Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Οι «αναμνήσεις ενός κουρέα» είναι ένα βιβλίο που αναβλύζει λαϊκές μυρωδιές και κυλάει ευχάριστα, όπως οι ιστορίες ενός κουρέα την ώρα που σε έχει στην καρέκλα του και περιποιείται τα μαλλιά –ενίοτε και τα μυαλά σου. Παράλληλα αποτυπώνει τη δυσωδία ενός αστικού κόσμου που παρακμάζει και από την κρεατομηχανή του πολέμου φτάνει στην ανάδειξη του Μουσολίνι και τη σταδιακή επικράτηση του φασισμού.
Ο Τζιοβάνι Τζερμανέτο, κουρέας και στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος, στηλιτεύει με γλαφυρό τρόπο την παπ(αδ)οκρατία, που δεν αποτελεί ελληνικό προνόμιο (όπως κι άλλα πολλά φαινόμενα που περιγράφει το βιβλίο), τις λαϊκές δεισιδαιμονίες και την πνευματική καθυστέρηση και την αυξανόμενη καταστολή, που εντείνεται ευθέως ανάλογα με την ανοησία των αστυνομικών αρχών. Ενδεικτικό για αυτό το τελευταίο είναι ένα σπαρταριστό επεισόδιο όπου οι αστυνομικοί αγνοούν παντελώς τι είναι οι κομμουνιστικοί πυρήνες και νομίζουν ότι κατάφεραν τελικά να τους ανακαλύψουν σε κάτι βαλίτσες που βρήκαν στα γραφεία της οργάνωσης!
Ο συγγραφέας περιγράφει την κατάσταση και τα οργανωτικά βήματα του εργατικού κινήματος της χώρας του στις αρχές του εικοστού αιώνα, και τη δική του μύηση στις γραμμές του ενιαίου ακόμα σοσιαλιστικού κόμματος. Πολύ σύντομα όμως διαφαίνονται οι διαχωριστικές γραμμές, που οδηγούν στη διάσπαση μεταξύ κομμουνιστών και ρεφορμιστών, με συνέπεια ο Τζερμανέτο να ζητάει διευκρινίσεις από ένα γάλλο σύντροφό του, που του συστήνεται ως σοσιαλιστής και να το ρωτάει: «τι είδους σοσιαλιστής;» (ένα ερώτημα άκρως επίκαιρο στις μέρες μας, που η εγχώρια πολιτική σκηνή έχει γεμίσει όψιμους αριστερούς κι αντιμνημονιακούς). Είναι χαρακτηριστικό πως η εφημερίδα του Μουσολίνι (που προέρχεται από τις τάξεις του σοσιαλιστικού κόμματος) πλέκει το εγκώμιο της δεξιάς πτέρυγας για την «υπεύθυνη πατριωτική» στάση της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Μπαρμπαντιράμε (προσωνύμιο του Τζερμανέτο) σχολιάζει κάπου πως το κόμμα είχε κολλήσει στο βούρκο του πολέμου. Οι κερδοσκόποι έμποροι που κάνουν χρυζές μπίζνες κι οι πλούσιοι που μένουν μακριά από μέτωπο είναι οι πιο φλογεροί επεμβατιστές-υποστηρικτές του πολέμου, όπου στέλνονται τα παιδιά του λαού να γίνουν κρέας για τα κανόνια της αστικής τους τάξης. Στο τέλος, οι νικητές και οι αιχμάλωτοι στρατιώτες έχουν την ίδια αξιολύπητη όψη, και δε διαφέρουν ουσιαστικά σε τίποτα, ενωμένοι στην κατάντια τους.
Τα εργοστασιακά συμβούλια καταλαμβάνουν βασικές επιχειρήσεις, η επαρχία αφυπνίζεται από το χρόνιο λήθαργό της και σε όλη τη χώρα επικρατεί επαναστατικός αναβρασμός. Το καρότο των υποσχέσεων και των υποχωρήσεων διαδέχεται προσωρινά (κι εναλλάσσεται με) το μαστίγιο της καταστολής, εκ μέρους της τρομαγμένης αστικής τάξης. Αλλά το σοσιαλιστικό κόμμα δεν έχει σωστό προσανατολισμό, μένοντας πίσω κι από τις ανεβασμένες διαθέσεις των μαζών, που συγκροτούν εργοστασιακά συμβούλια, υψώνουν την κόκκινη σημαία στα εργοστάσια του Τορίνο αλλά δεν έχουν κεντρική εντολή, για να προχωρήσουν πιο πέρα.
Η διάσπαση με τη δεξιά, ρεφορμιστική πτέρυγα το 21’ έρχεται πολύ αργά, όταν έχει ήδη υποχωρήσει η επαναστατική παλίρροια. Η επικράτηση του Μουσολίνι, που θέτει σταδιακά εκτός νόμου τους πολιτικούς του αντιπάλους, έρχεται ως επιστέγασμα της τραγωδίας και της συντριπτικής ήττας του ιταλικού λαϊκού κινήματος.
Η περιγραφή του Τζερμανέτο δε διεισδύει πάντα στο βάθος των φαινομένων (χωρίς να είναι επιφανειακή) ούτε περιέχει βαριές πολιτικές αναλύσεις, που θα αποθαρρύνουν τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Είναι μια ζωντανή, ρέουσα αφήγηση για γεγονότα και πρόσωπα, που θα φανούν πολύ οικεία στο ελληνικό κοινό και θα του δώσουν πολλές αφορμές να νιώσει ταύτιση, αλλά και να προβληματιστεί. Θα βρει κοντολογής ένα κομμάτι από τον εαυτό του κι αυτό ακριβώς είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία σε ένα βιβλίο, όπως σημειώνει στο εισαγωγικό σημείωμα της ιταλικής έκδοσης ο Παλμίρο Τολιάτι.
Υγ: Η ελληνική έκδοση έχει κι αυτή τη δική της ιστορία, καθώς το βιβλίο μεταφράστηκε από τα ρουμανικά από το Γιώργο Κέλα, που ήταν το νεότερο μέλος μιας ομάδας νέων που έκαναν την πρώτη αεροπειρατεία σε ελληνική πτήση, για να οδηγήσουν το αεροπλάνο στη Γιουγκοσλαβία και να πολεμήσουν μετά στις γραμμές του ΔΣΕ –όπως κι έγινε.