Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλ. Πάρνης: «Εκεί γράφτηκε ο «Μπελογιάννης», με τα λεφτά του Χικμέτ…» (και αποσπάσματα από το επικό ποίημα για τον κομμουνιστή ήρωα)

BELOGIANNHS

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Ο ποι­η­τής, πεζο­γρά­φος, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, σενα­ριο­γρά­φος και μετα­φρα­στής Aλέ­ξης Πάρ­νης (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα Σωτή­ρης Λεω­νι­δά­κης – γεν. 1924) συμ­με­τεί­χε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση από τις γραμ­μές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τραυ­μα­τί­στη­κε στις μάχες της Αθή­νας με τους Άγγλους τον Δεκέμ­βρη του 1944, πέρα­σε στο βου­νό ως πολε­μι­κός αντα­πο­κρι­τής της εφη­με­ρί­δας του ΔΣΕ «Προς τη Νίκη», για να κατα­λή­ξει πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, όπου έζη­σε δεκα­τρία χρόνια.

Σε ηλι­κία 27 ετών ξεκι­νά­ει τη φοί­τη­σή του στο Λογο­τε­χνι­κό Ινστι­τού­το «Μαξίμ Γκόρ­κι» της Μόσχας. Το 1954, δυο χρό­νια μετά τη δολο­φο­νία του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη, το λογο­τε­χνι­κό περιο­δι­κό «Νόβι Μιρ» δημο­σιεύ­ει το μεγά­λο (πάνω από 2.000 στί­χοι) επι­κό ποί­η­μα του Πάρ­νη με τίτλο «Μπε­λο­γιάν­νης». Το ποί­η­μα θα προ­κα­λέ­σει αίσθη­ση στους λογο­τε­χνι­κούς κύκλους και το 1955 ο Πάρ­νης θα τιμη­θεί με το Α΄ Βρα­βείο Ποί­η­σης στο Φεστι­βάλ Βαρ­σο­βί­ας, με κρι­τι­κή επι­τρο­πή μερι­κά από τα μεγα­λύ­τε­ρα ονό­μα­τα της παγκό­σμιας τέχνης: Ναζίμ Χικ­μέτ, Λουί Αρα­γκόν, Πάμπλο Πικά­σο, Νικoλάς Γκι­γιέν κ.ά.

Πρω­το­ε­τής φοι­τη­τής στο «Μαξίμ Γκόρ­κι» ο Αλέ­ξης Πάρ­νης γνω­ρί­ζε­ται με τον μεγά­λο Τούρ­κο αγω­νι­στή ποι­η­τή Ναζίμ Χικ­μέτ και γίνο­νται φίλοι.

«Τον Δεκέμ­βρη του ’51 υπάρ­χει στην πρώ­τη σελί­δα της εφη­με­ρί­δας της Ενω­σης Συγ­γρα­φέ­ων άρθρο του Ναζίμ Χικ­μέτ όπου ανα­φέ­ρει τους κομ­μου­νι­στές ποι­η­τές του κόσμου: Αρα­γκόν, Νερού­δα και μέσα έχει και εμέ­να. Δεν τον είχα δει ποτέ τον άνθρω­πο, πρω­το­ε­τής φοι­τη­τής ήμουν ακό­μα. Του είχε πει μάλι­στα ο Ζαχα­ριά­δης, ο οποί­ος ήταν καλός αλλά πολύ αυστη­ρός και δεν ήθε­λε να παίρ­νουν τα μυα­λά μας αέρα, «Καλά βρε, εγώ τον έστει­λα να σπου­δά­σει, αλλά τόσο σπου­δαί­ος είναι να τον βάλεις δίπλα στον Νερού­δα;». Αυτός του απά­ντη­σε ότι είναι σαν αυτούς τους ανα­το­λί­τες έμπο­ρους που όταν ψάχνουν ένα ύφα­σμα αρκεί να αγγί­ξουν την ούγια για να κατα­λά­βουν τι αξί­ζει. Εγώ τον πρω­το­συ­νά­ντη­σα τρεις μήνες μετά και τον ρώτη­σα το ίδιο πράγ­μα. Από τότε μεί­να­με φίλοι».
[Συνέ­ντευ­ξη του Αλ. Πάρ­νη στον Απ. Φωτιά­δη – πηγή: εφημ. Καθη­με­ρι­νή, 25/10/2009]

BELOGIANNHS9

Γλυ­πτό πορ­τραί­το του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη φιλο­τε­χνη­μέ­νο από τον Σοβιε­τι­κό καλ­λι­τέ­χνη Σερ­γκέι Κονεν­κόφ (1874–1971)

Ο «Μπε­λο­γιάν­νης» του Πάρ­νη θα εκδο­θεί το 1955 από το εκδο­τι­κό της ΚΕ του ΚΚΕ «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», θα μετα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες, και θα δια­βα­στεί σε πολ­λές χώρες του κόσμου. Ακο­λου­θούν απο­σπά­σμα­τα από το ποί­η­μα, σε ανα­δη­μο­σί­ευ­ση-μετα­φο­ρά στο δια­δί­κτυο από το βιβλίο της Επι­τρο­πής Περιο­χής Πελο­πον­νή­σου – Ζακύν­θου – Κεφα­λο­νιάς του ΚΚΕ «ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ντο­κου­μέ­ντα και επί­και­ρα διδάγ­μα­τα», εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2010, σελ. 25–28.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Επι­κό ποί­η­μα του Αλέ­ξη Πάρνη
(από­σπα­σμα)

Λόγος της Μάνας

Κυμα­το­παί­ζει το παι­δί στ’ ανέ­με­λο ακρογιάλι
το γαλα­νό κι εκεί βουτά.
Και ξάφ­νου βλέ­πεις το σγου­ρό κι ατί­θα­σο κεφάλι
να ξεπρο­βά­λει κάπου στ’ ανοιχτά.

Ποιος άνθρω­πος να τ’ άνοι­ξε την ατσα­λέ­νια πύλη
στης νέας πίστης το ιερό;
Πότε και πού με την ψυχή σαν έτοι­μο φυτίλι
ζύγω­σε της μπα­ρού­της το σωρό;

Ήταν πολ­λοί που ανέ­μι­ζαν την κόκ­κι­νη παντιέρα
στην πόλη μας από παλιά.
Κάποιος τον πήρε απ’ το σχο­λείο που πήγαι­νε, μια μέρα
για να τον πάει σ’ άλλα σχολειά.

Θυμά­μαι… Κεί­νη τη χρο­νιά τρι­γύ­ρω μας τη χώρα
την πνί­ξαν οι νεροποντές.
Και πιο πολύ την έπνι­γεν η δακρυ­σμέ­νη μπόρα
μες στου κοσμά­κη τις ματιές.

Κυλού­σαν μαύ­ροι χεί­μαρ­ροι, σκορ­πί­σαν τη σταφίδα
που λιά­ζο­νταν στη γη.
Κι αντά­μα ρού­χου και ψωμιού σκορ­πί­σαν την ελπίδα
και αφή­σαν μόνο την οργή.

Κι ό,τι απ’ το ρέμα το θολό πρό­φτα­σαν να γλιτώσουν
οι δόλιοι δουλευτές,
ήρθαν να τους το πάρου­νε σαν κλέ­φτες όσο κι όσο
κρά­τος, εμπό­ροι δανειστές.

Γίνα­νε κάστρα τα χωριά, τ’ άδι­κο πολεμούσαν
μέχρι και τα μικρά παιδιά.
Έδω­σαν κεί­νη τη χρο­νιά σ’ αίμα, δάκρυ κι αγκούσα
τη μεγα­λύ­τε­ρη σοδειά.

Τ’ αγώ­να πρω­το­κά­θε­δρη πήρε φωτιά κι η πόλη
κι απ’ την αντί­πε­ρη γραμμή,
οι σταυ­ρω­τές γι’ από­κρι­ση το μαύ­ρο δώσαν βόλι
στα στό­μα­τα που ζήτα­γαν ψωμί.

«Σαν πας στην Καλα­μά­τα…» Πώς άλλα­ξε κεί­νη η μέρα
και λόγια και ρυθμό.
Αντί μαντί­λι δέσα­νε ματό­βρε­χτη παντιέρα
στου κόσμου το λαιμό.

Φοβό­μουν για τον άντρα μου κι έτρε­ξα με τα ρίγη
της αγω­νί­ας στην καρδιά.
Ο Νίκος δε με φόβι­ζε — το πρω­ι­νό είχε φύγει
να πάει σχο­λειό με τ’ άλλα τα παιδιά…

Και ξάφ­νου τρι­γυ­ρί­ζο­ντας στης πόλης την αντάρα
τον είδα να μιλά­ει απ’ τα σκαλιά
στο πλή­θος… Και ν’ ακού­γο­νται σαν κεραυ­νοί τα σμπάρα
και να τον βρί­ζου­νε του νόμου τα σκυλιά.

Πόνε­σα όπως στη γέν­να του, στριγ­γά φώνα­ξα: «Νίκο!»
Κι ο κόσμος είχε γκρεμιστεί…
Αλλά στην τρυ­φε­ρή καρ­διά της μάνας είπε «Σήκω»
η μάνα του πολεμιστή,

που πρό­βα­λε περή­φα­νη στην κρί­σι­μη την ώρα
για να με κάνει δυνατή.
Με βάφτι­σε συντρό­φισ­σα… Κι έτσι από δω και τώρα,
μπή­κα στ’ αγώ­να το στρατί.

***

Λόγος του Τραγουδιστή

Στου Κολο­κο­τρω­ναί­ι­κου Μοριά το μετερίζι
τρυ­γά­ει τώρα ο πόλε­μος κι ο θάνα­τος θερίζει.

Απ’ το πρα­νές του Πάρ­νω­να στου Μαί­να­λου το λόγγο
με τον παπ­πού Ταΰ­γε­το να ’χει τον πρώ­το λόγο,

μανιά­ζει η μάχη και μιλά τ’ ατσά­λι με τ’ ατσάλι
κι η μια πλευ­ρά μ’ αντί­μα­χη φωτιά μιλά­ει στην άλλη.

Απο­σπε­ρί­τη Αρμα­το­λέ κι Αυγε­ρι­νέ Ελασίτη
μαζί χτυ­πά­τε το Ναζί και τον ταγματαλήτη!

Πισω­πα­τάν οι σταυ­ρω­τές, γίναν χίλια κομμάτια
και από τους κάμπους στα βου­νά στρέ­φει ο λαός τα μάτια,

να δει τη μεραρ­χία του, να δει το Μπελογιάννη…
Στην Καλα­μά­τα λυτρω­τής όπου και να ναι φτάνει.

Κι αν ευτυ­χία είναι να μπεις μες στην Αμαλιάδα
σαν γιος και λυτρω­τής: («Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»!)

φέρ­νο­ντας με τη Λευ­τε­ριά και μια παγκό­σμια ελπίδα,
τότε θα πω: κατά­μα­τα την ευτυ­χία την είδα.

Και μέσα απ’ το λαρύγ­γι του και την ψυχή του μέσα
βγαί­νουν κραυ­γές Νικη­τα­ρά, φοβέ­ρες Παπαφλέσσα

που σμί­γουν τη μανία τους με το δικό του μένος:
«Βάλ­τε φωτιά στους Γερ­μα­νούς και τους προσκυνημένους»!

Άχα­ρος είναι ο πόλε­μος κι έχει μόνο μια χάρη:
Βοη­θά­ει να ξεχω­ρί­σου­με την ήρα από το στάρι.

Φυλά­χτε σαν τα μάτια σας τη Λαϊ­κή Εξουσία,
έτσι θα πιά­σει μονα­χά ο αγώ­νας κι η θυσία.

Τους ήρω­ες και τους μάρ­τυ­ρες του τόπου το χρυσάφι
μη τους αφή­σε­τε παι­διά πάλι να πάνε στράφι.

Γονά­τι­σε όλο το χωριό κι η Ελλά­δα πέρα ως πέρα
και στο κοντά­ρι τ’ ουρα­νού κυμά­τι­σε η παντιέρα

της Λευ­τε­ριάς… Αντάρ­τι­κη φορώ­ντας τώρα χλαίνη
τον Ύμνο της τρα­γού­δη­σε — αυτόν που πάντα παίρνει

νέες στρο­φές μέχρι να ‘ρθει κάποιος και­ρός να βάλει
στε­φά­νι τη στερ­νή στρο­φή στης νίκης το κεφάλι.

BELOGIANNHS8

Το 2009 ο Αλέ­ξης Πάρ­νης απο­κα­λύ­πτει πώς έγρα­ψε το ποί­η­μα με την πολύ­τι­μη συμ­βο­λή ―χωρίς να το γνω­ρί­ζει τότε ο ίδιος― του φίλου του Ναζίμ Χικμέτ.

«Δεν ήμουν πολύ καλός σπου­δα­στής. Αλλά υπάρ­χει μια συγκι­νη­τι­κή ιστο­ρία με το ποί­η­μα «Μπε­λο­γιάν­νης». Η εστία όπου μένα­με οι φοι­τη­τές ήταν έξι ώρες πήγαιν’ έλα. Ημουν και αρκε­τά μεγα­λύ­τε­ρος και δεν κόλ­λα­γα στο κλί­μα της εστί­ας. «Κανό­νι­σε, μου λέει ο Χικ­μέτ, να δεις τον διευ­θυ­ντή να σε φέρει κάπου στη Μόσχα». Πραγ­μα­τι­κά με έφε­ραν σε ένα δωμά­τιο δίπλα στη βιβλιο­θή­κη όπου έμε­ναν τρεις τραυ­μα­τί­ες πολέ­μου. Ηταν πολύ καλά πλά­σμα­τα, λάτρευαν την Ελλά­δα και τους αντάρ­τες, αλλά η ζωή μαζί τους ήταν αφό­ρη­τη. Ηταν από το μέτω­πο τα παι­διά, είχαν και την προ­διά­θε­ση των Ρώσων, έπι­ναν από το πρωί ώς το βρά­δυ. Ηταν αδύ­να­τον να γρά­ψεις εκεί μέσα. Μου λέει λοι­πόν ο Χικ­μέτ: «Δεν λες στον Ζαχα­ριά­δη να σου νοι­κιά­σει ένα δωμά­τιο, αφού σου έχει ανα­θέ­σει να γρά­ψεις τον Μπε­λο­γιάν­νη; Πώς να δου­λέ­ψεις σε αυτές τις συν­θή­κες;». Ντρά­πη­κα πολύ, εγώ σπού­δα­ζα με υπο­τρο­φία στη Μόσχα, όταν οι παρά­νο­μοι στην Αθή­να δεν είχαν υπό­γειο να κοι­μη­θούν και πηγαί­να­νε στο από­σπα­σμα, και να ζητάω και σπί­τι από το κόμ­μα… «Δεν το κάνω», του λέω. Υστε­ρα από δέκα μέρες με παίρ­νει η γυναί­κα του: «Εχει μια φίλη ο Χικ­μέτ με ένα θαυ­μά­σιο σπί­τι στη πλα­τεία Μαγια­κόφ­σκι, της οποί­ας ο σύζυ­γος έχει πεθά­νει και τα παι­διά λεί­πουν, εάν θες να πας να μεί­νεις εκεί, αφού και αυτή δεν θέλει να είναι μόνη», μου λέει. Και πήγα. Το 1989 με καλεί η Ενω­ση Συγ­γρα­φέ­ων για ένα μήνα ως επί­ση­μο επι­σκέ­πτη. Κάπου συνά­ντη­σα τον μετα­φρα­στή του Χικ­μέτ και πάνω στη κου­βέ­ντα μου λέει: «Ξέρεις, Αλέ­ξη, ο Χικ­μέτ πλή­ρω­νε ενοί­κιο τότε για το δωμά­τιο, με μόνο όρο να μη μάθεις τίπο­τα για να μη σηκω­θείς και φύγεις». Ο Χικ­μέτ είχε πεθά­νει το 1965, τόσα χρό­νια μετά κάτι ήθε­λα να κάνω όταν το έμα­θα, αλλά τι; Να απλώς το λέω τώρα ότι εκεί γρά­φτη­κε ο «Μπε­λο­γιάν­νης», με τα λεφτά του Χικμέτ…».
[Συνέ­ντευ­ξη του Αλ. Πάρ­νη στον Απ. Φωτιά­δη – πηγή: εφημ. Καθη­με­ρι­νή, 25/10/2009]

***

«Εάν έκα­να δήλω­ση απο­κή­ρυ­ξης θα αθω­ω­νό­μου­να κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα μετά μεγά­λων τιμών… Αλλά η ζωή μου συν­δέ­ε­ται με την ιστο­ρία του ΚΚΕ και τη δρά­ση του… Δεκά­δες φορές μπή­κε μπρο­στά μου το δίλημ­μα: Να ζω προ­δί­δο­ντας τις πεποι­θή­σεις μου, την ιδε­ο­λο­γία μου, είτε να πεθά­νω, παρα­μέ­νο­ντας πιστός σ’ αυτές. Πάντο­τε προ­τί­μη­σα το δεύ­τε­ρο δρό­μο και σήμε­ρα τον ξανα­δια­λέ­γω.» Ν. Μπελογιάννης

Με την απο­λο­γία του, ένα πελώ­ριο χαμό­γε­λο στα χεί­λη κι ένα γαρί­φα­λο σφιγ­μέ­νο στη γρο­θιά του ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης θα συντρί­ψει το «κατη­γο­ρη­τή­ριο» στο δικα­στή­ριο, μετα­τρέ­πο­ντας τους στρα­το­δί­κες που υπέ­γρα­ψαν την εκτέ­λε­σή του σε κατηγορούμενους.

Τα χαρά­μα­τα της Κυρια­κής 30 Μάρ­τη του 1952, μαζί με τους συντρό­φους του Δημή­τρη Μπά­τση, Νίκο Καλού­με­νο και Ηλία Αργυ­ριά­δη θα πέσει νεκρός από τις σφαί­ρες του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος και θα περά­σει στο πάν­θε­ον των ηρώ­ων του λαού μας που έπε­σαν στη μάχη για μια κοι­νω­νία χωρίς αφέ­ντες και δούλους.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο