Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (16o)

του Δημή­τρη Κανελ­λό­που­λου //

Η δεύτερη φιλοξενία που χαρίσαμε στο Σωτήρη μαζί του και στον «υπασπιστή» του τον Γιώργο

Για την πρώ­τη που μαζί με τον αδερ­φό του τον εδε­χτή­κα­με στο δωμά­τιό μας στη Χρε­μω­νί­δου, τα έχου­με όλα κατα­γραμ­μέ­να, όπου εκτός από φοι­τη­τής εις τα γαλ­λι­κά και τη Νομι­κή, μας επα­ρου­σιά­στη­κε και ως υπα­ξιω­μα­τι­κός εις το Σώμα. Με τα ξυρα­φά­κια και τα τσι­γά­ρα τις κού­τες όπως Άγιος Βασί­λης με τα πολ­λά δώρα αλλά δίχως το έλκη­θρο. Ενώ για μία τρί­τη φορά και την πλέ­ον φαρ­μα­κε­ρή που μας αρι­βά­ρη­σε μετά την Βάρ­κι­ζα, δαρ­μέ­νος και κυνη­γη­μέ­νος από τους «εθνι­κό­φρο­νες» της Μεσ­σή­νης, θα σας τα κατα­γρά­ψω αργό­τε­ρα, με την ώρα τους.

Τώρα μιλά­με για τις αρχές του ’44, όπου μας ήρθε και πάλι στη Χρε­μω­νί­δου. Και εχα­ρή­κα­με πολύ για τον ερχο­μό του, μαζί με τον αδερ­φό του και το Σταύ­ρο τον Καλα­τζή τον φερό­με­νο κι ως «Βαγ­γέ­λη».

Κατά τα άλλα, την από­φα­ση που πήρα­νε εις το τμή­μα τους να περά­σου­νε όλοι τους, με τον οπλι­σμό τους στο βου­νό, στο αντάρ­τι­κο και για τον και­νούρ­γιο «καπε­τά­νιο» που βρή­κα­νε εκεί, το Λαδά από την Λιβα­δειά, όλ’ αυτά, και για τα πάθη τους και την διά­λυ­σή τους από τους Γερ­μα­νούς στις εκκα­θα­ρι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις που κάνα­νε στην περιο­χή τους, τα μαθαί­να­με πιο καλύ­τε­ρα από τον «υπα­σπι­στή» του τον Γιώρ­γο. Ένα χωρο­φύ­λα­κα κρη­τι­κό που δεν εχω­ρι­στή­κα­νε ποτέ μετα­ξύ τους, από τον και­ρό που είχα­νε βρε­θεί μαζί, στρα­το­νό­μοι στα μέρη της Κορυ­τσάς, με τον πόλεμο.

Και ήτα­νε ένα χάρ­μα όπως τα ακού­γα­με όλα αυτά με το κρη­τι­κό ιδί­ω­μα που τα ομόρ­φαι­νε ο Γιώρ­γος. Που κι αυτός ο καη­μέ­νος δε μας εχά­λα­γε το χατί­ρι, να μας ανι­στο­ρεί από την αρχή ως το τέλος, το ένα ή το άλλο που του γυρεύ­α­με. Ενώ δυο πράγ­μα­τα ήσα­ντε που τον εξα­γριώ­να­νε πολύ, έστω και ψεύτικα.

Οι δυο έξυ­πνες φάρ­σες που είχε σκα­ρώ­σει ο Σωτή­ρης στον «υπα­σπι­στή» του το Γιώργο.

         Η πρώ­τη ήτα­νε πιό σκα­μπρό­ζι­κη και μας την διη­γή­θη­κε ο ίδιος ο Σωτή­ρης θέλο­ντας να πει­ρά­ξει το Γιώρ­γο για να γελά­σου­με. Και σχε­τι­ζό­τα­νε μ’ ένα χου­νέ­ρι που είχε πάθει ο φίλος μας ο Κρη­τι­κός απ’ τον καπε­τά­νιο του, ταξι­δεύ­ο­ντας για την Αλβα­νία. Σ’ ένα χωριό που τους εφι­λο­ξε­νού­σα­νε και τους δυο σαν ανθρώ­πους της εξου­σί­ας. Και σας το αντι­γρά­φω ακρι­βώς όπως το έχω κατα­χω­ρη­μέ­νο σ’ ένα άλλο βιβλίο μου, στο «Βημα­τι­σμό της Ηλέ­κτρας». Ως πλέ­ον αυθε­ντι­κό, γραμ­μέ­νο στις φυλα­κές, από τότε, που όλα αυτά, τα θυμό­μου­να ακό­μα καλύ­τε­ρα. Λοι­πόν, δια­βά­στε το:

«…Στο σπί­τι που μεί­να­νε, όλοι της οικο­γέ­νειας εξε­χω­ρί­ζα­νε τους δυο μου­σα­φι­ραί­ους απ’ τα γαλό­νια. Όλοι, εξόν από τη μονα­χο­κό­ρη του νοι­κο­κύ­ρη που δεν εξε­κόλ­λα­γε με τίπο­τα τα μάτια της απ’ το Γιώρ­γη. Που η ομορ­φιά του εσκέ­πα­ζε χίλιες φορές τα γαλό­νια του καπε­τά­νιου του. Μαζί και την εξυ­πνά­δα του, βέβαια. Και την μόρ­φω­σή του, που όλα μαζί εμπαί­να­νε για το κορί­τσι σε δεύ­τε­ρη μοίρα.

Η κοπε­λιά δεν έφυ­γε από δίπλα τους παρά μόνο για να ετοί­μα­ζε τα κρε­βά­τια τους. Στο μέσα δωμα­τιά­κι ο Γιώρ­γος, εκεί που είχαν ακου­μπή­σει τα όπλα τους και τα πράγ­μα­τά τους. Στη σάλα, στο σού­μιε, ο κύριος νομα­τάρ­χης. Όπως το όρι­ζε η ιεραρ­χία και ο πατέ­ρας της.

Όπου πηγαί­νο­ντας ο Σωτή­ρης για τα ξυρι­στι­κά του, επα­ρα­τή­ρη­σε ότι το ζεμπε­ρέ­κι και η κλει­δα­ριά, ήτου­νε λαδω­μέ­να. Όπως έτοι­μα από κλέ­φτη για να μπει χωρίς να ξυπνή­σου­νε οι νοι­κο­κυ­ραί­οι. Και δεν έκα­με φυσι­κά λάθος που επο­νή­ρε­ψε. Όχι μονα­χά επει­δή είχε μια τρο­με­ρή παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα αλλά για­τί ήτα­νε και Μεσσήνιος.

Ενώ ο καη­μέ­νος ο Γιώρ­γος, σαν Κρη­τι­κός και σαν σεμνός άνθρω­πος, του επα­ρα­χώ­ρη­σε το δωμά­τιό του και το κρε­βά­τι του, όταν ο καπε­τά­νιος του επρο­φα­σί­στη­κε ότι τον επο­νού­σε η μέση του και ότι ο σου­μιές, τάχα, θα τον εσκό­τω­νε. Κάτι που η κοπέ­λα δεν το εφα­ντά­στη­κε όταν εση­κώ­θη­κε την νύχτα για να παρα­στή­σει την υπνοβάτισα.

Το ωραίο ήτα­νε πως ο Γιώρ­γος δεν εθύ­μω­νε τόσο για την γκά­φα που είχε πάθει, όσο για­τί ο Σωτή­ρης το εδι­η­γό­τα­νε σ’ όλο τον κόσμο και τον επεί­ρα­ζε. Αλλά και πάνω εις το θυμό του αυτός και πάλι εγε­λού­σε. Ακό­μα και όταν εσή­κω­νε ψηλά το Σωτή­ρη ως δήθεν έτοι­μος να τόνε σκά­σει στο πάτω­μα σαν καρπούζι

- Άτι­με μοραί­τη, εφώ­να­ζε, αν το εξα­να­πείς μωρέ συ, να μην με λένε Γιωρ­γή α δε σε σφάξω.

Κι εγε­λού­σα­με και οι άλλοι από μια στά­λα, ξεχνώ­ντας τα βάσα­νά μας που και τότε τα είχα­με μπόλικα…»

Σ’ ένα άλλο που ο Γιώρ­γης ο κρη­τι­κός, εγι­νό­τα­νε με το Σωτή­ρη τάχα­τες έξαλ­λος, ήτα­νε που ανε­βαί­νο­ντας στο βου­νό με το όπλο του, τον εφόρ­τω­σε και τη γρα­φο­μη­χα­νή τους.

Σηκώ­νο­ντας, τη φανέλ­λα του ο Γιώρ­γης ως το λαι­μό, μας έδει­χνε μια πλη­γή που θα την είχε από παι­δί, βέβαια, πίσω, εις την δεξιά πλά­τη του.

- Ορί­στε, μωρέ σεις, κοπέ­λια, εφώ­να­ζε βρί­ζο­ντας με τα χει­ρό­τε­ρα λόγια τον καπε­τά­νιο του. Ορί­στε μωρέ σεις, τι μου έκα­με ο κερα­τάς με την δια­τα­γή του να κου­βα­λάω αυτό το μαρα­φέ­τι 26 ώρες στις πλά­τες μου. Λες και θα ανοί­γα­με με τους Γερ­μα­νούς αλλη­λο­γρα­φία και όχι πόλεμο.

Και όσο εμείς επρο­σπα­θού­σα­με να δικαιο­λο­γή­σου­με το Σωτή­ρη, αυτός τόσο και περισ­σό­τε­ρο μας παρου­σια­ζό­τα­νε δύσπιστος.

- Και μου το έκα­με αυτό ο κερα­τάς, εφώ­να­ζε, μόνε και μόνε για να με γελοιο­ποι­ή­σει εις τους αντάρ­τες και το Λαδά τον και­νούρ­γιο μας καπετάνιο…

Εμείς πάλι, τον εβά­ζα­με να μας ξανα­δεί­ξει την πλη­γή εις την πλά­τη του και το παί­ζα­με νού­με­ρο. Θαυ­μά­ζο­ντας αυτόν τον πανέ­μορ­φο άντρα που μας εμά­γευε η αθω­ό­τη­τα και η ομορ­φά­δα της ομι­λί­ας του. Και η αφο­σί­ω­ση του στο Σωτή­ρη που άντε­χε όλες τις δυστυ­χί­ες του κόσμου, φτά­νει να βρι­σκό­τα­νε δίπλα του. Κάτι που όμως δεν του έστερ­ξε για πολύ του καημένου.

Στο όσο επα­ρά­μει­νε εις την Χρε­μω­νί­δου, δεν είχα­με πια οι δυό μας άλλο θέμα συζή­τη­σης από την Αντί­στα­ση. Για το στρα­πά­τσο που έπα­θε ο λόχος του Λαδά όπως και για την ταλαι­πω­ρία που ετρα­βή­ξα­νε ώσπου να κατα­λή­ξου­νε με κάτι ψεύ­τι­κα χαρ­τιά στην Αθή­να. Έχο­ντας στο μετα­ξύ ταχτι­κά μου­σα­φί­ρη μας και το Γιώρ­γο που όπως εκα­τά­λα­βα, έμε­νε σ’ ένα συμπα­τριώ­τη του σχε­δόν δίπλα μας, κοντά στην Ανάληψη.

Εκεί­νο τον και­ρό, απ’ όσο θυμά­μαι, κυκλο­φο­ρού­σε στην Αθή­να από την Αντί­στα­ση ένα βιβλια­ρά­κι με τον τίτλο «Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ» γραμ­μέ­νο από τον Γλη­νό που μας κατα­τό­πι­ζε με πολύ εκλαϊ­κευ­τι­κό τρό­πο σ’ αυτό το θέμα που οι περισ­σό­τε­ροι είχα­με άγρια μεσά­νυ­χτα. Λέγο­ντας ή κάνο­ντας κουταμάρες.

Και μου είχε κάμει μεγά­λη εντύ­πω­ση που ο Σωτή­ρης παρ’ ότι, όπως εκα­τά­λα­βα, δεν είχε πέσει στα χέρια του αυτό το βιβλια­ρά­κι, ήτα­νε σε πολ­λά απ’ αυτά τα προ­βλή­μα­τα αρκε­τά καλά κατα­το­πι­σμέ­νος. Και τον εθαύ­μα­ζα, βέβαια.

Σ’ αυτό που λοι­δο­ρού­σα­με ο ένας τον άλλο­νε και ο καθέ­νας τον εαυ­τό του, ήτα­νε που εβρε­θή­κα­με και οι δυό μας αδιά­βα­στοι στα καθέ­κα­στα με την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση, αλλά­ζο­ντας με την σει­ρά από βρά­δυ σε βρά­δυ τις «Μορ­φές του 21» ενός Λαμπρι­νού. Που τις εξη­με­ρώ­να­με εις το μαξι­λά­ρι μας, νοτι­σμέ­νες από τα δάκρυά μας. Ανυ­πο­ψί­α­στοι, βέβαια ότι ο συγ­γρα­φέ­ας αυτού του βιβλί­ου θα κατά­λη­γε κάπο­τε μπα­τζα­νά­κης του!

Στο μετα­ξύ, ξεθαρ­ρεύ­ο­ντας από λίγο, έκα­νε και τις επι­σκέ­ψεις του εις τους φίλούς του, κατα­πρώ­το λόγο στον Πέτρο το Τσώ­νη, εμπο­ρο­ϋ­πάλ­λη­λο, κάπου στο κέντρο. Και στον Τσερ­πέ, βέβαια, που ήτα­νε και  ο κολ­λη­τός του.

Όπου σε μια «βόλ­τα» του εσυ­νά­ντη­σε τυχαία ένα συνά­δερ­φό του που υπη­ρε­τή­σα­νε στην «Ανω­τέ­ρα» και μαζί με τα συχα­ρί­κια που του επή­ρε τον έκα­με και μας ξανάρ­θε τσα­λα­κω­μέ­νος, σωστό λεί­ψα­νο. Καθώς τον επλη­ρο­φό­ρη­σε ότι τον ίδιο­νε μαζί με δυό τρεις άλλους συνα­δέρ­φους του τον ανα­ζη­τού­σα­νε επει­γό­ντως από το Σώμα για να τους δέσου­νε και να τους δικά­σου­νε παρα­δειγ­μα­τι­κά ως επί­ορ­κους και προ­δό­τες. Το Σωτή­ρη και ως «λιπο­τά­χτη εν ώρα πολέμου…».

Όπου πια, άλλο χει­ρό­τε­ρο κατα­φύ­γιο από το Παγκρά­τι και την Αθή­να δεν θα υπήρ­χε, βέβαια. Καθώς επλη­θαί­να­νε συνέ­χεια τα Γερ­μα­νι­κά και τα χίτι­κα μπλό­κα στις ανα­το­λι­κές συνοι­κί­ες. Όπου από εμπι­στο­σύ­νη δεν εγνώ­ρι­ζε πια το σκυ­λί τον αφέ­ντη του εκεί­νο τον και­ρό. Μπρο­στά οι Γερ­μα­νοί και δίπλα τους οι χαφιέ­δες κι οι κατα­δό­τες παρέα με τους Παπα­γιώρ­γη­δες και το Γρί­βα «όλα τα σφά­ζω, όλα τα μαχαιρώνω».

Ο Σωτή­ρης εσή­κω­σε τα μαύ­ρα πανιά και μεις το πρώ­το που εκά­μα­με ήτα­νε να παραγ­γεί­λου­με στον «υπα­σπι­στή» του το Γιώρ­γο να έκο­βε για λίγο τις βίζι­τες για να μην έπαιρ­νε ο ένας τον άλλο­νε στο λαι­μό του. Από μιαν ατυ­χία ή ένα λάθος. Ούτε και ήτα­νε εύκο­λο να τον εφυ­γα­δεύ­α­με στη λεγό­με­νη «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» δίχως ένα ψεύ­τι­κο φύλ­λο πορεί­ας, ως τάχα­τες της υπη­ρε­σί­ας του ή έστω, μια πλα­στή ταυ­τό­τη­τα. Κάτι που το από­κλειε ακό­μα και ο Καλα­τζής, που ως στέ­λε­χος της «Επι­με­λη­τεί­ας του αντάρ­τη», είχε επα­φές με τον λεγό­με­νο «παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό». Και την ύπαι­θρο, όπου διο­χέ­τευε γάζες και φάρ­μα­κα. Τα περισ­σό­τε­ρα από τη «Σωτη­ρία» με «μεσά­ζο­ντα» το Στα­μά­τη το Ρούσ­σα που νοση­λευό­τα­νε εκεί με αιμόπτυση.

Για να βρί­σκα­με λύση σ’ αυτό το πρό­βλη­μα, ο Σωτή­ρης το επί­στευε όχι δύσκο­λο αλλά σχε­δόν αδύ­να­το, ως ένα πράγ­μα πολύ επι­κίν­δυ­νο. Ενώ του λόγου μου τελι­κά εκρέ­μα­γα την ελπί­δα μου σ’ ένα φίλο μου νωμα­τάρ­χη που υπη­ρε­τού­σε τότες εις το Μετα­γω­γών της Αθή­νας, στην οδό Νικο­δή­μου στην Πλά­κα. Όπως μου είχε φέρει τα νέα του και τα χαι­ρε­τί­σμα­τα του ο Δημή­τρης, ο αδερ­φός του Σωτήρη.

Και το πίστευα χίλιες φορές καλύ­τε­ρα που ήτα­νε αυτός ο άνθρω­πος φίλος μου παρά να ήτα­νε κοντι­νός συγ­γε­νής μου ο Διοι­κη­τής του. Και θα τον εγκρί­νε­τε κι εσείς τον συλ­λο­γι­σμό μου αν μάθε­τε πως ο λόγος γίνε­ται για τον λοχία το Χαντρι­νό. Αυτό­νε που στα Χανιά, εις το 14ο Σύνταγ­μα, μαζί με το Δημή­τρη τον Πατσα­τζή μ’ εγλι­τώ­σα­νε από την παγί­δα που μου είχε στη­μέ­νη στον ουλα­μό, ο παπάς ο εξω­μο­λό­γος μας.

O Χαντρι­νός ερχό­τα­νε προς το φυσι­κό του Σωτή­ρη. Λίγο στο πιό κοντός και δίχως την ομορ­φά­δα του. Αει­κί­νη­τος που εφο­βό­σου­να ότι θα σ’ έβλε­πε αν βρι­σκό­σου­να πίσω του κι εκο­ρόι­δευ­ες το βημα­τι­σμό του. Εύστρο­φος και ετοι­μό­λο­γος, εύκαι­ρος στα ρητά του Ευαγ­γε­λί­ου και στις παροι­μί­ες που τις πιο πολ­λές τις εσκά­ρω­νε μόνος του.

Και είναι δικιά του, βέβαια, ευρε­σι­τε­χνία, το ανέκ­δο­το που μου είχε ειπω­μέ­νο κάπο­τε, εις το Μέτω­πο, τσα­ντι­σμέ­νος από το πολύ «κυρε­λέ­η­σον» το δικό μου, ότι δεν θα γινό­τα­νε ποτέ αυτό που πρε­σβεύ­α­νε μερι­κοί, μερι­κοί, σαν του λόγου μου. Αυτό που σας το γρά­φω κι αλλού αλλά το έχω βαλ­μέ­νο και σ’ ένα βιβλίο μου ως υπότιτλο.

Από πριν ένα χρό­νο από τον και­ρό που μιλά­με, ο Χαντρι­νός είχε κατε­βεί στο Νησί όπου τον εκρα­τή­σα­με φιλο­ξε­νού­με­νο για κοντά ένα μήνα στο σπί­τι μας και στις Κου­μα­ριές εις το χτή­μα μας. Δυνα­μώ­νο­ντας ακό­μα περισ­σό­τε­ρο την φιλία μας. Δίχως να έχει ακό­μα, όπως πιστεύω, την ιδέα να κατα­τα­γεί εις την Χωρο­φυ­λα­κή. Επει­δή αλλιώ­τι­κα θα μου τόλε­γε, για­τί αυτός εδιά­λε­γε ο ίδιος τον δρό­μο του. Ως άνθρω­πος που από­φευ­γε τις πρω­τιές αλλά που δεν του πήγαι­νε και για δεύτερος.

Γυρί­ζο­ντας αργό­τε­ρα σ’ όλα αυτά, το εσκέ­φτη­κα πως μπο­ρεί να πέρα­σε απ’ τα μέρη μας για να έβλε­πε αν εχω­ρού­σε κάπου κοντά μου. Είτε ως ψάλ­της εις το Νησί, είτε σώγα­μπρος. Αλλά θα εντρά­πη­κε να μου το εμπι­στευ­θεί και έτσι με άφη­σε να αισθά­νο­μαι σ’ όλη μου την ζωή ένο­χος που δεν το κατάλαβα.

Εσμί­ξα­με, τότε, πολ­λές φορές και με το Δημή­τρη τον Πατσα­τζή, αλλά όχι ως «τρίο» στην πρέ­φα που θα περί­με­νε του λόγου του, αλλά μονα­χά για τις βόλ­τες μας. Με επί­κε­ντρο στις κου­βέ­ντες μας τις γκά­φες μου εις το στρά­τευ­μα. Όπου ως δια­βα­σμέ­νος, όπως ενό­μι­ζα, το βρή­κα ως ευκαι­ρία να του έπαιρ­να του Χαντρι­νού τη ρεβάνς για το ανέκ­δο­το που μου είχε πετά­ξει στο Μέτω­πο. Φέρ­νο­ντας επί­τη­δες την κου­βέ­ντα στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση για να του εθύ­μι­ζα πως υπήρ­χε, τέλο­σπα­ντων και κάποιο μέρος σ’ αυτόν τον παλιό­κο­σμο, όπου τα είχα­νε κατα­φέ­ρει οι αδύ­να­μοι και οι φτω­χοί να ζωντα­νέ­ψου­νε αυτά που θέλα­νε και αυτά που πρε­σβεύ­α­νε. Παρου­σιά­ζο­ντας ως παρά­δει­σο τον τόπο τους που τον επαί­νε­ψα αλλά μου το χάλα­σε και πάλι ο άτι­μος με μια παροι­μία δική του που και βέβαια θα την είχε δου­λέ­ψει πολύν και­ρό στο μυα­λό του.

Χαμη­λώ­νο­ντας τη φωνή του και γέρ­νο­ντας προς το μέρος μου όπως για να μου εμπι­στευ­θεί τη γνώ­μη του και το «μυστι­κό» του, μ’ επλη­ρο­φό­ρη­σε πως ο «παρά­δει­σος» δεν είναι κανέ­να άγνω­στο ή μακρι­νό μέρος, αλλά ο κόσμος που ζού­με, με τις ομορ­φιές του και τις χαρές του. Αλλά που τόνε κάνει ο ίδιος ο άνθρω­πος κόλα­ση όπου πατά­ει το πόδι του. Κου­βα­λώ­ντας μαζί του την απλη­στία και την κακία του. Προ­φη­τεύ­ο­ντας ότι ούτε κι εκεί θα αλλά­ζα­νε οι άνθρω­ποι εύκο­λα για να γίνου­νε οι ίδιοι και να κάμου­νε τον κόσμο καλύτερο.

- Επει­δή, εσυ­νέ­χι­σε, και οι φίλοι σου, όπως όλοι μας, κου­βα­λά­νε και λόγου τους σαν και τις μύγες μαζί τους, τον πισι­νό τους.

Και να μου το θυμά­σαι, κατά­λη­ξε, χαμη­λώ­νο­ντας περισ­σό­τε­ρο την φωνή του, ότι οι σύντρο­φοί σου, εκεί, το ίδιο όπως και οι μύγες, θα τονε μαγα­ρί­σου­νε και θα τον κάμου­νε κόλα­ση τον παρά­δει­σο που ονειρεύεσαι…

Δεν τον αντί­κρου­σα στο συλ­λο­γι­σμό του, θαυ­μά­ζο­ντας τις στρο­φές που έπαιρ­νε το μυα­λό του. Δίνο­ντας του έτσι την ευκαι­ρία να μου εξη­γή­σει ότι «ούτε εκεί ψηλά θα άλλα­ζε το ανθρώ­πι­να είδος για χάρη μου. Επει­δή θα του έβα­να­νε μερι­κές ταμπέ­λες στο δρό­μο του με τις δέκα εντο­λές του Λένιν ή του Μπου­χά­ριν. Για να γίνει ένα πράγ­μα που ούτε ο ίδιος ο Ιησούς δεν το μπό­ρε­σε…». Και τόνε θαυ­μά­ζω περισ­σό­τε­ρο γι’ αυτό το ανέκ­δο­το με τις μύγες που το εδιά­βα­σα και στις «Λευ­κές Νύχτες» του Γκόρ­γκι που ο Χαν­δρι­νός δεν τις είχε πιά­σει ποτέ εις τα χέρια του. Απο­δεί­κνο­ντας έτσι πως είχε πολύ δικό του μυα­λό στο κεφά­λι του.

Τέλο­σπά­ντων, αυτός ήτα­νε ο λοχί­ας ο Χαντρι­νός από το Κακό­βα­το που σας εκα­τά­γρα­ψα το ποιόν του για να κατα­λά­βου­τε κι εσείς για ποιο λόγο εκρέ­μα­γα απά­νω του τις ελπί­δες μου για να φυγα­δευό­τα­νε «εκτός Αθη­νών» ο Σωτή­ρης. Και το έβρι­σκα ως καλύ­τε­ρο, όπως σας είπα, που είχα αυτό­νε φίλο μου κι όχι τον Διοι­κη­τή του.

 

Τα προη­γού­με­να ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο