Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (7o): Η γνωριμία μου με τους «Βουρκόλους»

του Δημή­τρη Κανελλόπουλου //

Η γνω­ρι­μία μου με τον γαμπρό τους τον Ζέπο. Με την μοχθη­ρία και την κακία των Νησιω­τών που γι΄αυτό μας έχουν κολ­λή­σει το παρα­τσού­κλι «Βουρ­κό­λοι».

Οι Πατσα­τζέ­οι είχα­νε και μια μεγα­λύ­τε­ρη αδερ­φή, την Καλ­λιό­πη που την εθυ­μό­μου­να μονα­χά με την φαντα­σία μου. Επει­δή την είχα ιδεί δυό, τρεις, φορές όλες κι όλες, αλλά ως παι­δί μικρό του Δημο­τι­κού κι από πριν να μπαι­νο­βγαί­νω τόσο συχνά, πυκνά εις το σπί­τι τους.

Τήνε φέρ­νω πάντο­τε εις το νου μου μελαγ­χο­λι­κή εις το βλέμ­μα και μιά κοπέ­λα στε­γνή και λεπτή αλλά ψηλό­σω­μη και πολύ όμορ­φη. Που θα ήτα­νε κιό­λας για­τί την ερω­τεύ­τη­κε ο Πανα­γιώ­της ο Ζέπος, φοι­τη­τής εις την Νομι­κή και δημό­σιος υπάλ­λη­λος, αστυ­νο­μι­κός που υπη­ρε­τού­σε «εις τας Αθή­νας». Και την εστε­φά­νω­σε, άρον άρον, και για έναν πρό­σθε­το λόγο που του έτυ­χε του καη­μέ­νου αλλά που, όπως και του λόγου μου, έτσι και εσείς θα τον μάθε­τε με μια μικρή καθυστέρηση.

Κι όχι βέβαια ότι θα ανε­χό­τα­νε και η Θεία Όλγα τις «εργο­λα­βί­ες», είτε «να δώσου­με ένα λόγο ώσπου να πάρει το παι­δί το χαρ­τί του»και κάτι τέτοια «νησιώ­τι­κα» που θα της προ­τεί­να­νε οι δικοί του που ήσα­ντε ευκα­τά­στα­τοι και γεροί χτη­μα­τί­ες. Και όπως ενό­μι­ζα θα είχα­νε ανοί­ξει στον γιό τους τον τρω­ι­κό πόλε­μο, ένας μέλ­λο­ντας δικη­γό­ρος αυτός και να έπαιρ­νε μια «ξεβρά­κω­τη».

Επει­δή, ξέρα­με το τι εγι­νό­τα­νε και το τι γίνε­ται ακό­μα στα μέρη μας με τα σόγια και με τις προί­κες. Και αυτή θα ήτα­νε, όπως πίστευα, και η αιτία που στο σπί­τι τους ή στο τρα­πέ­ζι τους δεν ανα­φέ­ρα­νε τίπο­τα για την Καλ­λιό­πη και το γαμπρό τους ή τους Ζεπέ­ους. Απο­φεύ­γο­ντας, καθώς έβλε­πα, να περ­νά­νε από τους συμπε­θέ­ρους τους όπως τους το πρό­στα­ζε αυτό η μεγά­λη τους περη­φά­νια. Τόσο που ο Δημή­τρης, άλλα­ζε δρό­μο βλέ­πο­ντας από μακριά τον υπο­ψή­φιο γαμπρό του. Δασκα­λε­μέ­νος από τη μάνα του, βέβαια, για να μην τον έφερ­νε τον άνθρω­πο σε δύσκο­λή θέση με τους δικούς του. Του­λά­χι­στο, έτσι τα εσκε­φτό­μου­να τότε, επη­ρε­α­σμέ­νος από τα λεγό­με­να στο Νησί που αυτά εται­ριά­ζα­νε με τα ήθη μας και τα έθι­μά μας. Το ίδιο, όπως ψιθυ­ρι­ζό­τα­νε και αργό­τε­ρα ότι, τάχα, μονά­χα στα κρυ­φά επη­γαί­να­νε από μιά, δυό φορές την εβδο­μά­δα στη για­γιά τους τα δύο πρώ­τα της εγγο­νά­κια. Επει­δή σχε­τι­κά με την Καλ­λιό­πη, ο λόγος εδώ γίνε­ται για την περί­ο­δο από πριν το ’34 για­τί στο μετέ­πει­τα διά­στη­μα που έλει­πε και ο Σωτή­ρης είναι ζήτη­μα αν είδα καμιά φορά αυτή την κοπέ­λα στο πατρι­κό της.

 

Τον Πανα­γιώ­τη τον Ζέπο, στο λίγο που εμφα­νι­ζό­τα­νε στο Νησί μόνο «εξ όψε­ως» τον εγνώ­ρι­ζα και τόνε θυμάμαι.

Μέτριος στο ανά­στη­μα αλλά όμορ­φος άντρας με όλα τα δεσί­μα­τά του σωστά, πάντο­τε κοστου­μα­ρι­σμέ­νος και τις Κυρια­κές με γρα­βά­τα. Δύσκο­λος, όπως έδει­χνε, στις παρέ­ες του, σιγα­νο­μί­λη­τος και ήμε­ρος στην περ­πα­τη­σιά του και στις κου­βέ­ντες του. Λιγά­κι μονό­χτω­τος και πιο βαρύς από το συνηθισμένο.

Ωστό­σο, την καλύ­τε­ρη γνω­ρι­μία μαζί του προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε να μου την κάνει ο ξάδερ­φός μου ο Μάκ. Πολύ αργό­τε­ρα στα μέσα του Γυμνα­σί­ου, καλο­καί­ρι με φθι­νό­πω­ρο του ’35 όπως νομί­ζω, στην Κάτω Πλα­τεία, περι­μέ­νο­ντας οι δυό μας να αδειά­σει ο τόπος από γνω­στούς για να του αγό­ρα­ζα «χον­δρι­κώς» από το περί­πτε­ρο του Δια­μα­ντά­κου τα δυό τσι­γά­ρα τα χύμα που ανα­λο­γού­σα­νε εις τους παρά­δες που διάθετα.

Εστε­κό­μα­σταν δίπλα εις την βρυ­σού­λα που υπήρ­χε τότε σ’ αυτό το μέρος, ότι τάχα εξε­δι­ψού­σα­με τρο­μπά­ρο­ντας πότε ο ένας πότε ο άλλος μας, όταν παρου­σιά­στη­κε απέ­να­ντι μας ο Πανα­γιώ­της ο Ζέπος. Προ­σπερ­νώ­ντας το μαγε­ριό του Ηλιό­που­λου, ανη­φο­ρί­ζο­ντας τον δρό­μο για τα Τσερπέϊκα.

- Ο Πανα­γιώ­της ο Ζέπος, μου εψι­θύ­ρι­σε, τρα­βώ­ντας με από το μανί­κι ο Μάκ, αλλά λιγά­κι πιο δυνα­τού­τσι­κα που εμέ­να όμως μου φάνη­κε πως θα τον είχε ακού­σει ο άνθρω­πος και ντρο­πιά­στη­κα. Όπου, όμως, πριν να προ­λά­βω να ειπώ στον ξάδερ­φό μου τα «χίλια ευχα­ρι­στώ» για τις συστά­σεις που μού ’κανε, αυτός εμά­ζε­ψε όλη του την κακία να μου τον παρου­σιά­σει και ως πιωμένο.

- Βρί­σκε­ται συνέ­χεια με ένα ποτή­ρι ρακί εις το χέρι του, εσυ­μπλή­ρω­σε με πολ­λή κακε­ντρέ­χεια. Όπως σα να είχα­με βάλει πάνω σ’ αυτό στοί­χη­μα τα δυό τσι­γά­ρα και να τα κέρδιζε!

Η αλή­θεια είναι ότι, πονη­ρε­μέ­νος μ’ αυτό που άκου­σα, κατά­λα­βα και το λόγο που εβά­δι­ζε με τα πόδια του ανοι­χτά και ως λίγο σερ­νά­με­να όπως οι σου­ρω­μέ­νοι. Αλλά και πάλι εδί­στα­ζα να το πιστέ­ψω αυτό που δια­τει­νό­τα­νε ο ξάδερ­φος μου. Παρό­τι ακου­γό­τα­νε πολ­λά εις το μετα­ξύ στο Νησί για τον Πανα­γιώ­τη το Ζέπο. Επει­δή είχε παρα­τή­σει από μια και καλή, όπως λέγα­νε, τις σπου­δές του και τη δου­λειά του, παρα­σταί­νο­ντας εις τον κάμπο μας τον αγρό­τη. Που οι περισ­σό­τε­ροι το απο­δί­να­νε αυτό στο αίσθη­μά του και το σεβ­ντά του με τη Καλ­λιό­πη. Κάτι το αδι­καιο­λό­γη­το αφού βρι­σκό­μα­σταν στον και­ρό που αν δεν ήσα­ντε παντρε­μέ­νοι, θα πρέ­πει οι δυό νέοι να ετοι­μα­ζό­ντα­νε για το γάμο τους.

Λίγο αργό­τε­ρα, ερχό­με­νη η Δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, οι Νησιώ­τες εβγά­λα­νε το φου­ντού­κι ότι το Ζέπο θα τόνε διώ­ξα­νε από το Πανε­πι­στή­μιο κι από τη δου­λειά του για τα πολι­τι­κά, ως αρι­στε­ρό, εις αυτό που εκα­τά­λη­γε και η γνώ­μη μου. Επει­δή τους φοι­τη­τές τους ενό­μι­ζα, τότες, όλους επα­να­στά­τες. Παρα­δειγ­μα­τι­ζό­με­νος από το Γρη­γό­ρη τον Αγγε­λό­που­λο και από τον ψηλέα τον γεί­το­να μας τον Κώστα το Σπη­λιώ­που­λο που στο Νησί τους λογα­ρί­α­ζα­με «αγνο­ού­με­νους». Κι εκρα­τού­σα σ’ αυτό την γνώ­μη μου, του­λά­χι­στον μέχρι τελειώ­νο­ντας το ’41, βλέ­πο­ντας και το ζήλο που είχε δεί­ξει ο Πανα­γιώ­της για την Αντίσταση.

Μονά­χα πολύ αργό­τε­ρα, από τον κου­νιά­δο του το Δημή­τρη, έμα­θα πως άλλο ήτα­νε το σαρά­κι που εκα­τά­τρω­γε τότε τους Ζεπέ­ους και κατά πρώ­το λόγο το παλι­κά­ρι τους. Όπως και το Πατσα­τζέϊ­κο, βέβαια, του­λά­χι­στο τις τρεις γυναί­κες. Ή μπο­ρεί και το Σωτή­ρη, ως μεγα­λύ­τε­ρο. Που όλοι τους, και οι δυό φαμε­λιές, εκρα­τή­σα­νε μυστι­κή την πίκρα και το φαρ­μά­κι τους. Όπως άρμο­ζε και στη «Μεθυ­σμέ­νη Πολι­τεία» που ζούσαμε.

Που όλα αυτά, βέβαια, θα τα βρεί­τε κι εσείς κατα­γραμ­μέ­να σ’ ένα άλλο μέρος αυτού του βιβλίου.

Τέλο­σπά­ντων, η φτώ­χεια και η ανέ­χεια δεν ήτα­νε τότε «προ­νό­μιο των ολί­γων» για να λέμε, όπως σήμε­ρα, ότι έφτα­νε στο τόσο ή στο τόσο τα εκα­τό, για να εξε­χώ­ρι­ζες σ’ αυτό τη φαμε­λιά του Σωτή­ρη. Επει­δή σχε­δόν όλες οι οικο­γέ­νειες στο ίδιο καζά­νι εβρά­ζα­με. Κι ίσως γι’ αυτό κιό­λας, όλα τα σπί­τια εβά­ζα­με ως στό­χο του­λά­χι­στο να ετε­λεί­ω­νε κάποιο αρσε­νι­κό τους παι­δί το Γυμνά­σιο. Ελπί­ζο­ντας με κανέ­να διο­ρι­σμό του εις το Δημό­σιο, να εγλύ­τω­νε το ίδιο απ’ αυτή τη σκυ­λο­ζωή και να βοη­θού­σε εις ότι δυνό­τα­νε, τις αδερ­φά­δες και τα μικρό­τε­ρα αδέρ­φια του.

Μάλι­στα εκυ­κλο­φο­ρού­σε στα μέρη μας κι ένα ανέκ­δο­το, ότι οι πολι­τευ­τές μας σημειώ­να­νε στο τεφτέ­ρι τους τα ονό­μα­τα των παι­διών μας κι αντίς άλλο ρου­σφέ­τι ρωτού­σαν τους πατε­ρά­δες μας πότε λόγου χάρη, θα ετε­λεί­ω­νε το σχο­λείο του ο Δημη­τρά­κης ή ο Σωτή­ρης ας πού­με, για να του ετοι­μά­ζα­νε το διο­ρι­σμό του στο Κρά­τος. Ή, πότε, έστω, θα «περ­νού­σα­νε το περιο­δεύ­ον» για να προ­λα­βαί­να­νε να τους διο­ρί­ζα­νε χωρο­φύ­λα­κες. Ένα πράγ­μα που όχι μονά­χα το επρό­λα­βα και ο ίδιος αλλά το επλή­ρω­σα κιόλας.

Στο μερο­κά­μα­το, απ’ όσο θυμά­μαι, έβγαι­νε και η θεία Όλγα, όταν το έβρι­σκε. Επει­δή ούτε ο Κρέ­πα­πας ούτε ο Παπα­δό­που­λος και οι Γαλα­νά­κη­δες την εμπι­στευό­ντα­νε στα χωρά­φια τους, όπως την εβλέ­πα­νε κακο­ζά­κα­νη, πετσί και κόκα­λο που ούτε οι βδέλ­λες δεν θα την κατα­δέ­χο­νταν. Πολύ φαρ­μα­κω­μέ­νη, ως αμά­θη­τη από δυστυ­χία στο πατρι­κό της. Κόρη μαμής με το όνο­μα κι από οικο­γέ­νεια ευκατάστατη.

Όμως αυτή δεν έμε­νε άπρα­γη με το φιλό­τι­μο και την αξιο­πρέ­πεια που εδιά­θε­τε. Και ξωμα­χού­σε στα χτή­μα­τα και στα περι­βό­λια. Έστω και ως μαζώ­χτρα, όπως το βλέ­πα­με από τα φρού­τα και τα λαχα­νι­κά που κου­βα­λού­σε στο σπι­τι­κό της, γυρ­νώ­ντας με γεμά­τη την μπό­λια ή το καλά­θι της.

Αλλά το βάρος στη φαμε­λιά τους, όπως θα το σπου­δά­σου­με και σε κανέ­να άλλο μέρος του γρα­φτού μας, το εσή­κω­νε η Ελέ­νη. Χει­μώ­να καλο­καί­ρι μέσα στα βαλ­το­νέ­ρια. Ένα πράγ­μα που περισ­σό­τε­ρο από τον Δημή­τρη το είχε συνει­δη­το­ποι­ή­σει, ο μεγα­λύ­τε­ρος, ο Σωτή­ρης, που μέχρι και τελειώ­νο­ντας έλε­γε το όνο­μα της και δάκρυζε…

 

(Τη φωτο­γρα­φία του Κων­στα­ντί­νου Μάνου τη βρή­κα­με στο διαδίκτυο)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο