Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αποκριές, μια από τις χαρακτηριστικότερες λαϊκές γιορτές

Η Απο­κριά είναι μία από τις χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρες λαϊ­κές, αρχαί­ες, παγα­νι­στι­κές εκδη­λώ­σεις που όχι μόνο επέ­ζη­σαν του χρι­στια­νι­κού τυπι­κού, αλλά και εντά­χθη­καν δημιουρ­γι­κά μέσα του. Με τέτοιο μάλι­στα τρό­πο, που η Εκκλη­σία δεν τολ­μά παρά μόνο να «ψελ­λί­ζει» τους γνω­στούς και ανι­στό­ρη­τους αφο­ρι­σμούς της, που δεν αγγί­ζουν φυσι­κά το λαϊ­κό αίσθημα.

«Οι Απο­κριές συν­δέ­ο­νται με τον κύκλο του Πάσχα, που γιορ­τά­ζε­ται, σύμ­φω­να με την από­φα­ση της Α’ Οικου­με­νι­κής Συνό­δου το 325μ.Χ, την πρώ­τη Κυρια­κή μετά την παν­σέ­λη­νο της εαρι­νής ιση­με­ρί­ας. Στα χρό­νια της Α’ Οικου­με­νι­κής Συνό­δου, δηλα­δή τον 4ο αιώ­να μ.Χ., ορί­στη­κε επί­σης μια πέν­θι­μη περί­ο­δος σαρά­ντα ημε­ρών πριν το Πάσχα, η Μεγά­λη Σαρα­κο­στή, η οποία αρχί­ζει με την Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα. Μια μικρό­τε­ρη περί­ο­δος τριών βδο­μά­δων απο­τε­λεί το μετα­βα­τι­κό στά­διο, την προ­ε­τοι­μα­σία, κατά κάποιο τρό­πο, των πιστών για τη Σαρα­κο­στή. Κι αυτή ακρι­βώς είναι η περί­ο­δος των Από­κρεω. Σε αυτήν την περί­ο­δο συγκε­ντρώ­θη­καν, ετά την επι­κρά­τη­ση του Χρι­στια­νι­σμού και την εδραί­ω­σή του τον 4ο αιώ­να, όλα τα ειδω­λο­λα­τρι­κά, τα παγα­νι­στι­κά εκεί­να έθι­μα που τελού­νταν κατά παρά­δο­ση στις χώρες της παλιάς ρωμαϊ­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας στο τέλςο του χει­μώ­να και στην αρχή της άνοι­ξης. Συγκε­ντρώ­θη­καν εδώ αυτά τα έθι­μα, με όριο την Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα, για­τί τότε αρχί­ζει η περί­ο­δος της νηστεί­ας και της προ­σευ­χής, και ο χαρα­κτή­ρας των παγα­νι­στι­κών αυτών εθί­μων, ασφα­λώς δεν έχει σχέ­ση με τη νηστεία και την προ­σευ­χή – το αντί­θε­το μάλιστα.

Τα έθι­μα αυτά έχουν δύο πολύ έντο­να χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Πρώ­τα, μια ερω­τι­κή, σεξουα­λι­κή ελευ­θε­ριό­τη­τα, που εκφρά­ζε­ται με λόγια (όπως είναι λ.χ. το γνω­στό σατι­ρι­κό τρα­γου­δά­κι «πώς το τρί­βουν το πιπέ­ρι») αλλά και με πρά­ξεις (διά­φο­ρα σχή­μα­τα μιμη­τι­κά κ.τ.λ. — όποιος έχει δει τα δρώ­με­να της Καθα­ρής Δευ­τέ­ρας στα Αμπε­λά­κια, θα κατα­λά­βει περί τίνος πρόκειται).

Το δεύ­τε­ρο χαρα­κτη­ρι­στι­κό των εθί­μων αυτών, που γίνο­νται, όπως είπα­με στο τέλος του χει­μώ­να και την αρχή της άνοι­ξης, είναι οι μεταμ­φιέ­σεις. Έχου­με και μεμο­νω­μέ­νες μεταμ­φιέ­σεις, τα καρ­να­βά­λια που λέμε, όπου δια­κρί­νει κανείς διά­φο­ρες επι­δρά­σεις (λ.χ. ο αρλε­κί­νος, η κολο­μπί­να, ο πιε­ρό­τος, μας έρχο­νται κατευ­θεί­αν από την ιτα­λι­κή Comedia dell’ arte). Αλλά δια­κρί­νου­με είσης και­προ­σαρ­μο­γές στην επικαιρότητα (…)

Εκτός όμως από τις ατο­μι­κές αυτές μεταμ­φιέ­σεις, που είναι αστι­κή κυρί­ως συνή­θεια, στα χωριά έχου­με μεταμ­φιέ­σεις συλ­λο­γι­κές: ομά­δες μεταμ­φιε­σμέ­νων που παί­ζουν συγκε­κρι­μέ­νους ρόλους σε ορι­σμέ­να δρώ­με­να. Τα δρώ­με­να αυτά θα μπο­ρού­σε κανείς να τα ονο­μά­σει δρα­μα­τι­κές παραστάσεις»

«Οι 12 μήνες Τα λαο­γρα­φι­κά», Άλκη Κυρια­κί­δου — Νέστορος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο