Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (15o)

του Δημή­τρη Κανελ­λό­που­λου //

Ο αλη­θι­νός Σωτή­ρης, όχι όπως τον εφα­ντα­ζό­μου­να ως παι­δί. Αλλά όπως τον εγνώ­ρι­σα ως «μου­σα­φί­ρη» στη Χρεμωνίδου.

Τελο­σπά­ντων, γυρί­ζο­ντας στη βρα­διά που μας πρω­το­ήρ­θε, μετά από τα τσι­γά­ρα, τις δυό κού­τες, αφού εξε­χώ­ρι­σε αυτά που του εχρεια­ζό­ντα­νε για τον ύπνο του και τον ξύπνιο του, ανά­συ­ρε ένα δεμα­τά­κι με εσώ­ρου­χα για τον αδερ­φό του και μετά του επα­ρά­δω­σε και μια κασε­τί­να μαζί με ένα μπου­κά­λι άρω­μα σε τρια­ντα­φυλ­λί χρώ­μα. Κλεί­νο­ντας μου το μάτι από το λόγο πως προ­ο­ρι­ζό­ντα­νε για την μετέ­πει­τα νύφη του, την Γκα­σά­μη τη Βού­λα που ήξε­ρε ότι επί­με­νε εις το αίσθη­μα της.

Το τρί­το του κίνη­μα, ήτα­νε που εδώ­ρι­σε και στους δυό μας από μια ξυρι­στι­κή μηχα­νή μαζί με τις λάμες της, από πέντε και δέκα δεσμί­δες εις τον καθέ­να μας. Πετα­χτά από μιά, μιά, πότε στον ένα­νε, πότε στον άλλο­νε, σα να μας μοί­ρα­ζε πορ­το­κά­λια ή μήλα. Παίρ­νο­ντας εκδί­κη­ση όλοι μας που, όπως σας το’ χω πει κιό­λας, τα στε­ρού­μα­σταν πολύ εις την εφη­βεία μας. Με το μαρά­ζι να μπο­ρού­σα­με κάπο­τε να τα έχου­με μπό­λι­κα ή να γινό­τα­νε να καθό­μα­στε κι εμείς ως πελά­τες σε κάποιο μπαρμπέρικο.

Ο αδερ­φός του, το «ευχα­ρι­στώ» που του όφει­λε, του το ξαρ­γύ­ρω­σε μ’ ένα ερώ­τη­μα σχε­τι­κό με τους «σταθ­μάρ­χες», τους χωρο­φύ­λα­κες και τα ανέκ­δο­τα που κυκλο­φο­ρού­σαν σε βάρος τους.

- Και δε μου λες αδερ­φέ, τον ερώ­τη­σε, είναι ένας ή πολ­λοί αυτοί που τα κλαί­νε τα ψώνια σου.

Ο Σωτή­ρης εχαμογέλασε.

- Εσύ, μια φορά, του απά­ντη­σε, εις την πλε­ρω­μή που θα κάμεις, να μην ξεχά­σεις να πάρεις τα ρέστα σου.

Ύστε­ρα σαν αντί­βα­ρο στον προ­πέ­τη, αργά, αργά, σα να σκε­φτό­τα­νε αν ήτα­νε ή όχι η κατάλ­λη­λη ώρα, έβγα­λε και μου παρέ­δω­σε ένα βιβλίο. Που πρέ­πει να ήτα­νε, ή ο «Μπε­νό­νι» του Χάμ­σον, ή «οι Λευ­κές νύχτες» του Ντο­στο­γιέφ­σκι, επει­δή αυτά τα δυο αρι­στουρ­γή­μα­τα τα πρω­το­διά­βα­σα απ’ το χέρι του.

Αφιε­ρω­μέ­νο. Ένα πρό­θε­το σημά­δι πως ήξε­ρε ποιό­νε άλλο­νε θα είχε συγκά­τοι­κο εις την Χρε­μω­νί­δου. Και δεν έγρα­φε στο συμπα­τριώ­τη μου τάδε, στο φίλο μου ή σ’ ένα μέλ­λο­ντα συγ­γρα­φέα, αλλά με παρου­σί­α­ζε ως «ερα­στή των βιβλί­ων» ή κάτι τέτοιο, που θυμά­μαι ότι μου άρε­σε. Για­τί, βέβαια, ούτε και για τον εαυ­τό του  θα ήξε­ρε πως θα έφτα­νε κάπο­τε να τυπώ­σει βιβλία δικά του, με τ’ όνο­μά του.

Συγκι­νή­θη­κα για να κλά­ψω, δίχως όμως να λάβω το θάρ­ρος να τον αγκα­λιά­σω, να τον φιλή­σω. Όπου σ’ αυτό, αλλά άδι­κα, με παρό­τρυ­νε μια ανώ­τε­ρη δύνα­μη. Από ευγνω­μο­σύ­νη που με λογά­ρια­ζε άνθρω­πο του βιβλί­ου. Επει­δή θα ήξε­ρε κιό­λας ότι μαζί με το Γαρί­δη και το Βασί­λη τον Κολο­βό, εγρά­φα­με στο Νησί στίχους.

Αργό­τε­ρα, το ’45 που είχε γεφυ­ρω­θεί εντε­λώς το χάσμα που μας εχώ­ρι­ζε στο ύψος μας ή στα χρό­νια μας, τον ερώ­τη­σα πως εγι­νό­τα­νε που από το ’43 είχε βρε­θεί πολύ κατα­το­πι­σμέ­νος εις την λογο­τε­χνία. Όπως και στα μαρ­ξι­στι­κά, που σε μας, τότε, είχα­νε την μεγα­λύ­τε­ρη πέραση.

- Μα έχω στην διά­θε­σή μου μιά από τις πλου­σιό­τε­ρες βιβλιο­θή­κες της χώρας μας, μου απά­ντη­σε αινιγ­μα­τι­κά. Και είχε δίκιο, βέβαια, αφού εννο­ού­σε τις απο­θή­κες της Ανω­τέ­ρας Διοί­κη­σης στη χωρο­φυ­λα­κή της περιο­χής του. Όπου η 4η Αυγού­στου εστί­βα­ζε πριν να τα κάψει τα κατα­σχε­μέ­να βιβλία. Από Γκόρ­κυ και Μάρξ μέχρι Ζολά και Τολ­στόι, δια­λέ­γε­τε και παίρ­νε­τε. Δίχως να λεί­πουν ο Σολω­μός ή ο Παλα­μάς και ο Βάρ­να­λης που τους εβά­ζα­νε όλους στο ίδιο τσουβάλι.

Αυτό που εξα­σφά­λι­ζε στο Σωτή­ρη το δικαί­ω­μα να φρο­ντί­ζει τη μόρ­φω­ση του ανέ­ξο­δα. Ακό­μα και να χαρί­ζει δώρα εις τους «ερα­στές του βιβλί­ου». Αν ήθε­λε, είτε το «Μπε­νό­νι» είτε τις «Λευ­κές Νύχτες»… Χάρη σ’ ένα ομό­βαθ­μο φίλο του που εστάθ­μευε  εις την Ανω­τέ­ρα. Και του επρό­κυ­ψε και το ανέκ­δο­το που θα δια­βά­σε­τε σ’ ένα άλλο κεφά­λαιο για την «πνευ­μα­τι­κή» του ανεπάρκεια.

Για να είμαι ειλι­κρι­νής, ως τάχα αδιά­φο­ρος, δεν έχα­σα σχε­δόν τίπο­τα από την συμπε­ρι­φο­ρά του Σωτή­ρη. Περισ­σό­τε­ρο από θαυ­μα­σμό που εφαι­νό­τα­νε σίγου­ρος στα όσα έλε­γε κι έκα­νε. Και γι’ αυτά που ήξε­ρα από παλιά για το άτο­μο του, ως μαθη­τή και ως ποδο­σφαι­ρι­στή εις τον Αχιλ­λέα. Για τις εκθέ­σεις που έγρα­φε και για τα γκολ που έβα­νε εις το Στα­σι­νό το επο­νο­μα­ζό­με­νο και Ζαμό­ρα ή Γιά­μα­λη. Που σ’ αυτό, τον ίδιο και τους συμ­μα­θη­τές του, τους είχα­με πρό­τυ­πα. Και για το λόγο πως δε λογα­ριά­ζα­νε αυτοί παι­δο­νό­μους κι ανα­φο­ρές κι ούτε τρέ­χα­νε στους εκκλη­σια­σμούς και στα κατη­χη­τι­κά σαν τα πρό­βα­τα. Άλλο, το ότι φοβό­μα­στε να τους μοιάσουμε.

Ωστό­σο, μένο­ντας με το φανε­λά­κι εκιν­δύ­νε­ψε πολύ μέσα μου η εικό­να του. Κατά πρώ­το που είδα ότι δεν εκρα­τού­σε μπι­στό­λι που όπως έλπι­ζα θα μπο­ρού­σε να έβρι­σκε μιά δικαιο­λο­γία να το εχά­ρι­ζε στην Αντί­στα­ση. Το δεύ­τε­ρο, που τον έβλε­πα πολύ πιο αδύ­να­το από­σο τον έδει­χνε το παρου­σια­στι­κό του ντυ­μέ­νο­νε. Κι όχι μονά­χα για­τί ξεχω­ρί­ζα­νε τα πλευ­ρά του, που σ’ αυτό είχα­με εξι­σω­θεί τότε μαζί του οι περισ­σό­τε­ροι Έλλη­νες, αλλά επει­δή το έβλε­πες ότι αυτός ο άνθρω­πος, όλη του τη ζωή ήτα­νε δικα­σμέ­νος να την περά­σει χωρίς δυό οκά­δες κρέ­ας στον πισι­νό του. Ενώ η κοι­λία του και φαγω­μέ­νος ακό­μα, περισ­σό­τε­ρο εμά­ζευε παρά έξε­χε προς τα έξω. Που το έβλε­πες πως σ’ αυτό έμοια­ζε πιο πολύ με την μάνα του που ήτα­νε μια σκέ­τη σανί­δα. Και κατά­λα­βα το λόγο που ακό­μα και τα αγο­ρα­στά παντε­λό­νια επλέ­α­νε απά­νω του όπως να του ήσα­ντε κι αυτά ξένα.

Κι επι­δο­κί­μα­ζα το Δου­βί­κα, εις το Νησί, που, όπως θα το θυμό­σα­στε, εγι­νό­τα­νε έξαλ­λος, όταν τον έβλε­πε να γυρί­ζει ξεθε­ω­μέ­νος από την προ­πό­νη­ση εις τα Αλώ­νια, πλέ­ο­ντας απά­νω του η φανέλ­λα του «Αχιλ­λέα». Και τον καυ­τη­ρί­α­ζε που το παλιό­παι­δο δεν λυπό­τα­νε, έστω, τη μάνα του, κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να πάρει κανέ­ναν πλευ­ρί­τη και να πάει από χτι­κιό σαν το Στά­θη τον Λυμπέ­ρη, το φίλο του. Έχο­ντας δίκιο στην αγα­νά­κτη­σή του που ήξε­ρε ότι γυρί­ζο­ντας στο σπί­τι του δεν θα’ βρι­σκε ποτέ γιο­μά­το το πιά­το του.

Ωστό­σο, δύσκο­λα όπως το έχω και ξανα­πεί, τον ξεχώ­ρι­ζες απ’ τους όμορ­φους. Όπως το βεβαιώ­να­νε και οι κοπέ­λες του κύκλου μας που απο­κα­λού­σα­νε γόη τον αδερ­φό του ενώ μεμ­φό­ντα­νε το Δημή­τρη, πως δεν είχε πάρει τίπο­τα από το Σωτή­ρη. Προ­σω­πι­κά, μάλι­στα εκα­τά­λη­γα στο συμπέ­ρα­σμα ότι αν είχε μια στά­λα καλύ­τε­ρα δεσί­μα­τα σε μπρά­τσα ή πλά­τη και πέντε πόντους ακό­μα σε μπόι, εύκο­λα τον έβα­νες σε καμιά βιτρί­να στα Σύνταγ­μα. Και πιστεύω πως πολ­λοί λίγοι απ’ όσους τον εγνω­ρί­σα­νε θα έχουν αμφι­σβη­τή­σει την γοη­τεία του. Κι απ’ αυτούς οι περισ­σό­τε­ροι  ασφα­λώς από ζήλια. Δίχως, βέβαια, όλ’ αυτά να τα οφεί­λει στην καμπαρ­τί­να του η στο γού­στο που εδιά­θε­τε στη γρα­βά­τα ή τα που­κά­μι­σα που εδιά­λε­γε. Όσο  εμπό­ρα­γε και τα διάλεγε.

Αν εξαρ­τιό­ταν από την γνώ­μη μου θα έλε­γα ότι αυτό το παρά­ξε­νο το χρω­στού­σε πρώ­τα, πρώ­τα στο πρό­σω­πο του που ήτα­νε στο γνή­σιο οβάλ. Γλυ­κό αλλά που να τονί­ζει και όχι να μειώ­νει τον αντρι­σμό του. Και τα μαλ­λιά του, καστα­νά, μένο­ντας στην υπο­ψία ν’ ανε­βού­νε δυό σκα­λο­πά­τια ψηλότερα.

Για μένα, την ομορ­φιά του Σωτή­ρη, την εσφρα­γί­ζα­νε το πηγού­νι του και τα χεί­λια του που εδέ­να­νε πολύ με το πρό­σω­πό του, όπου πάνω του σχε­δόν αδιό­ρα­το ηρε­μού­σε ένας τόνος μελαγ­χο­λί­ας. Δίχως να του λεί­πει μια μόνι­μη υπο­ψία από χαμό­γε­λο που του εφα­νέ­ρω­νε δύνα­μη χαρα­κτή­ρα κι αυτο­πε­ποί­θη­ση, όπως τον παρου­σί­α­ζε κι έτοι­μο ν’ αναι­ρέ­σει τον λόγο σου ή την γνώ­μη σου από πριν να τα ξεστο­μί­σεις. Ένα πρά­μα που κάποιος τρί­τος θα μπο­ρού­σε να το πάρει και για ελάττωμα.

Όχι όμως και όποιος τον εγνώ­ρι­ζε από πιο κοντά και καλύ­τε­ρα. Που όλ’ αυτά τα εδυ­να­μώ­να­νε εις το έπα­κρο, η κρί­ση που εδιά­θε­τε και η ομορ­φά­δα του λόγου του. Και που δεν τα είχε, βέβαια, μονά­χα το ’43, ούτε τα εφα­ντά­στη­κα αργό­τε­ρα χάρη στη φιλία μας και το θαυ­μα­σμό που είχα απέ­να­ντί του. Κι ούτε θα τα ’γρα­φα, δίχως μάρ­τυ­ρες αν δεν ήξε­ρα πως αυτά του τα ιδιώ­μα­τα το κρά­τη­σε μέχρι το τέλος του. Όπως τα επι­βε­βαί­ω­σα ξανά και ξανά στην Αίγι­να που ήρθε δυό, τρεις φορές και με είδε. Και στο Μαρού­σι, στο σπί­τι της Μαρ­γα­ρί­τας της κου­νιά­δας του, που πριν τη δικτα­το­ρία εσμί­γα­με και παί­ζα­με σκά­κι. Ελπί­ζο­ντας άδι­κα, πως θα έπαιρ­νε και όχι ότι θα δινε μαθή­μα­τα στον αντί­πα­λό του. Χάρη στη φυλα­κή που αυτός την ενό­μι­ζε Ακα­δη­μία του ζατρι­κί­ου! Αλλά αυτά όλα θα τα’ αφή­σου­με για αργότερα.

 

(Στη φωτό Χρε­μω­νί­δου και Υμηττού)

Τα προη­γού­με­να ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο