Όπου κουβαλώντας το ξένο βιολί, εδοξάστηκα για λίγο ως … καλλιτέχνης.
του Δημήτρη Κανελλόπουλου //
Οι μόνοι που αντιμετωπίσανε την περιέργειά τους με αξιοπρέπεια ήσαντε ο κυρΧρήστος με το συνταγματάρχη μας τον απόστρατο, που όσο εκράτησε η εγκατάστασή μας, αυτοί εμείνανε ακλόνητοι εις το τάβλι τους. Ενώ ο άλλος Δημήτρης, ο σβόμπιρας εγύριζε στη μαύρη αγορά πουλώντας λαθραία τσιγάρα.
Ωστόσο, δεν τελειώσανε και όλα σε βάρος μου. Χάρις εις το βιολί του συγκατοίκου μου που η μεταφορά του έτυχε να πέσει στα χέρια μου. Προπάντων συγκλονίστηκε μ’ αυτό η κυρα Μαρία που από τις συστάσεις του άντρα της θα είχανε πέσει επάνω μου όλες της οι συμπάθειες.
- Παναγιά μου, κοίτα που ο ξανθός μας παίζει βιολί, εξεφώνισε καθώς με έσφιξε δυνατά μέσα στην αγκαλιά της., μαζί με το όργανο. Περήφανη για το νέο νοικάρη και συμπατριώτη της.
Ύστερα σταυροκοπήθηκε, όπως να είχε μπροστά της τίποτες εξαπτέρυγα καθώς και του λόγου μου, σαστισμένος, εκράτησα όλη τη δόξα δική μου. Τη στιγμή που όπως στο θέατρο που πέφτει η αυλαία επαρουσιαστήκανε πολλά γειτονικά πρόσωπα στα παράθυρα. Ως όλες έτοιμες να χειροκροτήσουν.
Το λοιπόν, να μη σας φανεί ως παράδοξο που αργότερα, φτάνοντας εις τη Χρεμωνίδου, ακριβώς στο βιολί έπεσε και η πρώτη ματιά του Σωτήρη. Όπου σε μια στιγμή που έλειπε ο αδερφός του με κοίταξε σχεδόν με απελπισία ανεβάζοντας το δεξί χέρι, αριστερά εις το ώμο, με το νόημα αν θα συνεχιζότανε αυτός ο χαβάς. Με απόγνωση που καταλάβαινε το τι τον περίμενε.
Επειδή κι αυτός ο κερατάς ο αδερφός του, δεν εσταματούσε τις πρόβες. Πενήντα κι εκατό φορές το κάθε κομμάτι. Ιδρωμένος συνέχεια και το χειμώνα. Να γυαλίζει το μέτωπό του και μια βατσινιά που διάθετε εις τον κρόταφό του κι αυτός εις τις παύσεις που έκανε συνέχεια με το μαντήλι στο χέρι. Όπως ο μακαρίτης ο Στραβο-Γληγόρης που τονε καταγράφω στην «Ακαδημία Μεσσήνης». Κι όχι ότι τα λέω από ζήλεια που εξέπεσε απότομα ο θαυμασμός της κυρα-Μαρίας στο πρόσωπό μου μαθαίνοντας ποιος ήτανε από τους δυό μας ο «βιολιστής» που εθαύμαζε.
Με το Σωτήρη συγκάτοικό μας και μουσαφίρη μας αλλά όπως να ήτανε ο θείος που μας ήρθε απ’ το Σικάγο.
Μπαίνοντας ο Σωτήρης στη Χρεμωνίδου, θυμάμαι που εψιλόβρεχε αλλ’ αυτός μας επρόβαλε σχεδόν ατσαλάκωτος. Αλαφροπάτητος όπως σαν να ενόμιζε ότι εκοιμόμασταν όλοι στη γειτονιά και να μη μας ξυπνήσει.
Από πριν να μας χαιρετήσει «δια χειραψίας», επαρουσιάστηκε μεθοδικός εις το έπακρο, ότι πρώτα, πρώτα, έκλεισε προσεχτικά την ομπρέλα του, ακουμπώντας τη στο θυρόφυλλο από το έξω του μέρος. Μετά αλάφρωσε τα παπούτσια του από τα νερά και τις λάσπες και μόνο τότε εμπήκε στην κάμαρα. Τινάζοντας και την καπαρντίνα του προς τα έξω, προτού την κρεμάσει πίσω από την πόρτα στη θέση της. Τότε πια μας εχαιρέτισε κάπως εις το επίσημο, μαζί και τους δυό μας, φαίνεται για να μην ενόμιζα ότι μ’ εξεχώριζε απ’ τον αδερφό του.
Πριν να καθήσει με αργές κινήσεις, επίσημα, έβγαλε τη γραβάτα του, προσεχτικά για να έμενε απείραχτος ο κόμπος της. Ήτανε με ρίγες στο χρώμα το κόκκινο που εγώ το έβρισκα τότε ως χρώμα με νόημα. Το ίδιο προσεχτικά τοποθέτησε αργότερα για «σιδέρωμα» και το παντελόνι του ανάμεσα στο στρώμα και τις σανίδες του κρεβατιού του. Μια τέχνη που νομίζω την ξέρανε από τότε όλοι οι εργένηδες της Ελλάδας.
Τις τρεις φορές που επρωτοσμίξαμε από το φθινόπωρο του ’43 και δώθε, ο καιρός εσήκωνε καπαρτίνα που δεν την αποχωριζότανε εύκολα. Και όχι μονάχα επειδή θα το ήξερε πως του πήγαινε, αλλά κι επειδή του έκρυβε όλα τα από μέσα. Από τους ώμους μέχρι τα γόνατα και τους τριμμένους καβάλους. Γι’ αυτό από «τριβώνιο» που το ξεκινήσαμε αστειευόμενοι, ο Σωτήρης το κατέληξε σε «κρυβώνιον»
Η βουβή λατρεία που του έδειχνε ο αδερφός του, ή μπορεί και η παρουσία μου τον επηρέασαν, όπως εφάνηκε, στις κινήσεις του και στα λόγια του που ήσαντε όλα τους πολύ μετρημένα. Ούτε αποκλείεται κιόλας, ακόμα και το θαυμασμό μου στο πρόσωπό του να το έβλεπε ως περιέργεια που και σ’ αυτό δεν θα είχε, βέβαια, άδικο. Περισσότερο μας αντιμετώπιζε με το χαμόγελό του, λίγο προσποιητό από φυσικού του και κάπως «αφ’ υψηλού», όχι τόσο επειδή προχωρούσε για τα τριάντα του, αλλά από τα όσα πολλά θα είχε διδαχτεί στη δουλειά του, στο παλιοσώμα που έμπλεξε.
Ως πιο παράξενο εις τη συμπεριφορά του, έβρισκα τη μεθοδικότητά του, κάτι που δεν το περίμενα. Αυτά που σας έλεγα σχετικά με το παντελόνι του ή με την καπαρτίνα και τη γραβάτα του. Το άλλο που επίσης με παραξένεψε, ήτανε ο πλούτος που είχε μέσα στο βαλιτσάκι του που εμείς, ούτε στον ύπνο μας δεν τον εφανταζόμασταν. Δεύτερο πουκάμισο, πετσέτα του μπάνιου, κάλτσες απάτητες και εσώρουχα. Ως και μοσχοσάπουνο και βούρτσα με οδοντόπαστα. Κι από το ό,τι άλλο μπορεί να κρυβότανε στην αποκατιανή στρώση.
Ωστόσο, το πρώτο που έβγαλε ήσαντε δυό κούτες τσιγάρα που τις ακούμπησε στο άκρο, άκρο, του τραπεζιού ως είδος κοινόχρηστο, που όμως εμένα δε με συγκίνησαν αφού δεν εκάπνιζα. Όχι όμως και το αδερφό του που αυτός επήρε τη μία και την εχάιδευε εις το στήθος του, όπως να ήτανε γατί ή σκυλάκι. Χαρούμενος που έστω και για λίγο θα το εχόρταινε το τσιγάρο το άτιμο…
Τότε παρατήρησα τα δάχτυλα του Σωτήρη που ήταν πολύ περιποιημένα με τα δυό ακρινά νύχια του λιγάκι στο μανικιούρ. Μακριά, ευκίνητα που εδουλεύανε με πολλούς συνδυασμούς όπως να ήσαντε πλάσματα ζωντανά και να διάθεταν μυαλό στο κεφάλι τους. Όλα τους τέλεια, αν αφαιρούσες τη βαφή τους στο κίτρινο από τα πολλά τσιγάρα που κάπνιζε. Τόσο που εσκέφτηκα πως αυτός έπρεπε να έπαιζε το βιολί κι όχι ο αδερφός του που το βασάνιζε και το παίδευε. Αλλά και για τους χαρτοπαίχτες ελέγανε πως διαθέτουνε τέτοια ευκινησία και μακριά δάχτυλα.
Όταν του τα είπα, κάποτε, όλ’ αυτά εγέλασε μαζί με την απάντηση που μου έδωσε.
- Αν ήτανε σωστό αυτό με τους χαρτοπαίχτες, οι Μεσσήνιοι θα ήμασταν όλοι μας λεπτοδάχτυλοι, μου απάντησε, περιεργαζόμενος τις παλάμες του για να βεβαιωθεί σ’ αυτό που του έλεγα.
Κι όσο για το να γινότανε βιολιστής, σ’ αυτό εδιάλεξε μια πιο πειστική εξήγηση.
- Ως βιολιστής, μου εξήγησε, ας είναι καλά ο Στραβογληγόρης, που με έκαμε και το σιχάθηκα το βιολί από πριν το αρχίσω. Αναφερόμενος σ’ ένα γείτονά τους οργανοπαίχτη που επροβάριζε νύχτα, μέρα, τα τραγούδια που θάπαιζε στους γάμους και στις γιορτές που τον εκαλούσανε. Μαζί με την κομπανία του, βέβαια.
Στις επτά με οχτώ μέρες που έμεινε στην Αθήνα μιά, δυό βραδιές εξενοκοιμήθηκε, αλλά δίχως να τονε ρωτήσουμε για το πώς και το πού, ενώ ένα μεσημέρι, τελειώνοντας την υπηρεσία μου επέρασε κι από το ΙΚΑ κι ανεβήκαμε μαζί στο Παγκράτι. Πεζοπορία από το Ζάπειο, όπως εταίριαζε και με την κουβέντα μας. Για την Αντίσταση που μας έκαιγε πολύ και τους δυό μας. Για τον κόσμο που θα ξημέρωνε, σ’ ένα θέμα που εκείνος εβρισκότανε μπροστά παρασάγκες.
Πού μου εφάνηκε ως πολύ συγκινημένος που έβλεπε πως παράβλεπα τη θητεία του εις τηνΧωροφυλακή και του εχάριζα όλη μου την εμπιστοσύνη. Και μπορεί να με καμάρωνε κιόλας όπως του εξανοίχτηκα πολύ στις ανδραγαθίες μου στην Αντίσταση.
Τα προηγούμενα ΕΔΩ