Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (17o)

του Δημή­τρη Κανελλόπουλου //

Ο Χαντρινός παρόλο που κινδύνευε το κεφάλι του δεν επαράλειψε να παραγγείλει και μια όμορφη παροιμία εις το Σωτήρη.

 

Τον εβρή­κα «εν ώρα υπη­ρε­σί­ας». Μπο­ρεί να παρα­ξε­νεύ­τη­κε ξαφ­νι­κά, όπως με είδε, αλλά κρα­τή­θη­κε και δεν τόδει­ξε. Παρά μου έβα­λε και τις φωνές ως πρω­το­ξά­δερ­φος που τάχα ήξε­ρε πως είχα έρθει τρεις μέρες από το χωριό, χωρίς να έχω περά­σει από το σπί­τι του. Μ’ έναν τρό­πο που εφα­νε­ρώ­θη­κα και του λόγου μου λιγά­κι ως ένο­χος. Και εύστρο­φος όπως ήτα­νε εγύ­ρε­ψε αντι­κα­τά­στα­ση μιας ώρας, από έναν ανώ­τε­ρό του, για να πηγαί­να­με κάπου τα δυό ξαδερ­φά­κια, για να τα λέγαμε…

Κατη­φο­ρί­ζο­ντας ως τρια, τέσ­σε­ρα, στε­νά παρα­κά­τω, εσυ­να­ντή­σα­με εις το δρό­μο μας δυο, τρεις χωρο­φύ­λα­κες όπου πολύ πρό­θυ­μος τους έκα­με πρώ­τος το σχή­μα. Και στο καφε­νείο όπου δύο συνα­δερ­φοί του επαί­ζα­νε τάβλι, παρό­τι ανώ­τε­ρός τους, τους εχαι­ρέ­τη­σε κι αυτούς πρώ­τος και πολύ στο επί­ση­μο, παρα­κι­νώ­ντας τους να μεί­νουν στις θέσεις τους. Μ’ έναν αέρα όπως και να ήτα­νε κανέ­νας στρα­τη­γός χωρίς το μαστί­γιό του. Χαμο­γε­λα­στός απέ­να­ντι μου σε όλ’ αυτά, σημά­δι ότι ο κερα­τάς με εδούλευε.

Ύστε­ρα, καθι­σμέ­νος εις ένα από­με­ρο τρα­πε­ζά­κι επέ­ρα­σε στην επί­θε­ση όπως εταί­ρια­ζε εις τα χού­για του.

- Είδα τον άλλο­νε, μου είπε, ανα­φε­ρό­με­νος στον Δημή­τρη τον αδερ­φό του Σωτή­ρη, και τα έμα­θα τα δικά σας. Ότι αυτός εβο­λεύ­τη­κε ταμί­ας εις το Δημό­σιο και του λόγου σου υπάλ­λη­λος εις το ΙΚΑ.

Αυτά τα λόγια ως πρό­λο­γο και μετά ως τάχα αδιά­φο­ρα αν τον άκου­γα, εμο­νο­λο­γού­σε αλλά σχε­δόν μεγα­λό­φω­να. Και με πεί­σμα στο λόγο του όπως να μου εκρέ­μα­γε για καυ­γά το ζωνά­ρι του.

- Ώστε, επει­δή, που­στα­ρέ­λια μου, πήρα­τε ένα κωλό­χαρ­το εις το χέρι, εφα­ντα­στή­κα­τε ότι θα καθό­τα­νε ο Χαντρι­νός στο Κακό­βα­το να σας στέλ­νει πεσκέ­σια λου­κά­νι­κα και μυτζήθρες…

Δεν του αντι­μί­λη­σα ξέρο­ντας τον καη­μό του που δεν ετε­λεί­ω­σε το Γυμνά­σιο από την φτώ­χεια που εβα­σί­λευε στη φαμί­λια του. Μένο­ντας με την γνώ­μη πως δια­θέ­το­ντας όπως το έχω ξανα­γραμ­μέ­νο, αυτό το «κωλό­χαρ­το», θα έβρι­σκε ανοι­χτές εις το πέρα­σμά του όλες τις πόρ­τες του Δημο­σί­ου. Και κατα­πρώ­το λόγο, της Σχο­λής Ευελ­πί­δων, αν, ως λοχί­ας που ήτα­νε, εδή­λω­νε μονιμότητα.

- Ε, λοι­πόν είσα­στε και οι δυό σας μακριά νυχτω­μέ­νοι, επρό­σθε­σε, και με παρό­τρυ­νε να τ’ αφή­σου­με όλ’ αυτά και να μπού­με στο ρεζου­μέ. Στο τι τον ήθε­λα και τον εθυ­μή­θη­κα τόσο εύκολα.

Όταν του εξή­γη­σα το σκο­πό μου, εφά­νη­κε πως τρό­μα­ξε. Αλλά εκρα­τή­θη­κε και δεν τόδει­ξε. Μένο­ντας κάμπο­σο σκε­πτι­κός μέχρι να βρεί και πάλι την αυτο­κυ­ριαρ­χία του και να κατα­λή­ξει εις το προ­κεί­με­νο. Και με το σαρ­κα­σμό εις τα χεί­λια του.

- Εφο­βό­μου­να για κάτι που να εκιν­δύ­νευα τον βαθ­μό μου και τα γαλό­νια μου εψι­θύ­ρι­σε. Αλλά το βλέ­πω ότι μου γυρεύ­εις να δέσω ο ίδιος, με τα χέρια μου μια θηλιά στο λαι­μό μου. Αυτό βλέ­πω, εκα­τά­λη­ξε χαμη­λό­φω­να, ώσπου να βρει το κου­ρά­γιο που χρεια­ζό­τα­νε για ν’ απο­φα­σί­σει. Παρα­βλέ­πο­ντας τις δικαιο­λο­γί­ες που τού λεγα.

Εκρα­τού­σα­με αμή­χα­νοι και οι δυο μας για λίγο να ποτή­ρια μας δίχως να συνε­χί­σου­με την κου­βέ­ντα μας. Ύστε­ρα ελευ­τέ­ρω­σε πρώ­τος αυτός τα χέρια του κι έπια­σε τα δικά μου. Σχε­δόν κλαίγοντας.

- Το ήξε­ρες και το ήξε­ρα, αδε­φέ μου ψιθύ­ρι­σε ότι δε θα σου εχά­λα­γα το χατήρι…

Και όπως να έψα­χνε για την πρό­φα­ση που χρεια­ζό­τα­νε στην από­φα­σή του με ρώτη­σε «αν εμέ­τρα­γε, και ως άτο­μο, τέλο­σπά­ντων, αυτός ο Σωτή­ρης ο φίλος μου ή μήπως έμοια­ζε με τον γύφτο τον αδερ­φό του. Κι αυτό, βέβαια, το είπε μονά­χα για το «θεα­θή­ναι» έτσι για τα προσχήματα.

Μιλώ­ντας του με την θέρ­μη που όφει­λα στο Σωτή­ρη, το χαρα­κτή­ρα του και τη μόρ­φω­σή του, του επα­ράγ­γει­λε να του ετοί­μα­ζε, ως πιο ειδή­μο­νας αυτός, ένα «φύλ­λο πορεί­ας» για ό,τι εσκό­πευε, μαζί και μια φωτο­γρα­φία του, και κεί­νος, βρί­σκο­ντας μιάν ευκαι­ρία να τα εσφρά­γι­ζε. Βάζο­ντας μαζί και μια δυσα­νά­γνω­στη τζί­φρα. Και να του το πήγαι­να αυτό το «θέλη­μα» την επό­με­νη το βρά­δυ, όχι εις το Μετα­γω­γών αλλά στην οδό Χανί­ων, πάρο­δος Πατη­σί­ων όπου, εκεί, κάτι επι­τη­δευό­τα­νε κάποιος δικός του, μου φαί­νε­ται η αδερ­φή του με το γαμπρό του.

Τελειώ­νο­ντας τη δου­λειά δεν εδέ­χτη­κε τα «ευχα­ρι­στώ» μου και τέτοια, ότι τάχα δεν του εχρώ­στα­γα τίπο­τα. Το μόνο που μου απά­ντη­σε ήτα­νε να έδι­να από μέρους του μια παραγ­γε­λία δική του στο φίλο μας το Σωτή­ρη. Κάτι που του το υπο­σχέ­θη­κα, βέβαια.

Και ήτα­νε αυτό, όχι κάτι δικό του αλλά μια παροι­μία που επί­στευε ότι ταί­ρια­ζε πολύ στην περί­πτω­ση. Γι’ αυτό και μου το επέ­με­νε να μην το παράλειπα.

- Αλλά να του το ειπείς αυτό, μου επέ­με­νε, φεύ­γο­ντας από την οδό Χανί­ων, με το φύλ­λο πορεί­ας του φίλου μας, σφρα­γι­σμέ­νο και με την ένδει­ξη «να διευ­κο­λύ­νε­ται παντοιο­τρό­πως η μετα­κί­νη­σή του».

- Πες του, μου επέ­με­νε ότι του το παραγ­γέλ­νει αυτό ο Χαν­δρι­νός από το Κακό­βα­το και να το θυμά­ται. Πέστου ότι : «Όπου καλά καθό­τα­νε και πέλα­γα γυρεύ­ει, ο διά­βο­λος του κώλου του κου­κιά του μαγειρεύει…»

- Αυτό να του πεις, και άντε ο θεός μαζί του, καλό ταξί­δι του.

Αλλά σε λίγον και­ρό ο Γιώρ­γος μας ξανα­ήρ­θε στη Χρε­μω­νί­δου όπως ο εγκλη­μα­τί­ας, που ξανα­γυ­ρί­ζει στον τόπο που εγκλη­μά­τι­σε. Ευτυ­χι­σμέ­νος που χάρη σε μας ενό­μι­ζε πως θα κρά­τα­γε μιαν επα­φή με τον παλιό του φίλο και καπε­τά­νιο του.

Τον εφό­βι­σα για να φυλά­γε­ται και το μόνο που έκα­μα ως αντί­βα­ρο στην εμπι­στο­σύ­νη του και στην αγά­πη του ήτα­νε να γυρέ­ψω από το Σταύ­ρο τον Καλα­τζή το γνω­στό μας «Βαγ­γέ­λη» να του εξα­σφά­λι­ζε ένα δελ­τίο συσ­σι­τί­ου για να μην εξέ­με­νε νηστι­κός, ή βάρος στο σπί­τι που εφι­λο­ξε­νού­νταν. Δίχως να ξέρω ακό­μα το τι έκα­με ή δεν έκαμε.

Επει­δή για να τον έστελ­νε στο βου­νό, που μπο­ρεί και να είχε μια τέτοια δυνα­τό­τη­τα, αυτό δεν το κου­βε­ντιά­σα­με. Όχι για­τί δεν του είχα­με εμπι­στο­σύ­νη, βέβαια, αλλά για­τί ξέρα­με πως είχε άλλα δικά του σχέ­δια στο μυα­λό του. Και είμαι αδι­καιο­λό­γη­τος που δεν εφρό­ντι­σα να μάθω, έστω και πολύ αργό­τε­ρα τι από­γι­νε αυτός ο πανέ­μορ­φος άντρας με την καλο­σύ­νη του και την μεγά­λη αφο­σί­ω­ση και φιλία του που έδει­ξε στο Σωτήρη.

 

Ως δεκα­πέ­ντε με είκο­σι μέρες αργό­τε­ρα, έλα­βα από το Σωτή­ρη το σύν­θη­μα ότι «η θεία εβγή­κε από το νοσο­κο­μείο κι εγύ­ρι­σε εις το σπί­τι της». Και το επα­ράγ­γει­λα αυτό και στο Χαντρι­νό για να εκοι­μό­τα­νε ο άνθρω­πος ήσυ­χος ότι δεν εκιν­δύ­νευε πια το κεφά­λι του ή τα γαλό­νια του.

Δεν ξέρω αν ήτα­νε λάθος μου ή για να μην εφα­νε­ρω­νό­τα­νε ο προ­ο­ρι­σμός του που σχε­δόν ακό­μα και μέχρι την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, ενό­μι­ζα ότι κατε­βαί­νο­ντας, θα είχε ξεμεί­νει στον Ταΰ­γε­το ή τον Πάρ­νω­να. Ενώ αυτός ο κύριος, όπως και θα το ιδού­με αυτό και κάπου αλλού εβρι­σκό­τα­νε στα παλιά του λημέ­ρια. Δίπλα εις τον Τσερ­πέ και το Γιωρ­γού­λα τον Μίμη που με τους άλλους συμ­μα­θη­τές τους, και τον Οικο­νο­μό­που­λο το Μήτσο και το Γρη­γό­ρη τον Πετρου­λά­κη, το φίλο μου, ήτα­νε αυτοί, κατά κύριο λόγο, που κυβερ­νά­γα­νε εις τα μέρη μας την Αντίσταση.

Ο Τσερ­πές ανα­πο­λώ­ντας με συγκί­νη­ση εκεί­νη την ηρω­ι­κή επο­χή, μας μιλού­σε με πολ­λή νοσταλ­γία για την παρου­σία και τη δρά­ση του Σωτή­ρη στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση. Σχε­δόν κλαίγοντας.

Ένα δεύ­τε­ρο μήνυ­μά του και μάλι­στα «εις είδος» μέσο του Δημή­τρη του αδερ­φού του, το έλα­βα το καλο­καί­ρι του ’44. Κρα­τού­με­νος από τους Γερ­μα­νούς εις του Χατζη­κώ­στα, όπως τα κατα­γρά­φω όλα αυτά «Στο Βημα­τι­σμό της Ηλέ­κτρας», σ’ ένα άλλο βιβλίο μου.

Ήτα­νε ένα πιά­το με «καγιε­νά», το μερ­τι­κό μου από ένα πεσκέ­σι του «εις τους τρεις Δημη­τρά­δες» όπου σ’ αυτούς, ως τρί­το­νε ο Σωτή­ρης ελο­γά­ρια­ζε, βέβαια, το Δημή­τρη το Χαντρι­νό, το σωτή­ρα του και όχι το Δημή­τρη τον Τρια­ντα­φύλ­λου, τον ανε­ψιό του Κυρ Χρή­στου του σπι­το­νοι­κο­κύ­ρη μας όπως ενό­μι­ζε ο αδερ­φός του ο έξυ­πνος, κάνο­ντας ένα λάθος σε βάρος του Χαντρι­νού που έμει­νε για πάντα ανεπανόρθωτο.

Πώς εβρεθήκαμε άρον, άρον από την Χρεμωνίδου εις την Λευκίππου.

Λοι­πόν, σ’ έναν και­ρό, το ’45 που ο Δημή­τρης το έπαι­ζε εθνο­φύ­λα­κας, εις την Χρε­μω­νί­δου που μένα­με, εμε­σο­λά­βη­σε για το πρό­σω­πό μου μια πολύ δυσά­ρε­στη έκπλη­ξη. Ότι κατα­λύ­σα­νε μου­σα­φι­ραί­οι της κυρά Μαρί­κας της σπι­το­νοι­κο­κυ­ράς μας, δύο ανε­ψιές της από την Καλα­μά­τα. Η μία τους ανύ­πα­ντρη, που είχε κατα­πλεύ­σει από λίγο νωρί­τε­ρα και η άλλη χήρα πνιγ­μέ­νη στο πέν­θος και με τα δυό ορφα­νά της, τον Αρί­στο και το Διο­νύ­ση που, όπως θα κατα­λά­βα­τε, βέβαια, ήσα­ντε οι δυό γνω­στοί Μπουλουκέοι.

Η μάνα τους, ένας σεμνό­τα­τος άνθρω­πος, σοβα­ρή, λιγο­μί­λη­τη το αντί­θε­το με τη θεία τους που έβρι­ζε και φοβέ­ρι­ζε τους κομ­μου­νι­στές με το μερο­κά­μα­το. Ότι είχα­νε γεμί­σει την Πηγά­δα του Μελι­γα­λά με τους σφαγ­μέ­νους και τους μαχαι­ρω­μέ­νους. Όπου όσοι την ακού­γα­νε εβά­να­νε, βέβαια, μέσα σ’ αυτούς και το γαμπρό της. Μόνι­μο λοχα­γό του στρα­τού, σκο­τω­μέ­νο­νε. Κι εμέ­να με ζώνα­νε τα μαύ­ρα τα φίδια καθώς εκεί­νο τον και­ρό, έτσι να έκα­νες μιαν ευχή «πιά­στε τον, είναι κομ­μου­νι­στής δολο­φό­νος», και αμέ­σως γινότανε.

Άσε και το άλλο που ο ανε­ψιός του κυρ Χρή­στου ο Δημη­τρά­κης, το έμπι­στο αετό­που­λο, μας επλη­ρο­φό­ρη­σε πως ο Αρί­στος με το Διο­νύ­ση, είτε είχα­νε, είτε ότι επε­ρι­μέ­να­νε σφρα­γι­σμέ­νες τις ταυ­τό­τη­τές τους ως χίτες, από το «στρα­τάρ­χη» το Γρί­βα που έδρευε στο Θησείο. Και ούτε, βέβαια, εμοί­α­ζα­νε και καλύ­τε­ροι φορώ­ντας και οι επι­σκέ­πτες τους, οι περισ­σό­τε­ροι του στρα­τού και της Χωρο­φυ­λα­κής και το μαύ­ρο πανί με το πέν­θος εις τα μανί­κια τους. Ένα πράγ­μα που είχε τότε την μεγα­λύ­τε­ρη πέρα­ση. Έτσι, το απο­φά­σι­σα άρον, άρον ν’ αλλά­ξου­με του­λά­χι­στο σπί­τι, βέβαιος πως σ’ αυτό θα μ’ ακο­λου­θού­σε και ο «έτε­ρος καπα­δό­κης» ο Δημή­τρης ο Πατσα­τζής, ο φίλος μου και συγκά­τοι­κός μου.

Ο κυρ Χρή­στος χάρη που μ’ αγα­πού­σε και ήξε­ρε κιό­λας πως ο λοχα­γός ο Μπα­λού­κος είχε σκο­τω­θεί στο Μέτω­πο εις την Αλβα­νία, επά­σχι­ζε να με ησυ­χά­σει ότι, τάχα, «σκυ­λιά που γαυ­γί­ζου­νε δε δαγκώ­νου­νε» κι άλλα τέτοια. Δικαιο­λο­γώ­ντας, αργό­τε­ρα, και τη μητέ­ρα των παι­διών που τα ανε­χό­ταν όλ’ αυτά ως πρό­σχη­μα για να εβο­ή­θα­γε τα παι­διά της. Και να έβα­νε τον Αρί­στο εις τα «Ανά­βρυ­τα» δίπλα στον Κωστα­ντί­νο το Διά­δο­χο, που θα ήτα­νε και το όνει­ρό της. Δίχως όμως πάνω σ’ αυτό να μου αλλά­ξει την γνώ­μη μου. Επει­δή τον κόσμο μας τότε δεν τον κυβερ­νού­σα­νε οι σώφρο­νες άνθρω­ποι αλλά το ραβδί και οι λεγό­με­νοι «αγα­να­κτι­σμέ­νοι πολί­τες». Όπου και τα κου­ρέ­μα­τα και οι βια­σμοί στην επαρ­χία έκα­να­νε θραύση.

Και έτσι αδί­κη­σα, βέβαια, τα δυό αδέρ­φια. Επει­δή ως παι­διά μπο­ρεί να εθη­τεύ­α­νε εις το Γρί­βα. Κάτι που ήτα­νε πολύ της μόδας, το δια­βα­τή­ριο ν’ ανοί­γα­νε τις πόρ­τες του Δημο­σί­ου. Για διο­ρι­σμούς για σχο­λές και κάθε είδους εξυπηρέτηση.

 

Για να μην τα πολυ­λο­γού­με, εφύ­γα­με νύχτα για τη Λευ­κίπ­που, πρώ­τος όρο­φος, νού­με­ρο 10 νομί­ζω. Τρία στε­νά παρα­πέ­ρα προς το μέρος της Κόνω­νος και πάλι ανά­με­σα στη Δαμά­ρε­ως και τη Φιλο­λά­ου. Δίπλα στο σπί­τι του Γιώρ­γου του Οικο­νο­μί­δη που όπως θα μάθε­τε τον ήξε­ρα καλά από κον­φε­ρα­σιέ εις την Όαση, και του Λομ­βέρ­δου του Πέτρου που τον άκου­σα κάπο­τε και ως πρό­ε­δρο των αθλη­τι­κο­γρά­φων. Ενώ, σχε­δόν εις τον δρό­μο γινή­κα­με τρεις, παρέα με το λεβέ­ντη που μας επρο­ξέ­νε­ψε, μαζί με την συγκα­τοί­κη­ση, και το νέο μας σπίτι.

Και ήταν ένας συμπο­λε­μι­στής μας στην Αλβα­νία, συμπα­τριώ­της μας από τις Ράχες της Αρκα­δί­ας. Ένας Αλέ­κος, Κανελ­λό­που­λος κι αυτός, που θα τον έθα­βα ζωντα­νό αν δεν τον εσύ­σται­να ως ξάδερ­φό μου εις τους γνω­στούς μας. Τέτοια φιλία και αγά­πη μας έδενε.

Το πρώ­το και το σπου­δαιό­τε­ρο, που άλλα­ξε στην Λευ­κίπ­που, ήτα­νε πως από τα δυό δωμά­τια που ενοι­κιά­σα­με τα εκα­τά­φε­ρα και το ένα το εκρά­τη­σα δικό μου. Περισ­σό­τε­ρο για να γλύ­τω­να από το βιο­λί και τα ντο­ρε­μί του Δημή­τρη αλλά και για να έγρα­φα με την ησυ­χία μου και τους στί­χους που εσκά­ρω­να για τη «Λαχα­νί­δα». Ως «Δαμια­νός» στην αρχή, επει­δή ενό­μι­ζα ότι με τη σάτι­ρα θα ξέπε­φτα ως μέλ­λο­ντας λογο­τέ­χνης και «ποι­η­τής».

Έτσι, τα εκα­νο­νί­σα­με να συγκα­τοι­κή­σουν οι δυό τους στο πιο ευρύ­χω­ρο δωμά­τιο, το μεσημ­βρι­νό, μοι­ρά­ζο­ντας στα δυό και το νοί­κι τους. Και του λόγου μου εμπή­κα και λιγά­κι ως ευερ­γέ­της τους, εις το βορι­νό που μειο­νε­κτού­σε σε όλα του. Και θα σας πω σε καμιάν άλλη περί­στα­ση και για ποιούς λόγους εδε­χτή­κα­νε και αυτοί με τόση προ­θυ­μία αυτή την «θυσία» μου. Φερό­με­νος και του λόγου μου όπως νάξε­ρα ότι θα μας ερχό­τα­νε ως τέταρ­τος ο Σωτή­ρης κι εκρά­τη­σα άδεια τη θέση του δίπλα μου. Που όλ’ αυτά, τα αφή­νω γι’ αργότερα.

Σπι­το­νοι­κο­κυ­ρές μας στο και­νούρ­γιο μας σπί­τι, ήσα­ντε δυό κοπέ­λες καλό­τα­τες, κρη­τι­κο­πού­λες εις την κατα­γω­γή, Ηρα­κλειό­τι­σες και Παπα­δά­κη εις το επώ­νυ­μο «αι δύο ορφα­ναί» όπως τις εβά­φτι­σε αργό­τε­ρα ο Σωτή­ρης. Επει­δή είχα­νε χάσει πρό­σφα­τα την μητέ­ρα τους, με τον πατέ­ρα τους έφε­δρο αξιω­μα­τι­κό, σκο­τω­μέ­νο το 22, στη Μικρασία.

Μεγα­λύ­τε­ρη και μπλιό έμορ­φη η Γαλά­τεια, που τρα­γου­δού­σε τις μαντι­νά­δες και τα ριζί­τι­κα στο Ραδιο­φω­νι­κό Σταθ­μό εις το Ζάπ­πειο στο συγκρό­τη­μα, νομί­ζω ενός Καρα­βί­τη, που ήτα­νε, τότε, η πρώ­τη φίρ­μα στο είδος του.

Η δεύ­τε­ρη, η Μαρί­κα, βία εις τα εικο­σι­πέ­ντε της, βρα­δια­ζό­τα­νε κι εξη­με­ρω­νό­τα­νε αγκα­λιά με το πιά­νο της. Μόνι­μη στο Ωδείο και αδερ­φο­ποι­η­τή με το βιρ­τουό­ζο τον εδι­κό­νε μας που από κάπου, κάπου, εσυ­νό­δευε ο ένας τον άλλο­νε εις το Βέρ­ντι και το Μπε­τό­βεν που «εκτε­λού­σα­νε». Κι εμείς να τους χει­ρο­κρο­τού­με έχο­ντας οι ίδιοι και σ’ αυτό το προ­βά­δι­σμα, ξέρο­ντας πότε ακρι­βώς τελειώ­να­νε το ντου­έ­το τους. Από μιαν αερά­τη κίνη­ση που έκα­νε με τα χέρια της πάνω από τα πλή­κτρα της η Μαρί­κα. Όπως να βρι­σκό­τα­νε εις την Λυρική.

Το καλύ­τε­ρο δώρο που μας εχά­ρι­σε η αδερ­φή η πια­νί­στρια ήτα­νε ο αρρα­βώ­νας της με το Γιάν­νη το Γελα­κί­δη, ένα όμορ­φο ψηλό παλι­κά­ρι. Γεί­το­νά μας, υπάλ­λη­λό της ΚΥΔΕΠ και αργό­τε­ρα δικη­γό­ρο. Προ­ο­ρι­σμέ­νος κι αυτός για μεγά­λος τενό­ρος από τους δασκά­λους του στη φωνη­τι­κή μου­σι­κή. Που επρο­πο­νιό­τα­νε με τις ώρες στο Ριγο­λέ­το και τον Κου­ρέα της Σεβίλ­λης συντο­νι­σμέ­νος εις το τέμπο που του έδι­νε η μνη­στή του. Όπου σα να λέμε, σ’ αυτό το κεφά­λαιο πηγαί­νο­ντας από τη Χρε­μω­νί­δου εις τη Λευ­κίπ­που, είχα­με πέσει από τη Σκύ­λα στη Χάρυβδη.

Το Γελα­κί­δη, ως γαμπρό και τενό­ρο μαζί, ο Σωτή­ρης τον παρο­νό­μα­ζε «γάτο». Επει­δή, όπως μας το εξή­γη­σε κιό­λας, μονά­χα ένας γάτος θα μπο­ρού­σε, όπως κι αυτός, την ίδια ώρα να «γαμεί και να σκού­ζει». Πολ­λές φορές εκνευ­ρι­σμέ­νος για­τί δεν θα μπο­ρού­σε να συγκε­ντρω­θεί στα γρα­φτά του, που όσο δεν το ήξε­ρα ότι γρά­φει τον έβρι­σκα και λιγά­κι παράξενο.

Όπου ακού­γο­ντας η Γαλά­τεια αυτό το ανέκ­δο­το με το γάτο, εγε­λού­σε τρεις μέρες. Ακό­μα και μέσα στον ύπνο της, όπως μας έλε­γε. Αλλά που, τελι­κά, το παρά­τη­σε το τρα­γού­δι ο Γιάν­νης. Μου φαί­νε­ται από το βαρύ πέν­θος που έντυ­σε τον ίδιο­νε και την φαμέ­λια του η εκτέ­λε­ση από τους Γερ­μα­νούς του μεγα­λύ­τε­ρου αδερ­φού του, κρα­τού­με­νου στο Χαι­δά­ρι. Ένα λεβε­ντό­που­λο από τα λίγα, όπως ελε­γό­τα­νε εις τη συνοικία.

 

Τα προη­γού­με­να ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο