Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από το «Στάχτες και φοίνικες» του Θέμου Κορνάρου

Η χαρά­δρα που έχου­νε στη­θεί οι σκη­νές της δικής μας απο­μό­νω­σης είναι κλει­στή από παντού. Ίσως γι’ αυτό παρα­ξε­νεύ­ο­νται τα κορά­κια και πετού­νε πάνω από μας ολη­με­ρίς. Περι­μέ­νο­ντας ασφα­λώς ν’ ακι­νη­τή­σου­με για να χιμήξουνε…

Εδώ κι εκεί, από τις γύρω πλα­γιές, κατε­βαί­νου­νε μικρά, στρου­φο­γυ­ρι­στά αυλά­κια από νερο­συρ­μές, που λες και τα φτιά­ξα­νε επί­τη­δες για φωνα­γω­γούς επι­κοι­νω­νί­ας με τις άλλες χαράδρες.

Kornaros20Τοπίο κατα­ρα­μέ­νο, κατά­ξε­ρο, που δε γνώ­ρι­σε ποτέ τη χαρά μιας πηγής, την ομορ­φιά της λυγα­ριάς ή τη γαλή­νη της ελιάς. Ίσκιο δέντρου δε γνω­ρί­σα­νε τού­τα τα χώμα­τα. Μόνο σκί­νους που δεν προ­λα­βαί­νου­νε να ξεπετα­χτούνε δυο πόντους από τη γη κι οι βοριά­δες τους πατι­κώ­νου­νε, οι νοτιά­δες τους καί­νε και ξανα­μέ­νου­νε μονά­χα ρίζα, κού­τσου­ρο που το ‘χου­νε καταδι­κάσει να βλέ­πει μα και να μη μπο­ρεί να χαρεί το φως, να λου­στεί στον αγέ­ρα, να φου­ντώ­σει και να κάμει κατσί­κια κι αρνιά να παί­ζου­νε κι εδώ, όπως και στον άλλο κόσμο, κι οι πετρο­πέρ­δι­κες να σιγο­κου­βε­ντιά­ζου­νε τα βρα­δι­νά στις απο­σπε­ρί­δες τους.

Μόνο νυχτε­ρί­δες και ποντί­κια, σκορ­πιοί και αγριό­γα­τες κυνη­γού­νε το ‘να τ’ άλλο. Και υπο­γρα­φού­νε με την ύπαρ­ξη τους τη ζωή αυτής της άγο­νης πέτρας του Αιγαίου.

Οι στά­μνες μας βρε­θή­κα­νε σπα­σμέ­νες. Τρεις ημέ­ρες, λένε, έχου­νε να μοι­ρά­σου­νε το κύπελ­λο του νερού που ανα­λο­γεί στον καθέ­να για δυο μέρες. Φαγη­τό δεν έχει.

Όσοι ξέρου­νε, λένε πως το βασα­νι­στή­ριο θα κρα­τή­σει πάνω από βδο­μάδα. Όλα, λέει, τα σημά­δια μιλά­νε για καψό­νι πρώ­του βαθ­μού. Θεμέ­λια του η πεί­να κι η δίψα. Κορ­μός ο Πόνος. Κορ­φή ο Πόνος. Κάθε στιγ­μή Πόνος.

Δεν κατα­λα­βαί­νω ακό­μη τι θα πουν όλ’ αυτά. Δεν ξέρω αν είναι σε θέση ο άνθρω­πος να αισθά­νε­ται περισ­σό­τε­ρο πόνο ή αν παθαί­νει ένα είδος ανο­σία πέρα από κάποιο βαθμό.

Θέλω να ρωτή­σω πλή­θος πρά­μα­τα για να τοπο­θε­τη­θώ στην ατμό­σφαι­ρα, για να προ­ε­τοι­μά­σω την ψυχή μου για τη νέα ζωή. Μα οι άνθρω­ποι είναι τόσο κου­ρα­σμέ­νοι που ντρέ­πε­σαι να ζητή­σεις και την ελά­χι­στη προ­σπά­θεια από

μέρους τους. Λυπά­σαι για τη δύνα­μη που θα χάσου­νε για να συγκε­ντρω­θού­νε, για να κατα­λά­βου­νε τι λες και να σου δώσουν απά­ντη­ση. Πνευ­μα­τι­κός άθλος και η πιο απλή σκέ­ψη σε τέτοιες στιγμές.

Σωπαί­νω, λοι­πόν, και δεν έχω σκο­πό να επι­κοι­νω­νή­σω σήμε­ρα μήδε με το δάσκα­λο. Φοβού­μαι κιό­λας για το τι μπο­ρεί ν’ ακού­σω, καθώς θυμού­μαι την υπο­δο­χή της Μάνας Καψά­λη. Ποιος ξέρει τι να τους έχου­νε πει για μένα. Ασφα­λώς, του­λά­χι­στο, όσα έχου­νε πει σε μένα γι’ αυτούς. Τάχα πως τσα­κί­σα­νε, πως γίνα­νε βασα­νι­στές των ίδιων των συντρό­φων τους. Θέλω να μάθω όλα τα νέα τους. Μα ξέρω πια πάρα πολ­λά και θα μου ‘κανε κόπο να ξαναθυ­μηθώ και μόνο τα σημε­ρι­νά. Το Χρή­στο, το Φώτη…

Με φτά­νει που τους βρί­σκω να στέ­κο­νται ολόρ­θοι μέσα στην άψα της μάχης και τίμιοι. Η περί­πτω­ση του Χρή­στου δε με τρο­μά­ζει. Περι­μέ­νω να σηκω­θεί, να τινά­ξει τη σκό­νη από τα χέρια του, ν’ ανα­σκου­μπω­θεί και να προ­καλεί ξανά την ίδια Βία που τόνε λύγι­σε προ στιγ­μής. Θα ξανάρ­θει ο Χρή­στος κοντά μας! Είμαι τόσο σίγου­ρος για την ομορ­φιά του.

Έχω κάπως ξαλα­φρώ­σει από τον πόνο που μου ξύπνη­σαν οι ψευ­τιές του Στα­μά­τη. Ξαπλώ­νω κάπου. Ξαπλώ­νω στο ένα πλευ­ρό, για­τί τόσος χώρος ανα­λογεί στον καθέ­να, όσα κι αν είναι τα τραύ­μα­τα του. Μένω έτσι ακί­νη­τος και περι­μέ­νω τις πιο απί­θα­νες συνέ­χειες. Μου φαί­νε­ται πως δεν μπο­ρεί πια να με ξαφ­νιά­σει τίποτα.

Μπο­ρεί, λέει, να μας αφή­σου­νε κι ως αύριο το πρωί ανε­νό­χλη­τους. Σκέ­ψου πόσο απέ­ρα­ντα μεγά­λη είναι η ζωή!

Υπάρ­χου­νε μερό­νυ­χτα που η μια βάρ­δια των βασα­νι­στών σε παρα­δί­νει στην άλλη για να μην υπάρ­ξει περι­θώ­ριο ενός λεπτού για ύπνο, για ανά­παυση. Πτώ­μα­τα. Σ’ αυτή την πτω­μα­τι­κή κατά­στα­ση στη­ρί­ζου­νε όλες τις ελπί­δες τους. Μπαϊλ­ντί­ζει ο άνθρω­πος, αδειά­ζει απ’ όλη του τη δύνα­μη, το μυα­λό νερου­λιά­ζει, και το ένστι­χτο της αυτο­συ­ντή­ρη­σης ξυπνά­ει λαί­μαρ­γο, άγριο, κατα­λυ­τι­κό, χτη­νώ­δες, και σε σπρώ­χνει με την τυφλή του δύνα­μη σε συμ­βι­βα­σμούς και πτω­μα­τι­κές ενέργειες.

Όλα τα ‘χει προ­βλέ­ψει το Ιδρυ­τι­κό Σχέ­διο της Μακρονήσου…

kornarou21Η Επι­στή­μη βοή­θη­σε, η Τέχνη βοή­θη­σε, η Εκκλη­σία βοή­θη­σε, κι η Μάνα μας ακό­μη βοή­θη­σε, πολ­λές φορές, με τις κλά­ψες, και τα παρα­κά­λια, και τη στορ­γή της, να πετύ­χει αυτό το Σχέ­διο… Για ν’ απο­δει­χτεί πως δεν είναι δα και σπου­δαίο πρά­μα η αντο­χή της ανθρω­πιάς… Π ρέπει να μάθει όλος ο κόσμος πως υπάρ­χει μια κόλα­ση που στις φλό­γες της λιώ­νου­νε και τα πιο ανθε­χτι­κά ατσά­λια, και τα πιο σκλη­ρά δια­μά­ντια, ακό­μη και η πιο φλο­γε­ρή και αδά­μα­στη θέληση…

Ψευ­το­συ­νη­θειού­λες ασή­μα­ντες είναι μονά­χα εκεί­νο που λέμε πολι­τι­σμός. Συμ­βά­σεις είναι που σε μια πιο βίαιη σύγκρου­ση, όλα κατα­λιού­νται, όλα τινά­ζου­νται στον αέρα, και μέσ’ από την τόσο εξι­δα­νι­κευ­μέ­νη ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη ξεμυ­τί­ζει πάλι το θεριό, το χτή­νος, για να χλευά­σει κάθε επί­τευγ­μα, κάθε αυτα­πά­τη, κάθε έννοια ημερότητας…

Θέλου­νε να πού­νε και ν’ απο­δεί­ξου­νε, εδώ πέρα, πως ό,τι κι αν κάνεις είναι κωμι­κές αυτα­πά­τες που όταν τις παρα­με­ρί­σεις τίποτ’ άλλο δεν απο­μέ­νει παρά το χτή­νος. Τίπο­τα, από τη φαντα­χτε­ρή πορεία στων αιώ­νων τις στρά­τες και στου μόχθου τη θέλη­ση. Τίπο­τα, παρά η ανά­γκη να υπάρ­ξεις για να μασου­λί­ζεις σε μια φάτ­νη ή σ’ ένα πιά­το σκα­λι­σμέ­νο! Τίπο­τα, παρά η ανά­γκη να κοι­μάσαι σ’ ένα στά­βλο ή σ’ ένα κρε­βά­τι και να πορεύ­ε­σαι στο τέρ­μα, στο μνή­μα, φοβι­σμέ­νος κι αβέ­βαιος, σκου­λή­κι που γλεί­φει την ύστε­ρη γεύ­ση του χώμα­τος και τίποτ’ άλλο…

Αν υπάρ­ξει μια θέλη­ση που ν’ αντέ­ξει ως το τέλος να μην καεί, να μη θολώ­σει, να μη λυγί­σει, τότε το πεί­ρα­μα «Μακρό­νη­σος» θα ‘χει απο­τύ­χει. Και μαζέ­ψα­νε εδώ όσους αντέ­ξα­νε στους πρώ­τους κύκλους. Όσους κάνου­νε ακό­μη κου­μά­ντο στα νεύ­ρα και στις επι­θυ­μί­ες τους, στη βία και στο μόχθο και γίνο­νται έτσι παρά­δειγ­μα και οδη­γοί. Τους μαζέ­ψα­νε για να εξευ­τε­λί­σου­νε, στο πρό­σω­πο τους και με την πτώ­ση τους, τη θέλη­ση. Την αντο­χή της ανθρώ­πι­νης θέλη­σης. Να εξευ­τε­λί­σου­νε αυτή τη δύνα­μη μπρο­στά σ’ ένα Λαό και να του πού­νε: —«Ορί­στε, λοι­πόν, και τους Διγε­νή­δες σου. Αντέ­χου­νε κι αυτοί όσο να τους δαγκώ­σει λίγο περισ­σό­τε­ρο η Ανά­γκη. Η πεί­να, η δίψα, ο πόνος, ο πανι­κός. Κ’ ύστε­ρα πέφτου­νε κι αυτοί στα τέσ­σε­ρα και ξανα­παίρ­νου­νε το δρό­μο της ζού­γκλας με την ουρά στα σκέ­λια και στά­χτη τη θέλη­ση! Το χαμό­γε­λο που είχαν κατα­χτή­σει έγι­νε καπνός, το έξο­χο ανθρώ­πι­νο μάτι έγι­νε αδιά­φο­ρο και νυστα­λέο, και η ανώ­τα­τη μου­σι­κή — ο Λόγος — έπα­ψε, έγι­νε άναρ­θρη κραυ­γή, άχα­ρη άναρ­θρη κραυ­γή σαν του προ­βά­του το μπε­μπέ­ρι­σμα και σαν του λύκου το μακρό­συρ­το ουρ­λια­χτό. Κι οι τελευ­ταί­οι που απο­μέ­νου­νε ν’ αρνιού­νται μια καθ’ υπα­γό­ρευ­ση ζωή, σε λιγά­κι δε θ’ αντέ­χουνε άλλο και θα κάνου­νε την πρώ­τη τους παραχώρηση…»

Γι’ αυτό δου­λεύ­ει το Σχέ­διο μ’ επι­στη­μο­νι­κό πεί­σμα και με περί­τε­χνα τερ­τίπια, που ποτέ δεν έβα­ζες στο νου σου πως θα μπο­ρού­σε να υπο­νο­μεύ­ε­ται με τέτοιον απάν­θρω­πο τρό­πο ο άνθρω­πος από τον άνθρωπο.

Ξαπλω­μέ­νος στο ένα πλευ­ρό, κου­ρά­στη­κα. Πονώ. Θέλω ν’ αλλά­ξω θέση μα στην ελά­χι­στη μετα­κί­νη­ση κάποιος φωνά­ζει, άλλος αγκο­μα­χά κι άλλος σε βρί­ζει στα ίσια. Οι πλη­γές, δηλα­δή, σε βρί­ζου­νε, κι αυτές αγκο­μα­χού­νε κατα­λύοντας και κανό­νες ευπρε­πεί­ας και σύνο­ρα ανοχής.

Προ­τι­μάς να μένεις όπως είσαι, ακί­νη­τος, φορ­τω­μέ­νος τον πόνο και τις σκέ­ψεις σου, και να αισθά­νε­σαι το λαι­μό σου ξερό, σαν παξι­μά­δι που είν’ έτοι­μο να θρου­λί­σει σε ψίχου­λα και με την πίε­ση μονά­χα της ανα­σε­μιάς. Κι αυτή η δίψα γίνε­ται κυρί­αρ­χη, άγρια, σκά­βει βου­νά και μνή­μες, κι οργώ­νει κάμπους, βρί­σκει ποτά­μια και πηγές, για να θεριέ­ψει ο θυμός της, για να πυρώ­σει ο λαι­μός και να κατα­ντή­σει η γλώσ­σα σαν ένα κομ­μά­τι πυρω­μέ­νο κεραμίδι.

Η έννοια «χρό­νος» αλλά­ζει. Ένα δευ­τε­ρό­λε­φτο γίνε­ται αβά­στα­χτο κι άχα­ρο μερό­νυ­χτο. Μια ώρα είναι μια στρίγ­γλι­κη, διψα­σμέ­νη, ξερή αιωνιό­τητα. Και μέσα σ’ αυτή την έννοια σαλεύ­ει καρ­κα­νια­σμέ­νο, μισο­κα­μέ­νο, το σκου­λή­κι «άνθρω­πος» και επι­μέ­νει να σαλεύ­ει ήσυ­χα, μαλα­κά, μετρη­μέ­να, για να μην ενο­χλή­σει το διπλα­νό του!…

Πας να περη­φα­νευ­τείς, μα μετα­νιώ­νεις στα μισά και ξανα­πέ­φτεις στη στέρ­να της διψα­σμέ­νης μνήμης.

— «Πέτρο! Πού είσαι, καλό μου παι­δί; Μπο­ρείς να σουρ­θείς εδώ στο δια­δρο­μά­κι να σε δω;»

Ο δάσκα­λος! Παρα­μορ­φω­μέ­νος, όλο πηχτά αίμα­τα το πρό­σω­πο του. Μόνο από τα μάτια του, κι ας είναι μισό­κλει­στα από το πρή­ξι­μο, ξεχει­λά­ει φως, απα­λό φως, που δε μπο­ρεί παρά αυτό να είναι η ζωγρα­φι­κή ουσία της στοργής.

Αγκα­λια­ζό­μα­στε και δε μιλού­με! Μόνο ξερο­κα­τα­πί­νου­με, κι έχω την αίσθη­ση πως θρυμ­μα­τί­στη­καν τα κατά­ξε­ρα λαρύγ­για από την τόση προσπά­θεια που χρειά­στη­κε για να κάμου­νε τόπο να περά­σει το λεπί­δι της συγκί­νησης από τα κατά­στε­γνα φωνη­τι­κά όργανα.

Όλα τα λόγια που έχω να του πω κι όλα τα χάδια που έχω γι’ αυτόν ανα­στατώνονται, μπερ­δεύ­ο­νται, παλεύ­ου­νε ποιο και πώς να πρω­το­βγεί στη σκη­νή της συνεί­δη­σης και να ντυ­θεί το ντύ­μα του λόγου ή της κίνη­σης. Κι από το πολύ ξεσυ­νο­ρι­σό τους ακι­νη­τού­νε. Δε μπο­ρώ να βγά­λω λέξη, δε μπο­ρώ να κάνω τίπο­τα, παρά σφίγ­γω μονά­χα στην αγκα­λιά μου τον άγιο γέρο­ντα που ήρθε κι εδώ να διδά­ξει, από το βήμα του κίντυ­νου, την αντο­χή και την ευπρέ­πεια στο γένος του.

kornarou22

Το πρώ­το που θα ‘θελα να μπο­ρού­σα να του πω ήτα­νε το παρά­πο­νο μου για τον τρό­πο που με δέχτη­κε η Μάνα. Για τον τρό­πο που μ’ έδιω­ξε, μπρο­στά στη Δέσπω, κλεί­νο­ντας όξω από μια πόρ­τα όλα τα όνει­ρα μιας μαρ­τυ­ρι­κής ζωής.

Δεν προ­λα­βαί­νου­με να συνέρ­θου­με. Πέρα, από τη σκο­πιά που είναι στο έμπα της χαρά­δρας, έρχε­ται η γνώ­ρι­μη φωνή του βασανιστή:

— «Τι κάνε­τε, ρέεε! Οι τσο­μπά­νη­δες να ‘βγου­νε όξω γρή­γο­ρα! Ακό­μη θα περι­μέ­νω, βρε; Πού είστε, παλιό­σκυ­λα… Μαζεύ­τε τα ξερά σας μη με κάνε­τε να μπω στο μαντρί ο ίδιος!…».

— «Αντε στη θέση σου, μου λέει ο δάσκα­λος, και τα λέμε αργό­τε­ρα. Μόνο, από πού έρχεσαι;»

— «Από την Αθήνα».

— «Πήγες στο σπίτι;»

«.…»

Δεν απά­ντη­σα. Βια­ζό­μου­να, τάχα, να μαζευ­τώ στη θέση μου. Κάθε μετα­κίνηση, και μέσα στη σκη­νή ακό­μη, απαγορεύεται.

Βρα­χνια­σμέ­νος, βαριε­στη­μέ­νος συνε­χί­ζει ο αλφα­μί­της τις βρι­σιές του. Κατα­λα­βαί­νεις πως δεν έχει κέφι. Δεν πλη­ρώ­νε­ται, βλέ­πεις, υπε­ρω­ρί­ες γι’ αυτή τη δουλειά.

— «Εμείς για­τί δεν ετοι­μα­ζό­μα­στε;» ρωτάω το διπλα­νό μου.

— «Όχι, μου λέει. Οι τσο­μπά­νη­δες μένου­νε στην άλλη σκηνή».

— «Τι δου­λειά είν’ αυτή; βασανιστήρια;»

— «Υπάρ­χου­νε στο νησί δυο φαμί­λιες τσο­μπά­νων. Έχου­νε κάπου χίλια κομ­μά­τια πρό­βα­τα και γελα­δι­νά. Δε χρειά­ζο­νται βοη­θούς για­τί τ’ αμο­λά­νε σ’ όλη την έχτα­ση αδέ­σπο­τα και τρέ­χου­νε σχε­δόν άγρια. Ξάπλω­σε να ξεκουρα­στείς. Δεν έχει ως το βρά­δυ ξάφ­νια­σμα. Ως τα μεσά­νυ­χτα. Φαί­νε­ται πως το καΐ­κι, που είδα­με, κου­βα­λά επι­σκέ­πτες. Όταν ακού­σεις να φωνά­ζου­νε τους τσο­μπά­νους να το ξέρεις πως έρχο­νται μου­σα­φι­ρέ­οι. Επί­ση­μοι, ξένοι, καλλι­τέχνες, λογιώ λογιώ κόσμος τέτοιος…».

Σώπα­σε. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες του δεν ήτα­νε αρκε­τές. Μα η δύνα­μη δεν περισ­σεύει για να σου κάνει διά­λε­ξη για το μαντρί. Κι εγώ δεν ενδια­φέρ­θη­κα περισ­σότερο μιας και δεν επρό­κει­το για βασα­νι­σμό ή για επί­θε­ση πρώ­της σει­ράς. Δε ρώτη­σα τίπο­τα. Θα τα μάθω σιγά σιγά.

Το μεγά­φω­νο ακού­γε­ται κάτω από την παρα­λία, να λέει παρά­ξε­να πρά­ματα, που δεν έχου­νε καμιά σχέ­ση με τού­τη τη ματω­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κάποιος απαγ­γέ­λει ποι­ή­μα­τα του Κρυ­στάλ­λη! Κι ένας άλλος εξη­γά πως: «εδώ στην Ανα­μορ­φω­τι­κή Σχο­λή του Έθνους, όσους μήνες φοι­τή­σου­με, πρέ­πει να συνη­θί­σου­με να γνω­ρί­ζου­με και ν’ αγα­πά­με τις ομορ­φιές της Πατρί­δας όπως τις τρα­γου­δή­σα­νε οι ποι­η­τές!» Προ­α­ναγ­γέ­λει πως: «αύριο, την ώρα της ηθι­κής και πνευ­μα­τι­κής αγω­γής, θα μιλή­σου­νε για το Μαβί­λη και θ’ απαγ­γελ­θού­νε σονέ­τα του που σήμε­ρα δεν επι­τρέ­πει ο χρό­νος, για­τί είναι να υπο­δε­χτούν μια δόξα του Ελλη­νι­κού Θεά­τρου κι έναν μεγά­λο συγ­γραφέα που ήρθα­νε να τιμή­σου­νε με την παρου­σία τους τα εγκαί­νια του Θεά­τρου της Σχο­λής μας, και ακό­μη να δια­πι­στώ­σου­νε την ύπαρ­ξη αιμά­τι­νων ποτα­μών κατα­πώς λέει η ξένη προ­πα­γάν­δα για δυσφή­μι­ση της Ελλάδας…»

Πάνω από τις κορ­φές ακού­γο­νται εκα­το­ντά­δες κου­δου­νά­κια κοπα­διού που μετα­το­πί­ζε­ται βια­στι­κά, λες και πάει κι αυτό να υπο­δε­χτεί στην παρα­λία τις δόξες της Τέχνης.

— «Σήμε­ρα ήρθες;» με ρωτά­ει πάλι ο διπλα­νός μου.

— «Ναι» του λέω.

— «Κατά­λα­βα από τη ματιά σου. Παρα­ξε­νεύ­ε­σαι, τι σχέ­ση μπο­ρεί να “χου­νε όλ’ αυτά, με κεί­νο που έζη­σες όλη την ημέ­ρα. Τι γυρεύ­ει η ποί­η­ση στην κόλα­ση. Τι γυρεύ­ου­νε οι καλ­λι­τέ­χνες. Λοι­πόν, καλε­σμέ­νους τους έχου­νε για δεί­πνο. Θα τους υπο­δε­χτού­νε οι χιλιά­δες δυστυ­χι­σμέ­νοι που μένου­νε στην κατα­σκή­νω­ση της παρα­λί­ας. Δεν πρέ­πει να πάρου­νε είδη­ση για το όργιο που γίνε­ται πάνω σε τού­το το βρά­χο. Φεύ­γο­ντας, είναι ανά­γκη να πάνε να γρά­φου­νε για τη μεγά­λη προ­σπά­θεια που γίνε­ται στην Ελλά­δα για την καλ­λιέρ­γεια και αυτών ακό­μη των κρα­του­μέ­νων. Η Σχο­λή της «αναμόρ­φωσης» έχει βγά­λει άσκη­μο όνο­μα στο εξω­τε­ρι­κό. Και πρέ­πει να μιλή­σου­νε, τού­τοι που έρχο­νται σήμε­ρα και οι άλλοι που θα “ρθου­με αύριο, για ένα νησί του Αιγαί­ου ειδυλ­λια­κό, γαλή­νιο, που ο αέρας είναι φορ­τω­μέ­νος ποί­η­ση, και στις πλα­γές και στα ρου­μά­νια του παί­ζου­νε φλο­γέ­ρα οι αρχαί­οι θεοί, κι από την αρμο­νία που ξεχει­λά η ατμό­σφαι­ρα, δε μένου­νε ασυ­γκί­νη­τα μήτε τα ζώα!.. Τα κοπά­δια μοιά­ζου­νε να συντο­νί­ζου­νε την κίνη­ση τους στο ρυθ­μό της μου­σι­κής που δίνει το ράδιο, στον ήχο της φλο­γέ­ρας και στις απαγ­γε­λί­ες ποι­η­μά­των για το βου­νό και τη στά­νη!… Βλέ­πεις η σκη­νο­θε­σία είναι αρι­στουργηματική. Γι’ αυτό φωνά­ζου­νε τους τριά­ντα «τσο­μπά­νη­δες» της άλλης σκη­νής. Για να κυνη­γού­νε τα κοπά­δια στις πλα­γές και να παί­ζου­νε τα κουδου­νάκια… Οι δυο τσο­μπά­νη­δες που τα ‘χου­νε αρνη­θή­κα­νε να κάνου­νε αυτή τη δου­λειά. Είπα­νε πως θένε πλε­ρω­μή. Το ίδιο είχαν αρνη­θεί ν’ αγο­ρά­σου­νε κου­δούνια με δικά τους λεφτά. Κι έτσι, στα τεφτέ­ρια του προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού του κρά­τους θά ‘βρει ο έλεγ­χος κάπο­τε μια περί­ερ­γη εγγρα­φή που θα λέει:«… Δια την αγο­ράν εκα­τό κωδώ­νων και τετρα­κο­σί­ων κωδω­νί­σκων δια­φό­ρου μεγέ­θους, προς χρή­σιν της Ανα­μορ­φο­κι­κής Σχο­λής Μακρο­νή­σου κτλ…» Εκεί­νο το «κτλ.» θα ξεχά­σου­νε κάπο­τε τι μπο­ρεί να σημαί­νει. Ίσως όμως να ‘χου­νε μια παρέν­θε­ση επε­ξη­γη­μα­τι­κή που να λέει πως όλα τα λεφτά δεν πήγα­νε για τα κου­δού­νια παρά και για την αμοι­βή… των Μου­σι­κών που πήγα­νε να τ’ αγο­ράσουνε για να κάμου­νε τη σύν­θε­ση του ήχου όσο γίνε­ται πιο καλ­λι­τε­χνι­κή, που να πεί­θει πως οι ίδιες η Ομορ­φιά και η Γαλή­νη κρα­τη­μέ­νες χέρι χέρι σου­λα­τσά­ρου­νε στις πλα­γιές και στ’ ακρο­γιά­λια του Στρα­το­πέ­δου των τυχε­ρών του Ανα­μορ­φω­τι­κού Ιδρύματος…

»Όσες ώρες μεί­νου­νε οι καλ­λι­τέ­χνες στο νησί, οι τριά­ντα κρα­τού­με­νοι τσο­μπά­νη­δες θα πηλα­λού­νε από κορ­φή σε κορ­φή, κυνη­γώ­ντας τα πρό­βα­τα, με την επι­στα­σία του βούρ­δου­λα της ξετσί­πω­της Βίας. Κι όλη αυτή η σκη­νο­θε­σία, για να μπλο­κά­ρου­νε την ψυχή των καλ­λι­τε­χνών που, με τη σει­ρά και με την τέχνη τους, ξέγνοια­στοι, θα μπλο­κά­ρου­νε την ψυχή του κόσμου!…»

Ο συνο­μι­λη­τής μου έχει πάρει φόρα και λέει. Δε στα­μα­τά. Έχει την εντύ­πωση πως, ξαφ­νι­κά, βρή­κε κι άνοι­ξε τον κρου­νό μιας βρύ­σης που τον είχα­νε βου­λω­μέ­νο, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, και το νερό λίμναζε.

Δεν ακούω πια, συλ­λο­γί­ζο­μαι βια­στι­κά πολ­λά πρά­μα­τα μαζί, σκέ­ψεις κι αισθή­μα­τα χοχλα­κού­νε άτα­χτα, διέ­ξο­δο δεν υπάρ­χει, χαρ­τί δεν έχω για να τα βάλω σε τάξη, αφτιά δεν έχω για να τα στεί­λω σε σύμ­μα­χες καρδιές.

Θέλω ν’ ανέ­βω στην πιο ψηλή κορ­φή του νησιού, να τα φωνά­ξω κάτω προς την παρα­λία όλα τού­τα. Δεν ξέρω πώς θα ‘ρχι­ζα. Μονά­χα μια λέξη ανα­πη­δά, έτοι­μη να τινα­χτεί: «Μπλό­κο!…». Κι έχω την ιδέα πως αν την ξεστό­μι­ζα αυτή τη λέξη, ξοπί­σω της θ’ ακλου­θού­σα­νε χιλιά­δες άλλες, φορ­τω­μέ­νες την αλή­θεια, ξέχει­λες από την καυ­τε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που κρύ­βει μια τόσο περί­τεχνη σκηνοθεσία.

Μα δεν μπο­ρώ να μετα­κι­νη­θώ. Όμως, κι αν το μπο­ρού­σα να τινα­ζό­μου­να με μια δρα­σκε­λιά στην κορ­φή την από­το­μη, πάλι δε θα ‘φτα­νε η φωνή μου στ’ αφτιά που ήθε­λα. Όλος ο χώρος, όλος ο αέρας είναι επι­ταγ­μέ­να και υπηρε­τούνε πανί­σχυ­ρου αντι­πά­λου το Σχέδιο.

Τα κου­δού­νια, τα καλω­σο­ρί­σμα­τα, τα «Ζήτω» της υπο­δο­χής από χιλιά­δες στό­μα­τα, στο­λί­ζου­νε την ίδια την Απά­τη για να παρου­σια­στεί στη θέση της Αλήθειας.

Το μεγά­φω­νο πλη­ρο­φο­ρεί: «… Αυτή τη στιγ­μή οι εκλε­κτοί επι­σκέ­πτες απο­θε­ώ­νο­νται από τα πλή­θη. Φέρο­νται πάνω σε δάση από χέρια. Έτσι τιμά ο Λαός τους δια­λε­χτούς εργά­τες της τέχνης!… Οι καλ­λι­τέ­χνες μας συγκι­νη­μέ­νοι δακρύ­ζου­νε… Οι καλ­λι­τέ­χνες μας προ του μικρο­φώ­νου!… Θα εκφρά­σουνε τις πρώ­τες εντυ­πώ­σεις τους από τη Σχολή!…»

Αυτές οι πρώ­τες, βια­στι­κές, εντυ­πώ­σεις! Πόσες τίμιες συνει­δή­σεις δεν αιχ­μα­λω­τί­σα­νε, για να θρο­νια­στεί έτσι μέσα τους το πεί­σμα το ίδιο να νομο­θετηθεί και να βεβαιώ­νει πως «… Στη Μακρό­νη­σο συντε­λεί­ται κάτι πιο μεγά­λο και πιο ωραίο από τον αρχαίο Παρ­θε­νώ­να!… Σε τού­το το νησί του Αιγαί­ου, θα δια­κη­ρύ­ξου­με σ’ όλη την ανθρω­πό­τη­τα πως γίνε­ται το θαύ­μα του εξαν­θρω­πι­σμού που δεν μπό­ρε­σε μέχρι σήμε­ρα ο πολι­τι­σμός με τις επι­στή­μες και τις τέχνες του…»

Τα «ζήτω» και οι λυγ­μοί πλα­ντά­ζου­νε την ατμό­σφαι­ρα και τα μεγά­φω­να μπου­κω­μέ­να δεν προ­λα­βαί­νου­νε να φτύ­νου­νε με μπρού­τζι­νο ήχο τα όμορ­φα λόγια και τους λυγ­μούς συγκί­νη­σης μιας αυταπάτης.

Από την κάτω μεριά της σκη­νής ακού­γε­ται ένα γουρ­γου­ρη­τό σαν επιθα­νάτιος ρόγ­χος. Κάποιος αγω­νιά, για­τί θέλει να κάνει εμε­τό ένα λόγο χοντρό, κάποια πίκρα, κάποιο σωρό ανε­χου­μι­σμέ­νων αισθη­μά­των. Δεν το μπο­ρεί, στριγ­γλί­ζει, βρυ­χά­ται, και στο τέλος το κορ­μί τινά­ζε­ται απά­νω. Τα μάτια έξαλ­λα. Τα χέρια γρά­φου­νε βίαιες κινή­σεις στον αέρα. Το στή­θος φου­σκώ­νει να σπά­σει. Οι φλέ­βες του λαι­μού πρη­σμέ­νες, τα χεί­λη σπα­ρά­ζου­νε, όλα ετοι­μάζονται να κάνου­νε τόπο στα λόγια που έρχο­νται πυκνά, φορ­τω­μέ­να, βαριά, για vu περά­σου­νε από τη στε­νή πύλη της συνεί­δη­σης και ν’ ανε­χου­μί­σου­νε τον αέρα. Κι απ’ όλ’ αυτά τίπο­τα δε βγαί­νει, κι ως βλέ­πεις την αγω­νία του ανθρώ­που, θαρ­ρείς πως κοι­λο­πο­νά­ει ένα βου­νό και μέσα του ανα­κα­τώ­νο­νται καπνοί και λάβες ηφαι­στεί­ων που δεν ξεσπού­νε. Κι ολο­με­μιάς, από μια χαρα­μάδα ασή­μα­ντη, βγαί­νει το βρού­χος που θέλει να σημά­νει όλη τη μέσα τρικυ­μία: — «Μπου! Μπού­ουου… μπουμ!».

Το εξα­ντλη­μέ­νο κορ­μί με τις κακο­φορ­μι­σμέ­νες πλη­γές, το ερε­θι­σμέ­νο πρό­σω­πο και τα έξαλ­λα μάτια, μπαί­νει στο χορό της εξά­ντλη­σης. Το βλέ­πεις πως δε θ’ αντέ­ξει πολύ και θα σωρια­στεί. Όμως είναι ανά­γκη να χορέ­ψει, να πηδή­ξει, να κάνει σάλ­τους στον αέρα, για­τί έτσι του φαί­νε­ται πως εκφρά­ζει όσα του αρνιέ­ται η γλώσ­σα να πει. Χορεύ­ει έναν αυτο­σχέ­διο — τρα­χύ χορό και κρα­τά το ρυθ­μό με παλα­μά­κια και με τη μπου­μπου­νι­στή κραυγή:

- «Μπου…μπούουου…μπουμ.»

Ο χορός επι­βάλ­λε­ται πρώ­τα στους τέσ­σε­ρους ψυχο­πα­θείς που, ως την ώρα, ανα­παύ­ο­νταν ήρε­μοι στη θέση τους. Ύστε­ρα παίρ­νου­νε κι άλλοι τον ίδιο ρυθ­μό, κι η σκη­νή γεμί­ζει από την άγρια ιαχή που μετα­δί­νε­ται στους άρρω­στους των γει­το­νι­κών σκη­νών, και όλη η χαρά­δρα γίνε­ται φωνα­γω­γός που έχει απο­στο­λή να μετα­φέ­ρει τη λάβα της πραγ­μα­τι­κής Μακρό­νη­σος στους πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους που απα­τού­νται μ’ αυτό τον επαί­σχυ­ντο τρό­πο και μιλού­νε με τόση ξεγνοια­σιά για Παρ­θε­νώ­νες και θαύ­μα­τα, στη Γη που δεν υπάρ­χει τίποτ’ άλλο από τη βία του χτή­νους που για την περί­στα­ση είναι ντυ­μέ­νο το ύφος του Δημιουργού!…

Οι λόγοι, οι φωνές, το παρα­λή­ρη­μα της παρα­λί­ας, μπερ­δεύ­ο­νται με την αγω­νία της έκφρα­σης της δικής μας χαρά­δρας. Η ατμό­σφαι­ρα ηλε­κτρί­ζε­ται, και κανέ­να κορ­μί, όσο κου­ρα­σμέ­νο κι αν είναι, δε μένει ακί­νη­το. Όλοι στο πόδι, κάνου­νε βήμα­τα επί τόπου, νευ­ρι­κά, χει­ρο­νο­μού­νε, κάτι ζητού­νε που δεν το βρί­σκου­νε κι έχεις την εντύ­πω­ση πως από στιγ­μή σε στιγ­μή θ’ αρπά­ξου­νε σαν συνεν­νοη­μέ­νοι την ίδια τη σκη­νή, θα την κρα­τού­νε σαν ομπρέ­λα και θα χορεύ­ου­νε κάτω από τον ίσκιο της, το χορό της αγω­νί­ας της έκφρα­σης, τον τρε­λό χορό του Δίκιου που πνί­γε­ται, της Αλή­θειας που πάνε να κρύψουνε…

Δαγκώ­νω τα χεί­λη μου και ματώ­νου­νε. Μου ‘ρχε­ται να δαγκώ­σω το χέρι μου. Το δεξί το χέρι, ν’ ανα­πη­δή­σει αίμα. Και μ’ αυτή την πένα να γρά­ψω στο στε­ρέ­ω­μα: «Ελευ­θε­ρία του Πνεύματος!…»

Ίσως μ’ αυτό να δώσω να κατα­λά­βου­νε την έντα­ση της συγκί­νη­σης, το χόχλο της πάλης που γίνε­ται καθώς κυλιού­νται σφι­χτα­γκα­λια­σμέ­νες και παλεύ­ου­νε μέσα μας, μέσα στο χώρο και στο χρό­νο τού­το, απά­νω στην ατμό­σφαι­ρα, η Βία και η Ελευθερία.

Ένας ψυχο­πα­θής δε χωρά­ει πια στη σκη­νή. Σηκώ­νει το παρα­πέ­το και σα βολί­δα ρίχνε­ται στις χέρ­σες πλα­γιές. Ξοπί­σω τον ακλου­θού­νε οι άλλοι, ξεμαλ­λια­σμέ­νοι, αγκο­μα­χώ­ντας, λες κι έχου­νε συμ­φω­νή­σει για κάτι επεί­γον, που είναι αδύ­να­το ν’ αναβληθεί…

Από μια κορ­φή, ο ψυχο­πα­θής βάζει χωνί τα χέρια και φωνά­ζει προς την παρα­λία το επεί­γον του μήνυ­μα: -«Μπου… μπούουου…μπουμ!…»

Ένας άλλος φτά­νει στην ίδια κορ­φή. Βάζει κι αυτός χωνί τα χέρια και στέλ­νει στην ακρο­για­λιά, στις χιλιά­δες ψυχές που την κατα­κλύ­ζου­νε, το ίδιο μήνυ­μα με άλλη φόρμα:

- «Όλες οι βίγλες δώσε­τε σ’ όλο τον κόσμο το μαντά­το: Το κάστρο είν’ άααπαρτο!»

Κάποιος άλλος πνί­γε­ται από συγκί­νη­ση, η φωνή του μπλο­κά­ρε­ται και σπα­σμέ­νη τη μια, θαριά-βαθιά την άλλη, μετα­δί­νει στα πέρατα:

- «Πήρε φωτιά το Αρκά­δι παι­διά­αα! Μην το σβή­νε­τε!… Μην το σβήνετε!…»

Πολ­λοί τρέ­χου­νε να μαζέ­ψου­νε τους ψυχο­πα­θείς. Κάτω από την παρα­λία υψώ­νε­ται μια ζητω­κραυ­γή. Λες να είναι από­κρι­ση στα μηνύ­μα­τα που στέλ­νου­νε οι ταραγ­μέ­νες ψυχές; Μπο­ρεί! Ποιος ξέρει; Κανέ­νας δεν είναι που να μην αισθά­νε­ται την ανά­γκη να φωνά­ξει την ίδιαν αλή­θεια με δικό του τρό­πο. Κι η αλή­θεια δε βγαί­νει, δε γίνε­ται λόγια, πολ­λά μαζε­μέ­να θέλου­νε να εκφρα­στούνε. Όλη η υπό­θε­ση ενός προ­δο­μέ­νου Λαού μαζεύ­ε­ται στο προ­σκή­νιο και γυρεύ­ει το λόγο, την κίνη­ση, τη ματιά, τις τέχνες όλες, για να ειπω­θεί. Και με το σώρια­σμα και τη βιά­ση, τίπο­τα δε γίνε­ται, μόνο αγω­νία. Το κορ­μί πάει να εκρα­γεί, κι η κρί­ση από τη συμ­φό­ρη­ση των αισθη­μά­των κατα­λεί το νου και απο­μέ­νει το παρα­λή­ρη­μα μονάχα.

Ήθε­λα κι εγώ να τρέ­ξω πίσω από τους ψυχο­πα­θείς, για ν’ απο­κρυ­πτο­γρα­φώ το νόη­μα του κάθε μηνύ­μα­τος, το νόη­μα της αγω­νί­ας του Έλλη­να αγω­νι­στή. Την αγω­νία της Ελλάδας…

Θυμού­μαι το παρα­λή­ρη­μα του γονα­τι­σμέ­νου πλή­θους μπρο­στά στις απί­θανες φιγού­ρες που σαλεύ­α­νε στα θαμπά τζά­μια της Αθή­νας. Θυμού­μαι τον υστε­ρι­σμό του εμφυ­λί­ου πολέ­μου. Κι ακούω το ίδιο παρα­λή­ρη­μα, τώρα, στην παρα­λία της Μακρό­νη­σος. Κι ακούω άλλο παρα­λή­ρη­μα στις κορ­φές και στις χαρά­δρες της Μακρό­νη­σος. Η Ελλά­δα βογ­γά! Η Ελλά­δα έπα­θε συμ­φό­ρη­ση του λόγου. Η Ελλά­δα πάσχει από πόνο φρι­χτό, τη στιγ­μή που υπο­γρά­φο­νται τα που­λη­τή­ρια συμ­βό­λαια που την μετα­βι­βά­ζου­νε — σαν πατα­το­χώ­ρα­φο! — από ιδιο­χτη­σία μιας λορ­δο­πού­λας, για προί­κα μιας κόρης μπίζνκ­μαν από τη χώρα των Γιάνγκηδων…

kornarou23

Κι ο περή­φα­νος Λαός της Ελλά­δας, μπρο­στά σ’ αυτή τη συμ­φο­ρά, μέσα στην άψα της μάχης, μέσα στην άνι­ση κι άδι­κη πάλη, παθαί­νει συμ­φό­ρη­ση, πλα­ντά­ζει, μπαί­νει σ’ αδιέ­ξο­δο, κι εκδη­λώ­νε­ται λογιώ λογιώ η αγω­νία του. μιας και δεν υπάρ­χει συγ­γρα­φέ­ας να τον εκφρά­σει και να ξαλα­φρώ­σει! Μιας και δεν υπάρ­χει ο ποι­η­τής που θα βάλει σε τάξη τα αισθή­μα­τα της οργής και της αγά­πης, για να μπει σ’ αρμο­νι­κή λει­τουρ­γία η ζωή του αγω­νι­στή Λαού.

Κλαίω. Σηκώ­νω το παρα­πέ­το της σκη­νής και τρέ­χω ν’ αντα­μώ­σω εκεί­νους που λέμε… τρε­λούς! Τρέ­χω να ενι­σχύ­σω αυτούς που θέλου­νε, μ’ όλα τους τα καμώ­μα­τα, να φωνά­ξου­νε: «Μη! Μη!…», την ώρα που ελλη­νι­κό χέρι πιά­νει την πένα και βάζει υπο­γρα­φή που μετα­βι­βά­ζει την Ελλά­δα, από τους Εγγλέ­ζους λόρ­δους στους υπερ­πό­ντιους κουρσάρους.

Βρή­κα μόνο τρία λόγια που θέλω να τα φωνά­ξω κι εγώ από την κορ­φή: — «Όξω οι ξένοι!…».

Μα δεν πρό­λα­βα. Κάποιος μ” έπια­σε. Γυρί­ζω. Ο δάσκα­λος. Δε με ρωτά­ει πού πάω. Κλαί­με μαζί και λέει:

- «Κατα­λα­βαί­νω, παι­δί μου! Κάνε υπο­νο­μή. Μεί­νε κοντά μου!…»

Δεν προ­λα­βαί­νου­με ν’ αλλά­ξου­με άλλη λέξη. Οι αλφα­μί­τες φέρ­νου­νε πίσω τους ψυχο­πα­θείς. Προ­σπα­θού­νε να τους φιμώ­σου­νε το στό­μα. Αυτοί δαγκώ­νου­νε τα χέρια, παλεύ­ου­νε, ο αγκα­θω­τός βούρ­δου­λας πέφτει αδί­στα­κτα όπου λάχει, σε μύτες, μάτια, χεί­λη, το αίμα ανα­πη­δά. Το αίμα αγριεύ­ει τους βασα­νι­στές. Ένας τους πετά­ει το βούρ­δου­λα, στέ­κε­ται, ασθμα­να­σαί­νει, ξεφυ­σά και δηλώ­νει πως από τώρα και μπρος είναι, λέει, αρκού­δα… Οι συνά­δερφοι του τα σαστί­ζου­νε μια στιγ­μή. Τον δένου­νε και του μπου­κώ­νου­νε το στό­μα με το που­κά­μι­σο του, που το τρα­βή­ξα­νε από πάνω του λου­ρί­δες λουρίδες.

Στο μεγά­φω­νο ακού­γε­ται η φωνή του Διοι­κη­τή να εξη­γά στους επί­ση­μους πως: «…εδώ ήτα­νε, πριν από τρεις μήνες, μόνο σαύ­ρες και φίδια. Όλα που βλέ­πε­τε, λιμά­νι, θέα­τρο, οικο­δο­μές, δρό­μοι, είναι δου­λειά τριών μηνών. Η Σχο­λή Μακρο­νή­σου έχει σκο­πό την ανα­στύ­λω­ση της ανθρώ­πι­νης θέλη­σης. Κάθε πόλε­μος αφή­νει τα σημά­δια του. Τραυ­μα­τι­σμέ­νες θελή­σεις ήτα­νε όλες τού­τες οι χιλιά­δες που βλέ­πε­τε γύρω σας. Ανα­στυ­λώ­θη­καν, ανένηψαν…»

- Ζήτω ο αναστυλωτής!…

- Ζήτω ο άγιος…

- Ζήτω ο Θεός!…

Μια δια­τα­γή από τους αλφαμίτες:

- «Τα πρά­μα­τα σας και στη γραμ­μή. Μπρος!»

Μας μετα­φέ­ρου­νε στην πίσω μεριά του νησιού για να μην ενο­χλού­με το ψέμα την ώρα που σέρ­νε­ται και μπαί­νει ύπου­λα στην ψυχή των επι­σκε­πτών για να το μετα­φέ­ρου­νε στον κόσμο.

(Από­σπα­σμα από το Στά­χτες και φοί­νι­κες. Εκδό­σεις «Δίφρος». Αθή­να 1957. Ενα ρεπορ­τάζ από το κολα­στή­ριο της Μακρο­νή­σου — Τα εικα­στι­κά είναι του Γιώρ­γου Φαρσακίδη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο