του Δημήτρη Κανελλόπουλου //
Ο αληθινός Σωτήρης, όχι όπως τον εφανταζόμουνα ως παιδί. Αλλά όπως τον εγνώρισα ως «μουσαφίρη» στη Χρεμωνίδου.
Τελοσπάντων, γυρίζοντας στη βραδιά που μας πρωτοήρθε, μετά από τα τσιγάρα, τις δυό κούτες, αφού εξεχώρισε αυτά που του εχρειαζόντανε για τον ύπνο του και τον ξύπνιο του, ανάσυρε ένα δεματάκι με εσώρουχα για τον αδερφό του και μετά του επαράδωσε και μια κασετίνα μαζί με ένα μπουκάλι άρωμα σε τριανταφυλλί χρώμα. Κλείνοντας μου το μάτι από το λόγο πως προοριζόντανε για την μετέπειτα νύφη του, την Γκασάμη τη Βούλα που ήξερε ότι επίμενε εις το αίσθημα της.
Το τρίτο του κίνημα, ήτανε που εδώρισε και στους δυό μας από μια ξυριστική μηχανή μαζί με τις λάμες της, από πέντε και δέκα δεσμίδες εις τον καθένα μας. Πεταχτά από μιά, μιά, πότε στον ένανε, πότε στον άλλονε, σα να μας μοίραζε πορτοκάλια ή μήλα. Παίρνοντας εκδίκηση όλοι μας που, όπως σας το’ χω πει κιόλας, τα στερούμασταν πολύ εις την εφηβεία μας. Με το μαράζι να μπορούσαμε κάποτε να τα έχουμε μπόλικα ή να γινότανε να καθόμαστε κι εμείς ως πελάτες σε κάποιο μπαρμπέρικο.
Ο αδερφός του, το «ευχαριστώ» που του όφειλε, του το ξαργύρωσε μ’ ένα ερώτημα σχετικό με τους «σταθμάρχες», τους χωροφύλακες και τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν σε βάρος τους.
- Και δε μου λες αδερφέ, τον ερώτησε, είναι ένας ή πολλοί αυτοί που τα κλαίνε τα ψώνια σου.
Ο Σωτήρης εχαμογέλασε.
- Εσύ, μια φορά, του απάντησε, εις την πλερωμή που θα κάμεις, να μην ξεχάσεις να πάρεις τα ρέστα σου.
Ύστερα σαν αντίβαρο στον προπέτη, αργά, αργά, σα να σκεφτότανε αν ήτανε ή όχι η κατάλληλη ώρα, έβγαλε και μου παρέδωσε ένα βιβλίο. Που πρέπει να ήτανε, ή ο «Μπενόνι» του Χάμσον, ή «οι Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, επειδή αυτά τα δυο αριστουργήματα τα πρωτοδιάβασα απ’ το χέρι του.
Αφιερωμένο. Ένα πρόθετο σημάδι πως ήξερε ποιόνε άλλονε θα είχε συγκάτοικο εις την Χρεμωνίδου. Και δεν έγραφε στο συμπατριώτη μου τάδε, στο φίλο μου ή σ’ ένα μέλλοντα συγγραφέα, αλλά με παρουσίαζε ως «εραστή των βιβλίων» ή κάτι τέτοιο, που θυμάμαι ότι μου άρεσε. Γιατί, βέβαια, ούτε και για τον εαυτό του θα ήξερε πως θα έφτανε κάποτε να τυπώσει βιβλία δικά του, με τ’ όνομά του.
Συγκινήθηκα για να κλάψω, δίχως όμως να λάβω το θάρρος να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω. Όπου σ’ αυτό, αλλά άδικα, με παρότρυνε μια ανώτερη δύναμη. Από ευγνωμοσύνη που με λογάριαζε άνθρωπο του βιβλίου. Επειδή θα ήξερε κιόλας ότι μαζί με το Γαρίδη και το Βασίλη τον Κολοβό, εγράφαμε στο Νησί στίχους.
Αργότερα, το ’45 που είχε γεφυρωθεί εντελώς το χάσμα που μας εχώριζε στο ύψος μας ή στα χρόνια μας, τον ερώτησα πως εγινότανε που από το ’43 είχε βρεθεί πολύ κατατοπισμένος εις την λογοτεχνία. Όπως και στα μαρξιστικά, που σε μας, τότε, είχανε την μεγαλύτερη πέραση.
- Μα έχω στην διάθεσή μου μιά από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες της χώρας μας, μου απάντησε αινιγματικά. Και είχε δίκιο, βέβαια, αφού εννοούσε τις αποθήκες της Ανωτέρας Διοίκησης στη χωροφυλακή της περιοχής του. Όπου η 4η Αυγούστου εστίβαζε πριν να τα κάψει τα κατασχεμένα βιβλία. Από Γκόρκυ και Μάρξ μέχρι Ζολά και Τολστόι, διαλέγετε και παίρνετε. Δίχως να λείπουν ο Σολωμός ή ο Παλαμάς και ο Βάρναλης που τους εβάζανε όλους στο ίδιο τσουβάλι.
Αυτό που εξασφάλιζε στο Σωτήρη το δικαίωμα να φροντίζει τη μόρφωση του ανέξοδα. Ακόμα και να χαρίζει δώρα εις τους «εραστές του βιβλίου». Αν ήθελε, είτε το «Μπενόνι» είτε τις «Λευκές Νύχτες»… Χάρη σ’ ένα ομόβαθμο φίλο του που εστάθμευε εις την Ανωτέρα. Και του επρόκυψε και το ανέκδοτο που θα διαβάσετε σ’ ένα άλλο κεφάλαιο για την «πνευματική» του ανεπάρκεια.
Για να είμαι ειλικρινής, ως τάχα αδιάφορος, δεν έχασα σχεδόν τίποτα από την συμπεριφορά του Σωτήρη. Περισσότερο από θαυμασμό που εφαινότανε σίγουρος στα όσα έλεγε κι έκανε. Και γι’ αυτά που ήξερα από παλιά για το άτομο του, ως μαθητή και ως ποδοσφαιριστή εις τον Αχιλλέα. Για τις εκθέσεις που έγραφε και για τα γκολ που έβανε εις το Στασινό το επονομαζόμενο και Ζαμόρα ή Γιάμαλη. Που σ’ αυτό, τον ίδιο και τους συμμαθητές του, τους είχαμε πρότυπα. Και για το λόγο πως δε λογαριάζανε αυτοί παιδονόμους κι αναφορές κι ούτε τρέχανε στους εκκλησιασμούς και στα κατηχητικά σαν τα πρόβατα. Άλλο, το ότι φοβόμαστε να τους μοιάσουμε.
Ωστόσο, μένοντας με το φανελάκι εκινδύνεψε πολύ μέσα μου η εικόνα του. Κατά πρώτο που είδα ότι δεν εκρατούσε μπιστόλι που όπως έλπιζα θα μπορούσε να έβρισκε μιά δικαιολογία να το εχάριζε στην Αντίσταση. Το δεύτερο, που τον έβλεπα πολύ πιο αδύνατο απόσο τον έδειχνε το παρουσιαστικό του ντυμένονε. Κι όχι μονάχα γιατί ξεχωρίζανε τα πλευρά του, που σ’ αυτό είχαμε εξισωθεί τότε μαζί του οι περισσότεροι Έλληνες, αλλά επειδή το έβλεπες ότι αυτός ο άνθρωπος, όλη του τη ζωή ήτανε δικασμένος να την περάσει χωρίς δυό οκάδες κρέας στον πισινό του. Ενώ η κοιλία του και φαγωμένος ακόμα, περισσότερο εμάζευε παρά έξεχε προς τα έξω. Που το έβλεπες πως σ’ αυτό έμοιαζε πιο πολύ με την μάνα του που ήτανε μια σκέτη σανίδα. Και κατάλαβα το λόγο που ακόμα και τα αγοραστά παντελόνια επλέανε απάνω του όπως να του ήσαντε κι αυτά ξένα.
Κι επιδοκίμαζα το Δουβίκα, εις το Νησί, που, όπως θα το θυμόσαστε, εγινότανε έξαλλος, όταν τον έβλεπε να γυρίζει ξεθεωμένος από την προπόνηση εις τα Αλώνια, πλέοντας απάνω του η φανέλλα του «Αχιλλέα». Και τον καυτηρίαζε που το παλιόπαιδο δεν λυπότανε, έστω, τη μάνα του, κινδυνεύοντας να πάρει κανέναν πλευρίτη και να πάει από χτικιό σαν το Στάθη τον Λυμπέρη, το φίλο του. Έχοντας δίκιο στην αγανάκτησή του που ήξερε ότι γυρίζοντας στο σπίτι του δεν θα’ βρισκε ποτέ γιομάτο το πιάτο του.
Ωστόσο, δύσκολα όπως το έχω και ξαναπεί, τον ξεχώριζες απ’ τους όμορφους. Όπως το βεβαιώνανε και οι κοπέλες του κύκλου μας που αποκαλούσανε γόη τον αδερφό του ενώ μεμφόντανε το Δημήτρη, πως δεν είχε πάρει τίποτα από το Σωτήρη. Προσωπικά, μάλιστα εκατάληγα στο συμπέρασμα ότι αν είχε μια στάλα καλύτερα δεσίματα σε μπράτσα ή πλάτη και πέντε πόντους ακόμα σε μπόι, εύκολα τον έβανες σε καμιά βιτρίνα στα Σύνταγμα. Και πιστεύω πως πολλοί λίγοι απ’ όσους τον εγνωρίσανε θα έχουν αμφισβητήσει την γοητεία του. Κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι ασφαλώς από ζήλια. Δίχως, βέβαια, όλ’ αυτά να τα οφείλει στην καμπαρτίνα του η στο γούστο που εδιάθετε στη γραβάτα ή τα πουκάμισα που εδιάλεγε. Όσο εμπόραγε και τα διάλεγε.
Αν εξαρτιόταν από την γνώμη μου θα έλεγα ότι αυτό το παράξενο το χρωστούσε πρώτα, πρώτα στο πρόσωπο του που ήτανε στο γνήσιο οβάλ. Γλυκό αλλά που να τονίζει και όχι να μειώνει τον αντρισμό του. Και τα μαλλιά του, καστανά, μένοντας στην υποψία ν’ ανεβούνε δυό σκαλοπάτια ψηλότερα.
Για μένα, την ομορφιά του Σωτήρη, την εσφραγίζανε το πηγούνι του και τα χείλια του που εδένανε πολύ με το πρόσωπό του, όπου πάνω του σχεδόν αδιόρατο ηρεμούσε ένας τόνος μελαγχολίας. Δίχως να του λείπει μια μόνιμη υποψία από χαμόγελο που του εφανέρωνε δύναμη χαρακτήρα κι αυτοπεποίθηση, όπως τον παρουσίαζε κι έτοιμο ν’ αναιρέσει τον λόγο σου ή την γνώμη σου από πριν να τα ξεστομίσεις. Ένα πράμα που κάποιος τρίτος θα μπορούσε να το πάρει και για ελάττωμα.
Όχι όμως και όποιος τον εγνώριζε από πιο κοντά και καλύτερα. Που όλ’ αυτά τα εδυναμώνανε εις το έπακρο, η κρίση που εδιάθετε και η ομορφάδα του λόγου του. Και που δεν τα είχε, βέβαια, μονάχα το ’43, ούτε τα εφαντάστηκα αργότερα χάρη στη φιλία μας και το θαυμασμό που είχα απέναντί του. Κι ούτε θα τα ’γραφα, δίχως μάρτυρες αν δεν ήξερα πως αυτά του τα ιδιώματα το κράτησε μέχρι το τέλος του. Όπως τα επιβεβαίωσα ξανά και ξανά στην Αίγινα που ήρθε δυό, τρεις φορές και με είδε. Και στο Μαρούσι, στο σπίτι της Μαργαρίτας της κουνιάδας του, που πριν τη δικτατορία εσμίγαμε και παίζαμε σκάκι. Ελπίζοντας άδικα, πως θα έπαιρνε και όχι ότι θα δινε μαθήματα στον αντίπαλό του. Χάρη στη φυλακή που αυτός την ενόμιζε Ακαδημία του ζατρικίου! Αλλά αυτά όλα θα τα’ αφήσουμε για αργότερα.
(Στη φωτό Χρεμωνίδου και Υμηττού)
Τα προηγούμενα ΕΔΩ