Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αποχαιρετισμός, Γιάννη Ρίτσου

Το 1957 σκο­τώ­θη­κε ο κύπριος υπαρ­χη­γός της ΕΟΚΑ, Γρη­γό­ρης Αυξε­ντί­ου, ήρω­ας του ελλη­νο­κυ­πρια­κού αγώ­να κατά των Άγγλων. Πολέ­μη­σε μόνος του ενα­ντί­ον 60 Άγγλων και προ­τί­μη­σε να πεθά­νει μέσα σε μια σπη­λιά της περιο­χής Μαχαι­ρά Πάφου, παρά να παρα­δο­θεί. Οι Άγγλοι τον έκα­ψαν ζωντα­νό. Ήταν μόνο 29 ετών. Προς τιμήν του ο Γιάν­νης Ρίτσος έγρα­ψε το ποί­η­μα «Απο­χαι­ρε­τι­σμός».

***

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

(Ο Γρη­γό­ρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ  απο­κλει­σμέ­νος στη σπη­λιά της Μονής Μαχαιρά) 

Τέλειω­σαν πια τα ψέμα­τα – δικά μας και ξένα

Η φωτιά η παντά­νασ­σα πλη­σιά­ζει. Δεν μπο­ρείς πια

Να ξεχω­ρί­σεις αν καί­γε­ται σκοί­νος ή φτέ­ρη ή θυμά­ρι. Η φωτιά πλησιάζει.

Κι  όμως πρέ­πει να προ­φτά­σω να ξεχωρίσω,

Να δω, να υπο­λο­γί­σω, να σκε­φτώ – ( για ποιόν; Για μένα;

Για τους άλλους; ) Πρέπει.

Μου χρειά­ζε­ται πριν απ’ το θάνα­τό μου μια ύστα­τη γνώ­ση, η γνώ­ση του θανά­του μου, για να μπο­ρέ­σω να πεθάνω.

Οι  άλλοι τέσ­σε­ρις έφυ­γαν. Στο καλό. Τι ησυ­χία – σα νάναι εδώ να γεν­νη­θεί ένα παι­δί  ή να πεθά­νει ένας μάρ­τυ­ρας, και περι­μέ­νεις ν’ ακου­στεί μια πελώ­ρια  κραυ­γή ( του παι­διού ή του Θεού ), μια κραυ­γή πιο τρα­νή απ’ τη σιωπή

Που θα ρίξει τα τεί­χη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπο­ρέ­σεις να θυμη­θείς, να μαντέ­ψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μια άχρο­νη στιγ­μή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

Μαρ­μα­ρω­μέ­νη ησυ­χία, – μ’ όλο που  ακούγονται

Οι ντου­φε­κιές κ’ οι φωνές – πόσο ξένα, δεν ακού­γο­νται, χαράζονται

Στε­γνά σα σύρ­μα­τα κομ­μέ­να ή σα νερά που κρυ­στάλ­λω­σαν πριν πέσουν

Και μένουν σ’ έναν ξένο χώρο, στα­μα­τη­μέ­να κ’ αιχμηρά.

Τι ησυ­χία, -

Μ’ όλο που ακού­γε­ται η έλευ­ση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω. -

Πίσω  και πλάι και πάνω, το φράγ­μα της πέτρας, μπρο­στά ένας μικρός ή ο ατε­λεί­ω­τος θάνα­τος, στη μέση

( στη μέση ; ) εγώ. – Τι είναι ένας άνθρω­πος κλει­σμέ­νος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος :

Ένας τμη­μα­τι­κός θάνα­τος ; Πρέ­πει να τον γνωρίσω.

Δεν προ­φταί­νω.

Ίσως και να μπο­ρού­σα να γλυ­τώ­σω. Ίσως μπορούσα

ν’ αντέ­ξω την κατα­φρό­νια ή την συγ­γνώ­μη ή την λησμο­νιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπο­ρού­σα να λησμο­νή­σω το φως που ονει­ρευ­τή­κα­με μαζί ; κεί­νο το μέγα καρ­διο­χτύ­πι της σημαί­ας μας ; Θα μπο­ρού­σα να βολευ­τώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυ­ρω­μέ­να τα χέρια γύρω στα σταυ­ρω­μέ­να γόνατα

σα μνη­σί­κα­κη, μεμ­ψί­μοι­ρη ή αμέ­το­χη αράχνη

που πλέ­κει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της ;

Ίσως  μπο­ρού­σε, κ’ έτσι ακό­μη, νάταν όμορφα -

Μια πετα­λού­δα παρα­πλα­νη­μέ­νη ίσως θαρ­χό­ταν κάπο­τε να καθί­σει στα κάγκε­λα του παραθύρου

Παί­ζο­ντας αόρι­στα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυ­μη, λεπτή σημαιού­λα της,

Μια γραμ­μή φως ίσως περ­νού­σε απ’ τη χαρα­μα­τιά της πόρ­τας σαν το μικρό δαχτυ­λά­κι μιας φίλης

Που τρα­βά­ει επι­τι­μη­τι­κά μια γραμ­μή στη σκό­νη του τρα­πε­ζιού σου με τα τεφτέ­ρια σου.

Η φωνή ενός παι­διού – δε μπο­ρεί – θ’ ακου­γό­ταν στα χωρά­φια ένα από­γευ­μα κ’ η ματιά μιας γυναί­κας που ονει­ρεύ­ε­ται χαμο­γε­λώ­ντας – η ματιά της, χαμέ­νη στο βρά­δυ, θα σ’ άγγιζε,

Η ματιά μιας γυναί­κας που δε σ’ είδε και την είδες.

Ίσως  και νάταν καλά. Ένας γλό­μπος που  θ’ άνα­βε νωρίς  μπρο­στά στην καγκε­λό­πορ­τα της φυλα­κής σου

μες στο ρόδι­νο ανοι­ξιά­τι­κο δεί­λι, θάταν ίσως

τού­τος ο γλό­μπος η απα­λή καμπύ­λη ολό­κλη­ρης ακρο­για­λιάς, θα μαζεύ­ο­νταν πάνω του τα έντομα

σαν τα μικρά καΐ­κια σ’ ένα λιμα­νά­κι του νησιού μας.

Παντού  μπο­ρείς να ταξι­δέ­ψεις κι ασάλευτος.

Μονά­χα η τελευ­ταία ακι­νη­σία : ατα­ξί­δευ­τη. Δε μπό­ρε­σα να φύγω.

Δε χωρού­σα. Ήταν η έξο­δος στε­νή. Μού­λει­ψε και το θάρρος

μήπως και δε μπο­ρέ­σω να πεθά­νω. Συχω­ρά­τε με.

Ίσως οι τέσ­σε­ρις συντρό­φοι μου νάταν πιο δυνα­τοί από μένα – δηλα­δή πιο ειλικρινείς.

Εγώ ήμουν αδύ­να­μος : Ντράπηκα.

 

Εσείς πηγαί­νε­τε. ( Φύγα­νε.) Δε σας κρα­τώ. ( Φύγα­νε κιό­λας. ) Στο καλό.

Η φωτιά πλη­σιά­ζει. Συχω­ρά­τε με, φίλοι που δεν μπό­ρε­σα να σας ακο­λου­θή­σω, που σας άφη­σα μόνους σε τού­τη την έξο­δο. Είναι η πρώ­τη φορά. Δε μπο­ρού­σα. Συγ­χω­ρέ­στε με.

Κι  όμως, το νιώ­θω ακό­μη, θα μπο­ρού­σα να ζήσω οπου­δή­πο­τε, στην ερη­μιά σαν κου­ρα­σμέ­νος  πει­σμα­τά­ρης βρά­χος, ξεχα­σμέ­νος, ή ν’ αδι­κιέ­μαι, ν’ αδι­κώ, να βλέ­πω ν’ αδι­κού­νται οι φίλοι μου και να σωπαί­νω, ή σα δαρ­μέ­νος, μαδη­μέ­νος σκύ­λος που κοι­τά­ει καχύ­πο­πτα τη σκιά ενός σπουρ­γι­τιού και τη σκιά του,

Ή (το μελέ­τη­σα κι αυτό) ασκη­τεύ­ο­ντας, να λειά­νω με τις

ρώγες των δαχτύ­λων μου

(μαλα­κω­μέ­νες πια απ’ την αχρη­στία) να λειά­νω μια πέτρα κι ώρες ν’ απο­ξε­χνιέ­μαι κοι­τά­ζο­ντας τις ασά­λευ­τες φλέ­βες της, κι έτσι σκυφτός

να κλαίω αμί­λη­τα απ’ την ευτυ­χία να υπάρχω.

Δε μπό­ρε­σα.

Αν  έβγαι­να παρα­δί­νο­ντας τα κλει­διά μου, μπου­σου­λώ­ντας  με χέρια και με πόδια (κάθε έξο­δος είναι  στε­νή, συντρό­φια μου), αν κινού­σα να παρα­δώ­σω σα σκι­σμέ­νη σημαία την ψυχή μου – Ποια ψυχή μου ;

Δεν πρό­φτα­σα όλη να τη δοκι­μά­σω, να τη γνω­ρί­σω ολό­κλη­ρη. Μου χρειά­ζε­ται τού­τη η στιγ­μή, να μάθω που και τι θα παρα­δώ­σω ή δε θα παρα­δώ­σω. Ξέρω πως θα μπο­ρού­σε νάμαι στη θέση σας, αδέρ­φια μου που φύγα­τε, για­τί ξέρω, όπως κι εσείς, τι θα πει πόνος και φόβος,

μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγά­λο απ’ τον πόνο μου κι απ’ το φόβο σας, όχι μονά­χα το φόβο του κορ­μιού μου, μα και τον φόβο της ψυχής μου, που δεν την ξέρω – ο ίσκιος της κάθε κίνη­σής μου μεγά­λω­νε απέ­ρα­ντα πάνω σ’ έναν τρο­μα­χτι­κά κάτα­σπρο τοίχο,

και κάθε σφυγ­μό μου τον άκου­γα να πέφτει μες στο πάντο­τε γρά­φο­ντας στέ­ρε­ους κ’ υδά­τι­νους κύκλους ατε­λεί­ω­τους. Έτσι με τού­το το φόβο της ψυχής μου γλύ­τω­σα απ’ το φόβο του κορ­μιού μου. Ωστό­σο ξέρω όλο το φόβο, και μπο­ρεί­τε να με πιστέ­ψε­τε, για­τί κανέ­νας μας δεν είναι που να θέλει να πονά­με ή να φοβόμαστε.

Εδώ του­λά­χι­στο, μπο­ρεί­τε να με πιστέψετε.

Εδώ δεν είναι δύσκο­λο ν’ αγα­πη­θού­με. Όλα είναι τόσο δύσκο­λα, κ’ ίσως για τού­το και ν’ αξί­ζουν. Όμως δε θα μπο­ρού­σα να περ­πα­τή­σω με κομ­μέ­να τα γόνα­τα της ψυχής μου. Με του κορ­μιού μου, τα πόδια και τα χέρια κομ­μέ­να, θα το μπο­ρού­σα. Συχω­ρά­τε με. Γεια σας.

 

Έφυ­γαν. Ησυ­χία. Τι μονα­ξιά πυκνο­κα­τοι­κη­μέ­νη. Τα πάντα πυκνά και δια­λυ­μέ­να. Το απέ­ρα­ντο δίχως βάρος μάρ­τυ­ρες. Σε ποιόν να μιλή­σω και για­τί ; Αν είχαν του­λά­χι­στο μείνει. -

Δεν πρέ­πει να βου­λιά­ξω μέσα μου. Ας κρα­τη­θώ  έστω απ’ τη φωνή μου, απ’ τον ήχο του  δικού μου ντου­φε­κιού, να μεί­νει το κεφά­λι μου έξω ή μονα­χά το μέτω­πό μου και  τα μάτια μου. Θέλω να βλέπω.

Θέλω  να φαντα­στώ τα δέντρα, τα παρά­θυ­ρα, τα πράγ­μα­τα, να νιώ­σω τη σπι­τί­σια ζεστα­σιά τους, ν’ αντι­με­τω­πί­σω αυτή τη μεγά­λη παγω­νιά  της φωτιάς που  πλη­σιά­ζει. Μια καρέ­κλα  ακου­μπι­σμέ­νη στη  γωνιά μιας κάμα­ρας  μπο­ρεί και νάναι, λέω, σαν εσω­τε­ρι­κό καμπα­να­ριού, όπου ο ήχος της καμπά­νας στρογ­γυ­λός κατε­βαί­νει γεμί­ζο­ντας με κυρια­κά­τι­κη ησυ­χία το σπί­τι. Δε μπο­ρώ να συνεχίσω.

Μοιά­ζει ανέ­φι­κτη η νίκη δίχως  μάρ­τυ­ρες που να τη διαλαλήσουν.

Θέλω  να φαντα­στώ το πτώ­μα  μου τρι­γυ­ρι­σμέ­νο από κλα­μέ­νους  φίλους και μεσί­στιες σημαί­ες για να μπο­ρέ­σω να παραι­τη­θώ απ’ το σώμα μου. Κανείς τρι­γύ­ρω μου. Μάρ­τυ­ρας μόνος η φωνή μου – κι αυτή πώς να περά­σει τη φωτιά και την πέτρα ;

Πρέ­πει μονά­χος να τα βγά­λω πέρα. Τι ησυ­χία ! – σα μόνι­μη. Ρητή. Το παγού­ρι μου θυμί­ζει πως κιό­λας δε διψώ. Δε θα διψά­σω πια. Κι όμως το γυλιό μου εκεί στο καρ­φί κρέ­με­ται ακό­μη με την έκφρα­ση του πρώ­του άστρου της βρα­διάς πάνω απ’ την παρα­λία της Λεμε­σός την ώρα που τα γκαρ­σό­νια κατα­βρέ­χουν με λαστι­χέ­νιους σωλή­νες το πεζο­δρό­μιο ύστε­ρα από την τρο­με­ρή ζέστη μιας μέρας του Ιού­λη, την ώρα που βγά­ζουν τα πρώ­τα τρα­πε­ζά­κια στην προ­κυ­μαία για τους βρα­δι­νούς πελά­τες, την ώρα που κι ο πιο μικρός θόρυ­βος του πιο μικρού ψαριού, εκεί δίπλα, στα ρηχά, φωνάζει :

” αύριο, αύριο, αύριο”.

Ναι, θα μπο­ρού­σα να ζήσω οπου­δή­πο­τε, στη μονα­ξιά, στη λησμο­νιά, οπου­δή­πο­τε, από­στρα­τος κι ανεύ­θυ­νος, δίχως φθό­νο, να χαί­ρου­μαι τα κατορ­θώ­μα­τα των άλλων, ένδο­ξες πρά­ξεις, που δεν έκα­να εγώ – να κοι­τάω τη δια­δρο­μή ενός αργο­πο­ρη­μέ­νου μερ­μη­γκιού που κου­βα­λά­ει μες στο ολο­πόρ­φυ­ρο λιό­γερ­μα ένα σπυ­ρί καλα­μπό­κι πιο μεγά­λο απ’ το μπόι του και να νιώ­θω όλης της γης το κάλε­σμα και του καλο­και­ριού τη ζέστα με τα πόδια αυτού του μερ­μη­γκιού, κι όλου του κόσμου η ευγνω­μο­σύ­νη αμί­λη­τη να στέ­κει μες στα μάτια μου καθώς θ’ ακούω αιώ­νια κεί­νο το ψαρά­κι να φωνάζει :

“αύριο, αύριο”. Ποιο αύριο σήμερα ;

Τρο­με­ρή παγω­νιά τού­τη η ζέστη. Δεν προ­φταί­νω. Ο αέρας χάνε­ται. Και πρέ­πει να εξα­ντλή­σω την προ­θε­σμία μου. Ν’ αφή­σω και κάποια δια­θή­κη. Τι χρειάζεται ;

Θα την κάψει κι αυτήν η φωτιά. Δε θα την κάψει.

Τι δύσκο­λα, λοι­πόν που τελειώ­νει η ζωή. Και πρέ­πει να προ­λά­βω να ζήσω αυτή την τελευ­ταία μου δυσκο­λία, να την κερ­δί­σω, κ’ ίσως να τη δώσω σα μια χαρά στους άλλους. Πως ; Με τι ; ” Μα πρέπει “.

Τι  πρέ­πει ; Ποιος μιλά­ει ; Τι λέει ; Για­τί ; ” Μα πρέπει “.

Εδώ ούτε καθή­κο­ντα, ούτε ανά­γκες πια. Ποιος προ­στά­ζει; Τι ζητούν από μένα ; και ποιοι ; Κ’ οι φτω­χοί, κ’ οι αδι­κη­μέ­νοι, κ’ η πατρί­δα, κι ο κόσμος, κι ο εαυ­τός μου ; Καθή­κο­ντα κι ανά­γκες. Ναι. Καθή­κο­ντα κι ανάγκες.

Ένα κόκ­κι­νο φως μέσα κ’ έξω. Το αίμα κι ο αγέρας.

Υπάρ­χουν. Υπάρ­χω. Να υπάρξουμε.

Θα υπάρ­ξου­με. Ένα κόκ­κι­νο φως η στιγ­μή μου. Και πρέ­πει να δέσω τις σκέ­ψεις με τα πράγ­μα­τα – να υπάρ­ξουν χερο­πια­στά. Και δεν έχω και­ρό. Και τα πράγ­μα­τα φύγαν. Δεν τα βλέπω.

Οι άπια­στες σκέ­ψεις απο­μέ­νουν μόνο και πρέ­πει αυτές, του­λά­χι­στο, να τις κρα­τή­σω – νάβρω κάποιο τρό­πο να τις δώσω.-

Και τού­το δω το σαλι­γκά­ρι  που ανη­φο­ρά­ει  ανέ­με­λο στην πέτρα, αυτό και το εκκλη­σά­κι  του μαζί, – που  πάει ; Δεν προ­σέ­χει. Να του μιλή­σω ; να του εμπι­στευ­τώ ; Είναι κου­φό. Σα να μην έχει πάρει  δανει­κά από κανέ­ναν, – τρα­βά­ει αυτό και το εκκλη­σά­κι του μαζί. – Πρέ­πει λοι­πόν να προ­φτά­σω ολο­μό­να­χος, – τι να προφτάσω ;

Δεν είναι η πιο κατάλ­λη­λη στιγ­μή για να σκε­φτείς η στιγ­μή του θανά­του, κ’ είναι η μόνη που την έχεις ακέ­ρια, για­τί είναι το τέλος, και δω δε χωρά­νε δια­ψεύ­σεις κι απά­τες – ποιος ο λόγος άλλωστε ;

 

Είμαι 29 μόλις χρο­νώ και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω. Δεν πρό­φτα­σα ακό­μη να σκε­φτώ, μια και δεν πρό­φτα­σα να ζήσω. Μες στη μάχη τι να σκεφτείς ;

Δεν πρό­φτα­σα. Μου χρειά­ζε­ται, του­λά­χι­στο, τού­τη η ολό­κλη­ρη στιγ­μή μου για να ζήσω ολό­κλη­ρος. Θυμάμαι-.

Ήταν  άνοι­ξη τότες. Καθό­μα­σταν άκρη – άκρη στο λιμά­νι της Αμμόχωστος,

Και ξέρω τώρα-δεν τόξε­ρα – τότες – ήταν όμορ­φη η ζωή, ( κ’ είναι, κ’ ίσως πιο όμορ­φη πάντα – όλο πιο όμορ­φη γίνε­ται – τη φτιάχνουμε )

ήταν όμορ­φα τα στά­χυα, τα κίτρα, τ’ αμπέ­λια, τα σπί­τια, οι γυναί­κες, τα καΐκια -

όμορ­φα πού­παι­ζαν οι ανταύ­γειες του νερού στα πλευ­ρά των καρα­βιών – όμορ­φες κ’ οι σκιές των καρα­βιών μες στο νερό. Σκιές γλά­ρων περ­νού­σαν πάνω απ’ την προ­κυ­μαία, πάνω απ’ τα στρογ­γυ­λά τρα­πε­ζά­κια του υπαί­θριου καφε­νεί­ου με τα φλι­τζά­νια του καφέ, κ’ έτσι όπως κου­βε­ντιά­ζα­με, τρεις παλιόφιλοι,

δίχως ν’ ανα­ση­κώ­νου­με καθό­λου το κεφάλι

νιώ­θα­με πως οι γλά­ροι ήταν απά­νω μας και πίνα­με μαζί με τον καφέ κάτι απ’ τη φευ­γα­λέα σκιά των γλάρων,

μια γέψη απλο­χω­ριάς, φιλί­ας κ’ ελευθερίας.

Ε, ναι, είναι όμορ­φη η ζωή, κ’ εγώ ήμουν  όμορφος,

( για­τί ήμουν ; Είμαι. )

Κι όλα μπο­ρού­με να τα φτιά­ξου­με όμορ­φα χέρι με χέρι.

Συχνά τα καλο­καί­ρια μες στην κάψα του μεση­με­ριού – και στο χιό­νι – ένιω­σα να στε­ριώ­νει η ζωή μ’ εμπι­στο­σύ­νη τη σημαία της μες στα σκέ­λια μου,

Κι όταν ακό­μα με κύκλω­νε ο φόβος μ’ όλους τους κυκλώ­πειους ίσκιους του

Κι όταν μου τρά­ντα­ζε τα φυλ­λο­κάρ­δια η σημαία της πατρί­δας που κρα­τού­σα στα χέρια

Καθώς την πλα­τα­γί­ζαν οι νευ­ρώ­δεις άνε­μοι, κεί­νη η άλλη σημαία δεν ξεχνιό­ταν. Ήταν όμορ­φα. Τώρα δε χωρά­ει κάτι τέτοιο. Διά­λε­ξα τη φωτιά.

Η από­φα­σή μου πάρ­θη­κε. Είμαι έτοιμος.

Λέτε  νάναι πιο φαρ­διά η πύλη του θανά­του ; Εδώ τελειώ­νω. Δεν  ξέρω πάρα κάτω.

Τ’ άλλα φτιά­χτε τα, πεί­τε τα, εσείς. Κέρ­δι­σα ακό­μη μια στιγ­μή μεγά­λη σαν ολό­κλη­ρο τον πόνο. Δεν ήξε­ρα πως μια στιγ­μή μπο­ρού­σε νάχει τόση διάρκεια.

Δεν είχα φαντα­στεί πως ο πόνος μπο­ρού­σε να σκέ­φτε­ται. Κι όλα έχου­νε το βαθύ νόη­μά τους και προ­σμέ­νουν να το βρού­με. Κι ο κόσμος θα φτώχαινε

αν έλει­πε ένα χαλι­κά­κι, ένα τζι­τζί­κι, ή κ’ η φωνή του γαλα­τά μες στο χάρα­μα. Τόμαθα.

Μήπως αυτό είναι τάχα κεί­νο που λένε ηρωισμός ;

Και που ωστό­σο δεν τόξε­ρε εκεί­νος που τον έλε­γαν ήρωα; Και μήπως τάχα η σκέ­ψη νικά­ει τη σιω­πή, τη φωτιά και το χρό­νο κι αυτό το λέμε μοίρα ;

Δεν τόξε­ρα. Τόμα­θα. Γεια σας.

 

Αυτή την πιο όμορ­φη στιγ­μή μου σας την αφή­νω, αδέρ­φια. Αυτό είναι το ντου­φέ­κι μου – ολο­καί­νουρ­γιο τ’ όπλο του ανθρώ­που. Και τού­το το ντου­φέ­κι, που μου καί­ει τα χέρια, το αγα­πάω, αυτό το ντου­φέ­κι το δρο­σί­ζω με… —  Δεν είναι κακό να με δεί­τε να κλαίω – είμαι πολύ συγκι­νη­μέ­νος απ’ όλα κι απ’ τον εαυ­τό μου και πιο συγκι­νη­μέ­νος απ’ την ανα­κά­λυ­ψη αυτής της συγκίνησης.

Αν  με γνω­ρί­ζα­τε αυτή τη στιγ­μή θ’ άξι­ζε  και να με αγα­πή­σε­τε, όπως κ’ εγώ σας αγα­πάω χωρίς ταπει­νο­σύ­νη ή περη­φά­νεια. Μα ποιος θα σας μετα­δώ­σει τού­τη τη στιγ­μή ; Δεν τη χωρά­νε τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πρά­ξη, ούτε η σκέ­ψη – είναι μεγά­λη σαν εκεί­νο που λέμε πατρί­δα μεγά­λη σαν αυτό που λέμε γη μεγά­λη σαν όλο τον κόσμο.(Τι αλλιώ­τι­κη που είναι η φωνή μου.) Σαν όταν δου­λεύ­εις, με δικιά σου θέλη­ση, στο χωρα­φά­κι του φτω­χού και δίψα­σες το μεσημέρι

Και παρα­τάς την τσά­πα σου γερ­τή όλο εμπι­στο­σύ­νη στον κορ­μό της μονά­κρι­βης συκιάς

Και σκύ­βεις στο ρυά­κι να πιεις κι αντι­κρί­ζεις στο γάρ­γα­ρο ρυά­κι το πρό­σω­πό σου ωραίο, ξαναμ­μέ­νο απ’ τη δου­λειά, τον αγέ­ρα, τη νιό­τη, τον ήλιο,

Κι απο­θα­μά­ζεις στο νερό τα αστρα­πο­βό­λα μάτια σου,

και τού­το δε σε σταματάει

μα πίνεις το νερό μαζί με τον εαυ­τό σου. Ξεδι­ψάς κι ανα­γέρ­νεις κατό­πι το κεφά­λι στον ουρα­νό σάμπως να ψάχνεις κάποιον νάβρεις στα ψηλά για να του πεις ευχα­ρι­στώ κ’ είναι ο ουρα­νός κ’ η γη μέσα σου

κι όξω απέ­ρα­ντα κι ολό­φω­τα κ’ είναι όλος ο κόσμος

δικός σου και μπο­ρείς να τον δώσεις.

Αυτή  η στιγ­μή είναι  ανε­πα­νά­λη­πτη, για­τί είναι η αιω­νιό­τη­τα, κ’ η αιω­νιό­τη­τα υπάρ­χει και τη δημιουρ­γού­με – δεν επα­να­λαμ­βά­νε­ται σαν κάτι που έρχε­ται και φεύ­γει και ξανάρ­χε­ται. Λοι­πόν μην κλαίτε.

Όμως εμέ­να αφή­στε με να κλά­ψω, για­τί σε λίγο, το μαντεύω, δε θα μπο­ρώ πια να κλά­ψω μες στην ανα­γνώ­ρι­ση της ευτυ­χί­ας πως μπο­ρώ να πεθάνω.

Συχω­ρέ­στε με.

Κι  αλή­θεια, ξέχα­σα να σας  πω το κυριότερo

-που μόλις τώρα τόμαθα-

δεν είναι τόσο δύσκο­λος ο θάνα­τος. Το αντί­θε­το μάλιστα.

Και σας βεβαιώ­νω τώρα με το αίμα μου :

ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυ­χι­σμέ­νος ο Χριστός

όσο την ώρα που το τελευ­ταίο καρ­φί τον άφη­σε ακίνητο,

χωρίς να τον σκοτώσει,

για να κοι­τά­ξει κατά­μα­τα τον ουρα­νό και τη θυσία του,

ποτέ ο Προ­μη­θέ­ας δεν αντί­κρι­σε τόσο γαλή­νια κι ολό­φω­τα τον κόσμο όσο την ώρα που

το ράμ­φος του όρνε­ου βρή­κε τα μάτια του ξέροντας,

τότε μόνο, πως είχε αξιω­θεί να δώσει το φως και τη φωτιά στον άνθρωπο,

κι ακό­μα, ναι, ποτέ τόσο όμορ­φος δεν ήταν ο μικρός

Γρη­γό­ρης Αυξε­ντί­ου 29 χρονών.

 

Λέω τον αριθ­μό των χρό­νων μου και κλαίω ξέροντας

πως θα τον προ­σθέ­σε­τε στη δόξα του έθνους μας

(ας μου συχω­ρε­θεί κι αυτή μου η τελευ­ταία αδυναμία).

Ακούω αυτόν τον αριθ­μό στα χεί­λη σας

και θάθε­λα να τον φιλή­σω πάνω στα χεί­λη σας.

Ήμουν ίσως μικρός για τη δόξα – ίσως μικρός για  μια τέτοια ευτυ­χία. Μια πρά­ξη σωστή  είναι το πήδη­μα του  ανθρώ­που έξω απ’ τη μοναξιά.

Είναι το σφί­ξι­μο χιλιά­δων χεριών κι ο όρκος όλων.

Είμαι έτοι­μος.

Δε  δέχο­μαι, όχι, τη θυσία  για το θάνα­το. Τη δέχομαι

Μονά­χα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δε θα

Απαι­τεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.

 

Ποτέ δε θα μπο­ρού­σα να πιστέ­ψω πως η στενότητα

μιας σπη­λιάς μπο­ρού­σε να έχει τόση ευρυ­χω­ρία, μπο­ρού­σε να χωρέ­σει την πατρί­δα με τις ελιές της,

τ’ ακρο­γιά­λια της, τα βάσα­νά της, με τα καΐ­κια της

μ’ ολά­νοι­χτα πανιά στον αντρί­κιον αγέ­ρα της,

τον κόσμο με τα φλά­μπου­ρά του, τα όνει­ρά του, τις καμπά­νες του, και τα μικρά αγριό­χορ­τα. Ανασαίνω,

μέσα σ’ αυτό το πέτρι­νο τού­νελ που η έξο­δός του

είναι το ίδιο το στό­μιο του ήλιου. Το ξέρω :

από δω, κατευ­θεί­αν, θα περά­σω νεκρός μες στον κόσμο.

Μην κλαί­τε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ,

Πως είναι δυνα­τή η ελευ­θε­ρία. Γεια σας.

Τού­τη την ώρα δεν τρο­μά­ζω τα μικρά ή μεγά­λα λόγια -

Μπο­ρώ να σκου­πί­σω τα μάτια μου στη σημαία μας

Μια και το ξέρω : στην από­λυ­τη στιγ­μή μου

μες απ’ το στό­μιο του θανά­του οι συνα­γω­νι­στές μου

θα παρα­λά­βουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη

τη σημαία του ανέν­δο­του αγώ­να, φλε­γό­με­νη σαν πύρι­νο άλο­γο ικα­νό να δια­σχί­σει το άπει­ρο και το θάνα­το σαν άσβη­στη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων,

φλε­γό­με­νη η σημαία μας σα μέγα αστρα­φτε­ρό δισκο­πό­τη­ρο για την Άγια Μετά­λη­ψη του Κόσμου.

Μπο­ρώ να επαναλάβω :

” Λάβε­τε, φάγε­τε, τού­το εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρη­γό­ρη Αυξεντίου

ενός φτω­χό­παι­δου, 29 χρο­νώ, απ’ το χωριό Λύση,

οδη­γού ταξί το επάγγελμα,

πού­μα­θε στη Μεγά­λη Σχο­λή του Αγώ­να τόσα μόνο γράμ­μα­τα όσα να φτιά­χνουν τη λέξη

” Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α “

και που σήμε­ρα, 2 του Μάρ­τη 1957, κάη­κε ζωντα­νός στη σπη­λιά της Μονής Μαχαι­ρά και σήμε­ρα ακρι­βώς, 2 του Μάρ­τη, μέρα Σάβ­βα­το – μην το ξεχά­στε, σύντροφοι -

Στις 2 η ώρα μετά τα μεσά­νυ­χτα, και 3 πρώ­τα λεπτά,

γεν­νή­θη­κε ο μικρός Γρη­γό­ρης ανά­με­σα στα

ματω­μέ­να γόνα­τα της πλάσης.

 

Δέκα ώρες είναι πάρα πολ­λές για όλα όταν έχεις ένα ντου­φέ­κι, κάμπο­σες σφαί­ρες και το δίκιο με το μέρος σου

Όταν έχεις δικά σου 29 χρό­νια και μπορείς

να τα δια­θέ­σεις μόνος σου

όταν έχεις το θάνα­το σου δικό σου. Γεια σας.

Όλο σας απο­χαι­ρε­τώ κι ακό­μα μένω. Ναι, η πιο μεγά­λη πρά­ξη της ζωής μας είναι η από­φα­ση του θανά­του μας,

Όταν υπάρ­χει κάποια διέ­ξο­δος όταν μπο­ρείς και να τον απο­φύ­γεις, και συ τον διαλέγεις

σαν τιμή και σα χρέ­ος για τους άλλους,

πιο πέρα απ’ τις ανά­γκες σου.

Όποιος μπο­ρεί να νική­σει μια στιγ­μή τη ζωή του

Νικά­ει και το θάνα­το. Τόμαθα.

( Αλλιώ­τι­κα που  ακού­γε­ται η φωνή  μου σήμε­ρα. Μην  είναι αυτή που  μου ζητά­τε ; αυτή  που θάθε­λα ν’  ακού­σε­τε ; Μην είναι  μονά­χα αυτή η  σωστή φωνή μου ;

ή η φωνή σας ; η φωνή όλων μας ; )

Τα  πάντα είναι ανύ­παρ­χτα  πριν τα σκε­φτείς και  πριν τα πρά­ξεις. Όχι  μονά­χα να τα σκε­φτείς, ή μονά­χα να τα πρά­ξεις, μα να τα πρά­ξεις  και να τα σκε­φτείς μαζί.

Και σεις, αδέρ­φια μου, πολύ με βοηθήσατε.

( Κανέ­νας δεν υπάρ­χει μόνος χωρίς τη βοή­θεια του άλλου. )

Εσύ που θα κλά­ψεις  για το θάνα­τό μου  με βοή­θη­σες να πεθά­νω με το κεφά­λι ψηλά εσύ  που θα πάρεις το ντου­φέ­κι μου να εκδι­κη­θείς το θάνα­τό μου

Με βοή­θη­σες να πεθά­νω ευτυ­χι­σμέ­νος για σένα και για μένα. Με βοή­θη­σαν κι αυτοί που πέσα­νε πριν από μένα.

Όπως και γω θα σας βοηθήσω.

Τού­τη η ώρα δεν είναι  για καυ­χη­σιές  και ηρωισμούς,

όταν βρί­σκε­σαι κατά­φα­τσα με το θάνατο,

και σας το λέω απλά, σα να στρί­βω το τιμό­νι του αμα­ξιού μου μιαν ανοι­ξιά­τι­κη μέρα για ν’ απο­φύ­γω μια σύγκρου­ση μ΄ ένα κάρο που το οδη­γά­ει ένας ατζα­μής χωριά­της ή για να μη χτυ­πή­σω ένα παι­δί που παί­ζει ανύ­πο­πτο στη λια­κά­δα ή ακό­μα, ναι,

( και τού­τη η τρυ­φε­ρό­τη­τα δεν είναι αταίριαστη

σ’ έναν άντρα που πρό­κει­ται να πεθάνει )

για να μη λιώ­σω ένα αγριο­λού­λου­δο που πήγε το μπα­στάρ­δι­κο και φύτρω­σε κατα­με­σίς στη δημοσιά

αθώο-αθώο και γαλα­νό σαν το μισό­κλει­στο ματά­κι της πλά­σης – ναι, τόσο απλά μπο­ρώ να σας το πω, σα να στρί­βω το τιμό­νι του αμα­ξιού μου :

” Τ’ αλη­θι­νό μπόι του ανθρώ­που μετριέ­ται πάντα με το μέτρο της λευ­τε­ριάς “. Τίποτ’ άλλο. Γεια σας.

Αν  λυπά­μαι για κάτι είναι που πια δε θα μπο­ρέ­σω να κάνω τίπο­τα για σας ( όχι σα φήμη ή σαν ιδέα ή σα θρύ­λος, μα με τού­τα τα ίδια μου τα χέρια ),

Έτσι να πού­με, να, να ρίξω και γω μια ντου­φε­κιά στον αέρα στη γιορ­τή της απελευθέρωσης

ή να φορ­τώ­σω σ’ ένα μεγά­λο φορ­τη­γό εκα­τό τσου­βά­λια ψωμί, δια­κό­σια τσου­βά­λια πατάτες,

να σηκώ­σω κεί­νης της γριού­λας τη ζαλιά τα ξύλα μες στο δάσος να σηκώ­σω το άλο­γο του γέρου αγω­γιά­τη πού­πε­σε μες στη λάσπη κάποιο βρο­χε­ρό πρωινό

να δώσω μια κλω­τσιά και γω στη μπά­λα που παί­ζουν τα πατριω­τά­κια το δεί­λι στο γήπε­δο ή να δώσω μια σβερ­κιά στο φίλο ένα βρα­δά­κι που θα λέει ένα άνο­στο αστείο

ή να μοι­ρά­σω, μια μέρα που η δου­λειά πήγε καλά, μια χαρ­το­σα­κού­λα καρα­μέ­λες στα πιτσι­ρί­κια της γει­το­νιάς μου ή ν’ ακου­μπή­σω αυτά τα δυνα­τά μου χέρια, που σήμε­ρα τα αγά­πη­σα, σ’ ένα τρα­πε­ζά­κι της Αμμό­χω­στος και, δίχως να κοι­τάω τα εργα­τι­κά μου χέρια, να τα νιώ­θω πως ξεκου­ρά­ζο­νται πάνω στα πέτρι­να γόνατα

του φιλι­κού μας κόσμου.

 

Σήμε­ρα νιώ­θω μια τρυ­φε­ρό­τη­τα για τον εαυ­τό μου ξέρο­ντας πως θα μ’ αγαπήσετε

Σήμε­ρα αγα­πάω κ’ εχτι­μάω τον εαυ­τό μου

σήμε­ρα χαμο­γε­λάω στον εαυ­τό μου κοι­τά­ζο­ντας τον

με τ’ αδερ­φι­κά σας μάτια.

Μια στιγ­μή άφη­σα τ’ όπλο μου να κρυώ­σει  μια στά­λα στην πέτρα, άνοι­ξα το γυλιό  μου κ’ έβγα­λα το καθρε­φτά­κι της τσέ­πης, – ναι, είμαι όμορ­φος, – όταν μ’ αγα­πά­τε – τι θα μπο­ρού­σα να κάνω για σας, – όταν μ’ αγα­πά­τε ‑τι θα μπο­ρού­σα , μόνο τώρα το καταλαβαίνω-

( κ’ ίσως είναι αργά, μόνο με το θάνα­τό μου έχω να σας χαρί­σω πια. ) λ.χ. θα μπο­ρού­σα να τινά­ξω ένα τανκ με μια γρο­θιά, να πελε­κή­σω ένα άγαλ­μα σ’ ‘ένα βου­νό, μονο­με­ρίς – όταν μ’ αγα­πά­τε – ή να χτί­σω σε μια ώρα ένα πανύ­ψη­λο σκο­λειό. Δεν αστειεύ­ου­μαι. Δεν είναι ώρα, αδέρ­φια μου, για αστεία. Θάθε­λα νάμαι ωραί­ος μέσα κι όξω για ν’ αξί­ζω την αγά­πη σας, ναι, ( κι ας το πω κι αυτό : ) για να με σκέ­φτου­νται σαν άντρα τους όλα τα ωραία κορί­τσια, για να με σκέ­φτου­νται σα φίλο τους όλοι οι ελλη­νι­κοί μας έφη­βοι και τα παι­διά του κόσμου.

Δεν προ­φταί­νω.

Να  πρό­φται­να, του­λά­χι­στο, να ξυρι­στώ, να ψαλι­δί­σω λιγά­κι το μου­στά­κι μου. Μα ίσως και να πηγαί­νει λίγο γένι στη νεα­νι­κή μορ­φή μου. ( Βλέ­πε­τε πόσο παι­δί με κάνει η αγά­πη σας ; Μου ξανα­δί­νει τη δικιά μου φωνή. )

Για σκέ­ψου, αδερ­φέ μου, μεθαύ­ριο να δια­λέ­γουν πάνω στα χνά­ρια μας τα κορί­τσια τον άντρα τους

τα παι­διά τους φίλους τους οι άντρες τις πρά­ξεις τους,

να ξέρεις πως και συ πορεύ­ε­σαι μαζί τους στ’ αψηλά,

σ’ ένα ψηλό – ψηλό βου­νό, όλο κορ­δέ­λες άσφαλτο,

για ν’ αγνα­ντέ­ψεις ακέ­ρια την πλάση,

τις πολι­τεί­ες γιο­μά­τες καμι­νά­δες κι αστε­ρο­σκο­πεία και παρά­θυ­ρα, τους κάμπους και τα δάσα, τα λιμά­νια γιο­μά­τα κατάρ­τια, τα ειρη­νι­κά αερο­πλά­να, τους λεβέ­ντες αϊτούς και τους παι­διά­στι­κους χαρ­ται­τούς με κεί­νες τις αστεί­ες πολύ­χρω­μες ουρές τους – σ’ ένα ψηλό-

ψηλό βου­νό, με μια αυτο­κι­νη­τά­ρα τελευ­ταία μάρκα

που ίσως θάχει τ’ όνο­μά μας -.

Και μόλις τώρα το σκέ­φτη­κα, πως τάχα­τες η  ζωή δεν πάει μπρο­στά με σκο­τει­νές εξο­μο­λό­γη­σες και μικρές ειλι­κρί­νειες ( η εξο­μο­λό­γη­ση – τόχω ακου­στά, και τώρα το θυμή­θη­κα – σώζει, λέει, εκεί­νον που ξομο­λο­γιέ­ται. Μα τον άλλον ; Κι ο άλλος τι σου χρω­στά­ει να σηκώ­νει στη ράχη του σαν τσου­βά­λια άχρη­στες πέτρες τα λόγια σου δίχως καν να μπο­ρεί να τις χτί­σει ; ) Το λοι­πόν , η ζωή τρα­βά­ει μπρο­στά με πρά­ξεις και θυσί­ες – μ’ αυτό που λένε ” γενι­κή ηθι­κή ” κι ούτε που ξέρω πως τα λένε αυτά, κι ωστό­σο τάπα.

Εγώ το μόνο πού­μα­θα είναι : σα χου­φτώ­νεις τη γωνιά του τρα­πε­ζιού είναι η γωνιά του τρα­πε­ζιού μ’ όλη της τη στε­ρε­ό­τη­τα κι όταν χου­φτώ­νεις ένα στή­θος ξέρεις πώς και τα πιο στέ­ρεα χέρια τρέ­μουν και τότες θέλεις να σπεί­ρεις χιλιά­δες παι­διά για να χαρούν τον κόσμο μας που εσύ δεν πρό­φτα­σες να τον χαρείς κ’ ίσως, δε λέω, ίσως και να το ξέρεις – κάπου αλλού, βαθιά σου να το νιώ­θεις – πώς τού­το το στήθος

“γλυ­κο­βύ­ζα­στο ετοι­μά­ζει γάλα ανδρεί­ας και λευτεριάς”.

Και, βέβαια, που πρέ­πει να το ξέρεις. Γεια σας.

 

Άντε, γριά μάνα, μην αρχί­σεις τώρα τις κλά­ψες. ‑Όχι;-

Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρ­νω λες τη ζωή σου ; Σου αφή­νω την περ­φά­νεια σου.

Δε θα σέι­δει ο εχτρός καμπου­ρια­σμέ­νη. Το ξέρω. Θα πεις: “Είμαι πέρ­φα­νη για το γιο μου, – κάλ­λιο μια φού­χτα τιμη­μέ­νη στά­χτη παρά γονα­τι­σμέ­νος ο λεβέ­ντης μου”.

Έτσι. Γεια σου, μάνα.

Ο πατέ­ρας θα με γνω­ρί­σει στο νεκρο­το­μείο απ’ τις χοντρές ελλη­νι­κές κοκά­λες μου, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ το σταυ­ρό της πατρί­δας πού­χα φυλα­χτά­ρι μες στις τρί­χες του κόρ­φου μου. Μιλάω για μένα σα νάμαι ερω­τευ­μέ­νος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιο­σύ­νη ερω­τευ­μέ­νη με τα μένα. Συχω­ρά­τε με.

Εσείς μου το δώσα­τε τού­το το δικαί­ω­μα. Ευχαριστώ.

Εσείς, κ’ η αγά­πη μας, κι ο θάνα­τός μου. Το ξέρω, ως και κεί­νος που πήρε τα 5.000 αργύ­ρια θα πιει κάποιο βρα­δά­κι ένα ποτή­ρι στην υγειά μου σε μια ταβέρ­να της Πάφος και θ’ απο­γεί­ρει να κλά­ψει μέσα στο ποτή­ρι του,

Για­τί ήμου­να φίλος καλός

κ’ ίσως να γίνει φίλος μας κι αυτός μια μέρα.

Τώρα  λοι­πόν, βαθιά και  σίγου­ρα, μπο­ρώ να σας το πω, σα να οδη­γάω, και πάλι, το αμα­ξά­κι  μου σ’ ένα ασφαλ­το­στρω­μέ­νο  δρό­μο της Κύπρου ίσα και παστρι­κά, ένα ολο­γά­λα­νο  κ’ ήμε­ρο πρω­ι­νό, – μπο­ρώ να το πω :

” Η αρε­τή μας είναι η αμοι­βαία μας χρησιμότητα “.

Εν τάξει αδέρ­φια. Εδώ δεν είναι ακα­τόρ­θω­τη η αδερ­φο­σύ­νη για μας και για όλους. Εδώ οι δια­φο­ρές βου­λιά­ζου­νε σ’ ένα χαμό­γε­λο, – κ’ είναι έτσι όπως ακούς, κεί­νες τις νύχτες του καλο­και­ριού, – γαλά­ζιες, αργυ­ρές και ρόδι­νες – σ’ ένα μονά­χα φέγ­γος ευτυ­χί­ας όλα τα ξέχω­ρα σπι­τί­σια μουρ­μου­ρί­σμα­τα και των μικρών και των μεγά­λων άστρων και τρέ­μει η ρίζα της καρ­διάς και τρέ­μει ο κόσμος τόσο που θέλεις να σκου­ντή­σεις τον αγκώ­να κάποιου φίλου για ν’ ακού­σεις μαζί του,

ή τον αγκώ­να έστω μιας πέτρας για ν’ ακού­σει και κείνη,

να μοι­ρά­σεις τη χαρά σου.

Με  τού­τη την αγά­πη, λέω, που μια μέρα, οι ξύλι­νοι σταυ­ροί  θα μπου­μπου­κιά­σουν  τρια­ντά­φυλ­λα – ναι, κι ο δικός μου  ο σταυ­ρός, ο καμέ­νος, ο πέτρι­νος, με τού­τη, λέω, την αγά­πη μια μέρα θα λυγί­σου­με κεί­νους που φέρ­νουν τ’ άδι­κο και σπέρ­νου­νε το μίσος.

Τού­τη είναι η εντο­λή μου -

μ’ όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος

σα να μην τόμα­θα ποτές ή να το ξέχα­σα. Γεια σας.

 

Όλο ετοι­μά­ζου­μαι να φύγω. Όλο σας απο­χαι­ρε­τώ, κι ακό­μα στέ­κω σαν κάτι νάχω να προ­στέ­σω ακό­μα στον κόσμο. Σα νάχω να προ­σφέ­ρω λίγη ακό­μα ευτυ­χία σε σας

απ’ το μεδού­λι μου. Θυμάμαι -

καλο­και­ριά­τι­κο  σού­ρου­πο ήταν -

στα­μά­τη­σα τ’ αμά­ξι μπρο­στά σε μια καλύ­βα. Διψού­σα. Μια μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη γριά με φίλε­ψε με το κανά­τι δρο­σε­ρό νερό. ” Φχα­ρι­στώ για­γιά “, της είπα. ” Καλή λευ­τε­ριά, γιε μου “, αποκρίθηκε.

” Καλή λευ­τε­ριά, για­γιά ” της ξανά­πα – κ’ ένιω­σα πως της την χρωστάω.

Μού­βγα­λε  το κασκέ­το και  μου σφούγ­γι­σε  με το χέρι της το κού­τε­λό μου.

( Ξέρε­τε, κ’ οι γριές μπο­ρού­νε να χαμογελάνε. )

Τη λευ­τε­ριά το λοι­πόν ο καθέ­νας μας τήνε χρω­στά­ει σ’ όλους. Μια λευ­τε­ριά μονά­χα για τον ένα δε φελά­ει σε τίπο­τα ( αν υπάρχει ).

Τίπο­τα δεν είναι μήτε για τον ίδιον.

” Άντε γεια σου για­γιά. Καλή λευ­τε­ριά, το λοιπόν “

- κι’ έτρι­ψα λίγο τα μάτια μου – έπε­φτε κιό­λας γαλα­νό το θάμπος της βρα­διάς, δεν καλόβλεπα.

Κι  όπως τρά­βη­ξα πάλι με χαμη­λω­μέ­να τα δυο  φώτα μου

( για­τί έφεγ­γε ακό­μα ) ένιω­θα ν’ ανε­βαί­νω με τα’ αμά­ξι μου, μαζί και ο μέγας κάμπος της Μεσα­ο­ρί­ας βαθύς και σιω­πη­λός, αχνι­σμέ­νος απ’ το αργό φεγ­γα­ρό­φω­το, ένιω­θα ν’ ανε­βαί­νω ίσα στον ουρα­νό κ’ ένιω­θα το φεγ­γά­ρι που με χτύ­πη­σε κατά­στη­θα ολόδροσο,

σάμπως χρυ­σό κων­στα­ντι­νά­το το φεγ­γά­ρι κρεμασμένο

μ’ ένα σπά­γκο απ’ το λαι­μό μου, να με δρο­σί­ζει τη καρ­διά και λίγο – λίγο να ζεσταί­νε­ται και ν’ αχνί­ζει στον κόρ­φο μου. Κι έλεγα :

δε φτά­νει το τρα­πέ­ζι, μήτε κάμπο­σος παράς στην τσέ­πη, μήτε το ψωμί και το φιλί – ο άνθρω­πος είναι πιο τρανός

απ’ την καθη­μερ­νή την έγνοια του.

Κ’ έλε­γα πάλι που ο άνθρω­πος αρχί­ζει την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τρα­βά­ει πιο πέρα απ’ τη σκλα­βιά του από σκλα­βιά σε σκλα­βιά, από ξεσκλά­βω­μα σε ξεσκλά­βω­μα, απ’ το ξεσκλά­βω­μα της πατρί­δας στο ξεσκλά­βω­μα του κόσμου ώσπου να νιώ­σει, μπαί­νο­ντας ίσα στον ουρα­νό, ν’ αχνί­ζει το φεγ­γά­ρι στον κόρ­φο του, ώσπου να κλά­ψει μια νύχτα από αγά­πη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφη­σα σ’ ένα χαντά­κι τ’ αμά­ξι μου.

Πήρα τ’ όπλο. Κι ανέ­βη­κα στο βου­νό. Έτσι βρέ­θη­κα σε τού­τη τη σπη­λιά που το στό­μιό της βλέ­πει ολόι­σα τον ήλιο. Το στρογ­γυ­λό της στό­μιο είναι ο ίδιος ο ήλιος

που θα τον νιώ­σω πάλι δρο­σε­ρό, καθώς θα με περνάνε,

( όπως κεί­νη τη νύχτα το φεγ­γά­ρι ) – θα τον νιώ­σω δρο­σε­ρό κων­στα­ντι­νά­το να μου δρο­σί­ζει το καμέ­νο στή­θος, κ’ έτσι λίγο – λίγο να ζεσταί­νε­ται ο ήλιος

και ν’ αχνί­ζει στον κόρ­φο μας.

Γεια σας.

( Όλες οι καμπά­νες της Γης σήμα­ναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώ­πι­να μέτω­πα ψηλά. Όλες οι καρ­διές μεσί­στιες. Στο χωριό Λύση, ανά­με­σα Λευ­κω­σία κι Αμμό­χω­στος, η μάνα του έσφι­ξε το μαύ­ρο της τσε­μπέ­ρι κάτου απ’ το δυνα­τό σαγό­νι της κ’ είπε ακρι­βώς τα λόγια που περί­με­νε ο γιος της : ” Είμαι πέρ­φα­νη. Κάλ­λιο μια φού­χτα τιμη­μέ­νη στά­χτη, παρά γονα­τι­σμέ­νος ο λεβέ­ντης μου “. Ο πατέ­ρας του πάλι, σαν πήγε στο στρα­τιω­τι­κό νοσο­κο­μείο της Λευ­κω­σί­ας, ανα­γνώ­ρι­σε το καμέ­νο παι­δί του απ΄ τις χοντρές ελλη­νι­κές κοκά­λες του κι από κεί­νο το χρυ­σό κων­στα­ντι­νά­το που άχνι­ζε στον κόρ­φο του και στον κόρ­φο του κόσμου).

 

Το ποί­η­μα το πήρα­με από andreaskandreou.blogspot.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο