Του Δημήτρη Κανελλόπουλου
Πώς εχάθηκε το παντελόνι του Βρακούλια στην Απάνω Πλατεία. Γυρίζοντας ο καημένος στο σπίτι του μοναχά με το σώβρακο.
Στις μισές τάξεις του Γυμνασίου, τις πιο μικρές, που το ποδόσφαιρο εθριάμβευε και στο Νησί με τις ομάδες, τον «Πάμισο» και τον «Αχιλλέα», στα λεγόμενα Απάνω Αλώνια, ούτε και η παρέα τους και φυσικά και οι δυό Σωτηράδες υστερούσανε εις τα σουτ και τις τρίπλες.
Ξυπόλητοι όλοι, επειδή τους ποδεμένους, τους λεγόμενους και «σκοτώστρες», δεν τους επαίζαμε. Κι αυτοί πια, για να μην αδρανούνε εβάνανε ως γκολπόστ τα παπούτσια τους και όσοι τα διαθέτανε, εβγαίνανε και με παντελονάκια εις τις αλάνες ως φίρμες. Σ’ αυτό που δεν υστερούσε και ο άλλος Σωτήρης που λέγαμε, ο αδερφός του Βρακούλια του κανταδόρου. Κάτι που το αποδεχότανε και η μάνα του που τον εκαμάρωνε από το παράθυρό της.
Ώσπου, κάποια φορά, εγύρισε κλαίγοντας εις το σπίτι του για το λόγο πως του είχανε κλέψει το παντελόνι του που ήτανε και το λαμπριάτικο, το καλό του.
Η μάνα του τον επίστεψε, ή μπορεί να καμώθηκε κιόλας εις αυτό, αλλά όχι και ο πατέρας του που όμως κι εκείνος έδειξε πως το δέχτηκε. Και δεν το μάλωσε το παιδί, παρότι κάτι υποψιάστηκε. Είτε γιατί ήξερε να «διαβάζει» το γιό του, είτε γιατί είχε ιδεί τη δυστυχία και τα μπαλώματα που εκουβάλαγε ο συμμαθητής του στα κωλομέρια του. Μάλιστα το επαρηγόρησε το παιδί για τη στενοχώρια του, που τάχα είχε χάσει το παντελόνι του.
- Κρίμα, του είπε, που ελογάριαζα να σου έπαιρνα αυτές τις μέρες ένα καινούριο ρούχο και να το χάριζες το κλεμένο σε κανένα φίλο σου, ακόμα πιο φτωχότερο από μας.
Το παιδί από τη χαρά του επροδόθηκε με τον τρόπο του, ως έτοιμο για να κλάψει καθώς, πρώτα η μάνα του, το πήρε στην αγκαλιά της. Και όπως ο άντρας της έφευγε βιαστικά για να κρύψει τη συγκίνησή που τον έπνιγε, του ψιθύριζε συνέχεια φιλώντας το:
- Μονάχα τουλάχιστο να μας το έλεγες πρώτα πως θα το χάριζες εις το φίλο σου, είτε σε μένανε είτε και στον πατέρα σου, του ψιθύρισε. Μονάχα σ’ εμένανε ή τον πατέρα σου του ξανάπε και το ξεμάκρυνε το παιδί λιγάκι από κοντά της, ακούγοντας που ανεβαίνανε τα δυό άλλα αδέρφια του. Ο Κώστας και ο Νικολάκης ο κανταδόρος. Από φόβο να μην το μαθαίνανε και το εκάνανε στο Νησί βούκινο.
Αυτό το περιστατικό με το παντελόνι, το θυμότανε καλύτερα από μένα η Νίκη η Κακαβά η ποιήτρια, η λεγόμενη και «Γαρίδη». Όμως λέγοντάς το σε μια Νησιώτικη γιορτή, μπροστά σ’ ένα συγγενοπαίδι του Σωτήρη, το είδαμε ότι στραβομουτσούνιασε που μαθαινότανε ότι ένας τόσο μεγάλος λογοτέχνης, ο θείος του, παρουσιαζότανε στον κόσμο πεντάφτωχος. Όπως να ήτανε τάχα ο ίδιος υπαίτιος και οι δικοί του, που είχανε γεννηθεί, ή ξημερωθεί ανεχείς, από το λόγο πως είχε πεθάνει νεότατος ο πατέρας τους. Μένοντας η μάνα τους και τα τέσσερα ορφανά της με μια σύνταξη που κι αυτή τους εβγήκε έξι, εφτά, χρόνια αργότερα. Όπου στο μεταξύ είχανε φάει και την πείνα και την ανέχεια με το κουτάλι. Κάτι, που συνεχίστηκε, και αργότερα, βέβαια.
Αλλά το πώς τελείωσε ανάμεσα στις δυό φαμελιές αυτό το περιστατικό με το παντελόνι, σας το γράφω σε κάποιο άλλο μέρος. Επειδή και η Πασατζίνα δεν ήτανε από τις φτωχές που απλώνανε το χέρι τους εύκολα. Κάτι που το είχε διδάξει πρώτα, πρώτα, εις τα παιδιά της.
Η πρώτη, πρώτη, γνωριμία μου. Όχι με τον ίδιονε αλλά με τη φαμελιά του.
Όχι με το Σωτήρη τον ίδιο, αλλά με την φαμελιά του, είχαμε από δυό μεριές γνωριμίες και σχέσεις. Επειδή κι από πριν ακόμα να σμίξουμε συμμαθητές στο Γυμνάσιο με το Δημήτρη τον αδερφό του, που ήτανε ο ένας λόγος, η μάνα του και οι δυό αδερφές του ήσαντε φιλί – κλειδί με τη θειά μου την Ασπασία και τις τρεις θυγατέρες της, τις ξαδέρφες μου..
Τόσο που αν ήθελε κι έλειπε κάποια τους από την μια φαμελιά, οι δικοί της ξέρανε εύκολα που θα τη βρίσκανε. Εξόν πια κι αν ήσαντε όλες μαζί στου μπάρμπα Μήτσου του Λυμπέρη, του λεγόμενου από μας και «Μητσάκου», γιατί ήτανε πολύ αδύνατος και κοντακιανός. Ένας πανάρετος άνθρωπος που εγύριζε παρέα πάντοτε με το βασταγό του από τόνα παζάρι στο άλλο. Πουλώντας τα «φιντάνια» που ανάσταινε στον κήπο τους η γυναίκα του.
Οι Νησιώτες που δεν εγνωρίζανε τους παλιούς δεσμούς που είχανε οι δικοί του με το σπιτικό του μπάρμπα – Μητσάκου, ενομίζανε πως είχε σ’ αυτό συντείνει ο Σωτήρης, βλέποντας τη μεγάλη φιλία που είχε με το μοναχογιό τους το Στάθη, που χρημάτισε και συμμαθητής του. Ένα πανέμορφο παλικάρι που το εχάσανε από το χτικιό, εικοσιτεσσάρω χρονώ το ’34. Μέσα στη δόξα του. Έχοντας έτσι χάσει κάποιες τάξεις εις το Γυμνάσιο που γι’ αυτό τον έφτασε ο φίλος του.
Και το θυμάμαι αυτό το παιδί όπως σε όνειρο, όχι τόσο χάρη στη μνήμη μου αλλά γιατί ανανέωνα την εικόνα του, από μια μεγάλη φωτογραφία του. Παλιότερα στο Πατσατζέικο και τελευταία στο εξοχικό της Ανίκας της αδερφής του. Στου Χότζα, εκεί, κατηφορίζοντας για τη Μπούκα.
Τώρα, αν με ρωτήσετε, ακόμα και με όρκο, δύσκολα θα μπορέσω να ξεχωρίσω ποιανής φαμελιάς οι γυναίκες εκλάψανε αυτό το παιδί περισσότερο. Όπως το εθυμούντανε όλες τους που, ανεβαίνοντας στα σαράντα ο πυρετός του, βυθιζότανε εις τον κόσμο του, και απάγγελνε στίχους του. Ματώνοντας την καρδιά τους.
Την Ανίκα, που μπήκε κιόλας στην ιστορία μας, την επάντρεψε η μάνα της μ’ ένα Μανιάτη Γιάννη, φίλο τους και της ηλικίας του γιου της, που εσμίγανε εις το σπίτι τους. Και δεν εκακόπεσε, βέβαια, και ο Γιάννης, παίρνοντας μια σκέτη γλύκα και όχι μονάχα χάρη στα νιάτα της. Ανάπηρος του πολέμου, αργότερα αυτός, θρησκόληπτος εις το έπακρο, αλλά που τότε, σ’ αυτό εταιριάζανε.
Όπου για να μην αμαρτάνουνε, λες πως επαίζανε μπάσκετ και μετράγανε τους πόντους που βάνανε, ανεβάσανε σε δίψηφο αριθμό τα παιδιά τους. Που ευτυχώς μεγαλώνοντας, εβγήκανε όλοι τους κουλτουριάρηδες. Μουσικοί, συνθέτες, λογοτέχνες και τέτοια. Ενώ με τον καιρό, καταλαβαίνοντας και η Ανίκα ότι είχε κάμει στο μεταξύ περισσότερες μετάνοιες και προσευχές από όσες οι αμαρτίες της, εκατάληξε εις το «κάτι μπορεί να υπάρχει». Σ’ αυτό που είχε καταλήξει και ο Αϊνστάιν.
Τελοσπάντων, αυτές οι τρεις φαμελιές ήσαντε δεμένες πολύ μεταξύ τους. Ασυνέριστες σ’ όλα και προπαντός στο τραπέζι τους, όπως και στα παιδιά τους που έγιναν ακριβοί φίλοι, όπως εταίριαζε εις την ηλικία τους. Ο Σωτήρης με το Στάθη και ο Δημήτρης με τον ξάδερφό μου το Μακ που και τους δυό, τους καταγράφω καλύτερα στις «Τρεις Εξουσίες», σ’ ένα άλλο βιβλίο μου.
Οι γυναίκες πάλι, όπως το ξαναείπαμε κιόλας, είχανε και το κοινό ότι μανάδες και κόρες ήσαντε όλες θεοφοβούμενες.
(Απόσπασμα από την ανέκδοτη μονογραφία του Δημήτρη Κανελλόπουλου: ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΤΑΤΖΗΣ. Ένας μεγάλος με τη ζωή του κομμένη στα τέσσερα. Μονογραφία).