έρευνα στα αρχεία όπως των ΓΑΚ και των δικαστηρίων. Η έρευνα πάντα γίνεται για ένα πρόσωπο νεκρό με πλούσιο τυχοδιωκτικό παρελθόν και μεγάλη περιουσία που αποκτήθηκε κυρίως μέσα στην κατοχή και στη μετέπειτα ανάπηρη κοινωνικοπολιτικά μετεμφυλιακή περίοδο που όμως προσέφερε εξίσου σημαντικές με την κατοχή ευκαιρίες πλουτισμού για όσους, με το εισιτήριο της εθνικοφροσύνης, αναβαθμίστηκαν από κοινοί δοσίλογοι της κατοχής σε μεγαλοπαράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής των επαρχιακών – και όχι μόνο – πόλεων. Ο αντιήρωας αυτός, σιωπηλός πάντα εξ αρχής και εκτός της δράσης, αποκαλύπτεται σταδιακά στον αναγνώστη με τις τεχνικές και τους μηχανισμούς του αστυνομικού μυθιστορήματος και, αν και απών, κυριαρχεί στη δράση. Ο ήρωας όμως δεν είναι μόνος του σε αυτή την προσπάθεια όπως στις δυο νουβέλες· καθοριστικό ρόλο παίζει η παρουσία της συμβολαιογράφου, η οποία στην πορεία του έργου γίνεται και ερωτική σύντροφος του ήρωα. Αυτή η παράλληλη προς τη δράση ερωτική ιστορία είναι ένα όχι βέβαια πρωτότυπο αλλά χρήσιμο εύρημα για την πλοκή του μυθιστορήματος, τόσο για το βάθος της όσο και για τις ανάγκες εξέλιξής της. Ο άλλος βοηθός του ήρωα, ο Αντρέας Κουτσογιάννης, έχει ως στόχο να φανερωθεί δημόσια η αλήθεια για το άθλιο παρελθόν του νεκρού Χαρίτογλου, εγχείρημα πολύ δύσκολο αφού ο «πατριάρχης» έχει απόγονο. Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος με την ασυλία που παρέχει η μυθοπλασία είναι ίσως μια κάποια λύση. Δεν είναι τυχαία εδώ η αυτοαναφορικότητα: η μυθιστορηματική αφήγηση υποκαθιστά την ιστορική που δε μπορεί να ειπωθεί δημόσια και το μυθιστόρημα του δημοσιογράφου ονομάζεται φυσικά «Το παρελθόν κρατά πολύ». Εξήντα και πλέον χρόνια μετά την κατοχή το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή παραμένει σε μεγάλο βαθμό ταμπού, για να μην αναφέρω και την σύγχρονη προσπάθεια εξωραϊσμού του φαινομένου από μερίδα ιστορικών. Ίσως η λογοτεχνία, όταν δεν εξαντλείται σε ανούσιες ιστορικές περιδιαβάσεις που εσχάτως έχουν την πρωτοκαθεδρία στη λογοτεχνική σκηνή, να καταφέρει, πλέκοντας μύθο και αλήθεια μαζί, να μιλήσει για όσα δεν μπορούν ακόμη να ειπωθούν.
Ο Αλέκος Χατζηκώστας, παίζοντας για άλλη μια φορά στην διπλή κόψη της μυθιστορίας, μας δίνει ένα προσεγμένο αστυνομικό μυθιστόρημα που όμως μάλλον ανήσυχο αφήνει στο τέλος τον προσεκτικό και φιλίστορα αναγνώστη· οικεία, ενοχλητικά οικεία μοιάζουν πρόσωπα και γεγονότα στο μυθιστόρημα, τόσο που τελικά και η ίδια η λογοτεχνία μοιάζει ώρες ώρες με φύλο συκής για να μην ειπωθεί απλώς δημόσια και φωναχτά η γυμνή αλήθεια.»