Μας παίρνουν τον Κωστή για το στρατοδικείο.
Τα δάχτυλά του
μπερδεύονται και δένονται στους κόμπους.
Δε λέει ακόμα να αποχωριστεί τις δυο κουβέρτες
δεν το αποφάσισε ακόμα
να μας αφήσει τα άχερα.
«Συνηθισμένα πράματα. Μια μεταγωγή.
Όχι, μια δεύτερη ξαδέρφη μου.
Πέστε της πως θυμάμαι. Πάντα θα θυμάμαι».
Ένιωσα τη βέρα στο μεσιανό του δάχτυλο.
Πρώτη φορά μού παίρνανε
τόσο χρυσάφι μέσα από τα χέρια.
12
Κοίτα να πας στην εξαδέρφη του Κωστή
μόνο πρόσεξε μην κλάψεις
όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
που έχουν έτοιμο το δάκρυ
σαν τους σωφέρ το κλάξον
μες την πολυκοσμία
Να κάτσεις να τα πείτε
όπως μιλάνε οι ζωντανοί
να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
μια ντροπή πιο κάτω απ’ τον ώμο
τα μάτια που κοιτάνε
μια τελευταία φορά πιο πάνω απ’ τις στέγες
μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως απ’ τις δέκα που τον ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά οι τρεις
εσείς οι δυο που δεν πιστέψατα ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμενο
στο ντουλάπι δυο λεφτά
κι εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χαρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία
Ο Άρης Αλεξάνδρου (πραγματικό όνομα: Αριστοτέλης Βασιλειάδης, Λένινγκραντ, 24 Νοεμβρίου 1922 — Παρίσι, 2 Ιουλίου 1978) ήταν Έλληνας αντιστασιακός, ποιητής, πεζογράφος, και μεταφραστής έργων κυρίως της ρωσικής λογοτεχνίας.