Γράφει ο Αρης Καρρέρ //
Ο Αλέξης Καρρέρ γεννήθηκε στη Μανσούρα της Αιγύπτου και νήπιο ήρθε στην Αθήνα, όπου έζησε όλη του τη ζωή. Η οικογένειά του κατάγεται από την Ζάκυνθο. Είχε δύο αδέρφια από τα οποία ο μεγαλύτερος μετανάστευσε πριν από τον πόλεμο στην Αφρική, ο μικρότερος έγινε αξιωματικός και αποστρατεύτηκε κατά την Χούντα με τον βαθμό του ταξιάρχου.
Ο Αλέξης σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και πήρε ενεργό μέρος στους μεγάλους φοιτητικούς αγώνες του 1929–1930.
Για ένα διάστημα δικηγόρησε, αμέσως όμως αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία. Δούλεψε σε πολλές αστικές εφημερίδες και μετά τον πόλεμο αποκλειστικά σχεδόν στις εφημερίδες του λαϊκού αγώνα («Λαοκρατία», «Δημοκρατικός», «Δημοκρατική», «Ελεύθερη Ελλάδα», «Προοδευτική Αλλαγή», «Φιλελεύθερος», «Αυγή», «Δημοκρατική Αλλαγή» κ.α.). Επίσης, δούλεψε παράλληλα, στα περιοδικά «Ρομάντσο», «Γυναίκα», «Ελληνίδα», «Ψυχαγωγία» κ.α.
Στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας εντάχτηκε το 1937, κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας. Την επαφή του με το κόμμα την έχασε όταν πήγε στην Πάτρα για να υπηρετήσει τη θητεία του (εξ αναβολής). Εκείνες τις μέρες η Ασφάλεια είχε εξαρθρώσει την Κομματική Οργάνωση της Πάτρας και είχε κατάσχει το αρχείο της. Το αρχείο είχε μεταφερθεί στην έδρα της Μεραρχίας όπου είχε αποσπαστεί ο Αλέξης Καρρέρ. Με συντρόφους φαντάρους που τον πλησίασαν, εξαφάνισαν το αρχείο που βρισκόταν σε δύο βαλίτσες. Στην Αθήνα επέστρεψε τις παραμονές του πολέμου και στρατεύτηκε από τους πρώτους. Πηγαίνοντας προς το μέτωπο τραυματίστηκε έξω από το Ανταρτικό της Φλώρινας από στρατιωτικό αυτοκίνητο και έμεινε 15 ημέρες στο νοσοκομείο διακομιδής και στη συνέχεια για καμιά δεκαριά ημέρες στο Φρουραρχείο Κορυτσάς, όπου υπηρετούσε ο μετέπειτα αρχισυντάκτης της «Καθημερινής» Κώστας Ζαφειρόπουλος.
Στη συνέχεια μετατάχθηκε στο Τάγμα Χιονοδρόμων (ως ορειβάτης) που είχε έδρα του τη Μοσχόπολη. Μετά την εκπαίδευσή του στον το νεοσύστατο σώμα, μετατέθηκε στην ΙΧ Μεραρχία και πήγε στην γραμμή επαφής, στο «Μνήμα της Γριάς» στα «Τρία Αυγά», στο αλβανικό έδαφος, πάνω από το Ελμπασάν.
Εκεί έμεινε ως την εισβολή των γερμανών και την υποχώρηση. Στην Αθήνα δεν άργησε να επανασυνδεθεί με το κόμμα. Τοποθετήθηκε στην Αχτίδα Διανοουμένων (Φ. Μπαρτζώτας- Κ. Καραγιώργης) κι εργάστηκε στην οργάνωση Δικηγόρων (για ένα διάστημα διετέλεσε υπεύθυνος του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας).
Ταυτόχρονα δούλευε και στον παράνομο τύπο . Δυο φορές κινδύνεψε να συλληφθεί από τη Γκεστάπο και την Ασφάλεια μεταφέροντας παράνομο υλικό.
Το καλοκαίρι του 1943, οι άνθρωποι του κόμματος στην Ασφάλεια, ειδοποίησαν την Οργάνωση ότι οι κινήσεις του είχαν επισημανθεί και ότι έπρεπε να φύγει από την Αθήνα. Πήρε τότε εντολή να φύγει για το βουνό. Με μια ομάδα που την αποτελούσαν ο Γιώργος Βασιλόπουλος, ο Φώντας Παπαδάμ, οι γυναίκες τους κι ο Αλέξης Καρρέρ, μετά από δεκαήμερη πορεία από τη Χασιά, έφτασαν στο Καρπενήσι. Εκεί βρισκόταν ήδη ο Βάσος Γεωργίου.
Του ανατέθηκε αμέσως η διεύθυνση της εφημερίδας «Ρούμελη», όργανο της Κ.Ε. του ΕΑΜ Στερεάς Ελλάδας. Ταυτόχρονα ανέλαβε υπεύθυνος Διαφώτισης της οργάνωσης. Στη Στερεά Ελλάδα έμεινε ενάμιση χρόνο. Εβγαζε την εφημερίδα, δούλευε στη Διαφώτιση, έκανε πολλές περιοδείες και βοήθησε στις εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες. Διετέλεσε λαϊκός επίτροπος στο στρατοδικείο της ΧΙΙΙης Μεραρχίας.
Κατά τις δύο εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανών, περιήλθε όλη σχεδόν τη Ρούμελη για την τόνωση του ηθικού των κατοίκων.
Για ένα διάστημα διετέλεσε γραμματέας της Κ.Ο. του Γραφείου του ΕΑΜ Στερεάς Ελλάδας.
Επέστρεψε στην Αθήνα την 20η Οκτωβρίου. Εργάστηκε στην εφημερίδα «Λαοκρατία» με τον Γιάννη Κάτρη.
Ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα. Πιάστηκε στις 6 Δεκεμβρίου και στάλθηκε στην Ελ Ντάμπα της βόρειας Αφρικής. Εκεί μπήκε επικεφαλής της επιτροπής για την οργάνωση του τετραγώνου (600 άτομα περίπου). Κατόρθωσε να κρατήσει ψηλά το ηθικό των κρατουμένων, γινόντουσαν πολιτιστικές εκδηλώσεις (ομιλίες, διαλέξεις, θέατρο) και αντισταθήκαν με κάθε τρόπο στους Αγγλους που επεδίωκαν να τους εξουθενώσουν.
Γύρισε στην Ελλάδα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Και αμέσως έπιασε δουλειά στην εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», στην αρχή ως συντάκτης γραφείου και κατόπιν ως ρεπόρτερ υπουργείων. Διετέλεσε γραμματέας της Κ.Ο. της εφημερίδας.
Το 1947 με πιάστηκε στα γραφεία της εφημερίδας και στάλθηκε στον Αγιο Κήρυκο Ικαρίας.
Μετά την επιστροφή του έκλεισε σε λίγο η εφημερίδα και άρχισαν οι μεγάλοι διωγμοί, οι συλλήψεις, οι εξορίες, με αποκορύφωμα τη Μακρόνησο
Πέρασε στην ημιπαρανομία, αφού δέχτηκε αφάνταστες πιέσεις από την Ασφάλεια (Α Παράρτημα) για την υπογραφή δήλωσης. Φυσικά δεν υπήρχε τέτοιο θέμα, παρέμεινε όμως στην Αθήνα χάρις σ’ έναν υπαξιωματικό του Α Παραρτήματος Ασφαλείας που ήταν γνωστός οικογενειακού τους φίλου, δημοκρατικού αξιωματικού Δημοκωστούλα που είχε δράσει στο Αλβανικό μέτωπο. Ο υπαξιωματικός του Παραρτήματος Ασφαλείας, ανέβαλε συνεχώς την επιστροφή του φακέλου του στην Γενική Ασφάλεια με την αρνητική του απάντηση και το θέμα του τράβηξε σε μάκρος.
Στο μεταξύ, είχε επαφή με την παράνομη πια κομματική οργάνωση της Αθήνας και προσέφερε κάθε δυνατή υπηρεσία.
Ταυτόχρονα έπιασε δουλειά στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Αρη Αλεξάνδρου.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα, αφάνταστα δύσκολα…
Εργάστηκε στις εφημερίδες «Δημοκρατικός» και «Δημοκρατική» έπειτα από εντολή της οργάνωσης.
Μετά την ίδρυση της ΕΔΑ και τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων, δούλεψε στην «Αυγή» μέχρι τη Δικτατορία.
Το 1960 έγινε μέλος της ΕΣΗΕΑ και άρχισε να δουλεύει συνδικαλιστικά.
Το 1967 συνελήφθη και παρέμεινε στα μπουντρούμια της οδού Μπουμπουλίνας 15 περίπου ημέρες και κατόπιν αφέθηκε ελεύθερος έπειτα από επέμβαση του τότε προέδρου της ΕΣΗΕΑ, Λάκη Πετρομανιάτη.
Τον ίδιο χρόνο διαγράφηκε από την Ενωση Συντακτών για «αντεθνική δράση» και παρέμεινε εκτός σωματείου επί πέντε περίπου χρόνια.
Με δικαστική απόφαση ξαναγράφτηκε στην Ενωση το 1973 κι έβαλε αμέσως υποψηφιότητα για το Δ.Σ. Παρά τον φοβερό πόλεμο που του έκαναν, ήρθε πρώτος επιλαχών και το 1974, μετά τον θάνατο του συμβούλου Ν.Νομικού, μπήκε στο συμβούλιο, όπου, παρά την ύπαρξη ακόμα της δικτατορίας, έκανε μεγάλο αγώνα για την επανεγγραφή όλων των διαγεγραμμένων μελών της ΕΣΗΕΑ και την περίθαλψη των οικογενειών τους.
Μετά τη Δικτατορία ξανασυνδέθηκε με το Κόμμα και δημιούργησε με άλλους συντρόφους τον πρώτο πυρήνα που σιγά-σιγά εξελίχθηκε στη σημερινή ΚΟΒ Δημοσιογράφων.
Το 1974 εκλέχτηκε μέλος του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ και ανέπτυξε έντονη συνδικαλιστική δράση. Πήρε μέρος στη μεγάλη απεργία του 1975, που έμεινε ιστορική στη ζωή της Ενωσης γιατί, για πρώτη φορά, προσέδωσε στο σωματείο συνδικαλιστικό περιεχόμενο.
Εκλέχτηκε για άλλες δύο περιόδους μέλος του Δ.Σ.
Μετά τη συνταξιοδότησή του εργάστηκε στην ΚΟΜΕΠ, στους «Δρόμους της Ειρήνης», «Τα Ελληνοβουλγαρικά Χρονικά» χωρίς αμοιβή και έδωσε όσο ήταν δυνατόν, για την οργάνωση της «Συνδικαλιστικής Ενωτικής Κίνησης Δημοσιογράφων» και την έκδοση της εφημερίδας «Φωνή των Συντακτών».
Ηταν παντρεμένος (1945) με τη Χαρά Καρρέρ. Αφησαν πίσω τους δυο παιδιά: τον Αρη (δημοσιογράφο) και την Αλίκη (φαρμακοποιό).
Ο Αλέξης έφυγε στις 29.5.2005.