Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από τη συμβολή των Μαρξ-Ένγκελς πάνω στα ζητήματα της Τέχνης και της Αισθητικής (Μέρος Δεύτερο)

Επι­μέ­λεια: Πανα­γιώ­της Μανιά­της //

Σημα­ντι­κή συνει­σφο­ρά του έργου των Μαρξ-΄Ενγκελς απο­τε­λούν και οι από­ψεις τους πάνω στο ζήτη­μα της στρά­τευ­σης της τέχνης. Σε γράμ­μα του προς την συγ­γρα­φέα Μίν­να Κάου­τσκι, ο Ένγκελς αναφέρει:

«Δεν είμαι διό­λου αντί­θε­τος στη στρα­τευ­μέ­νη ποί­η­ση εφό­σον είναι τέτοια. Ο Αισχύ­λος, ο πατέ­ρας της τρα­γω­δί­ας, κι ο Αρι­στο­φά­νης, ο πατέ­ρας της κωμω­δί­ας, ήταν κι οι δυο σίγου­ρα στρα­τευ­μέ­νοι ποι­η­τές· όμοια κι ο Δάντης κι ο Θερ­βά­ντες, και το ωραιό­τε­ρο στοι­χείο στο Kabale und Liebe του Σίλ­λερ είναι πως αντι­προ­σω­πεύ­ει το πρώ­το πολι­τι­κό στρα­τευ­μέ­νο γερ­μα­νι­κό δρά­μα. Οι σύγ­χρο­νοι ρώσοι και νορ­βη­γοί που μας έδω­σαν υπέ­ρο­χα μυθι­στο­ρή­μα­τα, είναι όλοι στρα­τευ­μέ­νοι ποι­η­τές. Όμως η στρά­τευ­ση, κατά τη γνώ­μη μου, πρέ­πει να αντλεί­ται μέσ’ απ’ την ίδια την κατά­στα­ση κι από τη δρά­ση, χωρίς να ανα­φέ­ρε­ται συγκε­κρι­μέ­να, κι ο ποι­η­τής πάλι δεν πρέ­πει να δίνει στον ανα­γνώ­στη όμορ­φα κι ωραία τη μελ­λού­με­νη λύση των κοι­νω­νι­κών συγκρού­σε­ων που περι­γρά­φει. Πρέ­πει να προ­σθέ­σω πως στη σημε­ρι­νή κατά­στα­ση το μυθι­στό­ρη­μα απευ­θύ­νε­ται βασι­κά στους ανα­γνώ­στες των αστι­κών κύκλων, κι όχι των κύκλων που συν­δέ­ο­νται στε­νά με μας· για τού­το και πιστεύω πως το σοσια­λι­στι­κό μυθι­στό­ρη­μα τότε μόνο πραγ­μα­τώ­νει την απο­στο­λή του στο ακέ­ραιο, όταν — με την πιστή περι­γρα­φή των πραγ­μα­τι­κών κατα­στά­σε­ων — καταρ­ρί­πτει τις συμ­βα­τι­κά κυρί­αρ­χες αυτα­πά­τες, κλο­νί­ζει την αισιο­δο­ξία του αστι­κού κόσμου, γεν­νά­ει ανα­πό­φευ­κτα την αμφι­βο­λία για το αιώ­νιο κύρος όλων αυτών που υπάρ­χουν, χωρίς να δίνει άμε­σα καμιά λύση — απε­να­ντί­ας, σε μερι­κές περι­πτώ­σεις, δίχως καν να παίρ­νει ξεκα­θα­ρι­σμέ­νη θέση.»1

Στην τελευ­ταία πρό­τα­ση του Ένγκελς απο­τυ­πώ­νε­ται η αντί­θε­ση σε μια υπη­ρε­σια­κή χρή­ση της τέχνης ενώ για το ζήτη­μα του ρεα­λι­σμού αναφέρει:

«Ρεα­λι­σμός για μένα σημαί­νει-πέρα από την πιστό­τη­τα της λεπτο­μέ­ρειας- πιστή ανα­πα­ρά­στα­ση τυπι­κών χαρα­κτή­ρων μέσα σε τυπι­κές περι­στά­σεις».2

Σε συνάρ­τη­ση με το προη­γού­με­νο παρα­τη­ρεί ότι:

«Όσο πιο κρυμ­μέ­νες μένουν οι από­ψεις του συγ­γρα­φέα, τόσο το καλύ­τε­ρο για το έργο τέχνης. Ο ρεα­λι­σμός του εννοώ μπο­ρεί να εμφα­νι­στεί ακό­μα και σε πεί­σμα των ιδε­ών του συγ­γρα­φέα.»3

Το τελευ­ταίο είναι λογι­κό αν σκε­φτού­με ότι η επο­χή αντα­να­κλά­ται στο έργο ενός καλ­λι­τέ­χνη οπό­τε ακό­μα και συντη­ρη­τι­κοί ιδε­ο­λο­γι­κά συγ­γρα­φείς όπως ο Μπαλ­ζάκ, μπο­ρούν να φτά­σουν στο σημείο να απο­δώ­σουν την πραγματικότητα.

Με αφορ­μή την απει­κό­νι­ση πολι­τι­κών παρα­γό­ντων, ο Μαρξ ασχο­λεί­ται με το ζήτη­μα της σχέ­σης της τέχνης με την αλή­θεια γρά­φο­ντας ότι οι πρώ­τοι θα ήταν καλύτερα:

«να απει­κο­νί­ζο­νταν επι­τέ­λους με σκλη­ρά ρεμπρα­ντι­κά χρώ­μα­τα σε όλη τους τη ζωντα­νή αλή­θεια. Σε όλους τις υπάρ­χου­σες περι­γρα­φές, αυτά τα πρό­σω­πα ποτέ δεν απει­κο­νί­ζο­νται με την πραγ­μα­τι­κή, αλλά με την επί­ση­μη όψη τους- με κόθορ­νους στα πόδια και φωτο­στέ­φα­νο στην κεφα­λή. Σ’ αυτά τα πανη­γυ­ρι­κά μετα­μορ­φω­μέ­να ραφα­ε­λι­κά πορ­τραί­τα χάνε­ται όλο το αλη­θι­νό της απει­κό­νι­σης».4

Ενώ χαρα­κτη­ρί­ζο­ντας το έργο των άγγλων ρομα­ντι­κών του 19ου αιώ­να-Ντί­κενς, Τέκε­ρεϊ, Μπρο­ντέ, Γκά­σκελ-σημειώ­νει ότι: «Η εξαί­ρε­τη σύγ­χρο­νη σχο­λή μυθι­στο­ριο­γρά­φων στην Αγγλία, που οι παρα­στα­τι­κές και οι γλα­φυ­ρές απει­κο­νί­σεις τους απο­κα­λύ­ψα­νε στον κόσμο τις πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές αλή­θειες καλύ­τε­ρα από όλους μαζί τους πολι­τι­κούς, τους δημο­σιο­γρά­φους και τους ηθι­κο­λό­γους, απει­κο­νί­σα­νε όλα τα στρώ­μα­τα της αστι­κής τάξης…»5

Κρι­τι­κά­ρο­ντας την αστι­κή κοι­νω­νία που υπο­βι­βά­ζει το είναι στο έχειν και με τη δια­πί­στω­ση ότι «η καπι­τα­λι­στι­κή παρα­γω­γή είναι εχθρός ορι­σμέ­νων κλά­δων της δια­νοη­τι­κής παρα­γω­γής, όπως της τέχνης και της ποίησης.»6 καταγ­γέλ­λει την ύπαρ­ξη άρχου­σας τάξης η οποία: «γίνε­ται κάθε μέρα όλο και περισ­σό­τε­ρο εμπο­δι­στι­κή για την ανά­πτυ­ξη της βιο­μη­χα­νι­κής παρα­γω­γι­κής δύνα­μης και εμπό­διο όμοια μεγά­λο για την ανά­πτυ­ξη της επι­στή­μης και της τέχνης και ιδιαί­τε­ρα των κοι­νω­νι­κών μορ­φών των ανθρώ­πι­νων σχέ­σε­ων.»7

mae1

Τέλος, δίνει και μια πρό­γευ­ση της σχέ­σης της ζωής στην κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία με την καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουργία:

«Η απο­κλει­στι­κή συγκέ­ντρω­ση του καλ­λι­τε­χνι­κού ταλέ­ντου σε μερι­κά άτο­μα κι η κατά­πνι­ξή του στη μεγά­λη μάζα, με την οποία είναι συνυ­φα­σμέ­νο, είναι συνέ­πεια του κατα­με­ρι­σμού της εργα­σί­ας. Ακό­μη κι αν σε ορι­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες ο καθέ­νας μπο­ρού­σε να είναι εξαι­ρε­τι­κός ζωγρά­φος, αυτό δε θα απέ­κλειε το να είναι ο καθέ­νας ένας πρω­τό­τυ­πος ζωγρά­φος, έτσι που ακό­μα κι εδώ η διά­κρι­ση μετα­ξύ «ανθρώ­πι­νης» εργα­σί­ας και «μονα­δι­κής» εργα­σί­ας κατα­λή­γει σε καθα­ρό παρα­λο­γι­σμό. Σε μια κομ­μου­νι­στι­κή οργά­νω­ση της κοι­νω­νί­ας παύ­ει σε κάθε περί­πτω­ση η ταξι­νό­μη­ση του καλ­λι­τέ­χνη σε στε­νά τοπι­κά κι εθνι­κά όρια, που απορ­ρέ­ει απο­κλει­στι­κά από τον κατα­με­ρι­σμό της εργα­σί­ας, και η ταξι­νό­μη­ση του ατό­μου μέσα σε μια καθο­ρι­σμέ­νη τέχνη, εξ αιτί­ας της οποί­ας αυτός είναι απο­κλει­στι­κά ένας ζωγρά­φος, ένας γλύ­πτης, κ.λπ.: ονό­μα­τα που εκφρά­ζουν βέβαια επαρ­κώς την περιο­ρι­στι­κό­τη­τα της επαγ­γελ­μα­τι­κής του ανά­πτυ­ξης και την εξάρ­τη­σή του από τον κατα­με­ρι­σμό της εργα­σί­ας. Σε μια κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία δεν υπάρ­χουν ζωγρά­φοι, αλλά το πολύ πολύ άνθρω­ποι που, κοντά στ’ άλλα, ζωγρα­φί­ζουν.»8

και

«Στην κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία όμως, όπου κανείς δεν έχει απο­κλει­στι­κή σφαί­ρα δρα­στη­ριό­τη­τας, μπο­ρεί να τελειο­ποι­η­θεί σ’ οποιο­δή­πο­τε κλά­δο κατά βού­λη­ση* η κοι­νω­νία ρυθ­μί­ζει τη γενι­κή παρα­γω­γή και έτσι μου εξα­σφα­λί­ζει τη δυνα­τό­τη­τα να κάνω σήμε­ρα αυτό και αύριο το άλλο, το πρωί να πάω για κυνή­γι, το από­γευ­μα για ψάρε­μα, το βρά­δυ να βοσκάω τα ζώα, μετά το δεί­πνο να κρι­τι­κά­ρω, ανά­λο­γα με τη διά­θε­σή μου, χωρίς ποτέ να γίνω ούτε κυνη­γός, ούτε ψαράς, ούτε βοσκός, ούτε κρι­τι­κός.»9

Παρα­πο­μπές

1) Μαρξ-Ένγκελς, Κεί­με­να για την λογο­τε­χνία και την τέχνη, επι­λο­γή-παρου­σί­α­ση Salinari Carlo, Εξά­ντας 1975, σελ. 130.
2) Στο ίδιο, σελ 132.
3) Το ίδιο, σελ 133.
4) Ακα­δη­μία Επι­στη­μών ΕΣΣΔ, Αισθη­τι­κή, Φιλο­σο­φι­κή σκέ­ψη, 1962, σελ. 185.
5) Στο ίδιο, σελ. 184.
6) Μαρξ-Ένγκελς, Κεί­με­να για την λογο­τε­χνία και την τέχνη, επι­λο­γή-παρου­σί­α­ση Salinari Carlo, Εξά­ντας 1975, σελ. 178.
7) Στο ίδιο, σελ 186.
8) Στο ίδιο, σελ 190–191.
9) Στο ίδιο, σελ 154.

 

(Το πρώ­το μέρος ΕΔΩ).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο