Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (14o)

Όπου κου­βα­λώ­ντας το ξένο βιο­λί, εδο­ξά­στη­κα για λίγο ως … καλλιτέχνης.

 του Δημή­τρη Κανελλόπουλου //

Οι μόνοι που αντι­με­τω­πί­σα­νε την περιέρ­γειά τους με αξιο­πρέ­πεια ήσα­ντε ο κυρ­Χρή­στος με το συνταγ­μα­τάρ­χη μας τον από­στρα­το, που όσο εκρά­τη­σε η εγκα­τά­στα­σή μας, αυτοί εμεί­να­νε ακλό­νη­τοι εις το τάβλι τους. Ενώ ο άλλος Δημή­τρης, ο σβό­μπι­ρας εγύ­ρι­ζε στη μαύ­ρη αγο­ρά που­λώ­ντας λαθραία τσιγάρα.

Ωστό­σο, δεν τελειώ­σα­νε και όλα σε βάρος μου. Χάρις εις το βιο­λί του συγκα­τοί­κου μου που η μετα­φο­ρά του έτυ­χε να πέσει στα χέρια μου. Προ­πά­ντων συγκλο­νί­στη­κε μ’ αυτό η κυρα Μαρία που από τις συστά­σεις του άντρα της θα είχα­νε πέσει επά­νω μου όλες της οι συμπάθειες.

- Πανα­γιά μου, κοί­τα που ο ξαν­θός μας παί­ζει βιο­λί, εξε­φώ­νι­σε καθώς με έσφι­ξε δυνα­τά μέσα στην αγκα­λιά της., μαζί με το όργα­νο. Περή­φα­νη για το νέο νοι­κά­ρη και συμπα­τριώ­τη της.

Ύστε­ρα σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε, όπως να είχε μπρο­στά της τίπο­τες εξα­πτέ­ρυ­γα καθώς και του λόγου μου, σαστι­σμέ­νος, εκρά­τη­σα όλη τη δόξα δική μου. Τη στιγ­μή που όπως στο θέα­τρο που πέφτει η αυλαία επα­ρου­σια­στή­κα­νε πολ­λά γει­το­νι­κά πρό­σω­πα στα παρά­θυ­ρα. Ως όλες έτοι­μες να χειροκροτήσουν.

 

Το λοι­πόν, να μη σας φανεί ως παρά­δο­ξο που αργό­τε­ρα, φτά­νο­ντας εις τη Χρε­μω­νί­δου, ακρι­βώς στο βιο­λί έπε­σε και η πρώ­τη ματιά του Σωτή­ρη. Όπου σε μια στιγ­μή που έλει­πε ο αδερ­φός του με κοί­τα­ξε σχε­δόν με απελ­πι­σία ανε­βά­ζο­ντας το δεξί χέρι, αρι­στε­ρά εις το ώμο, με το νόη­μα αν θα συνε­χι­ζό­τα­νε αυτός ο χαβάς. Με από­γνω­ση που κατα­λά­βαι­νε το τι τον περίμενε.

Επει­δή κι αυτός ο κερα­τάς ο αδερ­φός του, δεν εστα­μα­τού­σε τις πρό­βες. Πενή­ντα κι εκα­τό φορές το κάθε κομ­μά­τι. Ιδρω­μέ­νος συνέ­χεια και το χει­μώ­να. Να γυα­λί­ζει το μέτω­πό του και μια βατσι­νιά που διά­θε­τε εις τον κρό­τα­φό του κι αυτός εις τις παύ­σεις που έκα­νε συνέ­χεια με το μαντή­λι στο χέρι. Όπως ο μακα­ρί­της ο Στρα­βο-Γλη­γό­ρης που τονε κατα­γρά­φω στην «Ακα­δη­μία Μεσ­σή­νης». Κι όχι ότι τα λέω από ζήλεια που εξέ­πε­σε από­το­μα ο θαυ­μα­σμός της κυρα-Μαρί­ας στο πρό­σω­πό μου μαθαί­νο­ντας ποιος ήτα­νε από τους δυό μας ο «βιο­λι­στής» που εθαύμαζε.

 

Με το Σωτή­ρη συγκά­τοι­κό μας και μου­σα­φί­ρη μας αλλά όπως να ήτα­νε ο θεί­ος που μας ήρθε απ’ το Σικάγο.

 Μπαί­νο­ντας ο Σωτή­ρης στη Χρε­μω­νί­δου, θυμά­μαι που εψι­λό­βρε­χε αλλ’ αυτός μας επρό­βα­λε σχε­δόν ατσα­λά­κω­τος. Αλα­φρο­πά­τη­τος όπως σαν να ενό­μι­ζε ότι εκοι­μό­μα­σταν όλοι στη γει­το­νιά και να μη μας ξυπνήσει.

Από πριν να μας χαι­ρε­τή­σει «δια χει­ρα­ψί­ας», επα­ρου­σιά­στη­κε μεθο­δι­κός εις το έπα­κρο, ότι πρώ­τα, πρώ­τα, έκλει­σε προ­σε­χτι­κά την ομπρέ­λα του, ακου­μπώ­ντας τη στο θυρό­φυλ­λο από το έξω του μέρος. Μετά αλά­φρω­σε τα παπού­τσια του από τα νερά και τις λάσπες και μόνο τότε εμπή­κε στην κάμα­ρα. Τινά­ζο­ντας και την καπαρ­ντί­να του προς τα έξω, προ­τού την κρε­μά­σει πίσω από την πόρ­τα στη θέση της. Τότε πια μας εχαι­ρέ­τι­σε κάπως εις το επί­ση­μο, μαζί και τους δυό μας, φαί­νε­ται για να μην ενό­μι­ζα ότι μ’ εξε­χώ­ρι­ζε απ’ τον αδερ­φό του.

Πριν να καθή­σει με αργές κινή­σεις, επί­ση­μα, έβγα­λε τη γρα­βά­τα του, προ­σε­χτι­κά για να έμε­νε απεί­ρα­χτος ο κόμπος της. Ήτα­νε με ρίγες στο χρώ­μα το κόκ­κι­νο που εγώ το έβρι­σκα τότε ως χρώ­μα με νόη­μα. Το ίδιο προ­σε­χτι­κά τοπο­θέ­τη­σε αργό­τε­ρα για «σιδέ­ρω­μα» και το παντε­λό­νι του ανά­με­σα στο στρώ­μα και τις σανί­δες του κρε­βα­τιού του. Μια τέχνη που νομί­ζω την ξέρα­νε από τότε όλοι οι εργέ­νη­δες της Ελλάδας.

Τις τρεις φορές που επρω­το­σμί­ξα­με από το φθι­νό­πω­ρο του ’43 και δώθε, ο και­ρός εσή­κω­νε καπαρ­τί­να που δεν την απο­χω­ρι­ζό­τα­νε εύκο­λα. Και όχι μονά­χα επει­δή θα το ήξε­ρε πως του πήγαι­νε, αλλά κι επει­δή του έκρυ­βε όλα τα από μέσα. Από τους ώμους μέχρι τα γόνα­τα και τους τριμ­μέ­νους καβά­λους. Γι’ αυτό από «τρι­βώ­νιο» που το ξεκι­νή­σα­με αστειευό­με­νοι, ο Σωτή­ρης το κατέ­λη­ξε σε «κρυ­βώ­νιον»

Η βου­βή λατρεία που του έδει­χνε ο αδερ­φός του, ή μπο­ρεί και η παρου­σία μου τον επη­ρέ­α­σαν, όπως εφά­νη­κε, στις κινή­σεις του και στα λόγια του που ήσα­ντε όλα τους πολύ μετρη­μέ­να. Ούτε απο­κλεί­ε­ται κιό­λας, ακό­μα και το θαυ­μα­σμό μου στο πρό­σω­πό του να το έβλε­πε ως περιέρ­γεια που και σ’ αυτό δεν θα είχε, βέβαια, άδι­κο. Περισ­σό­τε­ρο μας αντι­με­τώ­πι­ζε με το χαμό­γε­λό του, λίγο προ­σποι­η­τό από φυσι­κού του και κάπως «αφ’ υψη­λού», όχι τόσο επει­δή προ­χω­ρού­σε για τα τριά­ντα του, αλλά από τα όσα πολ­λά θα είχε διδα­χτεί στη δου­λειά του, στο παλιο­σώ­μα που έμπλεξε.

Ως πιο παρά­ξε­νο εις τη συμπε­ρι­φο­ρά του, έβρι­σκα τη μεθο­δι­κό­τη­τά του, κάτι που δεν το περί­με­να. Αυτά που σας έλε­γα σχε­τι­κά με το παντε­λό­νι του ή με την καπαρ­τί­να και τη γρα­βά­τα του. Το άλλο που επί­σης με παρα­ξέ­νε­ψε, ήτα­νε ο πλού­τος που είχε μέσα στο βαλι­τσά­κι του που εμείς, ούτε στον ύπνο μας δεν τον εφα­ντα­ζό­μα­σταν. Δεύ­τε­ρο που­κά­μι­σο, πετσέ­τα του μπά­νιου, κάλ­τσες απά­τη­τες και εσώ­ρου­χα. Ως και μοσχο­σά­που­νο και βούρ­τσα με οδο­ντό­πα­στα. Κι από το ό,τι άλλο μπο­ρεί να κρυ­βό­τα­νε στην απο­κα­τια­νή στρώση.

Ωστό­σο, το πρώ­το που έβγα­λε ήσα­ντε δυό κού­τες τσι­γά­ρα που τις ακού­μπη­σε στο άκρο, άκρο, του τρα­πε­ζιού ως είδος κοι­νό­χρη­στο, που όμως εμέ­να δε με συγκί­νη­σαν αφού δεν εκά­πνι­ζα. Όχι όμως και το αδερ­φό του που αυτός επή­ρε τη μία και την εχάι­δευε εις το στή­θος του, όπως να ήτα­νε γατί ή σκυ­λά­κι. Χαρού­με­νος που έστω και για λίγο θα το εχόρ­ται­νε το τσι­γά­ρο το άτιμο…

Τότε παρα­τή­ρη­σα τα δάχτυ­λα του Σωτή­ρη που ήταν πολύ περι­ποι­η­μέ­να με τα δυό ακρι­νά νύχια του λιγά­κι στο μανι­κιούρ. Μακριά, ευκί­νη­τα που εδου­λεύ­α­νε με πολ­λούς συν­δυα­σμούς όπως να ήσα­ντε πλά­σμα­τα ζωντα­νά και να διά­θε­ταν μυα­λό στο κεφά­λι τους. Όλα τους τέλεια, αν αφαι­ρού­σες τη βαφή τους στο κίτρι­νο από τα πολ­λά τσι­γά­ρα που κάπνι­ζε. Τόσο που εσκέ­φτη­κα πως αυτός έπρε­πε να έπαι­ζε το βιο­λί κι όχι ο αδερ­φός του που το βασά­νι­ζε και το παί­δευε. Αλλά και για τους χαρ­το­παί­χτες ελέ­γα­νε πως δια­θέ­του­νε τέτοια ευκι­νη­σία και μακριά δάχτυλα.

Όταν του τα είπα, κάπο­τε, όλ’ αυτά εγέ­λα­σε μαζί με την απά­ντη­ση που μου έδωσε.

- Αν ήτα­νε σωστό αυτό με τους χαρ­το­παί­χτες, οι Μεσ­σή­νιοι θα ήμα­σταν όλοι μας λεπτο­δά­χτυ­λοι, μου απά­ντη­σε, περιερ­γα­ζό­με­νος τις παλά­μες του για να βεβαιω­θεί σ’ αυτό που του έλεγα.

Κι όσο για το να γινό­τα­νε βιο­λι­στής, σ’ αυτό εδιά­λε­ξε μια πιο πει­στι­κή εξήγηση.

- Ως βιο­λι­στής, μου εξή­γη­σε, ας είναι καλά ο Στρα­βο­γλη­γό­ρης, που με έκα­με και το σιχά­θη­κα το βιο­λί από πριν το αρχί­σω. Ανα­φε­ρό­με­νος σ’ ένα γεί­το­νά τους οργα­νο­παί­χτη που επρο­βά­ρι­ζε νύχτα, μέρα, τα τρα­γού­δια που θάπαι­ζε στους γάμους και στις γιορ­τές που τον εκα­λού­σα­νε. Μαζί με την κομπα­νία του, βέβαια.

 

Στις επτά με οχτώ μέρες που έμει­νε στην Αθή­να μιά, δυό βρα­διές εξε­νο­κοι­μή­θη­κε, αλλά δίχως να τονε ρωτή­σου­με για το πώς και το πού, ενώ ένα μεση­μέ­ρι, τελειώ­νο­ντας την υπη­ρε­σία μου επέ­ρα­σε κι από το ΙΚΑ κι ανε­βή­κα­με μαζί στο Παγκρά­τι. Πεζο­πο­ρία από το Ζάπειο, όπως εταί­ρια­ζε και με την κου­βέ­ντα μας. Για την Αντί­στα­ση που μας έκαι­γε πολύ και τους δυό μας. Για τον κόσμο που θα ξημέ­ρω­νε, σ’ ένα θέμα που εκεί­νος εβρι­σκό­τα­νε μπρο­στά παρασάγκες.

Πού μου εφά­νη­κε ως πολύ συγκι­νη­μέ­νος που έβλε­πε πως παρά­βλε­πα τη θητεία του εις την­Χω­ρο­φυ­λα­κή και του εχά­ρι­ζα όλη μου την εμπι­στο­σύ­νη. Και μπο­ρεί να με καμά­ρω­νε κιό­λας όπως του εξα­νοί­χτη­κα πολύ στις ανδρα­γα­θί­ες μου στην Αντίσταση.

 

Τα προη­γού­με­να ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο