Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (4o)

Του Δημή­τρη Κανελλόπουλου

Πώς εχά­θη­κε στο Νησί ένας φίλος του Κορω­νιός, επο­νο­μα­ζό­με­νος και «Τσο­λί­νας». Που από άγνοια οι Νησιώ­τες, απο­δί­να­νε την αρρώ­στεια του στο ποδόσφαιρο.

Αργό­τε­ρα, μεγα­λώ­νο­ντας, εκα­τά­λα­βα, το πόσο πολύ εφα­νέ­ρω­νε το ενδια­φέ­ρον τους για το Σωτή­ρη και για τη φαμε­λιά του, η αγα­νά­χτη­ση που νιώ­θα­νε για το ποδό­σφαι­ρο και για τον «Αχιλ­λέα» του Κάβε­τα, ο Τζί­νος με το Δου­βί­κα και την παρέα τους.

Ξεκι­νώ­ντας το περισ­σό­τε­ρο κι από το πάθη­μα ενός φίλου του Κορω­νιού, στο επώ­νυ­μο, που έπαι­ζε εξτρέμ εις τον Πάμι­σο. Επει­δή από άγνοια, βέβαια, απο­δί­να­νε στο ποδό­σφαι­ρο και τη νεφρί­τι­δα που είχε πάθει αυτό το παι­δί στα είκο­σι δύο του. Κι εχά­θη­κε ένας μεγά­λος γκολ­τζής που τον εφω­νά­ζα­νε οι Νησιώ­τες «Τσο­λί­να». Επει­δή έμοια­ζε πολύ με έναν παι­χτα­ρά Αθηναίο.

Αυτό το παι­δί κατά­πε­σε από­το­μα και νομί­ζα­νε πως έφται­γε εις αυτό η φτώ­χεια και η ορφά­νια του, που δεν εται­ριά­ζα­νε με τις φιγού­ρες και τα τσα­λί­μια, που έκα­νε με τη μπά­λα στην Απά­νω Πλα­τεία, στ’ Αλώ­νια. Και ανα­φε­ρό­με­νοι στη χήρα τη μάνα του, δεν ελέ­γα­νε η θεία Μαρία ή η κυρία τάδε, ας πού­με, αλλά η μητέ­ρα του Κορω­νιού. Επει­δή ο γιος της με το ποδό­σφαι­ρο, είχε γίνει μεγά­λη προ­σω­πι­κό­τη­τα του Νησιού. Που όμως αυτό και τον έφα­γε, όπως λέγανε.

Εμείς, προ­χω­ρώ­ντας να τελειώ­σου­με το Γυμνά­σιο, θυμά­μαι ότι σιγά, σιγά εξε­κό­βα­με από τις παλιές μας παρέ­ες. Από τα άλλα γει­το­νά­κια μας, τους συμ­μα­θη­τές μας και τους φίλους μας στο Δημο­τι­κό, που μπαί­να­νε σε τέχνη ή ακο­λου­θού­σα­νε τις αγρο­τι­κές επι­στή­μες. Αλέ­τρι και αξί­να. Εφε­ρό­μα­στε λιγά­κι ως ρατσι­στές, ένα πράγ­μα που δεν εγι­νό­τα­νε έτσι με τις παλιό­τε­ρες ηλι­κί­ες. Προ­πα­ντός με τη σει­ρά του Σωτή­ρη όπου και ο ίδιος είχε κρα­τή­σει πολύ τις φιλί­ες του με τον Πανί­τσα το ράφτη και μ’ ένα τσο­πα­νο­παί­δι που εκα­θό­τα­νε προς του Χότζα, όπως με τον Πέτρο το Μαθιό­που­λο και με το Λυμπέ­ρη το Στά­θη, το μεγα­λύ­τε­ρο αδερ­φό της Ανί­κας, που χάθη­κε από το χτικιό.

Και με τον Κορω­νιό, που ελέ­γα­με, εκρά­τη­σε τη φιλία του μέχρι τέλους. Όπως και όλη η παλιο­πα­ρέα του, που του εκου­βα­λού­σα­νε κάθε μέρα από ένα κοτό­που­λο καθώς και το γάλα του, ελπί­ζο­ντας μαζί με τη μάνα του να τον εγλυ­τώ­να­νε. Επει­δή και οι για­τροί τότε, δεν ελέ­γα­νε εις τον άρρω­στό τους «σου μένου­νε τόσες βδο­μά­δες ας πού­με ή τόσοι μήνες» για να προ­λά­βαι­νε τη δια­θή­κη του ή τον εξο­μο­λό­γο του. Όπως και οι δικοί του παρό­λο που θα το γνω­ρί­ζα­νε από τον Κορ­κο­νι­κή­τα. Επει­δή δύσκο­λα εχά­να­νε την πίστη τους στο Θεό και στα γιατροσόφια.

Σ’ αυτό με τα κοτό­που­λα και τον Κορω­νιό που σας έλε­γα, είχε γίνει μεγά­λο θέμα εις το Νησί πως οι φίλοι του άρρω­στου παι­διού, εκλέ­βα­νε, όπως λεγό­τα­νε, τις ξένες κότες που τάχα για ευκο­λία τους τις εζα­λί­ζα­νε πετώ­ντας τους καλα­μπό­κι μου­σκε­μέ­νο στο κρα­σί ή το ούζο. Ή περα­σμέ­νο στ’ αγκί­στρια που επιά­να­με στο ποτά­μι τα ψάρια ή στο χωριό μας τις τσί­χλες και τα κοτσύφια.

Είχε δια­δο­θεί, μάλι­στα, πως την είχε ανα­λά­βει αυτή την υπό­θε­ση η Αστυ­νο­μία, όταν εβα­σί­λευ­εν εκεί ο υπο­μοί­ραρ­χος ο άκλη­ρος, που η γυναί­κα του είχε πάθει το ανε­μο­γκά­στρι. Όπως το κατα­γρά­φει αυτό ο Σωτή­ρης στη Μεθυ­σμέ­νη του Πολι­τεία. Μπο­ρεί κι από μίσος στο πρό­σω­πό του που είχε κλεί­σει δυό, τρεις από την παρέα του και στο τμή­μα ένα από­γευ­μα, για εκφο­βι­σμό, βέβαια.

Ρωτώ­ντας πάνω σ’ αυτό, αργό­τε­ρα, το Σωτή­ρη, θυμά­μαι που εγέ­λα­σε για όσα λεγό­ντα­νε, που τα περισ­σό­τε­ρα ήσα­ντε όπως μου είπε νησιώ­τι­κες φαντα­σί­ες. Αλλά με το φαρ­μά­κι στο γέλιο του καθώς εθυ­μό­τα­νε το ορφα­νό παλι­κά­ρι που με το θάνα­τό του είχε χηρέ­ψει δυο φορές και τη μάνα του.

- Το γάλα, μου εξή­γη­σε, μας το δίνα­νε, μέρα παρά μέρα, οι γει­τό­νι­σές του. Και τις κότες, πότε ο ένας και πότε ο άλλος από τους φίλους του, που οι περισ­σό­τε­ροι, τις εκλέ­βα­νε μεν, αλλά από το κοτέ­τσι της μάνας τους.

- Και όμως εσέ­να­νε πιο πολύ ένο­χο λογα­ριά­ζα­νε για τις κότες οι Νησιώ­τες και η Αστυ­νο­μία, του είπα, και δεν το αρνήθηκε.

- Επει­δή ως πιο σβέλ­τος, επα­ρα­δέ­χτη­κε, ήμου­να πάντο­τε ο πρω­ταί­τιος κάθε που καρυ­δώ­να­με καμιά που­λα­κί­δα αδέ­σπο­τη. Είτε για το μακα­ρί­τη τον Κορω­νιό είτε για το γλε­ντά­κι που εκά­να­με στην Παλιά Βρύ­ση, στο κου­τού­κι του Τράγου.

Ένα άλλο στέ­κι εδιά­θε­τε η παρέα του στο ποτά­μι τον Πάμι­σο. Εκεί στο μέρος που αδερ­φο­νό­τα­νε το γιο­φύ­ρι του τρέ­νου με το άλλο της δημο­σιάς, όπου ύπαρ­χε μια στε­γα­σμέ­νη σκο­πιά, ένα είδος φυλά­κιο, για ν’ απαγ­γιά­ζει ο φύλα­κας της γραμ­μής ο Μελέ­της. Πάντα ανή­μπο­ρος και αδού­λευ­τος που θα τον είχα­νε διο­ρί­σει εκεί ως φιλά­σθε­νο, του­λά­χι­στο, για να έβγα­ζε το ψωμί του.

Αυτός, πάλι, περισ­σό­τε­ρο για τους φίλους του, είχε τα σύνερ­γα του καφέ και δυό τρία ποτη­ρά­κια για το ρακί που σερ­βί­ρι­ζε το «κατά­στη­μα». Ενώ το νερό το ανά­σερ­νε μ’ έναν κου­βά κατευ­θεί­αν απ’ το ποτά­μι. Κι όσο για το κατού­ρη­μα, πελά­τες και μαγα­ζά­το­ρας το είχα­νε εύκαι­ρο εις το πρό­χω­μα. Για το ψιλό τους, καβά­λα τη γραμ­μή για να γλυ­τώ­σου­νε το περπάτημα.

Χάρη στον Απόλ­λω­να, τον πρω­τό­το­κο του σταθ­μάρ­χη, τον ποδο­σφαι­ρι­στή που ελέ­γα­με, ο Μελέ­της, όλους τους φίλους του, το Σωτή­ρη και την παρέα του, τους είχε μη στά­ξει και μη βρέ­ξει εις την παρά­γκα του. Περισ­σό­τε­ρο το από­βρα­δο που κατε­βαί­να­νε για τις βόλ­τες τους. Όπου και καμιά βολά εξη­με­ρω­νό­ντα­νε γυρί­ζο­ντας λαθρε­πι­βά­τες από την Καλα­μά­τα ή το Ασπρό­χω­μα. Με τη μεσο­λά­βη­ση του Απόλ­λω­να, βέβαια.

Αυτός ο Μελέ­της, ήτα­νε φίλος και συνο­μί­λη­κος του Πανα­γιώ­τη του Ζέπου του γαμπρού του Σωτή­ρη και, αν δε σας το παρα­λεί­ψω θα ιδεί­τε και τον καλό ρόλο που έπαι­ξε στη ζωή του. Σ’ έναν και­ρό που γι’ αυτό­νε, δεν ύπαρ­χε άλλο καλύ­τε­ρο αγα­θό από τον καλό λόγο και τη φιλία, που ο Μελέ­της τα είχε και τα διά­θε­τε και τα δυό μπό­λι­κα. Στον Πανα­γιώ­τη το Ζέπο διπλά και τρι­πλά, για τους λόγους που αν το βρω σκό­πι­μο θα τους μάθετε.

Η πρώ­τη μας γνω­ρι­μία με το Σωτή­ρη. Χάρη στη «δανει­στι­κή» βιβλιο­θή­κη που λει­τουρ­γού­σε εις την Μεσσήνη.

Δεν ξέρω αν αυτό ερχό­τα­νε από παλαιό­τε­ρα και έγι­νε πολύ της μόδας στις μέρες μου. Αλλά του­λά­χι­στο από πριν την Δικτα­το­ρία του Μετα­ξά και μέχρι τον πόλε­μο, το Νησί ήτα­νε για μας τους νεό­τε­ρους και τον πολύ κόσμο, μια «Δανει­στι­κή Βιβλιο­θή­κη» με πολ­λή κίνη­ση. Ξέχω­ρα που σα μαθη­τές, του­λά­χι­στο οι μισοί από μας, εγρά­φα­με στι­χά­κια και πεζο­τρά­γου­δα. Μαζί με τα «λευ­κώ­μα­τα», που κυκλο­φο-ρού­σα­νε, «τι εστί έρως» ή «τι θα θέλα­τε να είστε αν δεν ήσα­σταν αυτό που είσθε» και άλλα παρόμοια.

Με λίγα λόγια, όταν μαθαί­να­με πως είχε παρου­σια­στεί κανέ­να και­νούρ­γιο βιβλίο εις το Νησί, μυθι­στό­ρη­μα ως επί το πλεί­στον, εβά­να­με μεσά­ζο­ντες φίλους μας ή γνω­στούς μας για να το δανει­στού­με από τον ιδιο­χτή­τη του. Είτε το εδια­βά­ζα­με εις τα πετα­χτά από νύχτα σε νύχτα, δανει­κό από τους τυχε­ρούς που είχα­νε εξα­σφα­λί­σει προτεραιότητα.

Μπαί­νο­ντας στο Γυμνά­σιο ή τον επό­με­νο χρό­νο, έγι­να στο Νησί το επί­κε­ντρο από το λόγο πως ένας για­τρός ξάδερ­φος μου, μου έστει­λε πέντ’ έξι βιβλία, τα πρώ­τα από μια σει­ρά με τον τίτλο «Γράμ­μα­τα – Επι­στή­μαι – Τέχναι», ντυ­μέ­να ομοιό­μορ­φα, ίσως και δερ­μα­τό­δε­τα. Η ουσία είναι ότι αυτό εστά­θη­κε η αφορ­μή να ξεφύ­γω από την «Ωραία του Πέραν» και τον «κόμη το Μοντε­χρή­στο». Κι από τη «Γέφυ­ρα των Στε­ναγ­μών», που κοι­μό­μου­να και ξυπνού­σα στη Βενε­τία, μου­σκε­μέ­νος στο δάκρυ.

Τέλο­σπά­ντων, μαθαί­νο­ντάς το αυτό ο Σωτή­ρης από το Δημή­τρη τον αδερ­φό του ή τον ξάδερ­φο μου το Μάκ, μου τους έστει­λε και τους δύο προ­ξε­νη­τά­δες, ένα πράγ­μα που μου άρε­σε, βέβαια. Επει­δή εκεί­νον τον και­ρό ο Σωτή­ρης είχε περισ­σό­τε­ρο εξυ­ψω­θεί εις το άτο­μό μου και σα μπα­λο­δό­ρος στον Αχιλ­λέα, το σωμα­τείο του Κάβετα.

Εις το παρε­δώ­σε μας με τα «Γράμ­μα­τα – Επι­στή­μαι – Τέχναι» εσμί­ξα­με δυό, τρεις, φορές εις το σπί­τι του και θυμά­μαι ότι σ’ εκεί­νο­νε, από τα βιβλία μου, άρε­σε πιο πολύ ο «Ελ – Γκρέ­κο» που εμέ­να τότε με τρο­μά­ζα­νε οι ζωγρα­φιές του. Και που ως Δομί­νι­κο που τον εδιά­βα­ζα, ούτε και που το εκα­τά­λα­βα το πόσο έλλη­νας ήτα­νε αυτός ο κρη­τι­κός, ο τρι­σμέ­γι­στος… Εγώ είχα ξετρε­λα­θεί μ’ ένα άλλο βιβλίο αυτής της σει­ράς το «Ραΐ­νε­κε Φουξ» που θα ήταν κάτι το αντί­στοι­χο με την «κυρά – Μαριώ» τη δική μας. Αφού είχε πρω­τα­γω­νί­στριά του την αλε­πού που με την εξυ­πνά­δα της έκα­νε άνω, κάτω, όλα τα άλλα ζώα του δάσους.

Με παρα­κά­λε­σε και του άφη­σα για άλλη μια βδο­μά­δα το Θεο­το­κό­που­λο. Κι ευχα­ρι­στή­θη­κα που χάρη σ’ αυτήν την παρά­τα­ση τόνε ξανα­εί­δα, αλλά δίχως να του πάρω έστω ένα αυτό­γρα­φο που να εθύ­μι­ζε τις δόξες του για τις κατε­βα­σιές που έκα­νε εις τ’ Αλώνια.

Στη κου­βέ­ντα μας, φευ­γα­λέα, με ρώτη­σε αν είχα δια­βά­σει το Ζολά ή τον Γκόρ­γκι και μου μίλη­σε για τον Τολ­στόι και το Μπαλ­ζάκ που, προ­πά­ντων ο τελευ­ταί­ος, μου ήτα­νε εντε­λώς άγνω­στος και ως όνο­μα. Όμως του επα­ρου­σιά­στη­κα ως «πλή­ρως ενή­με­ρος» δίχως ευτυ­χώς και κεί­νος να δώκει άλλη συνέ­χεια στο θέμα, χαρί­ζο­ντάς μου μαζω­μέ­να τα «μπρά­βο» καθώς με ξεπρο­βό­δι­ζε στον Άγιο – Θανά­ση, κρα­τώ­ντας τον «Γκρέ­κο» στην αμα­σχά­λη μου.

Εμέ­να πια που ελο­γά­ρια­ζα ως κομου­νι­στές το Σωτή­ρη και την παρέα του, βλέ­πο­ντας τον θαυ­μα­σμό του για τον Τολ­στόι και τον Μπαλ­ζάκ, τους εξέ­λα­βα και τους δυό ως μεγά­λους επα­να­στά­τες που γι’ αυτό σκέ­φτη­κα ότι με παρό­τρυ­νε με τον τρό­πο του να τους διά­βα­ζα. Και βέβαια, έπε­σα από τα σύν­νε­φα μαθαί­νο­ντας, αργό­τε­ρα, ότι ο Μπαλ­ζάκ ήτα­νε βασι­λό­φρο­νας. Επει­δή τότε, ως εκεί έφτα­νε και μένα­νε το μυα­λό μου.

Κάπο­τε, στην κατο­χή, τον ερώ­τη­σα αν είχε πιστέ­ψει πραγ­μα­τι­κά την μπα­ρού­φα που του είχα πετά­ξει για τη γνω­ρι­μία μου και τις «σχέ­σεις» μου με τους μεγά­λους λογο­τέ­χνες που μου ανά­φε­ρε. Κι αυτός με το διφο­ρού­με­νο που έκρυ­βε πάντο­τε στο χαμό­γε­λό του, μου είπε πως «όχι». Ενώ σε λίγο, σα να το ξανα­σκέ­φτη­κε, το πράγ­μα μου έδω­σε μια πιο καθη­συ­χα­στι­κή απάντηση.

— Να σου πω κάτι, μου είπε. Αν πράγ­μα­τι σου παρου­σιά­στη­κα έτσι έξυ­πνος και σε ρωτού­σα για όλα αυτά που μου λες, τότε βέβαια, δεν είσαι συ αλλά κάποιος άλλος που ξεκί­νη­σε τις μπαρούφες.

Όπως θα σας το κατα­γρά­ψω αυτό και αλλού, ήτα­νε πάντο­τε χαμη­λό­φω­νος και μει­λί­χιος. Από τις λίγες φορές που τον άκου­σα πως ύψω­σε την φωνή του, ήτα­νε απο­τει­νό­με­νος στο Δημή­τρη τον αδερ­φό του. Επει­δή ήσα­ντε δυό δια­φο­ρε­τι­κοί χαρα­κτή­ρες. Όχι ο «καλός» κι ο «κακός», βέβαια, αλλά ο ένας τους πατώ­ντας πάντο­τε στέ­ρεα εις τα πόδια του. Επί­μο­νος, πει­σμα­τά­ρης που ξεπερ­νού­σε και τον ίδιο τον εαυ­τό του, στο λίγο που, κάθε φορά, εστό­χευε στη ζωή του. Για να κρα­τά­ει πάντο­τε το κεφά­λι του έξω από το νερό και να επι­ζού­σε ως νοι­κο­κύ­ρης. Ότι αν ετύ­χαι­νε η ζωή να κρι­νό­τα­νε εις την αριθ­μη­τι­κή αυτός θα την έφτα­νε το πολύ στην αφαί­ρε­ση. Μην ξέρο­ντας σε τι πηλί­κα και σε τι γινό­με­να θα μπο­ρού­σα­νε να τον παρα­σύ­ρου­νε ο πολ­λα­πλα­σια­σμός και η διαί­ρε­ση. Χάρη που ήτα­νε ένας άνθρω­πος που δίχως να τόνε μέμ­φε­σαι, άφη­νε τα μεγά­λα όνει­ρα εις τους άλλους. Σ’ αυτούς που μπο­ρεί να τους επε­ρίσ­σευε το θάρ­ρος και η αυτο­πε­ποί­θη­ση, όπου ανά­με­σά τους βρι­σκό­τα­νε και ο Σωτή­ρης ο αδερ­φός του.

Αλλά και στο Δημή­τρη, υψώ­νο­ντας τη φωνή του ο Σωτή­ρης, δεν έκρυ­βε την τρυ­φε­ρά­δα που ένιω­θε για το μικρό­τε­ρο αδερ­φό του, ως προ­στά­της του εις τα παι­δι­κά τους που τους εφα­νε­ρω­θή­κα­νε όλα τους δίσε­χτα. Τον απο­κα­λού­σε «γύφτο» ή «μπε­ζε­βέ­γκη» και κατά­λη­γε σχε­δόν πάντο­τε εις το «άντε να χαθείς», μια φρά­ση δική του που ήτα­νε και το ψωμο­τύ­ρι του. Αλλά και για το Δημή­τρη θα σας πω περισ­σό­τε­ρα, όχι για τους λόγους που θα νομί­ζε­τε, ότι δηλα­δή εχρη­μα­τί­σα­με φίλοι και συμ­μα­θη­τές στο σχο­λείο, ή επει­δή εβρε­θή­κα­με συμ­φοι­τη­τές στον ίδιο ουλα­μό, στα Χανιά το ’40. Αλλά για­τί παρα­μεί­να­με και συγκά­τοι­κοι στην Αθή­να σ’ όλο το διά­στη­μα από το ’43 που ανε­βή­κα­με, μέχρι το ’48 που εβγή­κα παρά­νο­μος, προ­ο­ρι­σμέ­νος για τις εξο­ρί­ες και τα Στρα­το­δι­κεία. Πρω­τα­γω­νι­στής κι αυτός στο σήριαλ που ανοί­ξα­με μ’ αυτό το βιβλίο για το Σωτήρη.

Και μεγά­λω­σε ο θαυ­μα­σμός μου στο πρό­σω­πο του, βλέ­πο­ντας σ’ ένα ράφι του σπι­τιού του τον «Όμη­ρο» και παρα­δί­πλα την «άνευ διδα­σκά­λου Γαλ­λι­κή Μέθοδο».

Μπαί­νο­ντας εις το σπί­τι τους, τον και­ρό που ο Σωτή­ρης τελεί­ω­νε το Γυμνά­σιο, δίπλα στο παρά­θυ­ρο της εισό­δου τους, από την μεριά της Ανα­το­λής, έβρι­σκες ένα σεντού­κι ψηλό, πάντο­τε σκε­πα­σμέ­νο με μια κου­βέρ­τα. Ως είδος γρα­φείο, όπου απά­νω του ακου­μπού­σε ο Σωτή­ρης τα ελά­χι­στα σχο­λι­κά που εδιά­θε­τε και που αργό­τε­ρα το κλη­ρο­νό­μη­σε δικαιω­μα­τι­κά ο Δημή­τρης ως δευ­τε­ρό­το­κος. Μαζί με την καρέ­κλα που, παλαιό­τε­ρα, άνη­κε και αυτή εις τον αδερ­φό του.

Θυμά­μαι που σ’ αυτό το σεντού­κι, δίπλα στο «Γκρέ­κο» τον εδι­κό­νε μου, ανα­παυό­ντα­νε και δυό, τρία άλλα βιβλία, ξενό­γλωσ­σα, γαλ­λι­κά, πολύ ταλαι­πω­ρη­μέ­να. Και μια ραγι­σμέ­νη σχο­λι­κή πλά­κα με το κοντύ­λι της και το πάνι­νο σφουγ­γα­ρά­κι της. Που εκα­τά­λα­βα ότι σ’ αυτή έγρα­φε ο Σωτή­ρης και ξέγρα­φε τα φρα­τζέ­ζι­κα και τους κανό­νες ή τις λέξεις που μάθαι­νε από μόνος του. Όπου μονά­χα γι αυτόν και για έναν Γιώρ­γη Απο­στο­λό­που­λο από την Πιλα­λί­στρα, είχε ακου­στεί εις τα μέρη μας ένα τέτοιο πράγ­μα παράξενο.

Ενώ εμείς, στις δυο τάξεις που τα «εσπου­δά­σα­με» τα γαλ­λι­κά, στο Γυμνά­σιο δεν εκρα­τή­σα­με παρά μονά­χα δέκα, είκο­σι, λέξεις. Και δυό στι­χά­κια που και βέβαια δεν θα μας τα δίδα­ξε η καθη­γή­τριά μας η Καρι­ζώ­νη. Αφού εκρύ­βα­νε μέσα τους πολ­λή πονη­ρά­δα που γι αυτό και τα απαγ­γέλ­να­με λιγά­κι πιο μεγα­λό­φω­να για να μας ακού­νε οι συμ­μα­θή­τριές μας. Η Ελέ­νη η Τζώρ­τζη, η Μακα­ρού­νη, η Λου­ΐ­ζα η Παπα­μάρ­κου και οι φιλε­νά­δες τους. Και απ’ όσο θυμά­μαι, σε από­δο­ση στα ελλη­νι­κά, όπως μας το είχε διδά­ξει, με δίδα­κτρα τέσ­σε­ρα, πέντε τσι­γά­ρα, ο Γιώρ­γης ο Σαρα­ντά­κης, αυτό το στι­χά­κι ήτα­νε το εξής :

Ζε βου­ζέ ζε βους αντόρ

Και βουα­γιέ βού ζανκόρ

Αλλά το περισ­σό­τε­ρο που μ’ επα­ρε­ξέ­νε­ψε σ’ αυτές τις επι­σκέ­ψεις μου στο Σωτή­ρη, ήτα­νε τα άλλα δυό, τρία παλιά βιβλία που εκρα­τού­σε πλα­για­σμέ­να σ’ ένα ραφά­κι στον τοί­χο. Με πάνω, πάνω την Οδύσ­σεια του Ομή­ρου και από κάτω, δεύ­τε­ρο στη σει­ρά, «Το Συμπό­σιο του Πλά­τω­να». Στο «πρω­τό­τυ­πο» όπως φαί­νε­ται, αφού, κάθε τόσο στα διά­κε­να όσο και σ’ όλα τα περι­θώ­ρια, κυριαρ­χού­σα­νε ψηλές σημειώ­σεις με το μολύ­βι το φάμπερ. Που και βέβαια θ’ αντι­στοι­χού­σα­νε στη μετά­φρα­σή τους.

Κάτι που ανέ­βα­σε ακό­μα πιο ψηλό­τε­ρα τον θαυ­μα­σμό μου στο πρό­σω­πό του. Που εξόν από τα γαλ­λι­κά εσπού­δα­ζε και τ’ αρχαία. Όχι για το σχο­λείο ή για το «μπρά­βο» και τους βαθ­μούς των καθη­γη­τών, αλλά επει­δή εδι­ψού­σε για μάθη­ση. Πάντο­τε με δανει­κά και ξένα βιβλία. Απο­ρώ­ντας που το είχε απο­φα­σί­σει αυτό από μονά­χος του. Δια­ψεύ­δο­ντας τα όσα άσχη­μα ελε­γό­ντα­νε για τη δια­γω­γή του. Φερό­με­νοι από πολ­λούς, μαζί με το Γιωρ­γού­λα και τον Τσερ­πέ, ως τα χει­ρό­τε­ρα παρα­δείγ­μα­τα για μας τους μικρότερους.

Τέλο­σπά­ντων, σε όλ’ αυτά που είχα­με ειπεί κάπο­τε για τον Γκόρ­γκι και τον Τολ­στόι όπως σας έλε­γα, τα κατα­φέ­ρα­με και συνεν­νοη­θή­κα­με μαζί στα ελλη­νι­κά που δε νομί­ζω πως υστε­ρού­νε σε τίπο­τα από τα γαλ­λι­κά ή τις άλλες ευρω­παϊ­κές γλώσ­σες. Και με επαί­νε­ψε, ως μεγα­λύ­τε­ρος, που εδιά­βα­ζα λογο­τε­χνία και ποί­η­ση, επί­τη­δες μπρο­στά στο Δημή­τρη τον αδερ­φό του, θέλο­ντας να τόνε ρίξει εις το φιλό­τι­μο. Υψώ­νο­ντας από μια στά­λα και τη φωνή του. Που αφτου­νού, περισ­σό­τε­ρο από τα μαθή­μα­τα κι από τα μυθι­στο­ρή­μα­τα, του αρέ­σα­νε το μαντο­λί­νο και το ταμπούρ­λο που έπαι­ζε στις γιορ­τές και στις γυμνα­στι­κές επι­δεί­ξεις. Ενώ ήτα­νε γραμ­μέ­νος και εις την μπά­ντα του Δήμου, αγο­ρά­ζο­ντας κι ένα φλά­ου­το μετα­χει­ρι­σμέ­νο που τον παί­δευε και το παί­δευε ασταμάτητα.

Επει­δή ερω­τευ­μέ­νος μέχρι τα μπού­νια με τη γει­το­νο­πού­λα του την Γκα­σά­μη τη Βού­λα, φαί­νε­ται πως την έβλε­πε τη μου­σι­κή και ως επαγ­γελ­μα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό εις τον βίο του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο