Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (5o)

του Δημή­τρη Κανελ­λό­που­λου //

Δυο «ευρε­σι­τε­χνί­ες» που η μια τους, του­λά­χι­στο, ήτα­νε καθα­ρά «Πατσα­τζέι­κη»

Μιαν άλλη φορά που επή­γα στο σπί­τι του για προ­πό­νη­ση εις την πρέ­φα, εβρή­κα το Σωτή­ρη που ακό­νι­ζε ένα παλιό ξυρά­φα­κι. Με το απά­νω, κάτω, μέσα σ’ ένα ποτή­ρι νερό, πότε ο ένας αδερ­φός και πότε ο άλλος. Μια πατέ­ντα που την εξε­σή­κω­σα γρή­γο­ρα και ο ίδιος, επει­δή τα εστε­ρού­μα­σταν πολύ τα και­νούρ­για τα ξυρα­φά­κια στην εφη­βεία μας.

Περισ­σό­τε­ρο τα δύο αδέρ­φια που, χωρίς πατέ­ρα και μεγα­λύ­τε­ρα πρω­το­ξά­δερ­φα, δεν είχα­νε από πού να παίρ­νου­νε τα’ απο­λει­φά­δια τους. Βασι­ζό­με­νοι γι’ αυτό στον Τσερ­πέ ή το Βρα­κού­λια, καμιά φορά και στον Απόλ­λω­να τον Οικο­νο­μό­που­λο. Για­τί, και όλοι εμείς οι άλλοι, εβρά­ζα­με στο ίδιο καζά­νι. Που κι αν οικο­νο­μού­σα­με και κανέ­να και­νούρ­γιο δεν το αφή­να­με εύκο­λα να στο­μώ­σει. Χάρη σ’ αυτήν την ευρε­σι­τε­χνία που ο «εφευ­ρέ­της» της επα­ρά­με­νε, δυστυ­χώς, άγνω­στος. Αν δεν ήσα­ντε τα δυο αδέρ­φια οι Πατσατζαίοι.

Ωστό­σο, στο Πατσα­τζέι­κο πρω­το­εί­δα και μιαν άλλη πατέ­ντα που αυτή την κατα­γρά­φω μονα­χά ως δική τους. Ή το πολύ να έχει μερί­διο και ο ξάδερ­φος μου ο Μάκ, ο κολ­λέ­γας του μικρό­τε­ρου αδερ­φού, του Δημή­τρη. Όπου, τα δυό αδέρ­φια εμοι­ρά­ζα­νε στη μέση το κάθε ξυρα­φά­κι που ακο­νί­ζα­νε. Αφού δεν δια­θέ­τα­νε δεύτερο.

Το εσπά­γα­νε στα δύο, στο μάκρος, ανά­με­σα στις τρύ­πες που το χωρί­ζα­νε και ο καθέ­νας ελά­βαι­νε τη μία κόψη του. Μετά, εκό­βα­νε μια σχί­ζα από καλά­μι και το εφαρ­μό­ζα­νε σε μια σχι­σιά που ανοί­γα­νε στη μιαν άκρη του, έτσι που να εξέ­χει λιγά­κι η κοπή του, όπως σα να ήτα­νε στε­ρε­ω­μέ­νη στο χτέ­νι της μηχα­νής του. Και το εδου­λεύ­α­νε όπως ξυρά­φι είτε ο καθέ­νας μονά­χος του, είτε παρα­σταί­νο­ντας τον κου­ρέα ο ένας στον άλλο­νε. Το «Μπα­μπά­κο» ή το Μαρ­κό­που­λο το λεγό­με­νο και Προ­κό­πη, τον πατέ­ρα του ποι­η­τή του Νησιώ­τη. Άσχε­το που πολ­λές φορές εβγαί­να­νε κατα­μα­τω­μέ­νοι όπως από σφα­γείο. Πιο επί­φο­βος ο Δημή­τρης που αυτός έβο­σκε στο σαγό­νι του γου­ρου­νό­τρι­χες κι όχι γένια.

Εμέ­να αυτή η φάμπρι­κα δε μου ταί­ρια­ζε, τη φοβό­μου­να. Όμως το ακό­νι­σμα όπως και όλοι της ηλι­κί­ας μου, το είχα­με σε ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Και το είχα­με βαρε­θεί τόσο πολύ που ελέ­γα­με πότε θα μπο­ρού­σα­με κι εμείς να μπαί­να­με σε μπαρ­μπέ­ρι­κο και να ξαπλώ­να­με ως πασά­δες στην πολυ­θρό­να μας. Όπως μικρό­τε­ρα που ορκι­ζό­μα­σταν μεγα­λώ­νο­ντας ν’ αγο­ρά­ζου­με μονά­χα χαλ­βά και παστέλια…

Κι αν το φέρει ο λόγος θα σας κατα­γρά­ψω σε άλλο μέρος και το πώς μας εβο­ή­θη­σε ο Σωτή­ρης κι επή­ρα­με, επι­τέ­λους, εκδί­κη­ση σ΄αυτό που σας έλε­γα με τα ξυρα­φά­κια. Όπου το Φθι­νό­πω­ρο του ’43, στο Παγκρά­τι, στην οδό Χρε­μω­νί­δου, μας επε­τού­σε μάτσο, μάτσο, τα ξυρα­φά­κια, επει­δή στη Χωρο­φυ­λα­κή θα τους τα δίνα­νε μισο­τι­μής ή και τζά­μπα. Εξόν πια και τα έκλαι­γε κανέ­νας ψιλι­κα­τζής φου­κα­ράς, όπως του το επέ­τα­ξε αυτό το υπο­νο­ού­με­νο ο Δημή­τρης ο αδερ­φός του…

Πρώ­τη απ΄όλους τους Πατσα­τζαί­ους  εγνώ­ρι­σα την Ελέ­νη. Κατε­βαί­νο­ντας μαζί και στη «Μπού­κα» για τα νηστί­σι­μα τα σαλι­γκα­ρά­κια που οι Νησιώ­τες δεν τα χορταίνανε.

Ότι η αδερ­φή τους η Ελέ­νη εσή­κω­σε εις τους ώμους της όλο το βάρος του σπι­τιού τους, μέχρι να τελειώ­σου­νε τα δύο αγό­ρια τους το Γυμνά­σιο. Αυτό το ήξε­ραν και το θαύ­μα­ζαν όλοι όσοι γνω­ρί­ζα­νε τα καθέ­κα­στα με τη φαμε­λιά τους. Γυρί­ζο­ντας, λοι­πόν, τα σαβ­βα­τό­βρα­δα με το βδο­μα­διά­τι­κο, δεν επα­ρά­λει­πε να δίνει στο Δημή­τρη τον αδερ­φό της ένα τάλι­ρο για το χαρ­τζι­λί­κι του. Καμιά φορά κι ολό­κλη­ρο δεκά­ρι­κο αν ήθε­λε να είναι μπρο­στά και ο ξάδερ­φος μου ο Μακ, που αυτούς τους δυο δεν τους εξε­χώ­ρι­ζε από αδέρ­φια της τον έναν από τον άλλονε.

Το ίδιο που θα έκα­νε, βέβαια, και με το Σωτή­ρη όσο επή­γαι­νε κι αυτός στο σχο­λείο από πριν να φύγει από κοντά τους. Προ­πα­ντός κατα­φεύ­γο­ντας τιμω­ρη­μέ­νος στην Καλα­μά­τα είτε από την κακή δια­γω­γή του ή για τα πολι­τι­κά που σ΄αυτό επή­γε ο νους ολω­νών μας. Και νομί­ζω πως από τότε θα ξεκι­νού­σε η μεγά­λη αδυ­να­μία που έτρε­φε ο Σωτή­ρης στην αδερ­φή του. Που το εκλη­ρο­νό­μη­σε, άγρα­φο και στη σύντρο­φό του τη Σάσα που της παρα­στά­θη­κε μέχρι το θάνα­το της στην Καλα­μά­τα όπου ετε­λεί­ω­σε άρρω­στη. Νομί­ζω το 1995.

Η Ελέ­νη, χάρη στη φιλία της με τις τρεις ξαδερ­φά­δες μου, περισ­σό­τε­ρο με την μικρό­τε­ρή τους τη Στέλ­λα, ερχό­τα­νε από κάπου, κάπου, στα χτή­μα­τά μας, επί­σκε­ψη. Μαζεύ­ο­ντας στο μετα­ξύ εις τη δια­δρο­μή τους, ανά­λο­γα με την επο­χή, μανι­τά­ρια ή χόρ­τα κι άλλο­τε σαλι­γκά­ρια, που όλ’ αυτά περισ­σεύ­α­νε εις τα μέρη μας. Ενώ το καλο­καί­ρι εφεύ­γα­νε με το καλά­θι τους γεμά­το με συκοστάφυλα.

Τις σαρα­κο­στές, πάλι, μου φαί­νε­ται μπαί­νο­ντας ο δεκα­πε­νταύ­γου­στος, το είχα­νε ως έθι­μο, ξεκι­νώ­ντας από μας, να κατε­βαί­νου­νε στη Μπού­κα, στην παρα­λία, παίρ­νο­ντάς με και μένα μαζί τους ως συνο­δό, για ασφά­λεια! Εκεί, αφού πρώ­τα εσταυ­ρο­κο­πιό­ντα­νε με γονυ­κλι­σί­ες κι ανά­βα­νε το καντή­λι στο εκκλη­σά­κι του Άγιου Κων­στα­ντί­νου και της Ελέ­νης, ξαμο­λιό­μα­σταν όλοι μαζί εις την αμμου­δέ­ρα για να μαζέ­ψου­με τα θαλασ­σι­νά τα σαλι­γκα­ρά­κια. Οι κοπέ­λες αρμέ­γο­ντας με τις παλά­μες τους τα σφερ­δού­κλια κι εγώ κρα­τώ­ντας το καλά­θι που τ’ απι­θώ­να­με. Κι απο­ρώ ακό­μα για το πώς ζού­σα­νε και μεγα­λώ­να­νε τόσα πολ­λά μαζί κολ­λη­μέ­να εις τις βερ­γού­λες τους.

Με το γυρι­σμό τους δεν επα­ρα­λεί­πα­νε να κου­βα­λά­νε κι ένα λαγή­νι με το θαλασ­σι­νό το νερό για να βγαί­νου­νε εις το βρά­σι­μο νοστιμότερα.

Αυτά τα σαλι­γκα­ρά­κια που μοιά­ζου­νε σχε­δόν με στρα­γά­λια, δεν τα έχω συνα­ντή­σει σε άλλο μέρος. Εμείς στο σπί­τι μας δύσκο­λα τα εδο­κι­μά­ζα­με, προ­τι­μώ­ντας τις ελιές και τα λού­πι­να. Όμως οι Νησιώ­τες οι ντό­πιοι, δεν είχα­νε άλλο καλύ­τε­ρο μεζέ ως νηστίσιμο.

Τα βάνα­νε μπρο­στά τους σε μια γαβά­θα ή σ’ ένα πανέ­ρι και τότε πια όλοι τους, με μια καρ­φί­τσα ή ένα αγκά­θι στο χέρι, τα ξαντε­ρί­ζα­νε ένα, ένα, που για να γιο­μί­ζουν το στό­μα τους τα δέκα δεν τους εφτά­να­νε. Με πολύ σβελ­το­σύ­νη παρα­βγαί­νο­ντας μετα­ξύ τους.

Αν ήθε­λε πάλι και τους τα μοί­ρα­ζε η νοι­κο­κυ­ρά, στον καθέ­να το κυπελ­λά­κι που τού­πε­φτε εις το μερ­τι­κό του, τότε το πηγαί­να­νε με το πάσο τους. Και οι πιο μερα­κλή­δες τ’ απι­θώ­να­νε στη σει­ρά όλα μαζί την ανα­λο­γία τους, στο πια­τά­κι τους. Επρο­σθέ­τα­νε με την ησυ­χία τους από λίγο λεμό­νι με λαδο­ρί­γα­νη κι ευχα­ρι­στιό­ντα­νε το ρακί τους ή την ρετσί­να τους. Γλεί­φο­ντας τα χεί­λια τους και τα δάκτυ­λά τους.

Η Ελέ­νη, εξόν από τη Στέλ­λα, είχε αργό­τε­ρα εις την προ­στα­σία της και την Ανί­κα του μπαρ­μπά Μητσά­κου με τα φυντά­νια. Πιο μικρό­τε­ρή τους αυτή, αλλά το ίδιο υπά­κουη στους κανό­νες της εκκλη­σί­ας μας που της δίδα­σκε. Που όπως πιστεύω δεν θα ήτα­νε και άσχε­τη μ’ αυτό η κατά­λή­ξη της Ελέ­νης στο άσυ­λο. Από τον όρκο που είχε δώσει από παι­δά­κι στη θεο­μή­το­ρα να παρα­μεί­νει ανα­μάρ­τη­τη στη ζωή της.

Το αντί­θε­το από την Ανί­κα που αυτή, αφού αρά­δια­σε δέκα ή έντε­κα παι­διά και άσπρι­σε με της μετά­νοιες και τα ευχέ­λαια, στο τέλος, κοντά στα εξή­ντα της επα­ρά­τη­σε τον Παπαν­δρέ­ου θρη­σκευό­με­νο εις την Τήνο για να βρε­θεί δίπλα στον Αϊν­στάιν στο «κάτι μπο­ρεί να υπάρ­χει»! Ένα πράγ­μα που σας το ξανα­λέω επει­δή μου είχε κάμει μεγά­λη εντύπωση.

Τέλος πάντων, όλη η φαμε­λιά του Σωτή­ρη, λίγο πολύ θρη­σκευό­τα­νε. Ακό­μα κι ο Δημή­τρης που αυτου­νού δεν του ταί­ρια­ζε. Αφού από τα δεκα­τρία του που τόνε θυμά­μαι και χαρ­τό­παι­ζε και εφού­μερ­νε. Χώρια οι εργο­λα­βί­ες του με την Γκα­σά­μη τη Βού­λα που το θεω­ρού­σα­με αμάρ­τη­μα ασυγ­χώ­ρε­το. Κάτι που θα το ξανα­κού­σα­τε βέβαια.

Ο Σωτή­ρης απ’ όσο θυμά­μαι, ήτα­νε σ’ αυτά τελεί­ως αμέ­το­χος. Όπως και οι φίλοι του, βέβαια, που εμείς τους εβλέ­πα­με ως άθε­ους καθώς δεν επη­γαί­να­νε εις το κατη­χη­τι­κό, ούτε εκκλη­σια­ζό­ντα­νε εύκο­λα με την θέλη­ση τους. Με εξαί­ρε­ση τα ξωκλή­σια αλλά μονά­χα για τα σκα­σιαρ­χεία τους και την πόκα τους.

 

Στο εκκλη­σά­κι, την Αγία Παρα­σκευή, συνε­χι­ζό­ντα­νε και στις μέρες μας οι βόλ­τες που τις είχα­με κλη­ρο­νο­μή­σει, από τους παλαιό­τε­ρους. Το Γιωρ­γού­λα, το Μπου­ρε­λιά, τους δυό Σωτη­ρά­δες και τις παρέ­ες τους.

Είτε για το τσι­γα­ρά­κι και την πρε­φού­λα μας, είτε για τους προ­ε­κλο­γι­κούς λόγους που εβγά­ζα­νε εκεί οι «υπο­ψή­φιοι Δήμαρ­χοι» του Νησιού και οι «βου­λευ­τές» του που σ’ αυτά επρω­τεύ­α­νε ένας Ζαχα­ρό­γιαν­νης απ’ το Μαυ­ρο­μά­τι και κάποιος λεγό­με­νος Κακα­βάς από το χωριό Πιπε­ρί­τσα. Αυτόί ως τάχα με τους «επι­τε­λείς» τους στο προ­αύ­λιο και μεις ως «ψηφο­φό­ροι» κάτω από τα σκα­λιά, εις τη Δημο­σιά. Έτοι­μοι με τα «Ζήτω» και τα χειροκροτήματα.

Η σει­ρά η δική μου, εις το πλά­τω­μα και τον ίσκιο που μας εδιά­θε­τε η χάρη της, παρου­σιά­σα­με και το σπα­ρα­ξι­κάρ­διο δρά­μα «Έρως και Θάνα­τος», του Βασί­λη του Κολο­βού όπου επέ­φτα­νε στη σκη­νή εφτά αυτό­χει­ρες. Οι δύο ερω­τευ­μέ­νοι και τα δύο ζεύ­γη τα συμπε­θέ­ρια, μαζί με τις τύψεις τους που δεν έστερ­ξαν στο γάμο των παι­διών τους. Δηλα­δή έξη άτο­μα και το όλον εφτά, μαζί με τον υπο­βο­λέα τον ξάδερ­φό μου τον Μάκ που δεν άντε­χε αυτό το φρι­χτό θέα­μα. Ως τάχα βυθί­ζο­ντας στην καρ­διά του ένα σου­γιά Κολο­κο­τρω­νέι­κο. Απαγ­γέλ­λο­ντας ταυ­τό­χρο­να μερι­κούς στί­χους, από τους καλύ­τε­ρους που εκυ­κλο­φό­ρη­σαν τότε­νες στο Νησί, αφού ήσα­ντε και δικοί μου. Όπως  όλ’ αυτά τα έχω απο­θα­να­τί­σει εις το βιβλίο μου «Ακα­δη­μία Μεσ­σή­νης» όπου παρου­σιά­ζω ξεμέ­θυ­στη και όχι μεθυ­σμέ­νη την πολι­τεία μας.

 

Τη μεγα­λύ­τε­ρη νίλα ως μαθη­τές, την εκά­να­με στο μπάρ­μπα Λιά το Για­ούρ­τη, ένα σκέ­το νευ­ρό­σπα­στο, παλιό νωμα­τάρ­χη που κι αυτου­νού το τρα­βού­σε πολύ το πεί­ραγ­μα ο οργα­νι­σμός του… Περι­φε­ρό­με­νος εις την αγο­ρά με το μαθη­τό­κο­σμο γύρω του, εις το όσο δεν μας έφτα­νε η μαγκού­ρα του. Όπου, καμιά φορά, την εξε­κί­να­γαν την καζού­ρα οι μεγα­λύ­τε­ροι από τους Νησιώ­τες, αλλά όταν έβλε­παν πιά ότι το κακό παρα­γι­νό­τα­νε κατα­λή­γα­νε να πηγαί­νου­νε με το μέρος του. Παρα­κι­νώ­ντας μας είτε με το καλό είτε με το άγριο να το σκορπίσουμε.

Αυτό που το επε­δί­ω­κε εξαρ­χής  ο Σωτή­ρης με την παρέα του και ανέ­βα­ζε εις το έπα­κρο τη συμπά­θεια του Δου­βί­κα και του πατέ­ρα μου. Για­τί δεν το ξέρα­νε βέβαια πως αυτό εγι­νό­τα­νε και για το χατί­ρι του γιού του του Πέτρου που ήσα­ντε φίλοι του και συμ­μα­θη­τές του. Η΄ μπο­ρεί και συγ­γε­νή­δες με το Σωτή­ρη απ’ τη μητέ­ρα του.

-  Να το χαί­ρε­ται η μάνα που τόχει αυτό το παι­δί είπε μια φορά ο Θωμό­που­λος ο Γιώρ­γης, ο γεί­το­νάς μας, βλέ­πο­ντας το Σωτή­ρη αμέ­το­χο στο χαβα­λέ που γινό­τα­νε σε βάρος του μπάρ­μπα Λιά του Γιαούρτη.

- Είναι ο μεγά­λος της Όλγας της Πατσα­τζί­νας, του απά­ντη­σε πρό­θυ­μα ο Μπο­λιά­ρης ο Γιώρ­γης που ήξε­ρε καλύ­τε­ρα τη φαμί­λια τους. Κου­νώ­ντας και το κεφά­λι του για την ορφά­νια και για τη φτώ­χεια της. Που, βέβαια, ούτε κι αυτός ήτα­νε σε καλύ­τε­ρη μοίρα.

Και συντα­χτή­κα­νε όλοι με τα λόγια και την συμπά­θεια του Μπο­λιά­ρη εις το Σωτή­ρη. Επει­δή όλοι τους το ξέρα­νε ως ένα καλό­τρο­πο παι­δί που εξόν από το χαρ­τά­κι και το ποδό­σφαι­ρο δεν είχα­νε τίπο­τα άλλο να του προ­σά­ψου­νε. Επει­δή τα λεγό­με­να για τις που­λα­κί­δες που εκα­ρυ­δώ­να­νε για τον Κορω­νιό, τον άρρω­στο φίλο τους, δεν τα εβρί­σκα­νε και τόσο κολάσιμα.

Ο πατέ­ρας μου, μπο­ρεί και να μην τα συμ­με­ρι­ζό­τα­νε όλα αυτά, όμως δεν τον κακο­λό­γη­σε ποτέ του αυτό το νέο. Ούτε και για τα στρα­βά του που θάβλε­πε. Επει­δή το κατα­λά­βαι­νε κιό­λας πως δεν εται­ρί­α­ζα­με μαζί και στα χρό­νια για να έμπαι­να στην παρέα τους και να εκα­τά­λη­γα εύκο­λος στο σκα­σιαρ­χείο και επί­ορ­κος στον παι­δο­νό­μο και τους δασκά­λους μου. Ίσως κι από το λόγο που ήτα­νε άρι­στος εις την «έκθε­ση ιδε­ών» όπως τους το δια­βε­βαί­ω­νε αυτό, ο ειδή­μο­νας, ο Δου­βί­κας ο Παναγιώτης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο