Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (2o)

Του Δημή­τρη Κανελλόπουλου

Πώς εχά­θη­κε το παντε­λό­νι του Βρα­κού­λια στην Απά­νω Πλα­τεία. Γυρί­ζο­ντας ο καη­μέ­νος στο σπί­τι του μονα­χά με το σώβρακο.

Στις μισές τάξεις του Γυμνα­σί­ου, τις πιο μικρές, που το ποδό­σφαι­ρο εθριάμ­βευε και στο Νησί με τις ομά­δες, τον «Πάμι­σο» και τον «Αχιλ­λέα», στα λεγό­με­να Απά­νω Αλώ­νια, ούτε και η παρέα τους και φυσι­κά και οι δυό Σωτη­ρά­δες υστε­ρού­σα­νε εις τα σουτ και τις τρίπλες.

Ξυπό­λη­τοι όλοι, επει­δή τους ποδε­μέ­νους, τους λεγό­με­νους και «σκο­τώ­στρες», δεν τους επαί­ζα­με. Κι αυτοί πια, για να μην αδρα­νού­νε εβά­να­νε ως γκολ­πόστ τα παπού­τσια τους και όσοι τα δια­θέ­τα­νε, εβγαί­να­νε και με παντε­λο­νά­κια εις τις αλά­νες ως φίρ­μες. Σ’ αυτό που δεν υστε­ρού­σε και ο άλλος Σωτή­ρης που λέγα­με, ο αδερ­φός του Βρα­κού­λια του καντα­δό­ρου. Κάτι που το απο­δε­χό­τα­νε και η μάνα του που τον εκα­μά­ρω­νε από το παρά­θυ­ρό της.

Ώσπου, κάποια φορά, εγύ­ρι­σε κλαί­γο­ντας εις το σπί­τι του για το λόγο πως του είχα­νε κλέ­ψει το παντε­λό­νι του που ήτα­νε και το λαμπριά­τι­κο, το καλό του.

Η μάνα του τον επί­στε­ψε, ή μπο­ρεί να καμώ­θη­κε κιό­λας εις αυτό, αλλά όχι και ο πατέ­ρας του που όμως κι εκεί­νος έδει­ξε πως το δέχτη­κε. Και δεν το μάλω­σε το παι­δί, παρό­τι κάτι υπο­ψιά­στη­κε. Είτε για­τί ήξε­ρε να «δια­βά­ζει» το γιό του, είτε για­τί είχε ιδεί τη δυστυ­χία και τα μπα­λώ­μα­τα που εκου­βά­λα­γε ο συμ­μα­θη­τής του στα κωλο­μέ­ρια του. Μάλι­στα το επα­ρη­γό­ρη­σε το παι­δί για τη στε­νο­χώ­ρια του, που τάχα είχε χάσει το παντε­λό­νι του.

- Κρί­μα, του είπε, που ελο­γά­ρια­ζα να σου έπαιρ­να αυτές τις μέρες ένα και­νού­ριο ρού­χο και να το χάρι­ζες το κλε­μέ­νο σε κανέ­να φίλο σου, ακό­μα πιο φτω­χό­τε­ρο από μας.

Το παι­δί από τη χαρά του επρο­δό­θη­κε με τον τρό­πο του, ως έτοι­μο για να κλά­ψει καθώς, πρώ­τα η μάνα του, το πήρε στην αγκα­λιά της. Και όπως ο άντρας της έφευ­γε βια­στι­κά για να κρύ­ψει τη συγκί­νη­σή που τον έπνι­γε, του ψιθύ­ρι­ζε συνέ­χεια φιλώ­ντας το:

- Μονά­χα του­λά­χι­στο να μας το έλε­γες πρώ­τα πως θα το χάρι­ζες εις το φίλο σου, είτε σε μένα­νε είτε και στον πατέ­ρα σου, του ψιθύ­ρι­σε. Μονά­χα σ’ εμέ­να­νε ή τον πατέ­ρα σου του ξανά­πε και το ξεμά­κρυ­νε το παι­δί λιγά­κι από κοντά της, ακού­γο­ντας που ανε­βαί­να­νε τα δυό άλλα αδέρ­φια του. Ο Κώστας και ο Νικο­λά­κης ο καντα­δό­ρος. Από φόβο να μην το μαθαί­να­νε και το εκά­να­νε στο Νησί βούκινο.

Αυτό το περι­στα­τι­κό με το παντε­λό­νι, το θυμό­τα­νε καλύ­τε­ρα από μένα η Νίκη η Κακα­βά η ποι­ή­τρια, η λεγό­με­νη και «Γαρί­δη». Όμως λέγο­ντάς το σε μια Νησιώ­τι­κη γιορ­τή, μπρο­στά σ’ ένα συγ­γε­νο­παί­δι του Σωτή­ρη, το είδα­με ότι στρα­βο­μου­τσού­νια­σε που μαθαι­νό­τα­νε ότι ένας τόσο μεγά­λος λογο­τέ­χνης, ο θεί­ος του, παρου­σια­ζό­τα­νε στον κόσμο πεντά­φτω­χος. Όπως να ήτα­νε τάχα ο ίδιος υπαί­τιος και οι δικοί του, που είχα­νε γεν­νη­θεί, ή ξημε­ρω­θεί ανε­χείς, από το λόγο πως είχε πεθά­νει νεό­τα­τος ο πατέ­ρας τους. Μένο­ντας η μάνα τους και τα τέσ­σε­ρα ορφα­νά της με μια σύντα­ξη που κι αυτή τους εβγή­κε έξι, εφτά, χρό­νια αργό­τε­ρα. Όπου στο μετα­ξύ είχα­νε φάει και την πεί­να και την ανέ­χεια με το κου­τά­λι. Κάτι, που συνε­χί­στη­κε, και αργό­τε­ρα, βέβαια.

Αλλά το πώς τελεί­ω­σε ανά­με­σα στις δυό φαμε­λιές αυτό το περι­στα­τι­κό με το παντε­λό­νι, σας το γρά­φω σε κάποιο άλλο μέρος. Επει­δή και η Πασα­τζί­να δεν ήτα­νε από τις φτω­χές που απλώ­να­νε το χέρι τους εύκο­λα. Κάτι που το είχε διδά­ξει πρώ­τα, πρώ­τα, εις τα παι­διά της.

Η πρώ­τη, πρώ­τη, γνω­ρι­μία μου. Όχι με τον ίδιο­νε αλλά με τη φαμε­λιά του.

Όχι με το Σωτή­ρη τον ίδιο, αλλά με την φαμε­λιά του, είχα­με από δυό μεριές γνω­ρι­μί­ες και σχέ­σεις. Επει­δή κι από πριν ακό­μα να σμί­ξου­με συμ­μα­θη­τές στο Γυμνά­σιο με το Δημή­τρη τον αδερ­φό του, που ήτα­νε ο ένας λόγος, η μάνα του και οι δυό αδερ­φές του ήσα­ντε φιλί – κλει­δί με τη θειά μου την Ασπα­σία και τις τρεις θυγα­τέ­ρες της, τις ξαδέρ­φες μου..

Τόσο που αν ήθε­λε κι έλει­πε κάποια τους από την μια φαμε­λιά, οι δικοί της ξέρα­νε εύκο­λα που θα τη βρί­σκα­νε. Εξόν πια κι αν ήσα­ντε όλες μαζί στου μπάρ­μπα Μήτσου του Λυμπέ­ρη, του λεγό­με­νου από μας και «Μητσά­κου», για­τί ήτα­νε πολύ αδύ­να­τος και κοντα­κια­νός. Ένας πανά­ρε­τος άνθρω­πος που εγύ­ρι­ζε παρέα πάντο­τε με το βαστα­γό του από τόνα παζά­ρι στο άλλο. Που­λώ­ντας τα «φιντά­νια» που ανά­σται­νε στον κήπο τους η γυναί­κα του.

Οι Νησιώ­τες που δεν εγνω­ρί­ζα­νε τους παλιούς δεσμούς που είχα­νε οι δικοί του με το σπι­τι­κό του μπάρ­μπα – Μητσά­κου, ενο­μί­ζα­νε πως είχε σ’ αυτό συντεί­νει ο Σωτή­ρης, βλέ­πο­ντας τη μεγά­λη φιλία που είχε με το μονα­χο­γιό τους το Στά­θη, που χρη­μά­τι­σε και συμ­μα­θη­τής του. Ένα πανέ­μορ­φο παλι­κά­ρι που το εχά­σα­νε από το χτι­κιό, εικο­σι­τεσ­σά­ρω χρο­νώ το ’34. Μέσα στη δόξα του. Έχο­ντας έτσι χάσει κάποιες τάξεις εις το Γυμνά­σιο που γι’ αυτό τον έφτα­σε ο φίλος του.

Και το θυμά­μαι αυτό το παι­δί όπως σε όνει­ρο, όχι τόσο χάρη στη μνή­μη μου αλλά για­τί ανα­νέ­ω­να την εικό­να του, από μια μεγά­λη φωτο­γρα­φία του. Παλιό­τε­ρα στο Πατσα­τζέι­κο και τελευ­ταία στο εξο­χι­κό της Ανί­κας της αδερ­φής του. Στου Χότζα, εκεί, κατη­φο­ρί­ζο­ντας για τη Μπούκα.

Τώρα, αν με ρωτή­σε­τε, ακό­μα και με όρκο, δύσκο­λα θα μπο­ρέ­σω να ξεχω­ρί­σω ποια­νής φαμε­λιάς οι γυναί­κες εκλά­ψα­νε αυτό το παι­δί περισ­σό­τε­ρο. Όπως το εθυ­μού­ντα­νε όλες τους που, ανε­βαί­νο­ντας στα σαρά­ντα ο πυρε­τός του, βυθι­ζό­τα­νε εις τον κόσμο του, και απάγ­γελ­νε στί­χους του. Ματώ­νο­ντας την καρ­διά τους.

Την Ανί­κα, που μπή­κε κιό­λας στην ιστο­ρία μας, την επά­ντρε­ψε η μάνα της μ’ ένα Μανιά­τη Γιάν­νη, φίλο τους και της ηλι­κί­ας του γιου της, που εσμί­γα­νε εις το σπί­τι τους. Και δεν εκα­κό­πε­σε, βέβαια, και ο Γιάν­νης, παίρ­νο­ντας μια σκέ­τη γλύ­κα και όχι μονά­χα χάρη στα νιά­τα της. Ανά­πη­ρος του πολέ­μου, αργό­τε­ρα αυτός, θρη­σκό­λη­πτος εις το έπα­κρο, αλλά που τότε, σ’ αυτό εταιριάζανε.

Όπου για να μην αμαρ­τά­νου­νε, λες πως επαί­ζα­νε μπά­σκετ και μετρά­γα­νε τους πόντους που βάνα­νε, ανε­βά­σα­νε σε δίψη­φο αριθ­μό τα παι­διά τους. Που ευτυ­χώς μεγα­λώ­νο­ντας, εβγή­κα­νε όλοι τους κουλ­του­ριά­ρη­δες. Μου­σι­κοί, συν­θέ­τες, λογο­τέ­χνες και τέτοια. Ενώ με τον και­ρό, κατα­λα­βαί­νο­ντας και η Ανί­κα ότι είχε κάμει στο μετα­ξύ περισ­σό­τε­ρες μετά­νοιες και προ­σευ­χές από όσες οι αμαρ­τί­ες της, εκα­τά­λη­ξε εις το «κάτι μπο­ρεί να υπάρ­χει». Σ’ αυτό που είχε κατα­λή­ξει και ο Αϊνστάιν.

Τελο­σπά­ντων, αυτές οι τρεις φαμε­λιές ήσα­ντε δεμέ­νες πολύ μετα­ξύ τους. Ασυ­νέ­ρι­στες σ’ όλα και προ­πα­ντός στο τρα­πέ­ζι τους, όπως και στα παι­διά τους που έγι­ναν ακρι­βοί φίλοι, όπως εταί­ρια­ζε εις την ηλι­κία τους. Ο Σωτή­ρης με το Στά­θη και ο Δημή­τρης με τον ξάδερ­φό μου το Μακ που και τους δυό, τους κατα­γρά­φω καλύ­τε­ρα στις «Τρεις Εξου­σί­ες», σ’ ένα άλλο βιβλίο μου.

Οι γυναί­κες πάλι, όπως το ξανα­εί­πα­με κιό­λας, είχα­νε και το κοι­νό ότι μανά­δες και κόρες ήσα­ντε όλες θεοφοβούμενες.

(Από­σπα­σμα από την ανέκ­δο­τη μονο­γρα­φία του Δημή­τρη Κανελ­λό­που­λου: ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΤΑΤΖΗΣ. Ένας μεγά­λος με τη ζωή του κομ­μέ­νη στα τέσ­σε­ρα. Μονογραφία).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο